Ανεπαισθήτως από την πολιτική φιλοσοφία στην πολιτική θεολογία διολισθαίνουμε έξω

1. Οι νεοέλληνες και οι εγχώριοι υβριστές τους. 2. Θύτες και θύματα φιλοσοφικών εκτονώσεων 3. Τα βαθύτερα επιστημονικά και επιστημολογικά αίτια της παρακμής κάποιων συμβατικά επιφανών πολιτικών στοχαστών. 4. Ανθρωπολογία και πανίσχυρες πολιτικές παραδόσεις υπάρχουν. Κράτος δεν υπάρχει. 5. Γνωστικό έλλειμμα για τα τρία επίπεδα ανάλυσης: Άνθρωπος, κράτος, διεθνής πολιτική. 6. Έλλειμμα κατανόησης του κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος. 7. Η παθολογία της συμφοράς μας και δέκα βασικές θέσεις για την διεθνή πολιτική. 8. Υστερόγραφο 26.11.2013

 Παναγιώτης Ήφαιστος

 

 

Οι νεοέλληνες και οι εγχώριοι υβριστές τους

 

Σε στιγμές κρίσεων πληθαίνουν οι απελπισμένες, σπασμωδικές και ανορθολογικές φωνές. Η παρακμή συμβολίζεται από την κυριαρχία των ιδεολογημάτων και των φιλοσοφημάτων στις επιφυλλίδες.

Ιδεολογήματα και φιλοσοφήματα διατυπώνονται ακόμη και εκ μέρους πολιτικών φιλοσόφων που θα μπορούσαν να μιλήσουν πιο στέρεα. Η παρακμή κορυφώνεται όταν ο αλλοπρόσαλλος, επιφανειακός, ρηχός και ως εκ τούτου παρακμιακός λόγος πρυτανεύει.

Τίθεται το καίριο ερώτημα: Γιατί επιφανείς στοχαστές και λαμπρά μυαλά να μην μπορούν, τουλάχιστον, κάποια στιγμή να σκεφτούν την υστεροφημία τους, αλλά επίσης και τον έσχατο σκοπό της επιβίωσης της πατρίδας τους. Γιατί την εξυβρίζουν, γιατί κυριολεκτικά να την πατούν στο λαιμό και γιατί να την λοιδορούν!

Οι Έλληνες πολίτες είναι, δήθεν, ελληνώνυμοι διάβασα πρόσφατα. Η Ελλάδα είναι, δήθεν, ήδη εκτός του στίβου της ιστορίας. Οι  νεοέλληνες, αποφαίνονται οι εισαγγελείς των επιφυλλίδων, είναι, δήθεν, η τελευταία και χείριστη εκδοχή του ελληνισμού. «Ο ελληνισμός τελειώνει», κραυγάζει. Αιτία, τα οικονομικά προβλήματα και οι πολιτικές προεκτάσεις τους, τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, δεν είναι μόνο Ελληνικά αλλά της Ευρώπης όλης.  

Το στοχαστικό μπέρδεμα τέτοιων ασυναρτησιών, έχει και συνέχεια. Αναμιγνύονται άκριτα και γραμμικά διαφορετικές καταστάσεις ενώ αγνοείται κραυγαλέα η μεταβατική συγκυρία της Ευρώπης και η συνεπαγόμενη ρευστότητα των «κρατικών διοικητικών εποικοδομημάτων» των πλείστων κρατικών συστημάτων στην ΕΕ, αλλά και ευρύτερα.

Στις επιφυλλίδες και στο διαδίκτυο, όμως, αποφασίστηκε ότι οι Έλληνες είναι οι χείριστοι των χειρίστων. Περίπου δια βοής όπως στις αρένες της Ρώμης. Ενώ είμαστε ριγμένοι κάτω και τα κερδοσκοπικά θηρία μας κατασπαράζουν, αμετροεπείς εγχώριοι φιλοσοφικοί κράχτες προπετώς μας μαστιγώνουν και συνάμα μας βρίζουν.

Δεν λέμε πως η νεοελληνική πολιτεία είναι δίχως προβλήματα. Λέμε όμως ότι τα προβλήματα είναι πρωτίστως κρατικά και ότι στο επίπεδο της πολιτικής ανθρωπολογίας δεν έχουμε να ζηλέψουμε οτιδήποτε και από οποιονδήποτε. Από καταβολής του νεοελληνικού κράτους υπήρχε ζωντανή και συγκριτικά με άλλους ανθρωπολογικά μεστή κοινωνία.

Το κράτος ήταν το πρόβλημα. Ήταν ασθενές, δεν ανήκε στους Έλληνες, λαοπλάνοι υποσχέθηκαν να τους δώσουν και δεν το έπραξαν και σήμερα το ίδιο δειλό και ανεπαρκές κομματικό φάσμα μαζί με ξένους καβαλίκεψαν την κοινωνία. Που θα πάνε θα φύγουν. Αντοχή και ψυχραιμία χρειαζόμαστε. Αντί αυτού, αμετροεπείς εγχώριοι επιφυλλιδογράφοι μαστιγώνουν τον Έλληνα πολίτη! Γιατί κτυπούν το θύμα και όχι τον θύτη! Γιατί δεν προτιμούν να απολαύσουν την σύνταξή τους αντί να μετατρέπονται σε εγχώριους πνευματικούς πραιτοριανούς!

 

Θύτες και θύματα φιλοσοφικών εκτονώσεων

 

Οι δομές του νεοελληνικού κράτους όπως εξελίχθηκαν και ιδιαίτερα όπως διαμορφώθηκαν τα τελευταία χρόνια, εξαρτώνται από ξένες δυνάμεις (σε κάποιο μεγάλο βαθμό οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών δέχθηκαν την συρρίκνωση της εθνικής ανεξαρτησίας και ως προς κάποια ζητήματα και την εκμηδένισή της).

Συνεπαγόμενα εντάθηκε ένα ήδη υπαρκτό δημοκρατικό έλλειμμα το οποίο, όμως, δεν είναι μόνο των νεοελλήνων αλλά και κάθε συστήματος έμμεσης αντιπροσώπευσης (και όχι μόνο).

Είναι λοιπόν ένα πράγμα να εκτοξεύεται ο αφορισμός ότι ο ελληνισμός τελείωσε επειδή μια τέτοια φρικτή ύβρις ηδονίζει κάποιους επιφυλλιδογράφους και άλλο να γίνεται ψύχραιμη και στοχαστικά γόνιμη ανάλυση του τρόπου με τον οποίο θα μπορούσε η Ελληνική κοινωνία να ανασυγκροτηθεί δημοκρατικά και να κινηθεί ανοδικά.

