Η χρεοκοπία ήταν μία λέξη που έγινε της μόδας όταν ξεκίνησε η ευρωπαϊκή κρίση χρέους και κυρίως όταν η Ελλάδα βρέθηκε στο χείλος της καταστροφής.
Ο όρος «Grexit» χρησιμοποιούνταν ευρέως και όλοι (αναλυτές, οικονομολόγοι, ξένοι αξιωματούχοι) έψαχναν να βρουν ποιες θα ήταν οι συνέπειες μιας ελληνικής χρεοκοπίας. Όμως πια δεν τίθεται κανένα απολύτως θέμα εξόδου της χώρας μας από το ευρώ, οπότε ο όρος «Grexit» μπήκε στο περιθώριο, ενώ γενικότερα κανείς στην Ευρωζώνη δεν χρησιμοποιεί πια τη λέξη χρεοκοπία. Ωστόσο είναι ενδιαφέρον να δούμε πότε ξεκίνησαν οι κρατικές χρεοκοπίες αλλά και πώς τις αντιμετώπισαν οι χώρες. Ιστορικά, κρατικές χρεοκοπίες σημειώνονται από τότε που άρχισε ο δημόσιος δανεισμός, και πολλαπλασιάστηκαν την εποχή του βιομηχανικού καπιταλισμού. Η επίσημη μελέτη του ΔΝΤ μετρά 257 χρεοκοπίες κρατών από το 1824 μέχρι το 2004. Την περίοδο 1500-1800 στον ρόλο του «θύματος» βρέθηκαν οι… τότε Μεγάλες Δυνάμεις, με τη Γαλλία να χρεοκοπεί 8 φορές και την Ισπανία 6. Το φαινόμενο, βέβαια, πήρε μαζικές διαστάσεις το 19ο αιώνα εξαιτίας των πολεμικών συγκρούσεων και των οικονομικών κρίσεων. Στο διάστημα μεταξύ 1820-1870, μάλιστα, συστήνονταν επιτροπές δανειστών οι οποίες διαπραγματεύονταν με τις κυβερνήσεις των χρεοκοπημένων κρατών προκειμένου να επιτευχθεί κάποιος διακανονισμός, ενώ από το 1870 έως τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως πρακτική συμφωνίας κυριάρχησε η μεταφορά προς τους δανειστές δημόσιας περιουσίας (κρατικής γης ή σιδηροδρομικών δικτύων) ή ροών εισοδημάτων όπως φόροι και τέλη. Πρακτική που εγκαταλείφθηκε στον Μεσοπόλεμο.
Ντόμινο μετά το κραχ του 1929
Ντόμινο χρεοκοπιών, όμως, είχαμε μετά το κραχ του 1929. Μόνο στα χρόνια 1932-1936 δεκαεπτά χώρες κήρυξαν χρεοστάσιο ως προς τα εξωτερικά τους δάνεια, και άλλες επτά έκαναν το ίδιο και για τον εσωτερικό τους δανεισμό. Τις ελπίδες για οικονομική ανάπτυξη και ευμάρεια που γεννήθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς ήρθαν να διαψεύσουν οι πετρελαϊκές κρίσεις που ακολούθησαν. Πενήντα δύο χώρες ζήτησαν αναδιαπραγμάτευση των χρεών τους από το 1976 έως το 1989. Και, φυσικά, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στη χρεοκοπία της Ρωσία στα μέσα του 1998.
Το τελευταίο και πιο πρόσφατο κύμα χρεοκοπιών έκανε την εμφάνισή του στην αυγή του αιώνα μας. Ως σύγχρονες μορφές διαχείρισης της αδυναμίας εξόφλησης δανείων αναδείχθηκαν είτε η χρονική αναδιάρθρωση του χρέους, δηλαδή η μετάθεση των ημερομηνιών λήξης των ομολόγων, είτε το haircut. Σε αυτές τις χρεοκοπίες την τιμητική της είχε η Λατινική Αμερική. Ο Ισημερινός έχει χρεοκοπήσει 6 φορές από το 1830, με τελευταία το 2008. Ο αριστερός πρόεδρος Ραφαέλ Κορέα κήρυξε μονομερή στάση πληρωμών απέναντι σ’ ένα δημόσιο χρέος που χαρακτήρισε «ανήθικο και παράνομο». Οι διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν κατέληξαν σε μια ριζική μείωση του χρέους και τα παλιά ομόλογα αντικαταστάθηκαν με νέα σε αναλογία 35 σεντς έναντι 1 δολαρίου.
