Η Μεγάλη Επανάσταση

Σπύρος Στάλιας, Οικονομολόγος PhD

Η Επανάσταση του 1821 πέτυχε με τον έναν ή άλλο τρόπο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1820 είχε ιδρυθεί το νεώτερο Ελληνικό Κράτος. Θα μπορούσε να ήταν καλύτερο;  Όχι, ήταν αυτό που μπορούσε να είναι. Θα μπορούσε να γίνει καλύτερο στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι σήμερα; Ναι θα μπορούσε. Άρα μπορούμε να μιλήσουμε για μια αποτυχία των απογόνων των αγωνιστών του 1821; Έχω την  αίσθηση ότι μπορούμε να μιλήσουμε για μια αποτυχία της τελευταίων γενιών αυτών που γεννηθήκαν μετά τον πόλεμο. Παρακάτω προσπαθώ να  εξηγήσω αυτές τις θέσεις χωρίς  την συνήθη ιστορική μεθοδολογία.

Η κρίση του 2008, που ακόμα συνεχίζεται παρά την εφαρμογή των ‘θεραπευτικών μνημονίων’, μας έδειξε ότι ξεχάσαμε γρήγορα τις κρίσεις του παρελθόντος αλλά κυρίως την μεγάλη κρίση του 1929, που εξ αιτίας της η χώρα μας πτώχευσε το 1932, όπως ακριβώς πτώχευσε και το 2010 λόγω της κρίσης του 2008.

Σύμφωνα με την θεωρία που διέπει το οικονομικό σύστημα  της ευρωζώνης, αυτοί που δρούν οικονομικά  τόσο σε ότι αφορά στην κατανάλωση αλλά και  σε ότι αφορά στις επενδύσεις,  δρουν ορθολογικά με βάση την πραγματική οικονομία  και δεν παθαίνουν κάποια σύγχυση σε σχέση με τις ονομαστικές αξίες. Με άλλα λόγια υπάρχουν δυο κόσμοι στην οικονομία και μια διχοτόμος στην μέση που τους ξεχωρίζει.

Αυτός των ονομαστικών μεγεθών που τον μετράμε με ευρώ, και ο κόσμος της πραγματικής οικονομίας, που εξαρτάται από την τεχνολογία και τους εργαζόμενους. Αυτό σημαίνει ότι το ευρώ  είναι ουδέτερο ως προς την παραγωγή και την απασχόληση. Το ευρώ δεν είναι  τίποτα άλλο παρά ένα μέτρο αξίας και ένα εργαλείο για τις συναλλαγές. Τίποτα πέραν αυτού.

Αλλά αν το ευρώ και το νόμισμα γενικότερα στην οικονομία είναι ουδέτερο, τότε η κρίση του 2008 δεν έπρεπε να επισυμβεί, αφού οι αγορές κατέρρευσαν σε ονομαστικές αξίες, πράγμα που δεν θα έπρεπε να επηρεάσει την παραγωγή και την απασχόληση που είναι κάτι ξεχωριστό.  Εν τούτοις οδηγηθήκαμε σε δριμεία κρίση και στην πραγματική οικονομία.

Γενικότερα, της κρίσης του 1929 προηγήθηκε έντονος δανεισμός και ακολούθησε  η φούσκα της ανόδου των τιμών στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης και η φούσκα στην αύξηση της αξίας των ακίνητων. Το ίδιο έγινε και στην κρίση του 2008. Προηγήθηκε απροσμέτρητος δανεισμός, και ακολούθησε  η φούσκα αύξηση τις τιμής των ακίνητων. Οι αγορές από ένα σημείο και μετά κατέρρευσαν και δημιούργησαν κρίση στην παραγωγή και στην απασχόληση. Κράτη, επιχειρήσεις και νοικοκυριά βρεθήκαν καταχρεωμένα. Αδυνατούν να αποπληρώσουν τα χρέη τους  από την πραγματική οικονομία αφού το χρήμα δεν έπεσε σε αυτή αλλά σε κερδοσκοπία. Ταυτόχρονος σημειώθηκε   δραματική αύξηση της ανισότητας υπέρ των τραπεζών και των μεγάλων κεφαλαιούχων  εις βάρος τη μεσαίας τάξης, των εργαζομένων, των βιοτεχνών και των βιομηχάνων που βλέπουν την ζωή τους διαρκώς να χειροτερεύει.

Συμπέρασμα : Οι κόσμοι της οικονομίας δεν είναι δυο αλλά ένας, το χρήμα και το ευρώ παίζουν ρολό στην οικονομία και η βασική υπόθεση της ευρωζώνης περί της ουδετερότητας του ευρώ είναι λανθασμένη.

