Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου:
1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974), όπως ισχύει, αντικαθίσταται και προστίθενται νέα εδάφια ως εξής:
«1. Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), για τα οποία εφαρμόζονται αποκλειστικά οι διατάξεις του ως άνω Κώδικα, η είσπραξη των δημοσίων εσόδων ανήκει στην αρμοδιότητα της Φορολογικής Διοίκησης και των λοιπών οργάνων που ορίζονται με ειδικές διατάξεις για το σκοπό αυτό ή των ειδικών ταμιών, στους οποίους έχει ανατεθεί η είσπραξη ειδικών εσόδων. Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων δύναται με απόφασή του να μεταβιβάζει αρμοδιότητες και να αναθέτει τα καθήκοντα του ιδίου ή της Φορολογικής Διοίκησης, που προβλέπονται από τον παρόντα Κώδικα και την κείμενη νομοθεσία, σε όργανα της Φορολογικής Διοίκησης. Επίσης, δύναται, με απόφασή του, να εξουσιοδοτεί ιεραρχικά υφιστάμενό του όργανο να υπογράφει, με εντολή του, πράξεις ή άλλα έγγραφα της αρμοδιότητάς του. Ο Γενικός Γραμματέας δύναται να ανακαλεί οποτεδήποτε εγγράφως κάθε μεταβίβαση αρμοδιότητας, ανάθεση καθήκοντος και εξουσιοδότηση κατά το παρόν άρθρο.»
2. Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 2 Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974), όπως ισχύει, αντικαθίστανται ως εξής:
«2. Για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων απαιτείται νόμιμος τίτλος. Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), για τα οποία εφαρμόζονται αποκλειστικά οι διατάξεις του ως άνω Κώδικα, νόμιμο τίτλο αποτελούν:
α) Τα έγγραφα, στα οποία οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, τον οφειλέτη, το είδος, το ποσό και την αιτία της οφειλής.
β) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύεται η οφειλή.
γ) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία πιθανολογείται η οφειλή, ως προς την ύπαρξη και το ποσό αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 347 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
3. Η είσπραξη στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου πραγματοποιείται από τη Φορολογική Διοίκηση μετά την καταχώριση των στοιχείων του νόμιμου τίτλου στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων, είτε κατόπιν αποστολής στη Φορολογική Διοίκηση χρηματικού καταλόγου από την αρχή που απέκτησε το νόμιμο τίτλο είτε με βάση μόνο το νόμιμο τίτλο, εφ’ όσον αυτός έχει περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στη Φορολογική Διοίκηση. Ο χρηματικός κατάλογος περιέχει τα προσδιοριστικά στοιχεία της οφειλής, του υποχρέου και των τυχόν συνυπόχρεων ευθυνομένων τρίτων. Τυχόν παράλειψη αναφοράς των ευθυνομένων συνυπόχρεων δεν θίγει το κύρος του νομίμου τίτλου ούτε τη νομιμότητα της εισπρακτικής διαδικασίας ή της διαδικασίας της εκτέλεσης. Η, για οποιοδήποτε λόγο, μερική ή ολική αναστολή του νόμιμου τίτλου δεν κωλύει την καταχώριση του συνόλου της οφειλής στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων της Φορολογικής Διοίκησης.»
3. Στο άρθρο 2 του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974), όπως ισχύει, προστίθενται παράγραφοι 4 και 5 ως εξής:
«4. Η είσπραξη α) στην περίπτωση των εκτελεστών τίτλων του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013) και β) οποιουδήποτε τίτλου, κατ’ εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένων των πράξεων επιβολής πολλαπλών τελών, πραγματοποιείται μόνο δυνάμει του τίτλου. Οι τίτλοι του προηγούμενου εδαφίου καταχωρίζονται στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων της Φορολογικής Διοίκησης, αποκλειστικά, για λόγους παρακολούθησης της οφειλής, χωρίς η καταχώριση να αποτελεί όρο της νομιμότητας της εισπρακτικής διαδικασίας ή της εκτέλεσης. Επιδικαζόμενες υπέρ του Δημοσίου κάθε είδους χρηματικές αποζημιώσεις στο πλαίσιο ποινικών δικών που αφορούν αδικήματα που προβλέπονται από τη φορολογική και τελωνειακή νομοθεσία, είναι δυνατό να εισπράττονται από τη Φορολογική Διοίκηση και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της παρούσας παραγράφου.
5. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων καθορίζεται το περιεχόμενο του χρηματικού καταλόγου και των βιβλίων του παρόντος άρθρου, ο τρόπος καταχώρισης των απαραίτητων στοιχείων σε αυτά και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.»
4. Η παράγραφος 3 του άρθρου 3 του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Αν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη, υποδεικνύει, κατά το χρόνο της καταβολής, το χρέος που θέλει να πιστωθεί. Στην περίπτωση που ο οφειλέτης δεν υποδεικνύει ή η πίστωση διενεργείται χωρίς τη βούλησή του, όπως στην περίπτωση λήψης διοικητικών ή αναγκαστικών μέτρων ή συμψηφισμού που χωρεί αυτεπαγγέλτως, η Φορολογική Διοίκηση πιστώνει οποιαδήποτε οφειλή. Σε περίπτωση κατά την οποία οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν είναι σύμφωνες με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν.4174/2013), οι διατάξεις αυτού υπερισχύουν, για τα έσοδα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του.»
5. Τα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974), όπως ισχύει, αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), για τα οποία εφαρμόζονται αποκλειστικά οι διατάξεις του ως άνω Κώδικα, καθώς και των δημοσίων εσόδων της περίπτωσης β’ της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του παρόντος Κώδικα, μετά την καταχώριση του χρέους ως δημοσίου εσόδου κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 3, η Φορολογική Διοίκηση εκδίδει ατομική ειδοποίηση, την οποία, είτε αποστέλλει ταχυδρομικά στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα, είτε την κοινοποιεί σε αυτούς σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν.4174/2013. Στην ατομική ειδοποίηση αναφέρονται τα στοιχεία και ο αριθμός φορολογικού μητρώου, εφόσον υπάρχει, του οφειλέτη, το είδος και το ποσό του χρέους, συμπεριλαμβανομένων των τόκων που έχουν ήδη υπολογισθεί κατά την κείμενη νομοθεσία, ο αριθμός και η χρονολογία καταχώρισης του χρέους ως δημοσίου εσόδου ή ο τίτλος στον οποίο βασίζεται το χρέος, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής αυτού, η μνεία ότι από την επομένη ημέρα της λήξης της νόμιμης προθεσμίας καταβολής του χρέους και μέχρι την τελική εξόφληση αυτού υπολογίζονται οι τόκοι και το πρόστιμο του άρθρου 6 του παρόντος.»
6. Το άρθρο 6 του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 6
Τόκοι και πρόστιμο εκπρόθεσμης καταβολής
1. Για οποιοδήποτε ποσό χρέους γίνεται ληξιπρόθεσμο, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει τόκους επί του εν λόγω ποσού για τη χρονική περίοδο από την επόμενη ημέρα του ληξιπροθέσμου. Επί των τόκων του πρώτου εδαφίου δεν επιβάλλονται τόκοι. Αν οποιοδήποτε ποσό χρέους δεν καταβληθεί το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την παρέλευση της ημερομηνίας που αυτό έγινε ληξιπρόθεσμο, εκτός από τους τόκους του πρώτου εδαφίου, υπολογίζεται πρόστιμο ίσο με δέκα τοις εκατό (10%) του χρέους που δεν καταβλήθηκε εμπρόθεσμα. Μετά την πάροδο ενός έτους, το πρόστιμο του προηγουμένου εδαφίου ανέρχεται σε είκοσι τοις εκατό (20%) του ποσού που οφείλεται και μετά την πάροδο δύο (2) ετών ανέρχεται σε τριάντα τοις εκατό (30%). Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ορίζεται το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων του πρώτου εδαφίου του παρόντος άρθρου.