Η Ουρουγουάη το 2003 προχώρησε σε μια συναινετική επαναδιαπραγμάτευση του χρέους της, το οποίο μειώθηκε κατά 15% και η χώρα κατόρθωσε να γρήγορα να επανέλθει στις αγορές με υποφερτούς όρους δανεισμού.
Κάθε χώρα, ξεχωριστή περίπτωση
Αυτό που πρέπει να αναφερθεί είναι πως η κάθε χρεοκοπημένη χώρα είναι ξεχωριστή περίπτωση και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες και τα χαρακτηριστικά των οικονομιών. Δηλαδή οι συνέπειες μιας χρεοκοπίας και οι εξελίξεις μετά από αυτήν εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το εξαγωγικό προφίλ της χώρας και τις παραγωγικές της δυνατότητες, δύο τομείς όπου, ομολογουμένως, η Ελλάδα υστερεί.
Ρωσία
Η σύνδεση του δολαρίου
με ρούβλι δεν απέδωσε
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 η Ρωσία αποφάσισε να συνδέσει το ρούβλι με το δολάριο, σε μια κίνηση που μοιάζει με τη νομισματική ένωση. Ο πληθωρισμός επιβραδύνθηκε, τα επιτόκια μειώθηκαν, αλλά η μεγάλη αξία του ρουβλίου απέναντι στο δολάριο έκανε τη Ρωσία μη ανταγωνιστική. Οι εισαγωγές αντικατέστησαν την εγχώρια παραγωγή και η οικονομία δεν μπορούσε να παράγει ανάπτυξη. Οι επενδυτές έχασαν την εμπιστοσύνη τους στην αξιοπιστία της Ρωσίας και το κόστος δανεισμού αυξήθηκε. Οπως και στην Ελλάδα, το ΔΝΤ, οι κυβερνήσεις και οι κάτοχοι του ρωσικού χρέους αντιμετώπιζαν τη χρεοκοπία και την υποτίμηση ως τον Αρμαγεδδώνα.
Πολύ μεγάλη για να αποτύχει
Μετά την οικονομική κρίση της Ασίας, το 1997, η Ρωσία αποτελούσε την ύστατη μάχη. Ηταν, απλά, πολύ μεγάλη για να αποτύχει. Η κυβέρνησή της έλαβε το μήνυμα ότι η χρεοκοπία θα σήμαινε πως η Ρωσία δεν θα είχε πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίου για μια γενιά, και ότι το ξένο χρήμα δεν θα τολμούσε να επιστρέψει. Στα τέλη του 1997, και στις αρχές του 1998, η Ρωσία έλαβε τεράστια δάνεια από τη Γερμανία, την Ιαπωνία, τις ΗΠΑ, το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα ως αντιστάθμισμα για την απροθυμία των αγορών να την δανείσουν. Αλλά τα δάνεια δεν αντιμετώπισαν το βασικό ζήτημα.
Επιστροφή στο ρούβλι
Τελικά, στις 17 Αυγούστου του 1998 η Ρωσία ενέδωσε στις πιέσεις της αγοράς και έπραξε το αδιανόητο: η κεντρική τράπεζα επέτρεψε στο ρούβλι να «γλιστρήσει» και η κυβέρνηση άφησε εκκρεμή δισεκατομμύρια δολάρια χρέους. Αλλά η καταστροφή δεν ήρθε.
Ο «πόνος» διήρκησε μόλις έξι μήνες και ακολούθησε μια δεκαετία ανάπτυξης, κατά την οποία η αξία της οικονομικής παραγωγής σε δολάρια αυξήθηκε στο δεκαπλάσιο και το χρηματιστήριο στο 20απλάσιο. Ο ιδιωτικός τομέας αντέδρασε προβλέψιμα στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας που προσέδωσε η υποτίμηση –και οι πετρελαϊκές τιμές– και ανέκαμψε για πρώτη φορά από τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης. Οι διεθνείς επενδυτές ξαναδάνεισαν τη Ρωσία εντός 12 μηνών και η κυβέρνηση αποπλήρωσε τελικά μεγάλο μέρος των δανεικών της στο ακέραιο, συχνά νωρίτερα του αναμενομένου.
