Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση πεθαίνει …

Του Ευάγγελου Κοροβίνη από το Άρδην τ. 107-8

Μέχρι πρόσφατα, η μεταπολεμική φιλελεύθερη τάξη υπήρξε σταθερή. Η τάξη αυτή ενσωματώνει δύο διακριτές και όχι κατ’ ανάγκην συμβατές μεταξύ τους προσεγγίσεις. Η πρώτη, ο κεϋνσιανισμός, θεωρούσε ως θεμέλια κοινωνία του συστήματος το έθνος-κράτος και τις σχετικά κλειστές εθνικές οικονομίες. Η δεύτερη, ο νεοφιλελευθερισμός, ενίσχυσε και πολλαπλασίασε τη δυνατότητα που έχουν οι ισχυροί παίχτες της αγοράς, οι εταιρείες-γίγαντες, να παρακάμπτουν και να αποδομούν τους κανόνες που ισχύουν σε εθνικό επίπεδο. Εκτός από αυτές τις εταιρείες-γίγαντες, το θεσμικό περιβάλλον του νεοφιλελευθερισμού το συμπληρώνει η αυξανόμενη ισχύς υπερεθνικών οργανισμών όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και η Παγκόσμια Τράπεζα.

Στα πλαίσια του κεϋνσιανού κοινωνικού μοντέλου, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχοντας ν’ αντιμετωπίσουν ως αντίπαλο τη Σοβιετική Ένωση, αποφάσισαν ότι η μακράς διάρκειας ανεργία ήταν μία υπαρξιακή απειλή για τον καπιταλισμό και ότι έπρεπε να αποφευχθεί με κάθε κόστος. Οι κυβερνήσεις κλήθηκαν να διατηρήσουν δείκτες ανεργίας κατώτερους του 4%. Όμως η επιδίωξη της σταθερότητας μίας μεταβλητής, των δεικτών της ανεργίας εν προκειμένω, μέσα από την ίδια τη δυναμική των οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων και σε βάθος χρόνου αυτοϋπονομεύθηκε. Οι μισθοί, συγκεκριμένα, τείνουν να αυξάνονται στους κόλπους σχετικά κλειστών και ρυθμιζόμενων αγορών και η απάντηση των επιχειρήσεων είναι να ανεβάζουν, με τη σειρά τους, τις τιμές των προϊόντων τους. Αυτός ο μηχανισμός, όπου οι μισθοί και οι τιμές κυνηγούν οι μεν τις δε, πήρε τη δεκαετία του ’70 τη μορφή ενός εκρηκτικού σπιράλ ανόδου μισθών και τιμών και συνδυάστηκε με τον πενταπλασιασμό της τιμής του πετρελαίου κατά τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και του 1979.
Δεν είναι παράξενο, κατά συνέπεια, που η δεκαετία του ’70 αναδείχθηκε σε παράδεισο του δανειολήπτη, καθώς ο ανερχόμενος πληθωρισμός κατέτρωγε τα χρέη, ενώ, την ίδια στιγμή, το εργατικό εισόδημα ανέβαινε, ως ποσοστό του εθνικού εισοδήματος, τα κέρδη μειώνονταν, τα συνδικάτα ισχυροποιούνταν, οι ανισότητες περιορίζονταν και η θέση των δανειστών και των επιχειρηματιών αποδυναμωνόταν. Η εποχή αυτή συμπίπτει με το πέρασμα στον μεταμοντερνισμό και τη βασιλεία του απενεχοποιημένου καταναλωτή. Ενός καταναλωτή «απελευθερωμένου» από την αστική ασκητική ηθική της αναβεβλημένης απόλαυσης και της συσσώρευσης και αποταμίευσης.
Οι σαρωτικές αυτές εξελίξεις βρήκαν ανέτοιμο και αναποφάσιστο το κεϋνσιανό έθνος-κράτος. Θεωρητικά, το κράτος αυτό, παρατηρώντας την άνοδο του πληθωρισμού, θα έπρεπε να μειώσει τις δαπάνες του ή και να αυξήσει τους φόρους, για να συγκρατήσει τις πληθωριστικές πιέσεις. Αυτό όμως θα σήμαινε αποδοχή μιας σημαντικής αύξησης της ανεργίας. Οι κυβερνήσεις της περιόδου ανέλαβαν δράση προς την κατεύθυνση αυτή, αλλά πάντοτε «πολύ λίγο και πολύ αργά», αναμετρώντας το πολιτικό κόστος μιας αντιπληθωριστικής πολιτικής.