Για χρέη από συμβάσεις οι τόκοι ορίζονται ως ανωτέρω, εκτός αν προβλέπεται άλλη ρύθμιση με ρητό όρο της σύμβασης, και υπολογίζονται από την επόμενη ημέρα της προθεσμίας που πρέπει, σύμφωνα με τη σύμβαση, να καταβληθεί η οφειλή μερικά ή ολικά.
2. Η πίστωση χρηματικών ποσών έναντι συγκεκριμένης οφειλής αποσβένει την υποχρέωση του οφειλέτη με την ακόλουθη σειρά: α) έξοδα είσπραξης, β) τόκοι γ) πρόστιμο και δ) αρχικό ποσό της οφειλής.
3. Οι τόκοι και το πρόστιμο της παραγράφου 1 υπολογίζονται και επί των εσόδων υπέρ Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), Ειδικών Ταμείων και εν γένει Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου που συνεισπράττονται με τα δημόσια έσοδα από τη Φορολογική Διοίκηση.
4. Ο οφειλέτης δύναται να ζητά απαλλαγή των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο και αυτών προς τους τρίτους, των οποίων η είσπραξη έχει ανατεθεί στη Φορολογική Διοίκηση, από τους τόκους και το πρόστιμο εκπρόθεσμης καταβολής της παραγράφου 1, εφόσον η μη εμπρόθεσμη καταβολή οφείλεται σε λόγους ανωτέρας βίας. Απαλλαγή δεν χορηγείται, αν δεν έχουν εξοφληθεί, πριν από το αίτημα απαλλαγής, όλοι οι φόροι για τους οποίους επιβλήθηκαν οι τόκοι και το πρόστιμο. Το αίτημα απαλλαγής απευθύνεται στο Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων και: α) υποβάλλεται εγγράφως, β) περιέχει τα στοιχεία και τον αριθμό φορολογικού μητρώου του οφειλέτη, γ) φέρει την υπογραφή του οφειλέτη ή νόμιμα εξουσιοδοτημένου προσώπου, και δ) περιγράφει όλα τα γεγονότα και περιλαμβάνει τα αποδεικτικά στοιχεία που αποδεικνύουν την ανωτέρα βία. Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων αποφαίνεται επί του αιτήματος εντός τριάντα (30) ημερών και κοινοποιεί την απόφαση στον οφειλέτη κατά το άρθρο 5 του ν. 4174/2013. Αν η ανωτέρω προθεσμία παρέλθει άπρακτη, το αίτημα θεωρείται ότι έχει απορριφθεί.
5. Αναστολή είτε του νόμιμου τίτλου βεβαίωσης ή είσπραξης, είτε της ταμειακής βεβαίωσης, είτε των πράξεων διοικητικής εκτέλεσης, από το νόμο ή βάσει απόφασης δικαστηρίου ή διοικητικού οργάνου, δεν απαλλάσσει τα χρέη από τους τόκους της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 53 παράγραφος 1 του ν.4174/2013, για όσο χρόνο διαρκεί η αναστολή, για το ποσό που εν τέλει οφείλεται.
6. Δεν υπόκεινται στους τόκους και το πρόστιμο της παραγράφου 1 οι από κάθε αιτία οφειλές α) των στρατευμένων με υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, από την πρώτη ημέρα του μήνα της στράτευσής τους, μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του τρίτου μήνα από την αποστράτευσή τους, του μήνα της αποστράτευσης θεωρουμένου ως πρώτου, με εξαίρεση τα ελλείμματα της δημόσιας διαχείρισης και β) των ανηλίκων, για όσο διάστημα στερούνται εκπροσώπησης και επί ένα εξάμηνο μετά την απόκτηση αυτής.»
