Η εξαπάτηση της πολυπολιτισμικότητας
Το πολυπολιτισμικό μοντέλο κυρίαρχο τις τελευταίες δεκαετίες στη Δύση υποθέτει, εξ αρχής, ότι οι «πολιτισμοί» είναι καλά διακριτοί και αναγνωρίσιμοι και καταλήγει – αναπόφευκτα – στο τέλος σε μια πληθώρα νομικών συστημάτων, στο σχηματισμό παράλληλων κοινωνιών και στον κίνδυνο παραβιάσεων των ατομικών ελευθεριών. Η μόνη διέξοδος είναι μια συνεπής εκκοσμίκευση. Παρουσιάζουμε μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο της Τσίντζια Σιούτο “Non c’è fede che tenga”, εκδόσεις Feltrinelli.
από την Τσίντζια Σιούτο
Η «πολυπολιτισμικότητα» είναι ένας παραπλανητικός όρος, διότι έχει πολύ περισσότερες επιπτώσεις από εκείνες που βιαστικά και αφελώς είχαμε σκεφτεί. Παραμένοντας σ’ ένα πρώτο επιφανειακό επίπεδο η πολυπολιτισμικότητα αναφέρεται σε μια πολύχρωμη συνάντηση παραδόσεων, εθίμων, τροφίμων, μοδών και μουσικών. Παραπέμπει στα έθνικ φεστιβάλ, στη γιορτή της Ταραντέλας στη Νορβηγία, στην κατανάλωση κεμπάπ στο Λονδίνο, στους αραβικούς ήχους που εξαπλώνονται σε κάποιες συνοικίες σε μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, στην πίτσα που έχει γίνει διεθνές φαγητό αν και ακόμη τόσο στενά συνδεδεμένη με την Ιταλία, στις επιρροές στην τέχνη και τη λογοτεχνία.
Μέχρι εδώ όλα καλά. Το πρόβλημα γεννιέται όταν από τη διαπίστωση μιας πολυεθνικής και πολυπολιτισμικής κοινωνίας – ως εκ τούτου, μια εκ των πραγμάτων ανομοιογένεια στις γλώσσες στις συνήθειες, στα έθιμα, στις παραδόσεις, θρησκείες, εθνότητες που συνυπάρχουν μέσα στην ίδια κοινωνία – προκύπτει η αρχή σύμφωνα με την οποία τα μέλη της πολιτικής κοινότητας θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με το αν ανήκουν σε διαφορετικές «κοινότητες» εθνο-πολιτισμικές-θρησκευτικές και πως οι μειονοτικοί «πολιτισμοί» θα πρέπει να διαφυλαχθούν ως έχουν (ή όπως υποτίθεται πως έχουν) και ως τέτοιοι. Όταν, δηλαδή, από την αναγνώριση μιας πληθώρας εθίμων, παραδόσεων, γλωσσών, θρησκειών, προκύπτει ένα πλήθος δικαιωμάτων που οδηγεί αναπόφευκτα σε μια πληθώρα νομικών συστημάτων. Μια προσέγγιση που προξένησε τεράστιες ζημιές στη διαδικασία ενσωμάτωσης των μεταναστών σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Η κοινοτιστική/πολυπολιτισμική[1] λογική θεωρεί πως έχουμε «αντικείμενα» εύκολα αναγνωρίσιμα και προσδιοριζόμενα – τους «πολιτισμούς» – και πως είναι αναγκαία η εφαρμογή ad hoc πολιτικών για την «προστασία» τους. Κρίμα που οι «πολιτισμοί» δεν είναι φυσικά αντικείμενα που προκύπτουν από την παρατήρηση της κοινωνίας, αλλά είναι και οι ίδιοι τους κοινωνικά κατασκευάσματα σε συνεχή εξέλιξη. Η πολυπολιτισμική προσέγγιση, δεν «φωτογραφίζει» την πραγματικότητα, την πλάθει, δημιουργώντας αυτές τις «κοινότητες» που θεωρεί πως προϋπάρχουν, αποδίδοντάς σε αυτές – και, εν τέλει, στα άτομα φορείς αυτών των πολιτισμών – μια σειρά από χαρακτηριστικά που φαντάζεται πως θα πρέπει να έχουν, περικλείοντας ανθρώπους σε κατηγορίες και στερεότυπα που είναι πάντα ή υπερβολικά στενά ή υπερβολικά μεγάλα και ποτέ δεν καταγράφουν την πολυπλοκότητα της ταυτότητας του καθενός.