Αργεντινή
Η Αργεντινή βίωσε μια βαθιά οικονομική κρίση από το 1998 έως το 2002, που άλλαξε ριζικά το πρόσωπο μιας χώρας που εθεωρείτο λίγα χρόνια νωρίτερα οικονομικό θαύμα. Ουσιαστικά, όμως, η κρίση άρχισε να σιγοκαίει από το 1983, χρονιά κατάρρευσης της δικτατορίας στη χώρα. Ο δανεισμός που απαίτησε η ανασυγκρότηση βάρυνε επικίνδυνα την Αργεντινή, δημιουργώντας στην αρχή μια πλασματική ευφορία, αλλά οδηγώντας στη συνέχεια στην κατάρρευση του νομίσματός της (του αουστράλ που είχε αντικαταστήσει το πέσο). Η μία μετά την άλλη υποτίμηση του νεόκοπου νομίσματος, αλλά και οι αδυναμίες της τότε κυβέρνησης στο οικονομικό μέτωπο, οδήγησαν σε υπερπληθωρισμό. Στις 3 Ιανουαρίου του 2002 η Αργεντινή χρεοκόπησε και επίσημα, αφού δεν κατάφερε να ανταποκριθεί σε πληρωμή ομολόγων 28 εκατ. δολαρίων.
Αρχικά… χάος
Η πτώση του νομίσματος έφερε αρχικά χάος, εκτινάσσοντας τον πληθωρισμό. Το βιοτικό επίπεδο του μέσου Αργεντίνου έπεσε σημαντικά, πολλές εταιρείες έκλεισαν ή χρεοκόπησαν, πολλά εισαγόμενα προϊόντα έγιναν κυριολεκτικά απρόσιτα. Για αρκετό καιρό ο κόσμος κατέβαινε στους δρόμους, αμφισβητώντας τις προθέσεις και της νέας κυβέρνησης. Ο Ντουάλντε κατάφερε να σταθεροποιήσει σε έναν βαθμό την κατάσταση, και στη συνέχεια προκήρυξε εκλογές. Τον Μάιο του 2003 τα ηνία της χώρας ανέλαβε ο Νέστωρ Κίρσνερ, διατηρώντας τον υπουργό Οικονομικών του προκατόχου του στη θέση του. Σταδιακά, όμως, η υποτίμηση άρχισε να δείχνει και το καλό της πρόσωπο. Οι εξαγωγές φθήνυναν, έγιναν ελκυστικότερες και εισήλθαν σε ανοδική πορεία, ωφελημένες και από τη δυναμική εμφάνιση της Κίνας στη διεθνή σκηνή, που άρχισε να επιλέγει τα αγροτικά προϊόντα της Αργεντινής. Η βιομηχανία και η γεωργία μπήκαν σε φάση ανασυγκρότησης, δημιουργώντας σταδιακά νέες θέσεις εργασίας και συμβάλλοντας στη μείωση της ανεργίας, που σε λίγα χρόνια υποχώρησε από το 20% στο 8,5%.
Θετικά πρόσημα
Οι οικονομικοί ρυθμοί άρχισαν να αποκτούν υψηλά θετικά πρόσημα. Η κυβέρνηση ενθάρρυνε την υποκατάσταση των εισαγωγών και την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε πιστώσεις, εφάρμοσε επιθετικό σχέδιο για την είσπραξη φόρων και άρχισε να εξοικονομεί χρήματα για κοινωνική πρόνοια, περικόπτοντας δαπάνες σε άλλους τομείς. Το νέο παραγωγικό μοντέλο σε συνδυασμό με τα μέτρα ελέγχου των δαπανών είχαν ως αποτέλεσμα τη σταδιακή ανατίμηση του νομίσματος. Οι γεωργικές εξαγωγές αυξήθηκαν και ο τουρισμός επανήλθε. Η άνθηση των εξαγωγών έφερε στη χώρα συνάλλαγμα διευκολύνοντας τις προσπάθειες αποπληρωμής του χρέους. Το 2005 η κυβέρνηση κατέληξε σε συμφωνία, ώστε το μεγαλύτερο κομμάτι των χρεοκοπημένων της ομολόγων να ανταλλαχθεί από άλλα, με χαμηλότερη ονομαστική αξία. Ακόμα και το ΔΝΤ χαιρέτισε την ανταλλαγή, μπαίνοντας σε νέες διαπραγματεύσεις με τη χώρα.