Ποιο κακό στόμα τολμά να πει σοβαρά και να μην γελοιοποιηθεί ότι η αξίωση των Ελλήνων για εθνική ανεξαρτησία σίγησε; Για καμιά κοινωνία δεν μπορεί να ισχύσει αυτό και ένας πολιτικός επιστήμονας που λέει κάτι τέτοιο είναι ανιστόρητος και ασυγχώρητος.

Μήπως, ερωτάται ρητορικά, θα πρέπει να αρχίσουμε να πετάμε πέτρες για να ικανοποιήσουμε αμπελοφιλόσοφους-μαϊντανούς των επιφυλλίδων; Προϋποθέσεις εμφυλίου πολέμου δεν υπάρχουν και ούτε θα πρέπει να τις δημιουργήσουμε.

Ομαλή μετάβαση θέλουν οι Έλληνες και αυτή θα πρέπει να αναζητήσουν όλοι. Εκτός και εάν κάποιοι δεν το θέλουν. Εκτός και εάν βαθύτερα και υποσυνείδητα θέλουν την καταστροφή της Ελλάδας γιατί πάσχουν από σύνδρομα πατριδοκτονίας και εθνοκτονίας. 

Θλιβεροί λοιπόν οι αφορισμοί και εξαιρετικά απρόσεκτοι όσοι τους ξεφουρνίζουν εργολαβικά. Ιδιαίτερα όταν γράφονται από πολιτικούς στοχαστές οι οποίοι εάν διατηρούσαν την ψυχραιμία τους και εάν διατύπωναν τις θέσεις με λιγότερη εμπάθεια θα μπορούσαν να συμβάλουν στην έξοδο από την κρίση

Το αντίθετο συμβαίνει όμως. Εκμεταλλευόμενοι φιλοξενίες σε επιφυλλίδες και τηλεοπτικά πάνελ κατεστημένων επικοινωνιακών μέσων που ευνοούν το μαστίγωμα των Ελλήνων, για να έχουν θέση συμβατικής περιωπής απ’ όπου θα κραυγάζουν αυτάρεσκα, πουλούν την συνείδησή τους και εμπαθώς προσπαθούν να ταπεινώσουν τους πολίτες. Να τους εξουθενώσουν και να τους εξωθήσουν προς αυτό-εκπλήρωση της προφητείας τους για την ιστορική συντριβή των Ελλήνων. Γιατί το κάνουν αυτό;  

Επιπλέον, λύπη προκαλεί όταν μερικά θύματα της «φιλοσοφικής εκτόνωσης» σπεύδουν χαζοχαρούμενα να ξεφωνίσουν, «τι ωραία που τα λέει». Μιλώντας ολοένα και περισσότερο αφοριστικά, ρηχά και επίπεδα για την Ελληνική κοινωνία, δεν υπάρχει αμφιβολία προς τα πού θα γείρει η πλάστιγγα της επιστημονικής υστεροφημίας μερικών συμβατικά επιφανών στοχαστών.

Περιέργως, πάντως, οι εκτροχιασμοί των επιφυλλίδων διόλου τυχαία εκδηλώνονται και με αναιτιολόγητες φιλοσοφικές μεταλλάξεις, γεγονός που καθιστά κάποιους πολιτικούς στοχαστές σκιά κάποιων καλών στιγμών τους. Για να παραφράσω τον τίτλο του Γιώργου Καραμπελιά, για κάποιο περίεργο λόγο μέσα από τις μεταλλάξεις και τα αναιτιολόγητα πισωγυρίσματα έχουμε μια «προδοσία» των διανοουμένων.  

Βαθιά, σίγουρα, ένας οποιοσδήποτε στοχαστής κάτι λογικά θα πρέπει να νοιώθει. Μια ενοχή ή και μια θλίψη όταν τάχιστα διαψεύδεται και σπεύδει να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα.

Πώς να τα συμμαζέψει ένας μέγας εισαγγελέας της Ελληνικής κοινωνίας, όμως, όταν ο ίδιος βαρύνεται με το βαρύ και ασυγχώρητο αμάρτημα της αδικαιολόγητης αναγόρευσης ως «νοικοκυραίων» πρωθυπουργών της συμφοράς. Πρωθυπουργοί των οποίων οι αποφάσεις ήταν πολιτικοπνευματικά και πολιτικοοικονομικά καταστροφικές. Πώς να τα συμμαζέψει, όταν ο ίδιος απρόκλητα σπεύδει να εκθειάσει ως τους καταλληλότερους πρωθυπουργούς κάποιους γυαλιστερούς τεχνοκράτες μεταβατικών καταστάσεων οι οποίοι επιτάχυναν την διολίσθηση της χώρας στα χέρια των κερδοσκόπων και των διεθνικών τραπεζικών χρηματοοικονομικών θηρίων. Τέτοια πολιτικοστοχαστικά λάθη επιτάσσουν να πάει κανείς στο σπίτι του και να μην ξαναμιλήσει, όχι να συνεχίζει τις εισαγγελικές, αντί-επιστημονικές και ανθελληνικές ασυναρτησίες του.

 

Τα βαθύτερα επιστημονικά και επιστημολογικά αίτια της παρακμής κάποιων συμβατικά επιφανών πολιτικών στοχαστών

 

Αυτών λεχθέντων, καλά κάνουμε να εστιάσουμε την προσοχή όχι τόσο στις επιφυλλίδες και στα μπλοκ αλλά στις πηγές του προβλήματος. Στην ύπαρξη δηλαδή βαθύτερων επιστημολογικών στρεβλώσεων και φιλοσοφικών διαστροφών. Γιατί διαστροφή είναι η συνειδητή ή ανεπίγνωστη ιδεολογική αξίωση «κατασκευής ανθρώπων».

            Για όποιον ενδιαφέρεται, θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε τα βαθύτερα αίτια του «φιλοσοφικού» εκτροχιασμού τα οποία σε μεγάλο βαθμό σχετίζονται με την διάκριση γνωσιολογικής και οντολογικής ή ιδεολογικής και επιστημονικής ανάλυσης των ανθρωπίνων πραγμάτων.

            Με όλο τον προσήκοντα σεβασμό –και επειδή διαδοχικά και ανεξάρτητα των προσωπικών σχέσεων τυγχάνει να έχω και εγώ τιμήσει επιστημονικά πολλούς νεοέλληνες πολιτικούς στοχαστές– θα πρέπει να ασκείται αυστηρή κριτική όταν μυαλά υψηλών βαθμίδων όχι μόνο διολισθαίνουν σε μεταφυσικές ερμηνείες αλλά και όταν επιπλέον διολισθαίνουν μεγαλομανώς σε αφορισμούς εισαγγελικού χαρακτήρα. Ακόμη πιο αυστηρή απαιτείται να είναι η κριτική όταν αποδίδουν συλλογικές ευθύνες σε μια ολόκληρη κοινωνία. Ας το πούμε ξεκάθαρα: Η πρακτική απόδοσης συλλογικών ευθυνών είναι φασισμός.