Έχει πολύ ενδιαφέρον από την άποψη αυτή, να αναλύσουμε τι συνέβη τις τελευταίες δεκαετίες στο Ηνωμένο Βασίλειο, μια χώρα που έχει γνωρίσει έντονο μεταναστευτικό ρεύμα ανθρώπων, ως επί το πλείστον – λόγω της βρετανικής αυτοκρατορικής ιστορίας και την ιδιαίτερη σχέση που το Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθεί να διατηρεί με τις χώρες της Κοινοπολιτείας – [2] από τη νοτιοανατολική Ασία.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα οι μετανάστες από αυτή τη γεωγραφική περιοχή ομαδοποιηθήκαν – και τους ομαδοποίησαν – σύμφωνα με τη χώρα προέλευσης: υπήρχαν Ινδοί, Πακιστανοί, οι «bangla». Η «ισλαμική κοινότητα» δεν υπήρχε ακόμη[3]. Όχι ότι κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους δεν ήταν μουσουλμάνοι, αλλά ήταν η εθνική τους ταυτότητα και όχι η θρησκευτική που είχε καθοριστική σημασία στον ορισμό (και στην απόδοση) της ταυτότητας. Σε κάποιο σημείο αυτοί οι άνθρωποι «ανακαλύφθηκαν» μουσουλμάνοι, υπό την έννοια ότι η θρησκευτική τους πίστη τους ως χαρακτηριστικό ταυτότητας είχε αρχίσει να επικρατεί έναντι των υπολοίπων στοιχείων. Σταδιακά μια πληθώρα χαρακτηριστικών και καταγωγής αντικαταστάθηκαν από ένα και μοναδικό τη θρησκευτική πίστη, βάζοντας κάτω από την ίδια ομπρέλα ανθρώπους με εντελώς διαφορετικές ιστορίες, έθιμα, παραδόσεις και γλώσσες.
Ο Kenan Malik, ο Βρετανός συγγραφέας ινδικής καταγωγής, γεννημένος το 1960, διηγείται πως όταν ήταν νέος, στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα και στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα, σημαντικό για έναν άντρα που γεννήθηκε στην Ινδία δεν ήταν τόσο η μουσουλμανική του πίστη όσο ότι ήταν μαύρος και εργάτης. Από τη μία πλευρά, λοιπόν, ένα στοιχείο που συνέδεε ιδανικά κάποιον σαν τον Malik με τους αγώνες των μαύρων στην Αμερική και από την άλλη μια χροιά πολιτική, καθαρά ταξική. Οι ενώσεις των μεταναστών, όπως αναφέρει ο Malik, συχνά είχαν πολιτικό χαρακτήρα, συνήθως κοσμικό και αριστερό, όχι θρησκευτικό. Η αλλαγή παραδείγματος, σύμφωνα με το Malik, προήλθε από τις πολυπολιτισμικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν από τις κυβερνήσεις της εποχής που «απέτυχαν να ανταποκριθούν στις ανάγκες των μειονοτήτων, ενώ σε γενικές γραμμές, έχουν συμβάλει στη δημιουργία αυτών των κοινοτήτων με την επιβολή ταυτότητας στους ανθρώπους και αγνοώντας τις εσωτερικές αντιθέσεις που προέκυπταν από τις διαφορές ταξικής προέλευσης, φύλου ακόμη και εντός της ίδιας της θρησκείας. Δεν ενίσχυσαν τις μειονότητες, αλλά τους εκπροσώπους των κοινοτήτων, οι οποίοι οφείλουν τη θέση τους και την επιρροή τους πάνω από όλα στη σχέση τους με το κράτος. […] Δεν ήταν οι μειονότητες που πίεσαν τους πολιτικούς να εισαγάγουν τις πολυπολιτισμικές πολιτικές. Κυρίως, η ίδια επιθυμία για την εδραίωση συγκεκριμένων πολιτιστικών ταυτοτήτων, εν μέρει τουλάχιστον, εξαρτήθηκε από την εφαρμογή των πολυπολιτισμικών πολιτικών»[4].