«Κλειστές» ακόμα οι αγορές
Μετά τις τελευταίες συμφωνίες με τους πιστωτές της η Αργεντινή έχει διευθετήσει περίπου το 92% του χρέους από τη χρεοκοπία της το 2001, ενώ έχει αποπληρώσει χρήματα που η χώρα δανείστηκε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Πάντως, η Αργεντινή πληρώνει ακόμα τη χρεοκοπία της. Αν και πέτυχε συμφωνίες με την πλειονότητα των πιστωτών της, δεν μπορεί ακόμα να δανειστεί από τις ξένες αγορές.
Ισλανδία
Έξι χρόνια μετά το πιστωτικό «μπλακάουτ» του 2008, η οικονομία της Ισλανδίας, της μικρής νησιωτικής χώρας των 320.000 ψυχών, ανθεί και πάλι. Η ισλανδική οικονομία αναπτύχθηκε 3% το 2013. Τετραπλασιάστηκαν (σε υποτιμημένες κορόνες) τα έσοδα από τον τουρισμό – από 73 δισεκατομμύρια που ήταν το 2008 ήταν 267 δισ. πέρυσι, ενώ αυξήθηκαν τα κέρδη από την αλιεία κατά 60% και από το αλουμίνιο κατά 25% σε σύγκριση με τον μέσο όρο της περιόδου 2008-2012. Οχι, οι Ισλανδοί δεν ζουν καλύτερα σήμερα από όσο ζούσαν πριν από την κρίση. Πιο φτωχικά και πιο δύσκολα ζουν. Εχουν, όμως, όλοι δουλειά και ανορθώνουν όλοι μαζί την οικονομία της χώρας τους πραγματικά, όχι κατά φαντασίαν, έχοντας διδαχθεί από τα λάθη τους.
Χρεοκόπησαν τρεις, ένοχες για την κρίση, τράπεζές
Οι Ισλανδοί αντιμετώπισαν τη χρεοκοπία της χώρας τους με διαφορετική πολιτική. Αντί να χρεοκοπήσουν ως κράτος, οι απόγονοι των Βίκινγκς χρεοκόπησαν τις τρεις μεγάλες, ένοχες για την κρίση, τράπεζές τους (Kaupthing, Landsbanki και Glitnir), που είχαν φθάσει στο σημείο να χρωστούν στους ξένους πελάτες και πιστωτές κάπου… 85 δισ. δολάρια – έξι φορές το ισλανδικό ΑΕΠ! Σε κάθε περίπτωση, η ισλανδική κυβέρνηση εγγυήθηκε με κρατικό χρήμα μόνο τους τραπεζικούς λογαριασμούς των υπηκόων της και αρνήθηκε την αποπληρωμή των υπολοίπων, κηρύσσοντας ουσιαστικά στάση πληρωμών «προς τα έξω» και αφήνοντας στα κρύα του λουτρού τούς 400.000 ξένους (κυρίως Βρετανούς και Ολλανδούς) πελάτες των ισλανδικών τραπεζών. Τα αντίποινα υπήρξαν όντως σοβαρότατα: η βρετανική κυβέρνηση έφθασε στο σημείο να «παγώσει» τα περιουσιακά στοιχεία της ισλανδικής κεντρικής τράπεζας, χρησιμοποιώντας την αντιτρομοκρατική νομοθεσία! Και η χώρα πλήρωσε τη στάση της αυτή. Αναγκαστικά η κυβέρνηση προχώρησε σε υποτίμηση, με την κορώνα να χάνει ταχύτατα πάνω από το 50% της αξίας της έναντι των ξένων νομισμάτων αναφοράς, επέβαλε αυστηρούς κανόνες στην κίνηση κεφαλαίων, ώστε να αποτρέψει τη φυγή καταθέσεων στο εξωτερικό, και δεν απέφυγε το ΔΝΤ. Στην πορεία, βέβαια, το Ρέικιαβικ έφθασε δύο φορές πολύ κοντά σε έναν ιστορικό διακανονισμό με τους ξένους πιστωτές, που προέβλεπε την αποζημίωση των ξένων πελατών σε βάθος χρόνου: και τις δύο φορές όμως η αντίδραση των Ισλανδών πολιτών ήταν τόσο έντονη ώστε τα σχέδια κατέρρευσαν.