            Η οντολογικά στερημένη γνωσιολογική προσέγγιση των κοινωνικοπολιτικών γεγονότων προκαλεί τύφλωση σε κάποιους πολιτικούς στοχαστές. Δεν βλέπουν το γεγονός ότι για όλες ανεξαιρέτως τις συγκροτημένες και διαμορφωμένες κοινωνίες –και η νεοελληνική εξ αντικειμένου ανήκει ως προς αυτό στις πιο υψηλές βαθμίδες!!– όταν αναφύονται προβλήματα όπως τα παρόντα το έλλειμμα δεν είναι ανθρωπολογικό αλλά πολιτικοθεσμικό και διπλωματικό.

            Τι αντίφαση εάν κανείς στηρίζεται στην «κοινωνία σχέσεων» ως τρόπο ανθρωπολογικής συγκρότησης και την ίδια στιγμή ισχυρίζεται για μια από τις πλέον συγκροτημένες και συνεκτικές κοινωνικές οντότητες του πλανήτη, την νεοελληνική, ότι είναι, δήθεν, ανθρωπολογικά ελλειμματική και ετοιμοθάνατη.

            Για να είμαστε τελείως σαφείς, όλες ανεξαιρέτως οι κοινωνίες, ανεξαρτήτως συγκυριακών προβλημάτων της καθεμιάς, διαθέτουν πολιτικές παραδόσεις. Οι δε ελληνικές πολιτικές παραδόσεις είναι από τις ισχυρότερες όλων. Μήπως υστερούμε των Γάλλων ή των Γερμανών όταν γνωρίζουμε τον τρόπο μετά-Μεσαιωνικής κοινωνικής και πολιτικής συγκρότησης του εξαθλιωμένου μετά-Μεσαιωνικού ανθρωπολογικού περιβάλλοντος των δουλοπαροίκων!

Όχι μόνο αυτό: Εξαρχής οι νεοέλληνες διάθεταν ανθρωπολογική υπόσταση, εκτός και εάν κανείς ισχυριστεί ότι οι Μακρυγιάννηδες και οι Κολοκοτρωναίοι αποτελούσαν φαντασίωση. Κάποιοι άθλιοι εθνομηδενιστές, βέβαια, αυτό ισχυρίζονται. Είναι ιλαροτραγικό,  όμως, ένας πολιτικός φιλόσοφος φαινομενικά να στρέφεται εναντίον των τελευταίων και ταυτόχρονα με τα αυθαίρετα λεγόμενά του να συνηγορεί με τα ιστοριογραφικά ανέκδοτά τους. Ή μήπως μωροφιλόδοξα θέλει αναγνώστες από όλες τις πλευρές;

Οι Έλληνες είτε το θέλουν είτε δεν το θέλουν (σίγουρα το θέλουν, ακόμη και οι μπερδεμένοι που ισχυρίζονται το αντίθετο) είναι φορείς της ισχυρότερης πολιτικής παράδοσης. Είναι φορείς της Ελληνικότητας. Του άξονα δηλαδή του ιστορικού γίγνεσθαι, της γένεσης και της ανάπτυξης του πολιτικού πολιτισμού. Αυτό έτσι είναι και δεν αλλάζει. Δεν μεγαλοπιανόμαστε ή κορδώνουμε. Μόνο δεν μπορούμε να αλλάξουμε αυτό που είμαστε ως κοινωνική οντότητα.

 

Ανθρωπολογία και πανίσχυρες πολιτικές παραδόσεις υπάρχουν. Κράτος δεν υπάρχει. 

 

Αυτό που πασίδηλα λείπει στους Έλληνες είναι μια δική τους κρατική υπόσταση. Μια κρατική δομή που να υποστασιοποιεί την κοινωνική οντότητα και τις πολιτικές της παραδόσεις. Τα θέσφατά μας: Την δημοκρατία την ροπή προς πολιτική ελευθερία και την εθνική ανεξαρτησία.

Εάν κάποιος θέλει να συνεισφέρει χωρίς να οχλαγωγεί καταχρώμενος τον επιστημονικό του τίτλο, καλά κάνει να μιλήσει για αυτό. Το πώς δηλαδή κατοχυρώνουμε την εθνική μας ανεξαρτησία, το πώς επανιδρύουμε το κράτος δημοκρατικά για να κινείται με ροπή προς πολιτική ελευθερία και το πώς αποκτούμε κρατική ισχύ που θα μας κατοχυρώσει θέση και ρόλο στο ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα.

Ανθρωπολογία και πανίσχυρες πολιτικές παραδόσεις υπάρχουν. Κράτος δεν υπάρχει.  Για να το πούμε διαφορετικά και σε αντίθεση με τους φιλοσόφους των επιφυλλίδων: Πώς μια ισχυρή και συνεκτική κοινωνία –η πιο συνεκτική μαζί με αυτή της Ιαπωνίας– αποκτά Πολιτεία η οποία θα ενσαρκώνει τις πολιτικές της παραδόσεις.

             Εν τέλει είναι υβριστικό να μιλά κανείς τόσο απαξιωτικά για μια οποιαδήποτε κοινωνία. Όλες οι κοινωνίες ακόμη και κάτω από τις χειρότερες δεσποτικές δομές διαιωνίστηκαν, αυτοσυγκροτήθηκαν και κάποια στιγμή αναδύθηκαν ζητώντας να γίνουν εντολείς του πολιτικού τους συστήματος και εθνικά ανεξάρτητες. Κανείς μπορεί να απαριθμήσει δεκάδες παραδείγματα μόνο τις δύο τελευταίες δεκαετίες και πολύ περισσότερα τους τελευταίους αιώνες.  

 

Γνωστικό έλλειμμα για τα τρία επίπεδα ανάλυσης: Άνθρωπος, κράτος, διεθνής πολιτική

 

Η οντολογικά στερημένη γνωσιολογική πολιτική θεωρία είναι η μια διάσταση των επιστημονικών στρεβλώσεων. Η άλλη είναι βαθύτερη και αφορά το κραυγαλέο έλλειμμα γνώσης ακόμη και επιφανών πολιτικών στοχαστών για τον τρόπο που συναρτώνται τα τρία επίπεδα ανάλυσης, δηλαδή ο άνθρωπος, το κράτος και το διεθνές σύστημα.