Δεν αποτελεί έκπληξη, απ’ αυτή την άποψη, που στο τέλος της δεκαετίας του ‘70 και στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, ο κεϋνσιανισμός σαρώθηκε από τη νεοφιλελεύθερη «επανάσταση». Στόχος τώρα ήταν η σταθερότητα των τιμών και όχι η χαμηλή ανεργία, ώστε να αποκατασταθεί η αξία των χρεών και να πειθαρχηθεί η εργατική τάξη. Τα επόμενα τριάντα χρόνια μετατράπηκαν, από παράδεισο του δανειολήπτη, σε παράδεισο του δανειστή. Το μερίδιο των κερδών και των τόκων στο εθνικό εισόδημα αυξήθηκε σε στρατοσφαιρικά ύψη, ενώ αυτό της εργασίας έπεσε, καθώς οι μισθοί έμειναν στάσιμοι. Τα εργατικά συνδικάτα συντρίφθηκαν, ενώ η ικανότητα της εργατικής τάξης να διεκδικεί μισθολογικές αυξήσεις περιορίστηκε δραστικά, λόγω της μετακίνησης μέρους της βιομηχανικής παραγωγής στις αναδυόμενες οικονομίες (τις «τίγρεις της Ασίας» αρχικά και μετέπειτα στην Κίνα και την Ινδία). Τα κοινοβούλια έγιναν διακοσμητικά, καθώς οι κεντρικές τράπεζες και οι τεχνοκράτες απέσπασαν τον έλεγχο της οικονομίας.
Με δεδομένο το πάγωμα των μισθών στις αναπτυγμένες δυτικές οικονομίες, ο μόνος τρόπος να εξασφαλισθεί άνοδος της κατανάλωσης στα παλαιά κέντρα του συστήματος ήταν η υπερχρέωση ιδιωτών αλλά και κρατών. Η μαζική υπερχρέωση έγινε «η κότα που γεννά χρυσά αυγά», επιτρέποντας σε όλους, κατά κάποιον τρόπο, να είναι ευχαριστημένοι: οι μεν εργαζόμενοι συντηρώντας επίπεδα κατανάλωσης αναντίστοιχα με τα εισοδήματά τους, οι δε τραπεζίτες αποκτώντας τεράστιο πλούτο, συναλλασσόμενοι στις διαρκώς επεκτεινόμενες αγορές παραγώγων, που μεταξύ των άλλων τιμολογούν τους κινδύνους μη αποπληρωμής των χρεών. Η ανάπτυξη του «καπιταλισμού-καζίνου» σηματοδοτεί τη συμπερίληψη και της ελίτ στη μεταμοντέρνα συνθήκη της φθοράς της παραδοσιακής αστικής ηθικής και της γενικότερης ανθρωπολογικής αποσύνθεσης.
Τελικά, πάντως, το αντιπληθωριστικό καθεστώς του νεοφιλελευθερισμού αυτοϋπονομεύθηκε, όπως συνέβη και με τη στόχευση για χαμηλή ανεργία στα πλαίσια του κεϋνσιανισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά το γεγονός πως, μετά την κρίση του 2008, οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου τροφοδότησαν με 12 τρισεκατομμύρια δολάρια την παγκόσμια οικονομία, με στόχο να την αναθερμάνουν, ο πληθωρισμός δεν αυξήθηκε εντυπωσιακά και οι ρυθμοί ανάπτυξης ανήλθαν, στην καλύτερη περίπτωση, σε μέτριους, στις κυριότερες ανεπτυγμένες οικονομίες.
Ο Αμερικανός οικονομολόγος Ίρβινγκ Φίσερ υπήρξε ο πρώτος που, τη δεκαετία του ’30, του προηγούμενου αιώνα, επισήμανε τον ρόλο που παίζει η αύξηση του χρέους στη δημιουργία ενός οικονομικού μπουμ και, αντίστροφα, το πόσο δυσκολεύει η υπερχρέωση την ανάκαμψη μετά από μία κρίση.