Ένας από τους λόγους που οδήγησαν τις κυβερνήσεις της εποχής σε αυτή την πρακτική, σύμφωνα με το Μαλίκ, ήταν η επιθυμία να αποσπάσουν την προσοχή από πολιτικά συμφέροντα, να σπάσουν την ταξική αλληλεγγύη και να την αντικαταστήσουν με τη θρησκευτική, ακολουθώντας μια ιεράρχηση βασισμένη σε ταυτότητες καταγωγής.
Η ταυτότητα κάθε ατόμου είναι ένα περίπλοκο πρίσμα, το οποίο προσλαμβάνει διάφορα «πρόσωπα», μια το ένα μια το άλλο, ανάλογα το συνδυασμό διαφορετικών περιστάσεων. Η κοινοτιστική προσέγγιση πιέζει έτσι ώστε το προσδιοριστικό στοιχείο της ταυτότητας του καθενός να μην είναι, ας πούμε, το φύλο ή η κοινωνική τάξη, αλλά η πίστη ή η εθνοτική καταγωγή. Η έμφαση στα εθνοτικά και θρησκευτικά στοιχεία σε βάρος των άλλων έχει κρίσιμες κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες, διότι τροφοδοτεί την αλληλεγγύη ταυτότητας και όχι την αλληλεγγύη τάξης ή φύλου.
Στην περίπτωση αυτή η πολυπολιτισμική προσέγγιση έχει διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην ιεράρχηση των διαφόρων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την ταυτότητα των μεταναστών από τη Νοτιοανατολική Ασία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς ανέδειξε και ενίσχυσε ένα – αυτό της θρησκείας – το οποίο ναι μεν υπήρχε, όμως, δεν ήταν το στοιχείο που προσέδιδε ταυτότητα.(…)
Η απλοποίηση στα στοιχειώδη των πολιτισμών και εστιάζοντας την προσοχή στο θρησκευτικό στοιχείο, παραμελώντας όλα τα άλλα χαρακτηριστικά στο όνομα της ομαδοποίησης των ατόμων, αποτελεί κατά τα άλλα τη συνήθη πρακτική των φονταμενταλιστών, εκείνων των ισλαμιστών κυρίως, οι οποίοι, καθόλου τυχαία, καλούν συνεχώς την προσοχή των μουσουλμάνων στην ισλαμική «Ούμα» ως το πρωταρχικό στοιχείο ταύτισης, σε βάρος όλων των άλλων που αντίθετα θα τους διαφοροποιούσαν, ακόμη κι εκείνων που αφορούν στις χώρες καταγωγής ή εκείνων στις οποίες ζουν. Μια πραγματική πολιτική δράση που στοχεύει, μεταξύ άλλων, στην αποδυνάμωση των δεσμών μεταξύ μουσουλμάνων μεταναστών και της χώρας στην οποία αποφάσισαν να ζήσουν.