            Δεν αντιλέγω, το μπέρδεμα είναι μεγάλο και οι απόψεις απέραντα διαφοροποιημένες. Κύριος υπεύθυνος γι’ αυτό: Οι παρωχημένες πλέον διεθνιστικές ιδεολογίες, οι οποίες, τους δύο τελευταίους αιώνες και ενώ τα εθνοκράτη συγκροτούνταν και θεμελιώνονταν, τα (διεθνιστικά) δόγματά τους δρούσαν παράλληλα και τα ροκάνιζαν. Για να ακριβολογούμε, πολλοί πνευματικά ροκανισμένοι είναι ακόμη.

            Η Θουκυδίδεια όμως παράδοση των διεθνών σχέσεων, η μόνη βασικά επιστημονική, έχει από καιρό ξεδιαλύνει και καθαρίσει στοχαστικά το πεδίο. Ένας πολιτικός φιλόσοφος δεν έχει παρά να διαβάσει προσεκτικά είτε τον ίδιο τον Θουκυδίδη ο οποίος πρόσφερε μια Υποδειγματική ανάλυση του μορφικά πανομοιότυπου με το σημερινό κλασικού συστήματος, ή κάποιον σύγχρονο ταγό όπως ο Kenneth Waltz, o Edward H. Carr ή ο John Mearsheimer.

Αναμφίβολα, το διδασκόμενο σε όλα τα καλά πανεπιστήμια εμβληματικό κείμενο του Kenneth Waltz Ο άνθρωπος, το κράτος και ο πόλεμος (μεταφρασμένο στα ελληνικά από τις εκδ. Ποιότητα) δίνει μια σφαιρική εικόνα των τριών επιπέδων και του τρόπου που αυτά συνδέονται. Εάν κανείς δεν κατέχει αυτή την γνώση, παραμιλά. Καλύτερα να μην μιλά για να μη εκτίθεται.

            Εάν κανείς δεν γνωρίζει –και πολλοί πολιτικοί φιλόσοφοι δυστυχώς ως προς αυτό είναι κραυγαλέα αμαθείς, σίγουρα και όλοι οι ιδεολογικά σκεπτόμενοι, δηλαδή ατυχώς πάρα πολλοί τις διακρίσεις και τις συναρτήσεις των τριών επιπέδων ανάλυσης, η στοχαστική καταβαράθρωση και η εκπομπή ασυναρτησιών είναι βεβαία.

Για ένα στοιχειωδώς μορφωμένο πολιτικό επιστήμονα του διεθνούς συστήματος τα ελλείμματα στην κατανόηση της σύγχρονης κρατοκεντρικής διεθνούς πολιτικής  είναι ολοφάνερα. Ολοφάνερα όπως η μύγα μέσα στο γάλα: Με τον ένα ή άλλο τρόπο και σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό –πάντοτε εν τούτοις επί της αρχής εξαιρετικά προβληματικό για ένα πολιτικό στοχαστή– υπάρχει έλλειμμα γνώσης για την κρατοκεντρική φυσιογνωμία του σύγχρονου διεθνούς συστήματος, τις αφετηρίες του, την διαδρομή του, την σταθεροποίηση των μορφικών του χαρακτηριστικών και την τυπολογία των διπλωματικών του στάσεων όσον αφορά ζητήματα αυτοσυντήρησης-επιβίωσης.

Κυρίως, υπάρχει έλλειμμα γνώσης ότι η μοντερνιστική διεθνιστική αντίληψη (φιλελεύθερη, κομμουνιστική, φασιστική και κάθε απόχρωσή τους) είναι ένα γιγαντιαίο ψέμα.

Το γιατί μερικοί ενώ διαβάζουν τόσα άλλα γιατί δεν διαβάζουν ένα καλό κείμενο διεθνών σχέσεων όπως για παράδειγμα το προαναφερθέν έργο του Kenneth Waltz ή τουλάχιστον γιατί δεν διαβάζουν προσεκτικά τον Υποδειγματικό Θουκυδίδη, είναι ένα μεγάλο και για εμένα ανεξιχνίαστο μυστήριο. Τους βλέπεις να κραυγάζουν και πονά η ψυχή σου. Λυπάσαι τους αναγνώστες τους και τους ακροατές τους. Γι’ αυτό μερικές φορές υποστηρίζω ότι πρέπει να καταργηθούν τα πανεπιστήμια στα πεδία αυτά και ο καθείς να μιλά ασυνάρτητα, εάν πολύ το επιθυμεί, από την βεράντα του σπιτιού του. Όχι σπαταλώντας σπάνιους κοινωνικούς πόρους.

 

Έλλειμμα κατανόησης του κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος

 

Τα κολλήματα των διανοουμένων από αμνημονεύτων χρόνων αφορούν μύχιες επιθυμείς και ψυχόρμητα  για τα οποία ούτε μπορώ να αναζητήσω ούτε θα ήθελα. Κρίνω μόνο από τα αποτελέσματα. Επειδή ακριβώς δίκη προθέσεων ποτέ δεν μπορούμε να κάνουμε –πώς να εισέλθουμε στην άβυσσο της ψυχής του ανθρώπου– το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να διατυπώσουμε ερωτήματα και να αναζητήσουμε τα επιστημολογικά αίτια των γνωστικών ελλειμμάτων.

Κύριο πρόβλημα είναι η συχνή συνειδητή ή ανεπίγνωστη ιδεολογική προσέγγιση των πραγμάτων που παράγει φιλοσοφήματα και ιδεολογήματα τα οποία παραγνωρίζουν τα κοινωνικοοντολογικά και πολιτικοανθρωπολογικά γεγονότα και τις αντίστοιχες πολιτικές προϋποθέσεις του κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος.

Εκεί που οι κοινωνίες κάνουν επαναστάσεις ελευθερίας και κερδίζουν τη εθνική τους ανεξαρτησία, κάποιοι παθαίνουν παράκρουση και περιέργως αποκτούν πολλούς οπαδούς: Θα ενώσουν τους Γιαπωνέζους με τους κινέζους, τους Άραβες με τους Σουηδούς, τους Έλληνες με τους Τούρκους, τους Αμερικανούς με τους Ρώσους, τους Ρώσους με τους Άραβες και τον καθένα με όλους τους υπόλοιπους. Παράνοια πλην μαζική και επαναλαμβανόμενη.