7.Σε περίπτωση κατά την οποία οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων του παρόντος άρθρου δεν είναι σύμφωνες με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν.4174/2013), οι διατάξεις αυτού υπερισχύουν, για τα έσοδα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του.»
7. Το άρθρο 7 του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 7
Ατομική ειδοποίηση υπερημερίας – Χρόνος λήψης αναγκαστικών μέτρων
1. Αναγκαστικά μέτρα δεν λαμβάνονται πριν παρέλθουν τριάντα (30) ημέρες από την κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 4174/2013 στον υπόχρεο, οφειλέτη ή συνυπόχρεο πρόσωπο, ατομικής ειδοποίησης υπερημερίας, στην οποία αναφέρονται:
α) το ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία και τα στοιχεία του υπόχρεου,
β) ο Α.Φ.Μ. του υπόχρεου, εφόσον έχει εκδοθεί,
γ) η ημερομηνία έκδοσης της ειδοποίησης καθώς και παραπομπές στον αντίστοιχο αριθμό και χρονολογία καταχώρισης του χρέους ως δημοσίου εσόδου ή στον αριθμό του νόμιμου τίτλου, συμπεριλαμβανομένων σχετικών προθεσμιών, ημερομηνιών καταβολής και αριθμού δόσεων,
δ) το είδος και το ποσό της οφειλής,
ε) η εντολή καταβολής του ποσού της οφειλής,
στ) ο τρόπος πληρωμής του ποσού της οφειλής,
ζ) μνεία ότι οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ή οι τόκοι του άρθρου 6 του παρόντος υπολογίζονται μέχρι την ολοσχερή εξόφληση αυτής,
η) μνεία ότι, εφόσον ο υπόχρεος δεν προβεί σε εξόφληση εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της ειδοποίησης, η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να προβεί στη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη των ποσών που αναφέρονται σε αυτή, εκτός εάν ο υπόχρεος υπαχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης των οφειλών του, εντός της ανωτέρω προθεσμίας.
2. Δεν απαιτείται η κοινοποίηση της ατομικής ειδοποίησης υπερημερίας για την επιβολή κατάσχεσης στις περιπτώσεις κατάσχεσης χρημάτων ή χρηματικών απαιτήσεων στα χέρια του υποχρέου ή τρίτου.
3. Η κατά το παρόν άρθρο κοινοποιούμενη ατομική ειδοποίηση δεν εξομοιώνεται με επιταγή προς πληρωμή.
4. Σε περίπτωση κατά την οποία οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων του παρόντος άρθρου δεν είναι σύμφωνες με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν.4174/2013), οι διατάξεις αυτού υπερισχύουν, για τα έσοδα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του.»
8. Μετά το άρθρο 75 του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974), όπως ισχύει, προστίθεται άρθρο 75Α, ως εξής:
«Άρθρο 75Α
Παραλείψεις, ακυρότητες ή πλημμέλειες κατά τη διαδικασία απόκτησης οποιουδήποτε νόμιμου τίτλου σύμφωνα με το άρθρο 2 του παρόντος καθώς και κατά τη διαδικασία της εκτέλεσης, δύνανται να προταθούν από τον οφειλέτη ως λόγος ακύρωσης, μόνο εάν αυτός επικαλείται και αποδεικνύει ότι εξαιτίας τους υπέστη βλάβη, η οποία δεν μπορεί να θεραπευτεί παρά μόνο με την ακύρωση.»
9. Στο άρθρο 83 του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974), όπως ισχύει, οι παράγραφοι 5 και 6 αναριθμούνται σε 6 και 7 αντίστοιχα και προστίθεται νέα παράγραφος 5, ως εξής:
«5. Αναστολή είτε του νόμιμου τίτλου βεβαίωσης ή είσπραξης, είτε της ταμειακής βεβαίωσης, είτε των πράξεων διοικητικής εκτέλεσης, από το νόμο ή βάσει απόφασης δικαστηρίου ή διοικητικού οργάνου, δεν εμποδίζει τη διενέργεια του συμψηφισμού.»
10. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 91 του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), για τα οποία εφαρμόζονται μόνον οι διατάξεις του ως άνω Κώδικα, από την ημερομηνία που το χρέος καθίσταται ληξιπρόθεσμο στη Φορολογική Διοίκηση επιβάλλονται επ’ αυτού τόκοι και πρόστιμο εκπρόθεσμης καταβολής, σύμφωνα με το άρθρο 6 του παρόντος.»
11. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 10 του παρόντος άρθρου τίθενται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις μεταβατικές διατάξεις.
Άρθρο 8
Μεταβατικές διατάξεις για την εφαρμογή του Κ.Ε.Δ.Ε.
1. Αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, οι οποίες έχουν εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση του προτελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν.δ.356/1974, ΚΕΔΕ, (Α’ 90), όπως ισχύει έως την 31η Δεκεμβρίου 2013, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την έκδοση απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων κατ’ εξουσιοδότηση της ίδιας ως άνω διάταξης, όπως τροποποιείται με τον παρόντα νόμο.
2. Τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 του ν.δ. 356/1974 (Α’ 90), όπως τροποποιείται με τον παρόντα νόμο, εφαρμόζονται και επί των ήδη εκδοθέντων, κατά τον χρόνο δημοσίευσης του παρόντος νόμου, σύμφωνα με την τελωνειακή νομοθεσία, νόμιμων τίτλων, συμπεριλαμβανομένων των πράξεων επιβολής πολλαπλών τελών, εφ’ όσον το σύννομο της είσπραξης ή της εκτέλεσης δεν έχει αμφισβητηθεί δικαστικά ή, στην περίπτωση δικαστικής αμφισβήτησης, η υπόθεση δεν έχει συζητηθεί στην ουσία της σε πρώτο βαθμό, μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος. Κάθε είδους απαιτήσεις των τελωνείων μέχρι τον χρόνο δημοσίευσης του παρόντος, δεν απαιτείται να έχουν καταχωριστεί στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων, προκειμένου να γίνει σύννομα η είσπραξη και η εκτέλεση και όλες οι σχετικές εισπράξεις και πράξεις εκτέλεσης λογίζονται σύννομες, εφ’ όσον δεν έχει εγερθεί δικαστική αμφισβήτηση ή, στην περίπτωση δικαστικής αμφισβήτησης, η υπόθεση δεν έχει συζητηθεί στην ουσία της σε πρώτο βαθμό, κατά τη δημοσίευση του παρόντος.
3. Για τις απαιτήσεις οι οποίες έχουν καταχωριστεί στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2013, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 6 του ν.δ.356/1974, όπως ισχύει έως την ανωτέρω ημερομηνία, ως προς τον υπολογισμό και το ανώτατο όριο των προσαυξήσεων. Το ίδιο ισχύει για τις τελωνειακές απαιτήσεις για τις οποίες αποκτήθηκε νόμιμος τίτλος μέχρι και την ως άνω ημερομηνία.
4. Μέχρι την 31.12.2015 ο τόκος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 6, όπως αυτό αντικαθίσταται με τον παρόντα νόμο, υπολογίζεται μηνιαία κατά την είσπραξη για ολόκληρο το μήνα.
5. Ειδικά οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ν.δ. 356/1974, όπως αντικαθίσταται με τον παρόντα νόμο, ισχύουν από 1ης Ιανουαρίου 2016. Μέχρι την ημερομηνία αυτή, κατά την εκάστοτε είσπραξη του δημοσίου εσόδου, εισπράττονται υποχρεωτικά επί του καταβαλλόμενου ποσού της οφειλής, οι αναλογούντες τόκοι και το πρόστιμο λόγω εκπρόθεσμης καταβολής.