Πράγματι, η Δύση βρισκόταν, μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον, σε μία χρόνια ύφεση, που το κύριο χαρακτηριστικό της ήταν αυτό που έχει αποκληθεί «αποπληθωρισμός χρέους». Το κόστος εξυπηρέτησης του αυξανόμενου βάρους των χρεών άφηνε λιγότερο διαθέσιμο εισόδημα για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, αφ’ ενός, και προώθηση νέων επιχειρηματικών επενδύσεων, αφ’ ετέρου. Οι κυβερνήσεις με τη σειρά τους χρησιμοποιούσαν τα φορολογικά τους έσοδα για να πληρώσουν τους ομολογιούχους, περικόπτοντας τις δημόσιες δαπάνες. Συνολικά, τα πάντα συνωμοτούσαν προς την κατεύθυνση καθηλώσεως ή και πτώσης των τιμών και περιορισμού των οικονομικών δραστηριοτήτων.
Σ’ έναν τέτοιο κόσμο, το νέο χρήμα που τύπωναν οι κεντρικές τράπεζες, με τη λεγόμενη ποσοτική χαλάρωση, διοχετευόταν λιγότερο στην πραγματική οικονομία για να συμβάλει στον σχηματισμό πάγιου ιδιωτικού κεφαλαίου (μηχανήματα, εξοπλισμός, κτηριακή υποδομή) και περισσότερο εισέρρεε στα χρηματιστήρια και στην αγορά ακινήτων, δημιουργώντας φούσκες.
Συμπερασματικά, σήμερα, μετά τη διοχέτευση κολοσσιαίας ρευστότητας στο σύστημα από τις κυριότερες τράπεζες και με τις αγορές να προεξοφλούν το πακέτο τόνωσης της οικονομίας των ΗΠΑ από τον Τραμπ, οι αναλυτές βλέπουν μια κάποια επιτάχυνση της ανάπτυξης και σ’ ένα βαθμό και του πληθωρισμού, κατ’ αρχάς στις Ηνωμένες Πολιτείες και ακολούθως και στην Ευρώπη. Η διεθνής οικονομία μοιάζει να απεγκλωβίζεται από την αποπληθωριστική δίνη και να εισέρχεται σε μια περίοδο ευπαθούς και εύθραυστης ανάπτυξης. Ένα μέτριο και αβέβαιο αποτέλεσμα έχει επιτευχθεί με αντίτιμο, μεταξύ των άλλων, την τεράστια συσσώρευση χρέους (το άθροισμα δημοσίου και ιδιωτικού χρέους ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ έχει ανέλθει στο 325%). Η ανάπτυξη μέσω της συνεχούς αύξησης του χρέους εξαντλεί σταδιακά τα όριά της. Δεν μπορεί κανείς επ’ αόριστον «να κλωτσά το τενεκεδάκι παρακάτω» με περισσότερο χρέος. Η στιγμή της αλήθειας, όπου πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ παραγωγικών και μη παραγωγικών δραστηριοτήτων, πλησιάζει.
Δεν είναι παράδοξο, λοιπόν, που τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς, οι οικοδόμοι του αντιπληθωριστικού καθεστώτος, στοχοποιήθηκαν από τους δανειολήπτες, ως πολιτικοί υποστηρικτές όσων διεκδικούν σήμερα αποπληρωμή των χρεών πάση θυσία. Η γενικότερη δομική αποτυχία της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης να αξιοποιήσει τα πλεονάσματα της κάποιας ευημερίας των προ της κρίσης δεκαετιών, για να αποζημιώσει τους χαμένους αυτής της περιόδου, στρέφει τα εργατικά στρώματα στην αγκαλιά της νέας εθνικιστικής δεξιάς, η οποία, πάντως, δεν μονοπωλεί τον «αντισυστημισμό» αφού, ιδιαίτερα στη Νότια Ευρώπη, ενισχύονται και μορφώματα με αριστερό πρόσημο. Ειδικά σε ό,τι αφορά στη νέα Δεξιά, μπορεί μεν να αρθρώνει έναν λόγο, ο οποίος έχει ως αιχμή του την αντιπαλότητα προς τους μετανάστες, καθώς η μετανάστευση αποτελεί την πιο ορατή πλευρά της παγκοσμιοποίησης, αλλά κάθε άλλο παρά περιορίζεται σ’ αυτή την αντιμεταναστευτική ατζέντα. Ο Τραμπ, η Λεπέν και άλλοι εκφραστές αυτού του χώρου, σε επίπεδο ρητορικής τουλάχιστον, κάνουν λόγο για ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας, που εκχωρήθηκε τα τελευταία τριάντα χρόνια σε μια διεθνή γραφειοκρατία και σε μερίδες της οικονομικής ολιγαρχίας, κυρίως τη χρηματοπιστωτική. Για τη νέα Δεξιά, η αποπαγκοσμιοποίηση περνάει μέσα από την επιστροφή στο έθνος-κράτος. Η εποχή του νεοεθνικισμού, έστω με πολλά σύννεφα στον ορίζοντα, μοιάζει να ανατέλλει.