Δύσκολη διετία
Η διετία 2008-2010 υπήρξε πολύ δύσκολη γι’ αυτούς: παρά την έκτακτη ξένη βοήθεια (1,5 δισ. ευρώ από το ΔΝΤ και 3 δισ. ακόμη από τις σκανδιναβικές χώρες) το ΑΕΠ υποχώρησε συνολικά κατά 14,3%, οι μισθοί κατέρρευσαν, οι τιμές των εισαγόμενων προϊόντων εκτοξεύθηκαν στα ύψη, η χρηματιστηριακή αξία των ισλανδικών επιχειρήσεων κατέρρευσε (ο δείκτης έπεσε από τις 8.000 μονάδες στις… 400), ενώ ο πληθωρισμός άγγιξε κάποια στιγμή το 19%, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα σε χιλιάδες νοικοκυριά – και ιδιαίτερα σε όσα είχαν ήδη φορτωθεί με βαριά στεγαστικά δάνεια στα χρόνια της «φούσκας».
Bραζιλία
Το 1987 η Βραζιλία ανακοίνωσε ότι σταματά να πληρώνει τους τόκους του χρέους της. Η απάντηση ήρθε δύο χρόνια μετά, με την αναδιάρθρωση του χρέους. Επρόκειτο για το «σχέδιο Μπρέιντι», που πήρε το όνομά του από τον τότε Αμερικανό υπουργό Οικονομικών Νίκολας Μπρέιντι και περιελάμβανε από τη μια «κούρεμα» των δανείων κι από την άλλη μείωση των επιτοκίων και επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής. Σε αντάλλαγμα, η χώρα δεσμεύτηκε να προχωρήσει σε σειρά οικονομικών μεταρρυθμίσεων («συναίνεση της Ουάσιγκτον»). Τα χρόνια που ακολούθησαν η οικονομία της ακολούθησε αναπτυξιακή πορεία, με αποτέλεσμα η Βραζιλία να αποτελεί ένα από τα πιο επιτυχημένα παραδείγματα οικονομικής αναβίωσης.
Το θαύμα
Το ΑΕΠ έφθασε στα 2,5 τρισ. δολάρια, μέγεθος και της χάρισε τη θέση της έκτης μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο, εκεί όπου μέχρι πρότινος «καθόταν» αναπαυτικά η Βρετανία, πίσω μόνο από τις ΗΠΑ, την Κίνα, την Ιαπωνία, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Και όλα αυτά για μια χώρα που, παρά το τεράστιο μέγεθος, τον πληθυσμό των 200 εκατομμυρίων ανθρώπων και τον γεωφυσικό πλούτο της, ως τη δεκαετία του ’90 δεν ήταν παρά άλλη μία λατινοαμερικανική οικονομία σε παρακμή και μια κοινωνία με χάσμα ανισοτήτων τόσο πλατύ που έμοιαζε καταδικασμένη. Πώς και γιατί έγινε το θαύμα; Ισως επειδή τώρα το πρόσημο είναι θετικό για μια μεσαία τάξη με διευρυμένη βάση, βιοτικό επίπεδο και αγοραστική δύναμη που αυξάνεται για έναν στους δύο Βραζιλιάνους. Από το 2002, όταν εξελέγη για πρώτη φορά πρόεδρος ο πρώην εργάτης ορυχείων Ιγκνάσιο Λούλα ντα Σίλβα, η ανάπτυξη συνδυάστηκε με δυναμική κοινωνική πολιτική με στόχο να γίνει η οικονομία καθρέφτης μιας κοινωνίας που δουλεύει και αφήνει στο παρελθόν, αργά αλλά σταθερά, την πείνα και την ακραία φτώχεια. Τα αποτελέσματα έχουν αρχίσει να φαίνονται. Την περίοδο 2003-2011 κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη έγιναν τα περίπου 40 εκατομμύρια Βραζιλιάνοι που ξέφυγαν και εντάχθηκαν στη μεσαία τάξη με οικογενειακό εισόδημα ως 3.230 δολάρια τον χρόνο.
Το χρηματιστήριο εξαπλασίασε την αξία του
Από τότε δημιουργήθηκαν 15 εκατ. νέες θέσεις εργασίας, το χρηματιστήριο εξαπλασίασε την αξία του, η οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμούς διπλάσιους από την προηγούμενη οκταετία και ο πληθωρισμός υποχώρησε κατά ένα τρίτο. Το εισόδημα των πολύ φτωχών αυξήθηκε κατά 68% και των πολύ πλουσίων κατά 10%. Ωστόσο, πενήντα εκατομμύρια Βραζιλιάνοι ζουν ακόμη πολύ κάτω από τα όρια της φτώχειας. Παράλληλα, μέρος της οικονομικής ανάπτυξης οφείλεται στους υψηλούς φόρους που έχουν επιβάλει οι κυβερνήσεις της τελευταίας 10αετίας. Η Βραζιλία έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά φορολόγησης στον κόσμο, το οποίο γεμίζει τα κρατικά ταμεία.