Στο φονταμενταλιστικό αφήγημα, εδώ βρίσκει έναν απρόσμενο σύμμαχο την πολυπολιτισμικότητα τόσο μοδάτη σήμερα ειδικά στα αριστερά, αυτό που είναι σημαντικό για τον προσδιορισμό της ταυτότητας «σου» δεν είναι το φύλο, η εθνικότητα ή η κοινωνική τάξη, αλλά η θρησκευτική πίστη. Όλα τα υπόλοιπα έχουν δευτερεύουσα σημασία.(…)
Το κρίσιμο ερώτημα είναι: οι άνθρωποι θα πρέπει να διακρίνονται πρώτα απ’ όλα ως μέλη και εκφραστές της κοινότητας και τον πολιτισμό στον οποίο έτυχε να γεννηθούν ή ως αυτόνομοι πολίτες που είναι ικανοί να έχουν μια διαλεκτική και ώριμη σχέση με το δικό τους πολιτισμό; Ταυτότητα, τέλος πάντων, ως μέλος κοινότητας ή ως πολίτης; Αποδοχή της μίας ή της άλλης προοπτικής οδηγεί σε αντίθετα πολιτικά αποτελέσματα: εάν η πρώτη οδηγεί στην αδιαφορία και τη διατήρηση του status quo, γιατί όχι ακόμη και στο να πυροδοτεί συγκρούσεις ταυτοτήτων, η δεύτερη παραπέμπει στην υλοποίηση πολιτικών που υποστηρίζουν και προωθούν τις ικανότητες των ατόμων να αλληλεπιδρούν με ώριμο, διαλεκτικό και αυτόνομο τρόπο με το δικό τους background.
Η Πολυπολιτισμικότητα – δηλαδή η αντιμετώπιση διάφορων ομάδων ως ξεχωριστές κοινότητες αντί να περιλαμβάνει τα άτομα ως υποκείμενα με πλήρη δικαιώματα – δημιουργεί τον κατακερματισμό της κοινωνίας που στα λόγια υποστηρίζουν ότι θέλουν να αποφύγουν. Το αποτέλεσμα δεν είναι πλέον η «πολυπολιτισμικότητα», αλλά αυτό που ο Αμαρτία Σεν αποκαλεί «μονοπολιτισμικός πλουραλισμός», ο πολλαπλασιασμός παράλληλων κοινοτήτων, κάθε μια με αιτήματα για ειδικά δικαιώματα: «Η συνύπαρξη των διαφορετικών πολιτισμών που βρίσκονται ο ένας πάνω στον άλλον σαν τα πρόβατα τη νύχτα μπορεί να θεωρηθεί μια επιτυχία της πολυπολιτισμικότητας; »[5].
Αυτό που δημιουργείται είναι μια διαχωρισμένη κοινωνία στην οποία ίσως μπορούμε να ελπίζουμε στη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης, στην οποία όμως η παραβίαση των δικαιωμάτων κινδυνεύει να είναι στην ημερήσια διάταξη. Από την άλλη, όταν χάσουμε από τα μάτια μας το άτομο – εννοείται με όλη του την ιστορία, τη σύνθετη ταυτότητα του, τις πολλαπλές αναφορές του, οι οποίες, όμως, εμφανίζονται μέσα από το άτομο, και δεν είναι υπερκείμενες σε αυτό – και το βλέπουμε μόνο μέσα από τον παραμορφωμένο φακό της κουλτούρας του (ή της υποτιθέμενης ως τέτοιας), αναπόφευκτα καταλήγουμε στο διαχωρισμό της κοινωνίας σε παράλληλες κοινότητες. (…) Τότε, όμως, αν οι «κοινότητες» ως κοινωνικές πραγματικότητες μονολιθικές και αμετάβλητες δεν υπάρχουν, πώς είναι δυνατόν να δικαιολογηθεί θεωρητικά η υποστήριξη του κοινοτισμού, της ιδέας, δηλαδή, ότι είναι αναγκαίο να θέσουμε ένα σύστημα κανόνων adhoc για κάθε ξεχωριστή κοινότητα;
Ο κοινοτισμός είναι ένα από τα πολλά ιδεολογικά παραδείγματα που εφευρίσκει το αντικείμενο του για να δικαιολογήσει την ύπαρξή του. Κατόπιν αγγίζουμε το παράδοξο όταν οι υπερασπιστές του πολυπολιτισμικού μοντέλου επικαλούνται την ελευθερία των πολιτισμών. Όπως υποστηρίζει ο Αμαρτία Σεν, «το να γεννηθείς σε ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό περιβάλλον δεν αποτελεί από μόνο του άσκηση πολιτισμικής ελευθερίας, αφού δεν πρόκειται για μια επιλογή. Αντίθετα, η απόφαση παραμονής μέσα σε ένα πλαίσιο πολιτισμικής παράδοσης θα ήταν άσκηση ελευθερίας εάν η επιλογή γινόταν αφού πρώτα έχουμε λάβει υπόψη διάφορες εναλλακτικές λύσεις»[6].