Η νέα εποχή και τα εμπόδια στην εδραίωσή της

Το τέλος της παγκοσμιοποίησης δεν σχετίζεται απλά και μόνον με την αυτοϋπονόμευση του αντιπληθωριστικού καθεστώτος. Συνδέεται επίσης με το γεγονός ότι ο δυτικός κόσμος χάνει συνεχώς θέσεις έναντι της ταχέως αναπτυσσόμενης Ανατολής (της Κίνας ιδιαιτέρως).
Γι’ αυτό και ο νεοπροστατευτισμός και η αναδίπλωση στο έθνος-κράτος είχαν αρχίσει να εκδηλώνονται πριν ακόμη γίνουν αισθητές οι συνέπειες της κρίσης του νεοφιλελευθερισμού στα πολιτικά συστήματα των χωρών της Δύσης (με την ενίσχυση των άκρων κ.λπ.). Έτσι, ήδη από το 2015, το παγκόσμιο εμπόριο έπεσε κατά 10%, πρώτη φορά μετά το 2009. Ένα μέρος αυτής της πτώσης είναι βέβαια σύμπτωμα της ευρύτερης οικονομικής δυσπραγίας και της μείωσης των επενδύσεων. Ένα υπολογίσιμο τμήμα της όμως οφείλεται στην ελάττωση του ρυθμού απελευθέρωσης του παγκόσμιου εμπορίου και στον ανερχόμενο προστατευτισμό. Μεταξύ 1985 και 1996 οι δασμοί έπεφταν με έναν ρυθμό 1% τον χρόνο. Μεταξύ 1996 και 2008 υπήρξε επιβράδυνση της πτώσης σε 0,5%. Μετά το 2008, η μείωση των δασμών σταμάτησε στην ουσία, ενώ άρχισε να σημειώνεται μια εκρηκτική άνοδος των φραγμών στο παγκόσμιο εμπόριο.
Η νέα πάντως εποχή της αποπαγκοσμιοποίησης και της επιστροφής στο έθνος –κράτος δεν έχει βρει ακόμη τον βηματισμό της. Ειδικά στις ΗΠΑ, αλλά και ευρύτερα, οι αντιστάσεις της υπερκρατικής ελίτ θα είναι έντονες, όπως φαίνεται από την προληπτική προσπάθεια ενοχοποίησης του Τραμπ, ως εκλεκτού ή, στην καλύτερη περίπτωση, ομήρου του Κρεμλίνου, πριν ακόμη αναλάβει τα καθήκοντά του. Στην ακραία περίπτωση που παραπεμφθεί σε δίκη ή, πολύ χειρότερα, δολοφονηθεί, ορισμένοι αναλυτές δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο ανοιχτού εμφυλίου πολέμου. Πέραν του χάσματος μεταξύ φιλελεύθερης ελίτ και λευκής εργατικής τάξης, και η ίδια η ελίτ και το βαθύ κράτος είναι διχασμένα στις ΗΠΑ. Έτσι, οι εταιρείες εξόρυξης υδρογονανθράκων και οι κλάδοι των μη διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών επιθυμούν δασμολογική προστασία, ενεργειακή αυτάρκεια με την εξόρυξη καυσίμων από τα σχιστολιθικά πετρώματα και τερματισμό της συμμαχίας με τη Σαουδική Αραβία, ενώ βλέπουν τη Ρωσία ως πιθανό οικονομικό εταίρο και στρατιωτικό σύμμαχο για την εκρίζωση της ισλαμιστικής τρομοκρατίας. Αυτές οι μερίδες της ολιγαρχίας συσπειρώνονται γύρω από τον Τραμπ.
