Απειλές πολέμου και κοινωνικός έλεγχος

της Συσπείρωσης Αναρχικών

δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 181, Απρίλιος 2018
 «Βέβαια, ένας πόλεμος δεν ξεσπάει τόσο εύκολα και είναι μια επιλογή που δύσκολα θα κάνει σήμερα η Άγκυρα. Και αυτό γιατί, εις βάρος των στερεοτυπικών αντιλήψεων που τείνουν να κυριαρχήσουν στην ελληνική κοινωνία, ακόμη υπάρχει στρατιωτική ισορροπία στο ελληνοτουρκικό σύστημα. Ακόμη περισσότερο, μάλλον παραμένουν κάποια μικρά αλλά κρίσιμα ποιοτικά πλεονεκτήματα για τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, παρ’ όλα τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια το ελληνικό στράτευμα λόγω της οικονομικής κρίσης. Βέβαια, αν δεν κάνουμε τίποτε για να αντιστρέψουμε τις σημερινές τάσεις, μέσα στα επόμενα χρόνια η ισορροπία ισχύος θα ανατραπεί δραματικά υπέρ της Τουρκίας. Όμως σήμερα, οι φαταλιστικές αντιλήψεις περί «τουρκικής παντοδυναμίας» μόνο ως μέρος του υβριδικού πολέμου που έχει εξαπολύσει η Άγκυρα κατά της Ελλάδας μπορούν να αναγνωστούν, δηλαδή ως μέρος της τουρκικής προσπάθειας να ακρωτηριάσει γεωπολιτικά την Ελλάδα χωρίς να χρειαστεί να πέσει τουφεκιά». Κωνσταντίνος Γρίβας, Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, διδάκτωρ Γεωγραφίας της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών

Οι τεχνικοί της εξουσίας γνωρίζουν καλά ότι η εκτόξευση απειλών πολέμου εξασφαλίζουν σε πολλές περιπτώσεις καλύτερα αποτελέσματα από εκείνα, που θα προέκυπταν με την διεξαγωγή μιας πολεμικής σύρραξης μικρότερης ή μεγαλύτερης. Έχουν την πεποίθηση ότι εκείνος, που απειλεί είναι ισχυρότερος και ασκεί μεγαλύτερο έλεγχο από εκείνον που απειλείται, καθώς η δυναμική της απειλής είναι πιο αξιόπιστη από εκείνη της υπόσχεσης.

Ένας επίσης λόγος της συνεχούς προσφυγής στις απειλές είναι ότι θεωρούνται επωφελείς ακόμα και στην περίπτωση, που ανακαλούνται παρ’ ότι ο απειλούμενος δεν συμμορφώνεται, καθώς η ανάκληση αυτή μπορεί να επιδειχθεί ως πράξη ανθρωπισμού. Το γεγονός αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η υιοθέτηση των συνεχών απειλών διαγράφει από τις υπάρχουσες επιλογές εκείνη μιας εκτεταμένης ή περιορισμένης στρατιωτικής εμπλοκής, που θα οδηγήσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τα εμπλεκόμενα, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, μέρη.

Οι απειλές εκφράζουν την επιθυμία επιβολής, την πρόθεση να πληγεί ο αντίπαλος οικονομικά, να αποσπασθούν εδάφη, να δεχθεί την συνδιαχείριση κάθε λογής πόρων, να συμμαχήσει ενάντια σε τρίτους ή να κρατήσει «ουδετερότητα» σε εξελισσόμενη αντιπαλότητα εκείνου ή εκείνων που απειλούν. Μ’ άλλα λόγια η απειλή αποσκοπεί να δεσμεύσει τον απειλούμενο να πράξει ή και να παραλείψει, αφού θεωρείται ότι με άλλο τρόπο δεν πείθεται να το κάνει μόνος του.

Οι απειλές πολλές φορές συγχέονται ή ταυτίζονται με τις προειδοποιήσεις καθώς οι επιδιώξεις και στην μια περίπτωση και στην άλλην δεν διαφέρουν, αλλά συντείνουν.

Η προειδοποίηση όμως συνήθως συνδέεται με μια λίγο πολύ αυστηρότερη χρονική δέσμευση να ανταποκριθεί ο εμπλεκόμενος ή οι εμπλεκόμενοι στις απαιτήσεις εκείνου ή εκείνων που απειλούν. Μια επίσης διαφορά εντοπίζεται στο γεγονός ότι στην περίπτωση της απειλής, η οιαδήποτε ζημιά θα επιβληθεί από τον απειλούντα ως τιμωρία-αντίποινα κ.λπ., ενώ στην περίπτωση της προειδοποίησης, ενδεχομένως η ζημιά να επιβληθεί από ένα τρίτο μέρος ή να υπάρξουν γενικότερα ανεξέλεγκτες επιπτώσεις.