Και ενώ κάποιος θα περίμενε να ‘πέσουν κεφάλια’ κεφαλαιούχων και τραπεζιτών, για την βαθειά ύφεση που προκάλεσαν στην οικονομία και στις ζωές των εργαζομένων, κλήθηκαν οι πολίτες να σώσουν τις τράπεζες μέσω της φορολογίας, με ανακεφαλαιοποιήσεις  μια και δυο και τρεις φορές, που λόγω της συνεχιζόμενης ύφεσης πάλι θα κληθούν να τις σώσουν. Μα γιατί να σωθούν οι τράπεζες και όχι  οι πολίτες μέσω της Κεντρικής Τράπεζας;

Η σκέψη είναι απλή. Οι κάτοχοι γης και ακίνητης περιουσίας μπορούν να εισπράττουν ένα εισόδημα από την ενοικίαση των περιουσιακών τους στοιχείων λόγω της σπανιότητας της γης και των άλλων περιουσιακών τους στοιχείων. Κατά τον ίδιο τρόπο οι τράπεζες και οι κεφαλαιούχοι μπορούν να ενοικιάζου  (δανείζουν) και να εισπράττουν τόκο επειδή το κεφάλαιο είναι σπάνιο δηλαδή ορισμένο και καθορισμένο. Κατά συνέπεια αν αφήναν τις τράπεζες να καταρρεύσουν θα ζούσαμε μέρες δευτέρας παρουσίας.

Αλλά η αναλόγια αυτή, το κεφάλαιο είναι σπάνιο όπως και η γη είναι ακριβής; Ναι υπάρχουν εγγενείς λόγοι που η γη είναι σπάνια, το κεφάλαιο όμως είναι σπάνιο; Υπάρχει κάποιος λόγος που το κεφάλαιο, το χρήμα, να είναι σπάνιο;

Θα πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι δεχόμενες οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, όπως και η ελληνική κοινωνία, το νεοφιλελεύθερο δόγμα της ευρωζώνης, της σπανιότητας και της ουδετερότητας του χρήματος, αποδέχονται μια ολοκληρωμένη πολιτική υπέρ των τραπεζών και των κατόχων χρηματικού πλούτου.

Η πολιτική αυτή έχει ως κυρίαρχο στόχο την σταθερότητα του πολιτεύματος που ισχυροποιεί και αμύνεται με δριμύτητα  υπέρ των τεραστίων συμφερόντων που προκύπτουν από τις εισπράξεις τόκων από δάνεια, ομόλογα και άλλα χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Συνεπακόλουθο αυτού, είναι ότι κάθε πολιτική πρέπει να έχει ως πρωταρχικό στόχο την διατήρηση της αξίας του νομίσματος που εκφράζονται οι τόκοι, και κατά συνέπεια όλα αυτά στην πρακτική οικονομία θα εκφράζονται με ισοσκελισμένους και πλεονασματικούς κρατικούς, επιχειρηματικούς και οικογενειακούς προϋπολογισμούς, υψηλή φορολογία, μείωση κρατικών δαπανών,  ασχέτως αν αυτό συνεπάγεται δραματική μείωση του ΑΕΠ,  υψηλή ανεργία και καταστροφή του ανθρωπιστικού πολιτισμού επί της ουσίας. Έτσι όλοι πρέπει να ζούμε σε λιτότητα για την σωτηρία της αξίας του χρήματος.

Μετά ήρθε η πραγματική επανάσταση που μισήθηκε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο, και στην Ελλάδα ιδιαιτέρως, από την αριστερά και από την χρηματοπιστωτική δεξιά για λόγους διαφορετικούς.

Από το Κέϋνς μάθαμε ότι σε καταστάσεις κρίσης δεν υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος να περιμένει ένα κράτος ή ένας λαός ποτέ θα αποφασίσουν οι τράπεζες και οι κεφαλαιούχοι να επενδύσουν στην πραγματική οικονομία.

Αφού ένα κράτος εκδίδει το νόμισμα του μας λέει ο Κέϋνς στην Γενική Θεωρία (Κεφ. XXIV) ‘η αποταμίευση μέσω του Κράτους μπορεί να διατηρηθεί σε εκείνο το επίπεδο που θα επιτρέπει την αύξηση του κεφαλαίου έως ότου αυτό καταστεί μη σπάνιο’. Με άλλα λόγια ο Κέϋνς εισηγείται την ‘κοινωνικοποίηση των επενδύσεων’ για την έξοδο από την οικονομική κρίση όταν η ιδιωτικές επενδύσεις δεν είναι επαρκείς για την διατήρηση της πλήρους απασχόλησης.