Το μεγαλύτερο τμήμα της Γουόλ Στρητ πάλι, η Σίλικον Βάλεϊ, το Χόλιγουντ, οι «πράσινες» βιομηχανίες, δεν θέλουν να απειληθεί με μέτρα προστατευτισμού η θέση τους. Επιπλέον, επιδιώκουν τη διαφύλαξη της συμμαχίας με τη Σαουδική Αραβία, με στόχο χαμηλές τιμές πετρελαίου και επίσης στηρίζουν την επιθετικότητα εναντίον της Ρωσίας. Αυτή η μερίδα των ελίτ υποστήριξε την Κλίντον και υιοθετεί την εκστρατεία που έχουν εξαπολύσει οι μυστικές υπηρεσίες και ο Τύπος κατά του Τραμπ. Στο στράτευμα, οι συσχετισμοί δύναμης ευνοούν τον νέο πρόεδρο, ενώ στο διπλωματικό σώμα ευνοούν τους αντιπάλους του. Συνολικά, την αντιπολίτευση των κομματικών και κρατικών μηχανισμών στον Τραμπ ενορχηστρώνει η επίφοβη διακομματική πολιτική δύναμη των νεοσυντηρητικών.
Πέραν της λυσσαλέας αντίδρασης της μερίδας της ελίτ απέναντι στην αντισυστημική Δεξιά, η αποπαγκοσμιοποίηση έχει να αντιμετωπίσει και τη φθορά των νοοτροπιών και των θεσμών που οικοδομήθηκαν παλιότερα στα πλαίσια των εθνών-κρατών, η οποία εμποδίζει την επιστροφή μέρους τουλάχιστον της παραγωγής από τις αναδυόμενες οικονομίες στη Δύση. Γίνεται λόγος για την απαξίωση και απονοηματοδότηση της εργασίας του βιομηχανικού εργάτη στις ανεπτυγμένες οικονομίες, με εξαίρεση λίγες χώρες, όπως η Γερμανία. Στα πλαίσια αυτά, τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες η ποιότητα της τεχνικής – επαγγελματικής εκπαίδευσης έχει πέσει δραματικά, την ίδια στιγμή που νέες δεξιότητες, όπως γνώσεις ρομποτικής και στοιχείων προγραμματισμού, απαιτούνται από έναν σημερινό βιομηχανικό εργάτη, που είναι πιθανότερο να περνά ώρες μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή, παρά μπροστά από έναν θερμό κλίβανο. Ακόμη και αν συγκεντρωθούν άλλες προϋποθέσεις επανάκαμψης της παραγωγής της Δύσης, δεν υπάρχει, σε επαρκή αριθμό τουλάχιστον, το ειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό για να στελεχώσει αυτή την προσπάθεια. Εξάλλου, ακόμη και μετά την επαναδιαπραγμάτευση των εμπορικών σχέσεων με την Κίνα και άλλες χώρες, η εργασία σ’ αυτές θα παραμείνει φθηνότερη, ενώ την ίδια στιγμή στη Δύση οι θέσεις εργασίας, που θα χάνονται λόγω τεχνολογικών καινοτομιών και αυτοματοποίησης, θα είναι σαφώς περισσότερες από εκείνες που θα δημιουργήσει η αποπαγκοσμιοποίηση, και τραγικά ανεπανόρθωτα χαμένες, παρά τους νέους νόμους και τους πιθανούς δασμούς.
