Στο τέλος του Σεπτεμβρίου γιορτάστηκαν στην Αμπχαζία τα 20 χρόνια από τη νίκη στον πόλεμο με τη Γεωργία. Το 1993 η τέως αυτόνομη περιοχή της Σοβιετικής Γεωργίας έκανε τα πρώτα βήματα για την υλοποίηση των δικών της εθνικών και κρατικών σχεδίων, ανεξάρτητη πλέον από τη Γεωργία.
Από τότε η Αμπχαζία πέτυχε αρκετά. Πρώτα απ’ όλα, έλαβε -έστω και περιορισμένη- διεθνή αναγνώριση. Η Δημοκρατία ανοικοδομείται, αν και με αργούς ρυθμούς. Τη γεωπολιτική της θέση εγγυάται η στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη της Ρωσίας. Ωστόσο, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο ότι η πολιτική ατζέντα στην Αμπχαζία έχει πολλές ιδιαιτερότητες στις οποίες συχνά δεν δίδεται η πρέπουσα σημασία.
Πρώτον, ο γεωργιανός παράγοντας έπαψε να διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στη Δημοκρατία. Στην πρώτη θέση βρέθηκε η επιρροή της Ρωσίας με όλα τα πλεονεκτήματα, τα μειονεκτήματα και τις αντιφάσεις της. Η ρωσική στρατιωτική “κηδεμονία” επιτρέπει στην Αμπχαζία να μην την απασχολεί άμεσα η στρατιωτική απειλή από την πλευρά της Γεωργίας. Με τη σειρά της, η Μόσχα δεν καθοδηγείται από αφηρημένες έννοιες, αλλά από τη λογική που της υπαγορεύουν τα εθνικά της συμφέροντα.
Γενναίες χρηματοδοτήσεις
Αυτό κατέστησε σαφές σε συνέντευξή του στη Gazeta.ru ο επικεφαλής του προεδρικού γραφείου, Σεργκέι Ιβανόφ, δηλώνοντας ότι δεν είναι μυστικό πως η Ρωσία δαπανά εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ για τη στήριξη της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας. Αυτό δείχνει το αυξημένο ενδιαφέρον της Ρωσίας για τον έλεγχο των στρατηγικών υποδομών (σιδηρόδρομος, λιμενικές εγκαταστάσεις, κ.ο.κ., που έχουν μεγάλη σημασία λόγω της ασάφειας στις ρωσο-ουκρανικές σχέσεις), καθώς και για τη φιλελευθεροποίηση της αγοράς της Αμπχαζίας προκειμένου να διεισδύσουν σε αυτή μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις.
Αντίθετα, για την Αμπχαζία, σχέδια όπως η εξερεύνηση των αποθεμάτων πετρελαίου στη Μαύρη θάλασσα ή η κατασκευή δρόμων από τις Δημοκρατίες του δυτικού τμήματος του ρωσικού Καύκασου προς το Σουχούμι προκαλούν ανησυχίες. Ακόμη και οι ρωσικές επενδύσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας και δυνατότητες για τον πληθυσμό της Αμπχαζίας, δημιουργούν φόβους, καθώς βλέπουν σε αυτές τον κίνδυνο μιας αυξανόμενης εξάρτησης από τη Ρωσία. Οι επιχειρήσεις στην Αμπχαζία δεν θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν τα ρωσικά κεφάλαια και οι πολιτικοί της Δημοκρατίας αυτής, σε αντίθεση με τους συναδέλφους τους της Νότιας Οσετίας, δεν βλέπουν το μέλλον τους στην ένωση με τον ισχυρό γείτονα.
Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχουν σοβαρές αντιφάσεις ανάμεσα στους εθνικούς-κρατικούς στόχους, και στη στρατιωτικοπολιτική, καθώς και την κοινωνική-οικονομική εξάρτηση από τη Ρωσία. Και ενώ η ηγεσία της Αμπχαζίας εκφράζει αυτές τις ανησυχίες ανεπίσημα, η αντιπολίτευση τις διακηρύσσει ανοικτά. Η φιλορωσική γεωπολιτική επιλογή είναι αποτέλεσμα συμβιβασμού ανάμεσα στις ελίτ της Αμπχαζίας. Όμως, είναι πολύ πιο δύσκολο να επιτευχθεί πρόοδος, για παράδειγμα σε ό,τι αφορά το ζήτημα της προστασίας των περιουσιών των ρώσων υπηκόων στην Αμπχαζία. Λόγος για επίλυση του ζητήματος αυτού, βάσει ενός συγκεκριμένου συστήματος, δεν μπορεί να γίνει σήμερα. Ακόμη και οι θετικές δικαστικές αποφάσεις για την αποκατάσταση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας μπλοκάρονται τόσο από μεμονωμένους αξιωματούχους, όσο από σκιώδεις «ομάδες επιρροής».