Oυρουγουάη
Η Ουρουγουάη, αποκαλούμενη και «Ελβετία της Νοτίου Αμερικής», προσβλήθηκε στο τέλος του 2002 από την κρίση που έπληξε τη γειτονική Αργεντινή. Το ΑΕΠ βρέθηκε σε ελεύθερη πτώση (-12%), επιχειρήσεις έκλειναν, οι πολίτες έχαναν την εμπιστοσύνη τους στο τραπεζικό σύστημα. Η υποτίμηση του πέσο Ουρουγουάης και η δραστική μείωση των δημοσίων δαπανών δεν άμβλυναν τις πιέσεις, με το δημόσιο χρέος να προσεγγίζει το 100% του ΑΕΠ (11 δισ. δολάρια), με μεγάλες λήξεις την περίοδο 2003-2004.
Εθελοντική «αναδιάταξη
Για να εξασφαλίσει τη διατηρησιμότητα του χρέους και να μη χάσει την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, η κυβέρνηση του Μοντεβιδέο πρότεινε τον Απρίλιο του 2003 εθελοντική «αναδιάταξη» (re-profiling) των 18 ομολογιακών εκδόσεών της, με επιμήκυνση των λήξεων για πέντε έτη, χωρίς μείωση του αρχικού κεφαλαίου ή των κουπονιών. Η «προσφορά» των νέων «ομολόγων ανταλλαγής» ολοκληρώθηκε στις 29 Μαΐου, με την αποδοχή του 93% των πιστωτών. Από τα 5,4 δισ. ευρώ δηλαδή αναδιαρθρώθηκαν τελικά τα 5 δισ. ευρώ, ενώ το ΔΝΤ υπολόγισε τον περιορισμό της αξίας των ομολόγων, λόγω της χρονικής τους μετάθεσης, στο -20%. Ουσιαστικά συμφωνήθηκε η αύξηση του χρόνου αποπληρωμής των ομολόγων του δημοσίου κατά πέντε έτη, χωρίς να μειωθεί η ονομαστική τους αξία (δεν υπήρξε διαγραφή χρέους – haircut) και χωρίς να υπάρξει καμία αλλαγή στα επιτόκια. Το χρέος προς το ΔΝΤ αποπληρώθηκε και η χώρα επανήλθε στις χρηματοπιστωτικές αγορές τον ίδιο χρόνο, δηλαδή πέντε μήνες μετά την αναδιάταξη. Η οικονομία επέστρεψε σε αναπτυξιακή τροχιά το ίδιο έτος και το 2004 «έτρεξε» με ρυθμό 11%.
Νότια Κορέα
Το φθινόπωρο του 1997, μετά τις κρίσεις σε Ταϊλάνδη και Ινδονησία, ξέσπασε πανικός στη Νότια Κορέα, η φυγή κεφαλαίων από τη χώρα ήταν μαζική, ενώ η στήριξη που προσέφερε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν κατάφερε να σταθεροποιήσει την κατάσταση. Το «κλειδί» της ανάκαμψης της Νοτίου Κορέας ήταν η μεγάλη υποτίμηση του γουόν. Σήμερα είναι μία από τις πιο αναπτυγμένες οικονομίες της Ασίας. Η Νότια Κορέα ξεκίνησε μια πορεία εννέα χρόνων ανάπτυξης με μέσο ρυθμό περίπου 6%. Η ανάπτυξη της Νοτίου Κορέας στηρίζεται κυρίως στη μεταποίηση και τη μεταλλευτική βιομηχανία. Η διεθνής αγορά έχει κατακλυστεί από προϊόντα των εξαγωγικών της κλάδων, οι οποίοι δέχτηκαν ισχυρή κυβερνητική υποστήριξη.
Το 2002 το ΑΕΠ έφτασε τα 931 δισ. δολάρια, και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ από 6.330 δολάρια που ήταν το 1992 έφτασε τα 19.400 δολάρια το 2002. Το 2001 το δημόσιο εξωτερικό χρέος ήταν 128,2 δισ. δολάρια, ενώ το 2002 ο πληθωρισμός κυμάνθηκε στο 2,8% και το ποσοστό ανεργίας στο 3,1%. Ο εθνικός προϋπολογισμός του 2000 ήταν πλεονασματικός με έσοδα ύψους 118,1 δισ. δολάρια και έξοδα ύψους 95,7 δισ. δολάρια.