Η αλήθεια όμως είναι διαφορετική. Ο πλανήτης δεν μπορεί να εξισωθεί πολιτικά και να εξομοιωθεί ανθρωπολογικά. Όσοι δεν το κατανοούν, και είναι πολύ και μάλιστα συμβατικά επιφανείς– πάσχουν από έλλειμμα γνώσης. Γνώσης των στοιχειωδών προϋποθέσεων του σύγχρονου Βεστφαλιανού διακρατικού συστήματος. Σε μερικές τουλάχιστον περιπτώσεις επιφανών πολιτικών φιλοσόφων (γνωστών στους πολλούς από τις επιφυλλίδες), μάλλον δεν οφείλεται σε ανικανότητα απόκτησης γνώσης. Οφείλεται νομίζω σε μια πολιτικοπνευματική και πολιτικοστοχαστική άρνηση να γίνει αποδεκτό ότι δεν υπάρχουν πλέον αυτοκρατορίες. Είναι νοσταλγοί ενός ανύπαρκτου κόσμου.

Μια δηλαδή άρνηση να κατανοηθεί το ιστορικό γίγνεσθαι όπως πραγματικά εξελίχθηκε. Ότι βασικά μετά το τέλος της Βυζαντινής Οικουμένης και την θεμελίωση του κρατοκεντρικού συστήματος στην Βεστφαλία το 1648, το σύγχρονο διεθνές σύστημα εδραίωσε κρατικές και ανθρωπολογικές δομές οι οποίες όχι μόνο είναι οντολογικά ριζωμένες αλλά επιπλέον ως προσέγγιση διεθνούς οργάνωσης επικυρώθηκε ηθικά και κοσμοθεωρητικά από όλες τις κοινωνίες στις υψηλές αρχές του διεθνούς δικαίου που διατυπώνονται στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ του 1945.

Η υποκειμενική στάθμιση και εκτίμηση των επιδόσεων του καθενός στην βάση δικών μας μύχιων επιθυμιών δεν ωφελεί. Το τι ισχύει για τον καθένα μας καταμαρτυρείται από το τι γράφουμε και το τι λέμε δημόσια. Το τι γράφουμε κρίνεται κατά περίπτωση και τα σφάλματα είναι διαφορετικών βαθμίδων ανάλογα με την επιστημονική επάρκεια του καθενός ή την ύπαρξη ανίατης ιδεολογικής επήρειας.

Παραμένει ως γεγονός ότι αυτοί που πάσχουν από παρακρούσεις παραβλέποντας τις κρατοκεντρικές προϋποθέσεις του σύγχρονου κόσμου δεν είναι μόνο οι διεθνιστές του συρμού ή οι μεταμφιεσμένοι κράχτες των ηγεμονικών αξιώσεων ισχύος. Είναι και παρανοϊκοί νοσταλγοί της … Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτοκρατορία να είναι και ότι νάναι. Διόλου τυχαία κάποιοι θαυμάζουν τον Νταβούτογλου.

Βαθειά πεπεισμένος ότι το κρατοκεντρικό διεθνές σύστημα είναι οπτική απάτη, ένας «οποιοσδήποτε» πολιτικός στοχαστής, για παράδειγμα, «ίσως» σκεφτεί και να πει δημόσια πως ο Θεοκεντρικός Νταβούτογλου θα μπορούσε, δήθεν, να ξαναφέρει έστω και μερικώς τον χαμένο αυτοκρατορικό κόσμο των ονείρων του, των οραμάτων του και των φαντασιώσεών του. Και αρχίζει το «θάψιμο» των ελληνώνυμων νεοελλήνων. Ενταγμένοι εκεί, οι ποταποί ελληνώνυμοι νεοέλληνες, θα επιβιώσουν ανεπαισθήτως, ολίγον.

Όταν έτσι παραγνωριστούν οι προϋποθέσεις του κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος από ένα πολιτικό στοχαστή το επιστημολογικό πλαίσιο πάνω στο οποίο δουλεύει διολισθαίνει μέσα στα άδυτα της πολιτικής θεολογίας. Διολισθαίνει από την πολιτική φιλοσοφία-πολιτική θεωρία στην στερημένη οντολογίας προ-πολιτική διατύπωση γενικών ιδεών ελάχιστα φιλοσοφικών και απελπιστικά μεταφυσικών. Πολιτικά δε, αναπόδραστα καταστροφικών.

Μάλιστα, εάν ήθελα να πάω πιο βαθειά θα έλεγα με νόημα πως συντριπτικά η πολιτική σκέψη των πλείστων νεοτερικών φιλοσόφων εμπίπτει ελάχιστα ή κατ’ εξαίρεση στην σφαίρα της πολιτικής φιλοσοφίας που ερμηνεύει και περιγράφει τις ανθρωπολογικές-οντολογικές προϋποθέσεις του καταμαρτυρούμενου ιστορικού πολιτικού γίγνεσθαι και κατά κανόνα διολισθαίνει στο ιδεατό πεδίο των ανθρωπολογικά και οντολογικά μη συναφών γενικών ιδεών του οποίου δεν υπήρξε ακόμη καταστατική ανθρωπολογική αφετηρία.

Εμείς πάντως, στις δημοσιεύσεις μας, προσπαθήσουμε να συμμαζέψουμε, κατά το δυνατό, αυτό το δύσκολο ζήτημα, με το να θεωρήσουμε την αξίωση πολιτικής κυριαρχίας ως καταστατικής σημασίας και προσδιοριστική των κοσμοθεωρητικών προσανατολισμών μιας κοινωνικής οντότητας. Πιο συγκεκριμένα, στον σύγχρονο κόσμο όταν κατακτηθεί η εθνική ανεξαρτησία μια κοινωνία αποκτά ένα στρατηγικού χαρακτήρα κοσμοθεωρητικό προσανατολισμό. Μήπως οι νεοέλληνες δεν διαθέτουν ένα τέτοιο κοσμοθεωρητικό προσανατολισμό. Ποιος αλήθεια μπορεί να ισχυριστεί κάτι τέτοιο και να μην γελοιοποιηθεί. Είναι εν τέλει σωστό ένας πολιτικός φιλόσοφος να μεταχειρίζεται ένας πολιτικός φιλόσοφος μια κοινωνία ως και να είναι περίπου σκουπίδι, ανύπαρκτη και ανυπόστατη; Ιδιαίτερα μάλιστα όταν ο ίδιος ευθύνεται βαθύτατα καθότι μαζί με άλλους αναδείκνυε ως «νοικοκύρηδες» πρωθυπουργούς της συμφοράς και ως εύτακτους «γυαλιστερούς» αντίστοιχους που άνοιξαν κερκόπορτες στους κερδοσκόπους; 

Πως όμως θα γλιτώσουμε από τους υβριστές της Ελληνικής κοινωνίας, ιδιαίτερα όσων κατέχουν θέση σε επιφυλλίδες δολοφονώντας μαζικά τον χαρακτήρα και τις ανθρωπολογικές προϋποθέσεις της νεοελληνικής κοινωνίας! Θα έλεγα με άγρυπνο βλέμμα και αυστηρή κριτική των εκτροχιασμένων.