Ισλαμιστική απειλή
Διαβάστε επίσης:
Ερευνα: «Φουντώνει» το Ισλάμ στον Βόρειο Καύκασο- Η Ρωσία στα πρόθυρα εθνικιστικής κρίσης
Ένα δεύτερο σημείο, είναι ότι η στενή στρατηγική σύμπνοια μεταξύ Μόσχας και Σουχούμι δεν μπορεί να επεκταθεί και σε άλλα θέματα της πολιτικής της Αμπχαζίας. Παραμονές της Ολυμπιάδας στο Σότσι, η Αμπχαζία έχει μετατραπεί σε αντικείμενο συγκεκριμένου «ενδιαφέροντος» από την πλευρά των ισλαμικών τρομοκρατικών οργανώσεων του Βόρειου Καύκασου. Η πρόσφατη δολοφονία του ρώσου διπλωμάτη Ντμίτρι Βισερνιόφ στο Σουχούμι, σύμφωνα με την εκδοχή που προβάλλει η Ανακριτική Επιτροπή της Ρωσίας, φέρει «αποτύπωμα» από τον Βόρειο Καύκασο, ενώ ο βασικός ύποπτος στην υπόθεση, Τσετσένος Γιουσούπ Λακάγεφ, είχε συμπεριληφθεί στη λίστα των προσώπων που αντιπροσωπεύουν απειλή για τους επικείμενους αγώνες στο Σότσι.
Το ριζοσπαστικό Ισλάμ δεν είναι και τόσο ισχυρό στην Αμπχαζία. Σύμφωνα με στοιχεία από διάφορες κοινωνιολογικές έρευνες, μόνο το 16% του πληθυσμού της Δημοκρατίας δηλώνουν μουσουλμάνοι. Παράλληλα, η απόλυτη πλειοψηφία των Αμπχαζίων δεν έχει καμιά σχέση ούτε με την τρομοκρατία, ούτε και με τις ριζοσπαστικές ερμηνείες του Ισλάμ. Ωστόσο, έχουν υπάρξει προσπάθειες από ισλαμιστές να παρεισφρήσουν στη Δημοκρατία. Το «Ντζαμαάτ της Αμπχαζίας» (Ντζαμαάτ είναι συμπαγής ομάδα μουσουλμάνων που προβαίνει στη διάδοση του Ισλάμ και την αλληλοβοήθεια των ομοϊδεατών), η οποία θεωρούσε ότι ήταν παράρτημα του «Εμιράτου του Καυκάσου» και ουσιαστικά διαλύθηκε το διάστημα 2011-2012, περιελάμβανε στη σύνθεσή του περίπου 20 άτομα. Προηγουμένως, υπήρξαν ορισμένες εγκληματικές ενέργειες κατά εκπροσώπων της Πνευματικής διοίκησης των μουσουλμάνων της περιοχής. Για παράδειγμα, τον Αύγουστο του 2007 δολοφονήθηκε ο ιμάμης Χαμζάτ Γκιτσμπά, ενώ τον Ιούλιο του 2010 δολοφονήθηκε ο εκπρόσωπος της διοίκησης της περιοχής Γκάγκρα και μέλος του Κοινωνικού Επιμελητηρίου της Αμπχαζίας, Εμίκ Τσακαμάτς.
Νέες προκλήσεις
Πάντως, με τη νίκη στην ένοπλη σύγκρουση με τη Γεωργία και τη μετέπειτα ρωσική αναγνώριση, οι δυσκολίες για την Αμπχαζία δεν εξέλειπαν. Αν και τα παλαιότερα προβλήματα δεν υφίστανται, στη θέση τους εμφανίστηκαν νέα. Οι σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Αμπχαζίας έχουν αντιφάσεις και προβληματικά σημεία. Η ιστορία όμως διδάσκει ότι οι σύμμαχοι δοκιμάζουν την αντοχή της συνεργασίας τους προσπαθώντας να ξεπεράσουν τις διαφορές και τις αποκλίνουσες απόψεις. Απλώς, η μεγάλη Ρωσία και η μικρή Αμπχαζία οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι πρέπει να χαράξουν με σύστημα και ορθολογισμό μια νέα περιεκτική ατζέντα και να μην μείνουν μόνο στις αναμνήσεις των επιτυχιών του παρελθόντος.
Ο συντάκτης είναι περιστασιακός επιστημονικός συνεργάτης του Κέντρου στρατηγικών και διεθνών σπουδών της Ουάσιγκτον.