Αυτό τι σημαίνει; Ότι δεν χρειαζόμαστε τις τράπεζες και τους κεφαλαιούχους για να ζήσουμε καλυτέρα. Το κράτος που εκδίδει το νόμισμα του, δεν έχει κανένα περιορισμό να εκδώσει όσο χρήμα θέλει έως ότου ‘αγοράσει’ όλη την ανεργία και όλους του πόρους της οικονομίας, έως ότου η πλήρης απασχόληση καταστεί γεγονός.

Το κράτος αφού έχει την δυνατότητα έκδοσης του νομίσματος του. ουσιαστικά θανατώνει τον κεφαλαιούχου και τον τραπεζίτη στο να παίζει ρόλο και να ελέγχει την οικονομία σύμφωνα με τις ορέξεις του. Και συνεχίζει ο Κέϋνς ‘..η ευθανασία του ενοικιαστή (του τραπεζίτη ή κεφαλαιούχου που νοικιάζει ή δανείζει χρήμα) σημαίνει την ευθανασία της σωρευτικής καταπιεστικής δύναμης του καπιταλιστή να εκμεταλλευτεί την σπανιότητα του κεφαλαίου… ως εκ τούτου θεωρώ  την πτυχή του ‘ενοικιαστή καπιταλισμού’   μεταβατική φάση που θα εξαφανιστεί όταν έχει κάνει το έργο της. Και με την εξαφάνιση αυτής της πτυχής του ενοικιαστή, και πολλά άλλα θα αλλάξουν δραματικά. Η ευθανασία του ενοικιαστή, του ανούσιου επενδυτή, που υποστηρίζω, θα είναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα σε μια σειρά αλλαγών  … δεν θα χρειαστεί επανάσταση’.

Ο  Κέυνς μας άνοιξε τον δρόμο προς την πλήρη απασχόληση, στον ελεγχόμενο πληθωρισμό, στην δίκαιη κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου και στην χρηματοοικονομική σταθερότητα μέσω της ανεξάρτητης νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, της εισοδηματικής πολιτικής και των τιμών και της πολιτικής του ισοζυγίου πληρωμών.

Ας γυρίσουμε στο 1821. Τα Κράτος που προσήλθε από την Επανάσταση είχε ήδη δανειστεί σε ξένο νόμισμα και άρα οι πολιτικοί της εποχής είχαν εξάρτηση από  τους ξένους. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς γιατί τότε επικρατούσε ο κανόνας του χρυσού. Όλα τα κράτη είχαν νομίσματα που εκφράζονταν σε ασήμι ή χρυσό. Κατά συνέπεια η εξάρτηση ήταν δεδομένη. Αλλά όχι μόνον εδώ. Σε όλο τον κόσμο τα κράτη ήσαν εξηρτημένα από τα κέντρα που διέθεταν τον χρυσό. Πάνω στην νομισματική πολιτική του χρυσού στηρίχτηκε ο ιμπεριαλισμός και η αποικιοκρατία. Κάναμε όση πρόοδο κάναμε έως το 1945 κάτω από αυτές τις συνθήκες. Από το 1945 που επεκράτησαν διεθνώς οι Κεϋνσιανές Ιδέες, που βάση είχαν την ανεξάρτητη νομισματική πολιτική, κάναμε μεγάλα άλματα προόδου. Από το 1971 που καταργήθηκε  η συνθήκη του Μπρέττον Γούντς και περάσαμε στις διακυμαινόμενες ισοτιμίες και πάλι προοδεύσαμε αν σκεφτούμε ότι το πραγματικό χρέος μας (χρέος σε ξένο νόμισμα) όταν μπήκαμε στο ευρώ το 2002 ήταν μόλις 20% του ΑΕΠ.

Παραδόξως το 2002 την ελευθερία που είχαμε την παραδώσαμε σε ξένες αρχές και έτσι σήμερα η Χώρα να είναι ακριβώς όπως το 1830, και να χρεωστάει συνολικά, ιδιωτικός και δημόσιος τομέας, το 350% του ΑΕΠ και ουσιαστικά να είναι υπό ξένη κατοχή. Η διαφορά είναι ότι τότε δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς, Η δική μας γενιά είναι αδικαιολόγητη.

Ας τελειώσουμε την Επανάσταση, τώρα γνωρίζουμε!