6. Οι διατάξεις του άρθρου 6 του ν.δ. 356/1974, όπως αντικαθίστανται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται και για τις οφειλές σε κάθε άλλο νομικό πρόσωπο ή Αρχή, πλην της Φορολογικής Διοίκησης, οι οποίες βεβαιώνονται μετά την 31η Δεκεμβρίου 2014 και για την είσπραξη των οποίων εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν.δ. 356/1974, εκτός εάν από ειδικές διατάξεις ορίζεται διαφορετικά.
7. Οι διατάξεις του άρθρου 7 του ν.δ. 356/1974 (Α’ 90), όπως αντικαθίσταται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται για οφειλές για τις οποίες αποκτήθηκε νόμιμος τίτλος κατά το άρθρο 2 του ως άνω ν.δ., όπως τροποποιείται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, από 1ης Ιανουαρίου 2014.
8. Όπου στις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (Α’ 90), όπως ισχύει μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2013, αναφέρεται η Δ.Ο.Υ. ή το Τελωνείο ή το Δημόσιο Ταμείο, νοείται η Φορολογική Διοίκηση, με την εξαίρεση των διατάξεων των άρθρων 54, 55 και 62 του ν.δ. 356/1974.
9. Όπου στις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (Α’ 90) αναφέρεται αρμοδιότητα του Υπουργού Οικονομικών, αυτή ασκείται από το Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, με την εξαίρεση των άρθρων 3 παρ. 5, 62 παρ.1 και 85, η άσκηση των οποίων παραμένει στον Υπουργό Οικονομικών.
Όπου σε ειδικές διατάξεις αναφέρεται ο Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.) ή το ν.δ. 356/1974 νοείται το ν.δ. 356/1974, όπως εκάστοτε ισχύει, εκτός εάν ρητά ορίζεται άλλως.
ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΜΕ ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ
Με τις προτεινόμενες διατάξεις του ΚΕΔΕ επιδιώκεται η προσαρμογή της νομοθεσίας περί εισπράξεως των δημοσίων εσόδων στις διατάξεις του νέου Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, ο οποίος τίθεται σε ισχύ την 1.1.2014. Με τις προτεινόμενες διατάξεις απλοποιείται σε σχέση με το υφιστάμενο σύστημα η διαδικασία της βεβαίωσης και της είσπραξης, δίδεται για πρώτη φορά στην οφειλέτη, επί οικειοθελούς συμμόρφωσης, να επιλέγει ο ίδιος, μεταξύ περισσοτέρων χρεών του, πιο θα εξοφληθεί, ενώ έως την παρούσα τη σειρά αυτή καθόριζε η φορολογική αρχή. Ρυθμίζονται επίσης ζητήματα σχετικά με την αποστολή και την κοινοποίηση ατομικής ειδοποίησης, προ αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία για πρώτη φορά προβλέπεται νομοθετικά ότι αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη, μεταβάλλεται το καθεστώς υπολογισμού των τόκων και των λοιπών διοικητικών κυρώσεων επί εκπροθέσμου καταβολής καθώς και οι όροι και οι περιπτώσεις απαλλαγής από τους τόκους. Τέλος, προβλέπεται ότι τόσο οι οφειλές των στρατευμένων αλλά και οι οφειλές των ανηλίκων, για όσο διάστημα αυτοί στερούνται της προβλεπόμενης από το νόμο εκπροσώπησης και επί ένα εξάμηνο μετά την απόκτηση αυτής απαλλάσσονται από διοικητικές κυρώσεις. Οι ως άνω διατάξεις προέκυψαν ως ανάγκη εφαρμογής ενιαίων κανόνων και για τα λοιπά έσοδα του Δημοσίου, σε σχέση με την εισπρακτική διαδικασία στο πλαίσιο των φορολογικών εσόδων, η οποία μεταβλήθηκε λόγω της εισαγωγής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, και προέκυψαν κατόπιν προτάσεων που υποβλήθηκαν από τις αρμόδιες υπηρεσίες.