Ένα άλλο μεγάλο πρόσκομμα στην αίσια έκβαση της αποπαγκοσμιοποίησης είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία στρατηγική, για ένα ελεγχόμενο σκάσιμο της φούσκας των χρηματιστηρίων και της αγοράς ακινήτων και, προπάντων, για την αντιμετώπιση της υπερχρέωσης κρατών και ιδιωτών. Ειδικά για την απομείωση του χρέους, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με την αφθονία εργαλείων που επέτρεψαν να αντιμετωπισθούν τα υπέρογκα κρατικά χρέη που είχε συσσωρεύσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά και η περίοδος πριν από αυτόν, σήμερα δεν υπάρχουν ανάλογα όπλα στη διάθεση των κρατών και κυβερνήσεων. Αναφερόμαστε σε εργαλεία όπως ο μεγάλος ρυθμός ανάπτυξης, ο πληθωρισμός, τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού, οι έλεγχοι κεφαλαίων και η υψηλή φορολογία. Σήμερα εκλείπει, ως όπλο, ο πληθωρισμός, που μόνο ασθενώς αυξήθηκε με την ποσοτική χαλάρωση. Με την ίδια μέθοδο έγινε προσπάθεια αύξησης του ρυθμού ανάπτυξης, χωρίς όμως εντυπωσιακά αποτελέσματα, παρ’ ότι τα επιτόκια δανεισμού των δυτικών κρατών ευρίσκονται στο χαμηλότερο σημείο όλων των εποχών (αν και προβλέπεται να αυξηθούν σταδιακά), με τους ελέγχους κεφαλαίων να έχουν υιοθετηθεί, επίσημα και ακούσια, μόνον από την Ελλάδα. Μένει ως μόνο και τελευταίο όπλο, για την απομείωση του χρέους, η αύξηση των φορολογικών εσόδων. Αλλά τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα έχουν δεκάδες τρόπους αποφυγής καταβολής φόρων (φορολογικοί παράδεισοι κ.λπ.). Συμπερασματικά, οι υπερχρεωμένες δυτικές οικονομίες δεν είναι δυνατόν να εξυγιάνουν τα οικονομικά τους, κάνοντας χρήση παραδοσιακών εργαλείων πολιτικής, οπότε θα πρέπει να καταφύγουν στη μέθοδο της διαγραφής χρεών, ή έστω του παγώματος μεγάλου μέρους των.
Τώρα, παρ’ ότι ο Τραμπ δεν φαίνεται να επιδιώκει έναν εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, είναι αλήθεια ότι στοχεύει σε μία επαναδιαπραγμάτευση των οικονομικών και των εμπορικών σχέσεων με το Πεκίνο. Ο Τραμπ προσεγγίζει μάλλον ρεαλιστικά τη σχέση με την Κίνα: Η Κίνα είναι μια ώριμη, εξαιρετικά ανταγωνιστική οικονομική δύναμη, η οποία νικάει στον ανταγωνισμό της με τις ΗΠΑ, επειδή μεταξύ των άλλων επιδοτεί και ενισχύει ποικιλοτρόπως τις εξαγωγές της. Εάν οι ΗΠΑ εξασφαλίσουν αμοιβαία επωφελείς συμφωνίες με το Πεκίνο, που να οδηγούν σε ένα πιο ισορροπημένο εμπορικό ισοζύγιο, δεν υπάρχουν λόγοι να επιβληθούν δασμοί και τέλη στα κινέζικα προϊόντα. Είναι σαφές, βέβαια, ότι οι διαπραγματεύσεις με την Κίνα θα είναι πολύ δύσκολες, επειδή οι Αμερικάνοι μεγαλοεισαγωγείς είναι αντίθετοι στον Τραμπ και θα συμμαχήσουν με τους πανίσχυρους Κινέζους εξαγωγείς. Επιπλέον, επειδή η Γουόλ Στρητ επιδιώκει να διεισδύσει στις κινέζικες χρηματαγορές, ο αμερικάνικος χρηματοπιστωτικός τομέας θα είναι, στην καλύτερη περίπτωση, ένας ασταθής σύμμαχος στις φιλοβιομηχανικές πολιτικές του Τραμπ. Στα πλαίσια αυτά ο Τραμπ πιθανόν θα διατηρήσει, χωρίς να επεκτείνει, την πολιτική περικύκλωσης των θαλάσσιων συνόρων της Κίνας, που προώθησε ο Ομπάμα. Ο νέος Αμερικανός πρόεδρος τείνει μάλλον να συμβιβαστεί με το γεγονός ότι οι ΗΠΑ είναι το πιο ευάλωτο μέρος στο τρίγωνο ΗΠΑ- Ρωσίας- Κίνας. Η ισχύς ειδικά της Ρωσίας δεν είναι μόνον υλική. Εξήλθε από το χάος, την αποσύνθεση και την ανομία της πρώτης υπό τον Γιέλτσιν μετακομμουνιστικής περιόδου με ενισχυμένο ηθικό κεφάλαιο και με αξιοσημείωτη κοινωνική συνοχή. Επιπλέον, για πρώτη φορά οι ΗΠΑ έχουν χάσει το σχεδόν ολοκληρωτικό μονοπώλιο που διέθεταν στην ενημέρωση. Μια εξαιρετικά ενεργός φιλορωσική «μπλογκόσφαιρα» στο διαδίκτυο προσφέρει αυτό που έλειπε από τη Ρωσία μέχρι πρόσφατα, αποθέματα δηλαδή «μαλακής ισχύος».