Μια παρατεταμένη ή διαρκής απειλή η οποία, παρ’ ότι δεν συνοδεύεται με ανοικτές εχθροπραξίες, παραμένει διαρκώς στο προσκήνιο, με επιθετικές δηλώσεις, μεταθέτει στο μέλλον την υλοποίηση της, αλλά ταυτόχρονα και στην επόμενη «στιγμή». Η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα επιτείνεται από την διασπορά ψευδών ειδήσεων και ανεπιβεβαίωτων φημών. Το ψεύτικο εναλλάσσεται με το αληθινό σε τέτοιο βαθμό ώστε ένα βασικό πρόβλημα παραμένει πάντοτε για τον απειλούμενο η διάγνωση των αληθινών προθέσεων εκείνου που απειλεί ώστε να μπορεί να καθορίσει πότε μια διακήρυξη αποτελεί πράγματι απειλή και πότε όχι.

Θα πρέπει επίσης να τονίσουμε ιδιαίτερα στην ευρύτερη περίοδο που διανύουμε ότι οι πραγματικές προθέσεις εκείνου ή εκείνων που απειλούν είναι ακόμη περισσότερο δύσκολο να υπολογισθούν, καθώς τόσο οι εσωτερικές πολιτικοκοινωνικές συνθήκες μιας χώρας μεταβάλλονται με βίαιο και γοργό ρυθμό όσο και οι διεθνείς συσχετισμοί.

Για τον ίδιο ακριβώς λόγο οι απειλές αναπροσαρμόζονται και λαμβάνουν υπ’ όψιν τους την πολιτική ή κοινωνική αστάθεια, η οποία με την σειρά της επιτείνει την οικονομική ασάφεια στο εσωτερικό του κράτους, που επιβουλεύεται εκείνος που απειλεί.

Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «Oι υβριδικές απειλές αποτελούν ένα μείγμα δραστηριοτήτων, οι οποίες συχνά συνδυάζουν ένα μείγμα από συμβατικές και μη συμβατικές μεθόδους, που μπορούν να εφαρμοσθούν με συντονισμένο τρόπο από κρατικούς και μη κρατικούς φορείς, χωρίς όμως την επίσημη κήρυξη πολέμου. Στόχος τους είναι όχι μόνο η πρόκληση άμεσης ζημιάς και η εκμετάλλευση τρωτών σημείων, αλλά και η αποσταθεροποίηση της κοινωνίας και η δημιουργία σύγχυσης, ώστε να εμποδιστεί η λήψη αποφάσεων (European Commission, 2016)».

Η συγκεχυμένη φύση της σύγκρουσης σε μια τέτοιας μορφής πολέμου είναι κατανοητό ότι δεν παραπέμπει στην συμβατική ισχύ, αφού ακριβώς αυτή εν μέρει παρακάμπτει. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν την επικαλείται, το αντίθετο μάλιστα, καθώς η προβολή μιας μελλοντικής σύγκρουσης με συμβατικά μέσα πολλές φορές εκτός των άλλων προσβλέπει στην εστίαση μόνο σε αυτήν με αποτέλεσμα να παραγνωρίζει, ή να υποτιμά ο αντίπαλος τα περιστατικά, που ήδη συμβαίνουν παρ’ ότι δεν εντάσσονται στην κλασσική μορφή πολεμικής σύγκρουσης.

Η μη τυποποίηση, λοιπόν, των ενεργειών που επιλέγονται, η ακανόνιστη τακτική, οι ακανόνιστοι σχηματισμοί, που λαμβάνουν μέρος είναι ορισμένα ενδεικτικά χαρακτηριστικά αυτού του ακήρυχτου πολέμου, που χαρακτηρίζεται υβριδικός χωρίς όμως να είναι εύκολο να οριστεί με απόλυτο τρόπο, αφού επίσης δεν ταυτίζεται παρ’ ότι συγχέεται εν πολλοίς με τις λεγόμενες ασύμμετρες απειλές.

Σ’ αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση, λόγου χάρη, το νέο δόγμα του ΝΑΤΟ, προσπαθεί να εξελίξει τη δράση του πάνω στις ασύμμετρες απειλές και στην αντιμετώπιση του Υβριδικού Πολέμου. Πολλοί δεν βρίσκουν τίποτα καινούργιο σ’ όλα αυτά αλλά αντίθετα εντοπίζουν και δικαίως κατά την γνώμη μας τεράστιες ομοιότητες με την βυζαντινή σκέψη περί πολέμου και τις τακτικές που όριζε η έμμεση προσέγγιση που υιοθέτησε για αιώνες η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, καθώς και με τη γνωστή συμβουλή του Sun Tzu ότι «η επιτυχία είναι να κερδίσεις τον αντίπαλο χωρίς πόλεμο».

Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε πλήθος παραδειγμάτων, όπως η «εξαφάνιση» ενός πυρηνικού επιστήμονα ενός κράτους «παρία», που αναπτύσσει πυρηνικά όπλα ή η δολοφονία ενός διπλού κατασκόπου στο έδαφος του κράτους το οποίο τον στρατολόγησε, η ομηρία στρατιωτών για τη εξασφάλιση ανταλλαγμάτων σε περίοδο «ειρήνης» όπως η περίπτωση των ελλήνων στρατιωτικών που κρατούνται στις τουρκικές φυλακές της Ανδριανούπολης, οι «ξαφνικές» καταστροφικές πυρκαγιές, που πλήττουν την οικονομία και διαλύουν τον τουρισμό, τα σαμποτάζ σε εγκαταστάσεις από ευέλικτες ειδικά εκπαιδευμένες ομάδες, οι προσφυγικές «ροές», η πολιτική αστάθεια που προκύπτει από πολιτικές διαμάχες, η αφανής χρηματοδότηση για την υπεράσπιση «μειονοτήτων», ΜΚΟ ή ακόμα και κινημάτων, κυβερνοπόλεμος (π.χ. οι επιθέσεις το 2012 των Η.Π.Α. με την επιχείρηση «Ολυμπιακοί Αγώνες» και του Ισραήλ με τη δημιουργία του μολυσματικού ιού Stuxnet. Κατά τη διάρκεια αυτών των κυβερνοεπιθέσεων προσεβλήθησαν τα υπολογιστικά συστήματα πολλών πυρηνικών αντιδραστήρων στην ιρανική επικράτεια με πιο επιτυχημένη ενέργεια την διακοπή λειτουργίας δεκάδων γεννητριών στο εργοστάσιο της Νατάνζ), η συγκρότηση πολιτοφυλακών στο έδαφος κρατών, που έχουν διαλυθεί ή βρίσκονται σε καθεστώς εμφύλιας διαμάχης, η υποδαύλιση θρησκευτικών διενέξεων και γενικότερα η πολεμική εμπλοκή μέσω αντιπροσώπων.

Θα θυμίσουμε τέλος ότι το γεγονός της 11ης Σεπτεμβρίου, έτσι όπως εκλογικεύθηκε ως απειλή του δυτικού τρόπου ζωής και έγινε αντικείμενο συμβολικής διαπραγμάτευσης σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο –και όχι μονάχα στην Αμερική– χάραξε μία καθαρή γραμμή διαχωρισμού μεταξύ δύο μορφών πολέμου ήδη από το 2001.

Σύμφωνα με τον Παναγή Παναγιωτόπουλο Λέκτορα Σύγχρονης Πολιτικής Θεωρίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ (Κοινωνίες ελέγχου και κοινωνίες φόβου. Από την παγκόσμια αστυνόμευση στην στρατιωτική επιβολή, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ, τεύχ. 25, ΜΑΙΟΣ 2005), «Η διάλυση των οικείων αναπαραστάσεων για την ασφάλεια που προσφέρει η σύγχρονη μεγα-πόλη, η άρση του συναισθήματος ανακούφισης που μέχρι τότε εξασφάλιζε η κινηματογραφική αφήγηση της καταστροφής, είναι στοιχεία του γεγονότος της 11ης Σεπτεμβρίου που απομονώνουν τους πολίτες μεταξύ τους και τους ωθούν στην κρατική αγκαλιά. Το πολιτικό συναίσθημα που προκαλεί στην ατομικιστική μοναχικότητα η αίσθηση της απειλής, είναι ο φόβος. Ο φόβος με τη σειρά του οδηγεί σε μια παλινδρομική κίνηση προς πρωταρχικές μορφές προστασίας και συλλογικής επανένωσης».

Αυτός, ακριβώς, ο φόβος δεν επιστρέφει, γιατί πότε δεν εξορίστηκε στη λήθη, αλλά απλά αναπαράγεται από την διαρκή απειλή ενός παγκόσμιου ολοκαυτώματος που εκτοξεύεται είτε από το Κιμ Γιονγκ Κουν, είτε από τον Ερντογάν, είτε από τον Τραμπ: καμιά γωνιά του πλανήτη δεν είναι ασφαλής, καμμία «ειρήνη» δεν είναι δεδομένη και κάθε πόλεμος δεν αποτελεί πλέον παρά μια ακόμη πλανητική αστυνομική επιχείρηση…