Εκτιμώ ότι το κύριο μέτρο στάθμισης και εκτίμησης της στοχαστικής παρουσίας ενός εκάστου και της κριτικής που πρέπει να γίνεται –και κυρίως της επιστημονικής του συνέπειας– είναι η επιστημολογική και μεθοδολογική του συνέπεια και κατά πόσο τον διασώζει ή τον ρίχνει «ανεπαισθήτως έξω» από τον αξιόπιστο πολιτικό στοχασμό. Γνωρίζω ότι για τον σημερινά οικονομικά εξοντωμένο Έλληνα αυτή η θέση ενδέχεται να φαντάζει εξωπραγματική. Εν τούτοις είναι ο μόνος τρόπος να αντικρουστούν οι χείμαρροι από τσαρλατανιές, ύβρεις και από τον εν γένει καταχρηστικό δημόσιο λόγο.

Εν τέλει: Ο πολίτης πρέπει να είναι προικισμένος με κοινή λογική και γι’ αυτό πιο μορφωμένος από τον κάθε επιστημονικά μεταμφιεσμένο τσαρλατάνο. Αυτός γνωρίζει την διαφορά μεταξύ άσπρου και μαύρου ο τσαρλατάνος όχι.

 

Η παθολογία της συμφοράς μας και δέκα βασικές θέσεις για την διεθνή πολιτική

 

Οι πολιτικοί φιλόσοφοι που επιτίθενται μανιωδώς κατά της Ελληνικής κοινωνίας δεν είναι μόνο μύωπες και λανθασμένοι όσον αφορά την ανθρωπολογική μας συγκρότηση. Είναι επίσης και παρωχημένοι και διεθνολογικά θεόστραβοι. Τι να πει κανείς, χαρακτηριστικά, όπως προανέφερα εάν κάποιος μπορεί να σκεφτεί τον Νταβούτογλου ως φορέα κοσμοθεωριών για Οικουμένη στην οποία οι χείριστοι νεοέλληνες θα προσαρμοστούν … ανεπαισθήτως μέσα.

Μετά-αποικιακά –ιδιαίτερα όπως κινούμαστε μεταψυχροπολεμικά βαθειά μέσα στον 21ο αιώνα– και επειδή  όπως οι κοινωνίες ολοένα και περισσότερο καταμαρτυρούμενα αξιώνουν αυτοδιάθεση σύμφωνα με την κοινωνική ετερότητά τους, η πολιτική φιλοσοφία λογικά θα επανέλθει σε οντολογικά συναφή πεδία.

Για να είμαστε πιο ακριβείς, αυτό είναι ζωτικής σημασίας για τον επιζητούμενο τρόπο εξόδου των νεοελλήνων από το τέλμα που τους έριξε η κρίση, έγκλημα για το οποίο δεν ευθύνονται μόνο οι αμίμητοι πολιτικοί αλλά και οι επιστημονικοί γελωτοποιοί τους στις επιφυλλίδες και στα πάνελ.

Χωρίς μια θεωρία του κράτους για την Ελλάδα, τον κόσμο και την εκπλήρωση των εθνικών συμφερόντων διέξοδος και ανοδική πορεία δεν υπάρχει. Έχω την εντύπωση, πάντως, ότι μια τέτοια θεωρία του κράτους δεν θα παραχθεί από το παρακμασμένο συνονθύλευμα των επιστημονικών γελωτοποιών των πολιτικών της συμφοράς των τελευταίων δεκαετιών και από τους μαϊντανούς φιλοσόφους των κυριακάτικων επιφυλλίδων που αδιάντροπα υβρίζουν τους Έλληνες.

 

Συνοψίζω λοιπόν υποστηρίζοντας ότι δεν μας φτάνει η κρίση αλλά αναδείχθηκε και μια συνομοταξία λιγότερο ή περισσότερο επιφανών εγχώριων σχολιαστών οι οποίοι μας καθυβρίζουν και ροκανίζουν καθημερινά.

Με ανυπόστατους και γελοίους ισχυρισμούς για την εθνική μας υπόσταση και με εκτροχιασμούς που φτάνουν μέχρι και την φασιστική μέθοδο απόδοσης συλλογικών ευθυνών.

Θα πρέπει να αντισταθούμε με όλα μας τα μέσα κατά τέτοιων εκτροπών γιατί έτσι μόνο όταν επανακτήσουμε την εθνική ανεξαρτησία θα μπορέσουμε να κινηθούμε ανοδικά. Συνοψίζω λοιπόν κάποιες σημαντικές πτυχές που εκτιμώ ότι μας βλάπτουν αφάνταστα:

α) Υπάρχει μια υπέρμετρη κριτική κατά του οικείου κράτους με προεκτάσεις συλλογικής ευθύνης κατά της κοινωνίας. Έτσι, οι Έλληνες αφορίζονται, μεταξύ άλλων, ως ελληνώνυμοι, ως ήδη τοποθετημένοι εκτός ιστορίας ή ως φορείς μηδενικής ετερότητας και ιδιαιτερότητας. Φρικτό: Την στιγμή που η Ελληνική κοινωνία μαζί με πολλές άλλες κοινωνίες στενάζει κάτω από το ζυγό μιας τεχνόσφαιρας, εγχώριοι φορείς αυτόκλητων φιλοσόφων και «φιλοσόφων» σαδιστικά την μαστιγώνουν.

β) Μια υπέρμετρη παραγνώριση του γεγονότος ότι πολιτικοί, «ηγέτες», κοινωνία και πολίτες διαχρονικά και ανά πάσα στιγμή διαθέτουν ο καθείς ως άτομα ή ως ομάδες την δική τους ανθρωπολογική ετερότητα την οποία θα πρέπει να κρίνουμε σύμφωνα με τις εκάστοτε προϋποθέσεις της και όχι γραμμικά, μονοσήμαντα και συχνά στην βάση μεταφυσικά.

Πως είναι δυνατό ένας κονδυλοφόρος φιλόσοφος να αφορίζει μια ολόκληρη κοινωνική οντότητα λέγοντας ότι επειδή πάσχει οικονομικά εξατμίστηκαν οι μακραίωνες πολιτικές της παραδόσεις για τις οποίες πάλεψε πρόσφατα για να αποκτήσει εθνική ανεξαρτησία και οι οποίες τους δύο τελευταίους αιώνες αποτελούν άξονα των αξιώσεων εθνικής ανεξαρτησίας.