Ινδονησία
Η Ινδονησία ήταν η χώρα που υπέστη το μεγαλύτερο πλήγμα από την κρίση του 1997-’98, με την οικονομία της να καταγράφει συρρίκνωση της τάξης του 13,7%. Ωστόσο η χώρα κατάφερε να ανακάμψει και από το 2007 ο μέσος όρος ανάπτυξης διαμορφώνεται στο 6%, με φόντο την βελτίωση του τραπεζικού τομέα και της εσωτερικής κατανάλωσης, γεγονός που βοήθησε τη χώρα κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης την περίοδο 2008-2009. Το 2011 ο δείκτης πληθωρισμού στην Ινδονησία διαμορφώθηκε στο 3,79%, πολύ κάτω από το στόχο της κυβέρνησης (5,65%). Πρόκειται για τα χαμηλότερα επίπεδα πληθωρισμού από το 1998. Στο α’ τρίμηνο του 2014 η οικονομία της Ινδονησίας ενισχύθηκε κατά 5,2% σε ετήσια βάση, επιβεβαιώνοντας πως αποτελεί μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες της περιοχής.
Ινδία
Η Ινδία είναι η χώρα που επηρεάστηκε λιγότερο από τη χρηματοοικονομική κρίση του 1997 στην Ασία. Στα τέλη του 2000 η ανάπτυξη σκαρφάλωσε στο 7,5%. Η βελτίωση του κλάδου υπηρεσιών αποτέλεσε τον «οδηγό» της ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης στη χώρα. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες ο μέσος όρος του ΑΕΠ διαμορφώνεται στο 5,8%, ενώ κατά τη διάρκεια του 2011-’12 διαμορφώθηκε στο 6,1%, με την Ινδία να αποτελεί μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες του κόσμου. Τα δύο τελευταία χρόνια ο μέσος όρος της ανάπτυξης διαμορφώνεται στο 7,5%. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί πως παρά την εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων δεκαετιών η Ινδία βρίσκεται αντιμέτωπη με κοινωνικοοικονομικές προκλήσεις, καθώς καταγράφει τη μεγαλύτερη συγκέντρωση ανθρώπων που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας παγκοσμίως.
k�� p}��τινή. Το ΑΕΠ βρέθηκε σε ελεύθερη πτώση (-12%), επιχειρήσεις έκλειναν, οι πολίτες έχαναν την εμπιστοσύνη τους στο τραπεζικό σύστημα. Η υποτίμηση του πέσο Ουρουγουάης και η δραστική μείωση των δημοσίων δαπανών δεν άμβλυναν τις πιέσεις, με το δημόσιο χρέος να προσεγγίζει το 100% του ΑΕΠ (11 δισ. δολάρια), με μεγάλες λήξεις την περίοδο 2003-2004.
Εθελοντική «αναδιάταξη
Για να εξασφαλίσει τη διατηρησιμότητα του χρέους και να μη χάσει την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, η κυβέρνηση του Μοντεβιδέο πρότεινε τον Απρίλιο του 2003 εθελοντική «αναδιάταξη» (re-profiling) των 18 ομολογιακών εκδόσεών της, με επιμήκυνση των λήξεων για πέντε έτη, χωρίς μείωση του αρχικού κεφαλαίου ή των κουπονιών. Η «προσφορά» των νέων «ομολόγων ανταλλαγής» ολοκληρώθηκε στις 29 Μαΐου, με την αποδοχή του 93% των πιστωτών. Από τα 5,4 δισ. ευρώ δηλαδή αναδιαρθρώθηκαν τελικά τα 5 δισ. ευρώ, ενώ το ΔΝΤ υπολόγισε τον περιορισμό της αξίας των ομολόγων, λόγω της χρονικής τους μετάθεσης, στο -20%. Ουσιαστικά συμφωνήθηκε η αύξηση του χρόνου αποπληρωμής των ομολόγων του δημοσίου κατά πέντε έτη, χωρίς να μειωθεί η ονομαστική τους αξία (δεν υπήρξε διαγραφή χρέους – haircut) και χωρίς να υπάρξει καμία αλλαγή στα επιτόκια. Το χρέος προς το ΔΝΤ αποπληρώθηκε και η χώρα επανήλθε στις χρηματοπιστωτικές αγορές τον ίδιο χρόνο, δηλαδή πέντε μήνες μετά την αναδιάταξη. Η οικονομία επέστρεψε σε αναπτυξιακή τροχιά το ίδιο έτος και το 2004 «έτρεξε» με ρυθμό 11%.