Για να επιτευχθεί αυτή η συνθήκη είναι αναγκαίες ορισμένες προϋποθέσεις, αρχής γενομένης από ένα δημόσιο και κοσμικό εκπαιδευτικό σύστημα. Κατόπιν να απαντήσουμε στην ερώτηση: ποιες συνέπειες θα υποστεί κάποιος που θα επέλεγε μια διαφορετική εναλλακτική λύση; Αν, ανεξάρτητα από την ποια επιλογή, δεν υποστεί καμία συνέπεια – όχι μόνο από την άποψη της φυσικής ασφάλειας (δεν υπάρχει κίνδυνος θανάτου, σωματικής τιμωρίας, φυλάκιση), αλλά και σε επίπεδο οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων (αποδοχή της οικογένειας και της κοινότητας, ευκαιρίες απασχόλησης και σταδιοδρομίας κλπ.) – μόνο τότε η επιλογή είναι πραγματικά ελεύθερη. Κάθε φορά, που η επιλογή επιφέρει έστω και μόνο την αποστροφή της κοινότητάς του (όπως στην περίπτωση εκείνων που αποφασίζουν να εγκαταλείψουν τους Μάρτυρες Ιεχωβά, που ουσιαστικά εκδιώκονται από την κοινότητα), είναι προφανές πως δεν πρόκειται για ελεύθερη επιλογή.
Είναι σαφές ότι δεν υπάρχει απολύτα ελεύθερη επιλογή παρά μόνο σε νοητικούς πειραματισμούς. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο «βαθμός» ελευθερίας δεν είναι κατά κάποιο τρόπο μετρήσιμος και πως – η διακύμανση από μια επιλογή που επιβάλλεται με σωματική βία(0 βαθμός ελευθερίας) σε μια εντελώς ελεύθερη επιλογή (ιδανικός στόχος αλλά χωρίς να είναι πλήρως εφικτός) – δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί η τάση προς έναν από τους δύο πόλους.
Σημειώσεις
[1] Οι όροι «κοινοτισμός» και «πολυπολιτισμικότητα» αναφέρονται σε μια σειρά συγγραφέων με πολύ διαφορετικές απόψεις. Εδώ θα αναφερθούμε κυρίως στον πολυπολιτισμικό κοινοτισμό του Taylor και στη φιλελεύθερη πολυπολιτισμικότητα του Kymlicka. Παρόλο που ο τελευταίος επεξεργάζεται τη θέση του προσπαθώντας απλώς να απαλλαγεί από την κοινοτιστική θέση, στο εξής θα προσπαθήσω να αναδείξω την ουσιαστική σύγκλιση των δύο θέσεων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι όροι «κοινοτισμός» και «πολυπολιτισμικότητα» χρησιμοποιούνται εδώ σχεδόν ως συνώνυμα.
2] Οι πολίτες από τις χώρες της Κοινοπολιτείας, για να δώσω μόνο ένα παράδειγμα, έχουν πλήρη δικαιώματα ψήφου στη Βρετανία, παρά το γεγονός ότι δεν είναι Βρετανοί πολίτες. Συνεπώς, τουλάχιστον από την άποψη αυτή, οι μετανάστες είναι ιδιαίτερα «προνομιούχοι».
[3] Cfr. E. Manea, Women and Sharia Law, J.B. Taurus, London-New York 2016, p. 20.
[4] K. Malik, Il multiculturalismo e i suoi critici, Nessun Dogma, Roma 2016 pp. 55, 44.
[5] A. Sen, The Uses and Abuses of Multiculturalism, in “The New Republic, 27 febbraio 2006, μεταφ. τηςΣιούτο
[6] στο ίδιο.
Πηγή:micromega-online
Μετάφραση Μουρατίδης Γιώργος