Όσοι έτσι εκτίθενται, εάν δεν είναι πολιτικοστοχαστικοί σαδιστές, συγχέουν την αδυναμία ενός κράτους με την ανυπαρξία κοινωνικού υποβάθρου. Κοινωνικό υπόβαθρο το οποίο εάν δεν βλέπουν είναι πολιτικοστοχαστιά θεόστραβοι. Εξάλλου, ακόμη και όλοι οι δάσκαλοι και όλοι οι πανεπιστημιακοί να διδάσκουν εθνομηδενιστικές ασυναρτησίες ή να βρίζουν την Ελληνική κοινωνία, αυτό το κοινωνικό υπόβαθρο από άποψη πολιτικών παραδόσεων θα είναι πανίσχυρο. Προγραμματικά και εξ ορισμού. Όσοι μείνουμε έτσι θα είμαστε: Φορείς της Ελληνικότητας ότι και να παθαίνουμε. Γιατί όσοι δεν πάσχουν από εσχατολογική μυωπία ή πνευματικά σαδιστικομαζοχιστικά σύνδρομα γνωρίζουν ότι στην Οδύσσεια των κρατών και των ανθρώπων υπάρχουν και κύκλωπες, και Λαιστρυγώνες, και τρικυμίες και τόσα άλλα. Η Ιθάκη είναι πάντα εκεί και ταξιδεύουμε.      

γ) Μια απελπιστικά λανθασμένη ονειροπόλα έξαρση εκθειαστικών σχολίων για αυτοκρατορικά συστήματα, παγκοσμιοποιήσεις, διεθνισμούς και κοσμοπολιτισμούς, τα οποία ούτε ιδανικά θεωρούνται ούτε ιδανικά θα μπορούσαν να είναι. Η ιστορία αυτό καταμαρτυρεί. Εξάλλου, ποιο είναι το μέτρο στάθμισης και ορισμού του ιδανικού; Δεν είναι η ίδια η κοινωνική οντότητα;

δ) Μια παραγνώριση των ενδοκρατικών προϋποθέσεων που θεμελιώνουν την κρατική ισχύ και μια ηχηρή υποτίμηση του ανελέητα καθοριστικού ρόλου της κρατικής ισχύος στο ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα. Έτσι, για παράδειγμα, προκαλούν απόγνωση και απελπισία απόψεις ακόμη και οξυδερκών ανθρώπων όταν την δεκαετία του 1990 μιλούσαν κυριολεκτικά περιπαικτικά για θέσεις που επισήμαναν την ανάγκη αποτρεπτικής στρατηγικής, την ανάγκη για έγνοια όσον αφορά τις ανακατανομές ισχύος και την ανάγκη για μέριμνα για στέρεες συμμαχίες με κριτήριο όχι θρησκείες και αισθητικούς παράγοντες αλλά τα εθνικά συμφέροντα όπως συγκροτούνται και εκδηλώνονται στο κρατοκεντρικό σύστημα. Είναι οι περίπου οι ίδιοι που τώρα προπετώς υβρίζουν την Ελληνική κοινωνία.

Κρατοκεντρικό σύστημα το οποίο όσο και να σιχαίνεται ένας πολιτικός θεολόγος νοσταλγός αυτοκρατορικών σχημάτων είναι εκεί ολόρθο, ανελέητα ανταγωνιστικό και έτοιμο να τιμωρήσει κάθε απρόσεκτο. Θα είναι μαζί μας. Εξ ου και η ανάγκη οι πολιτικοί φιλόσοφοι να μην παραμιλούν αλλά να μελετήσουν και να σκεφτούν σωστά τα τρία επίπεδα ανάλυσης, δηλαδή του Ανθρώπου, του κράτους και του διεθνούς συστήματος, καθώς και του τρόπου που συνδέονται και συναρτώνται.

Καταληκτικά, παραθέτω τις δέκα ανελέητες αρχές για το τι ισχύει στην σύγχρονη διεθνή πολιτική. Να τις διαβάσουν οι συμβατικοί φιλόσοφοι που τώρα μαζοχιστικά απρόκλητα μαστιγώνουν την Ελληνική κοινωνία γιατί πριν μερικά χρόνια τόσο μύωπες ήταν διαβάζοντάς τα σε έξοχα βιβλία συναδέλφων σύγχυσαν την Θουκυδίδεια ισορροπία δυνάμεων (εκ της φύσεώς της αντί-ηγεμονική) με σαχλαμάρες του ασυνάρτητου εθνομηδενιστικού περίγυρου (με το οποίο αντιφατικά άλλοτε αντικρούουν και άλλοτε συμπλέουν). Σημασία έχει πάντως το τι θα ξέρει η Ελληνική κοινωνία μετά την κρίση. Για να μην είναι ευκολόπιστη και για να μην ξαναπέσει στα δίκτυα των τσαρλατάνων και των βαλτών αναλύσεων «soft power».    

 

Δέκα αρχές απόρροια της ανάλυσης του Kenneth Waltz

Από τον πρόλογο του Αθ. Πλατιά στην εισαγωγή του  έργου του K. Waltz Θεωρία διεθνούς πολιτικής (Εκδόσεις Ποιότητα 2010), σ. 10-12.

 

1. Η έλλειψη ρυθμιστικής εξουσίας στο διεθνές σύστημα παίζει καθοριστικό ρόλο στη συμπεριφορά των κρατών και στη σταθερότητα ή στην αστάθεια του διεθνούς συστήματος (άναρχο διεθνές σύστημα).

2. Καθώς απουσιάζει η υπερκρατική εξουσία, η οποία θα μπορούσε να ρυθμίζει τον ανταγωνισμό, οι σχέσεις των κρατών είναι κατά βάση ανταγωνιστικές και πολλές φορές συγκρουσιακές (ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα).

3. Τα κράτη σε ένα τέτοιο ανταγωνιστικό σύστημα πρέπει από μόνα τους να μεριμνήσουν για την ασφάλειά τους (αρχή της αυτοβοήθειας).

4. Τα κράτη στο άναρχο διεθνές σύστημα αναγκάζονται να λάβουν μέτρα, για να αυξήσουν την ασφάλειά τους. Τα μέτρα αυτά όμως μειώνουν την ασφάλεια των άλλων. Αυτό ανατροφοδοτεί την ανασφάλεια και τον ανταγωνισμό. Αυτό είναι το γνωστό «δίλημμα ασφάλειας».