Νότια Κορέα
Το φθινόπωρο του 1997, μετά τις κρίσεις σε Ταϊλάνδη και Ινδονησία, ξέσπασε πανικός στη Νότια Κορέα, η φυγή κεφαλαίων από τη χώρα ήταν μαζική, ενώ η στήριξη που προσέφερε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν κατάφερε να σταθεροποιήσει την κατάσταση. Το «κλειδί» της ανάκαμψης της Νοτίου Κορέας ήταν η μεγάλη υποτίμηση του γουόν. Σήμερα είναι μία από τις πιο αναπτυγμένες οικονομίες της Ασίας. Η Νότια Κορέα ξεκίνησε μια πορεία εννέα χρόνων ανάπτυξης με μέσο ρυθμό περίπου 6%. Η ανάπτυξη της Νοτίου Κορέας στηρίζεται κυρίως στη μεταποίηση και τη μεταλλευτική βιομηχανία. Η διεθνής αγορά έχει κατακλυστεί από προϊόντα των εξαγωγικών της κλάδων, οι οποίοι δέχτηκαν ισχυρή κυβερνητική υποστήριξη.
Το 2002 το ΑΕΠ έφτασε τα 931 δισ. δολάρια, και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ από 6.330 δολάρια που ήταν το 1992 έφτασε τα 19.400 δολάρια το 2002. Το 2001 το δημόσιο εξωτερικό χρέος ήταν 128,2 δισ. δολάρια, ενώ το 2002 ο πληθωρισμός κυμάνθηκε στο 2,8% και το ποσοστό ανεργίας στο 3,1%. Ο εθνικός προϋπολογισμός του 2000 ήταν πλεονασματικός με έσοδα ύψους 118,1 δισ. δολάρια και έξοδα ύψους 95,7 δισ. δολάρια.
Ινδονησία
Η Ινδονησία ήταν η χώρα που υπέστη το μεγαλύτερο πλήγμα από την κρίση του 1997-’98, με την οικονομία της να καταγράφει συρρίκνωση της τάξης του 13,7%. Ωστόσο η χώρα κατάφερε να ανακάμψει και από το 2007 ο μέσος όρος ανάπτυξης διαμορφώνεται στο 6%, με φόντο την βελτίωση του τραπεζικού τομέα και της εσωτερικής κατανάλωσης, γεγονός που βοήθησε τη χώρα κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης την περίοδο 2008-2009. Το 2011 ο δείκτης πληθωρισμού στην Ινδονησία διαμορφώθηκε στο 3,79%, πολύ κάτω από το στόχο της κυβέρνησης (5,65%). Πρόκειται για τα χαμηλότερα επίπεδα πληθωρισμού από το 1998. Στο α’ τρίμηνο του 2014 η οικονομία της Ινδονησίας ενισχύθηκε κατά 5,2% σε ετήσια βάση, επιβεβαιώνοντας πως αποτελεί μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες της περιοχής.
Ινδία
Η Ινδία είναι η χώρα που επηρεάστηκε λιγότερο από τη χρηματοοικονομική κρίση του 1997 στην Ασία. Στα τέλη του 2000 η ανάπτυξη σκαρφάλωσε στο 7,5%. Η βελτίωση του κλάδου υπηρεσιών αποτέλεσε τον «οδηγό» της ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης στη χώρα. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες ο μέσος όρος του ΑΕΠ διαμορφώνεται στο 5,8%, ενώ κατά τη διάρκεια του 2011-’12 διαμορφώθηκε στο 6,1%, με την Ινδία να αποτελεί μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες του κόσμου. Τα δύο τελευταία χρόνια ο μέσος όρος της ανάπτυξης διαμορφώνεται στο 7,5%. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί πως παρά την εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων δεκαετιών η Ινδία βρίσκεται αντιμέτωπη με κοινωνικοοικονομικές προκλήσεις, καθώς καταγράφει τη μεγαλύτερη συγκέντρωση ανθρώπων που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας παγκοσμίως.
http://www.sofokleous10.gr/2012-07-24-09-27-
56/274002-2014-05-21-09-04-47