Σε ό,τι αφορά, τέλος, στη Γερμανία και την Ιαπωνία, η θέση του Τραμπ είναι ότι εξασφαλίζουν μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα εις βάρος των ΗΠΑ και άλλων χωρών, βασιζόμενες μεταξύ των άλλων στα υποτιμημένα νομίσματά τους. Ειδικά για τη Γερμανία, ο Τραμπ βάλλει κατά του ευρώ, θεωρώντας το υποτιμημένο μάρκο, γεγονός που εξηγεί και την «προφητεία» του Αμερικανού προέδρου για διάλυση της ευρωζώνης εντός μηνών.
Συνολικά, φαίνεται ότι η διαδικασία αποπαγκοσμιοποίησης θα είναι έντονα συγκρουσιακή. Κάθε άλλο παρά εύκολα η αποπαγκοσμιοποίηση θα ενεργοποιήσει έναν «ενάρετο κύκλο», όπου η ανάπτυξη, με καθοριστική συμβολή του εθνικού κράτους, θα συνδυάζεται με τη γενναία αύξηση των κοινωνικών παροχών. Εισερχόμαστε σε μία εποχή όπου οι παλιοί τρόποι δεν λειτουργούν πλέον σωστά, ενώ καινούργιοι, και πιο αποτελεσματικοί, δεν είναι ακόμη διαθέσιμοι.

Πηγές

Anderson Solimano, Global capitalism in Disarray. Intequality Debt and Austerity, Oxford University press 2017.
Παναγιώτης Κονδύλης, Από τον 20ό στον 21ο Αιώνα, Εκδόσεις Θεμέλιο 2000.
Irving Fisher, The Dept – Deflation theory of Great Depressions, Econometrica 1933.
Thomas Piketty, Το κεφάλαιο τον 21ο Αιώνα, Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ 2014.
Frederic Jameson, Postmodernism or the Cultural Logic of Late Capitalism, Verso 1991.
Κόλιν Κράουτς, Ο περίεργος μη θάνατος του Νεοφιλελευθερισμού, εκδόσεις Εκκρεμές 2014.
Michael Hudson, «Το παράδοξο της χρηματιστικοποιημένης εκβιομηχάνισης», λόγος που εκφωνήθηκε στις 10/10/2015 στο Παγκόσμιο συνέδριο Μαρξισμού στο Παν/μιο του Πεκίνου. Μεταφράστηκε από τους Ζούκα Βασίλειο και Μηνά Γρηγοράτο.
Θεόδωρος Ζιάκας, «Σύγχρονα ψέματα και αρχαίες αλήθειες. Για μια οντολογική αναθεώρηση της Δύσης», antifono.gr.
Mark Blyth, «Global Trumpism Why Trymp’s Victory was 30 years in the Making and why it won’t stop here», Foreign Affairs, From the anthology: The best of 2016.
Katherine S. Newman και Hella Winston, «Make America Make Again. Training workers for the new Economy», Foreign Affairs, Ιαν.-Φεβ. 2017.
Simon Nixon, «Risk of Deglobalization Hangs Over World Economy», The wall street Journal, 5 Οκτ. 2016.
Γιώργος Καραμπελιάς, «Ο Τραμπ, η παγκοσμιοποίηση και η Ελλάδα», Huffingtonpοst.gr.
Κώστας Ράπτης «Η συνωμοσιολογία που σκιάζει τη σημερινή επίσημη εκλογή του Τραμπ», Capital.gr.
Αnalyst team, «Το παγκόσμιο χρέος και η ανάπτυξη», analyst.gr, 20/9/2016
Αnalyst team, «Η νομισματική πυραμίδα», analyst.gr, 10/8/2016.
Saker, «Risks and opportunities for 2016», The Vineyard of the Saker, 12/1/2017.
James Petras, «President Trump: Nationalist Capitalism, An alternative to Globalization», The Unz Review, 27/1/2017.