5. Τα κράτη είναι οι βασικοί δρώντες στο διεθνές σύστημα άρα και η βασική μονάδα ανάλυσης των διεθνών σχέσεων (κρατικοκεντρικό διεθνές σύστημα). [οι διεθνικοί δρώντες είναι εγαλειακού χαρακτήρα μέσα στην στρατηγική των κρατών και οι διεθνείς θεσμοί εξ ορισμού και αναπόδραστα (λόγω υψηλών αρχών διεθνούς δικαίου, είναι εξαρτημένες μεταβλητές των κρατών και μάλιστα των ισχυρών]

6. Τα κράτη επειδή είναι «ευαίσθητα στο κόστος» έχουν κάθε λόγο να συμπεριφέρονται ορθολογικά. Τα λάθη τιμωρούνται (αρχή του ορθολογισμού).

7. Κυρίαρχος στόχος του κράτους είναι η κατοχύρωση της ασφάλειάς του, δηλαδή η επιβίωση, η διατήρηση της εδαφικής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας/αυτονομίας (βασικό εθνικό συμφέρον).

8. Τα κράτη επιδιώκουν να αποκτήσουν «ισχύ», η οποία είναι το κύριο «νόμισμα» στη διεθνή πολιτική (επιδίωξη ισχύος).

9. Σε ένα ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα τα κράτη έχουν κίνητρο να εξισορροπήσουν τους αντιπάλους τους (στρατηγική εξισορρόπησης), για να αυξήσουν την ασφάλειά τους.

10. Οι μεμονωμένες προσπάθειες που καταβάλλουν τα κράτη να εξισορροπήσουν τους αντιπάλους τους, συμβάλλουν στη δημιουργία ενός αυτορυθμιζόμενου συστήματος ισορροπίας δυνάμεων που με τη σειρά του δύναται να συμβάλλει στη διατήρηση της ειρήνης (αρχή της ισορροπίας ισχύος).

 

Υστερόγραφο 26.11.2013

 

Μηνύματα που πήρα, πολλά μάλιστα φίλων, διερωτώνται ή και θυμώνουν γιατί λογικά (αυτοί) σύνδεσαν τις αναφορές μου με τον Χρήστο Γιανναρά. Τον ΧΓ τον τίμησα σε βιβλία μου για πτυχές αναλύσεων της πολιτικής θεωρίας που νομίζω ότι επεξεργάστηκε δεόντως, ιδιαίτερα όσον αφορά την συγκρότηση της κοινωνικής ετερότητας υπό το πρίσμα της Αριστοτελικής πολιτικής φιλοσοφίας.

Συχνά βέβαια του άσκησα και κριτική (σε βιβλία) για το απίστευτο έλλειμμα στοιχειωδών γνώσεων του τρόπου που συναρτώνται τα τρία επίπεδα ανάλυσης. Δεν μπορεί για παράδειγμα, όπως έκανε σε μια επιφυλλίδα, να εξισώνει και εξομοιώνει την Θουκυδίδεια παράδοση περί ισορροπίας δυνάμεων με μοντερνιστικά φασιστικά δόγματα. Τέτοια και μερικά άλλα είναι θλιβερά και επιστημονικά απαράδεκτα.

Το ζήτημα που αναλύω στην επίμαχη παρέμβασή μου δεν είναι προσωπικό αλλά βαθύτατα ζήτημα πολιτικής θεωρίας. Ο εξισωτισμός και ο εξομοιωτισμός είναι θανατηφόρα μοντερνιστικά δόγματα τα οποία επηρέασαν την συντριπτική πλειονότητα των πολιτικών στοχαστών της δυτικής πολιτικής σκέψης στην οποία εκτιμώ πως όσο και να επικρίνει επιστημολογικά ο ΧΓ, σε πολλά τουλάχιστον κείμενά του, ανήκει σε αυτή. Χωρίς να επεκταθώ γιατί είναι μεγάλο ιστορικοπολιτικό ζήτημα, κανείς διασώζεται εάν όπως ο Γιώργος Κοντογιώργης για παράδειγμα κάνει, έχει σαφή εικόνα της διαφοράς μεταξύ των Αυτοκρατορικών δομών όπως η Βυζαντινή Οικουμένη και του σύγχρονου διακρατικού συστήματος. Πολλοί λοιπόν νοσταλγοί ιστορικών δομών Οικουμένης δεν έχουν καθαρή θέαση του γεγονότος του πόσο βαθειά είναι η κρατοκεντρική θεμελίωση και ότι η μετάβαση σε φάση κοσμοσυστήματος δεν είναι αυτόματη. Απαιτεί προϋποθέσεις τις οποίες από ότι γνωρίζω μόνο ο Γιώργος Κοντογιώργης επεξεργάζεται με επιστημονική σοβαρότητα (και ο Θόδωρος Ζιάκας συμπληρωματικά, εκτιμώ, από άποψη πολιτικών παραδόσεων). Όταν κανείς δεν σκέφτεται και δεν λειτουργεί στην βάση αυτών των ειδοποιών διαφορών απλά περιπίπτει στην πολιτική θεολογία και σε οντολογικά στερημένες πολιτικές διατυπώσεις. Όπως θα έλεγε κάποιος εξαίρετος πολιτικός φιλόσοφος, αναμιγνύει άναρχα πολιτική σκέψη διαφορετικού γένους.     

Στο βάθος πάντως, είναι η διαφορά μεταξύ γνωσιολογικής προσέγγισης του Πολιτικού και πολιτικής θεωρίας που διαθέτει οντολογική αναφορά. Σήμερα μόνο την δεύτερη μπορούμε να έχουμε γιατί ο κόσμος έχει εδώ και αιώνες συγκροτηθεί ανθρωπολογικά-οντολογικά και ότι είναι να γίνει για τον καθένα γίνεται εντός των οριοθετήσεων του κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος. Εάν κανείς για παράδειγμα στοχαστεί για μια μετά-κρατική δομή, θα πρέπει να σκεφτεί το κράτος ως «ον». Αυτό όμως δεν το κάνουν κάποιοι πολιτικοί στοχαστές ή το κάνουν προβληματικά και ελλειμματικά και όταν μεταλλάσσονται δεν το αιτιολογούν. Κλασική περίπτωση ο Ράμφος, ο οποίος έφτασε στο σημείο να υποστηρίξει ότι το εξόφθαλμα φασιστικό σχέδιο Αναν συμβολίζει την … μετά-εθνική εποχή. Απλά: Έλεος. Όπως έλεος εάν ισχυριστεί κάποιος ότι οι σύγχρονοι Έλληνες είναι Ελληνώνυμοι. Οι σύγχρονοι Έλληνες είναι αυτοί που είναι και ο ποταμός των πολιτικών παραδόσεών τους όπως και κάθε άλλης κοινωνίας ανεξαρτήτως οντολογικής βαθμίδας συνεχίζει να ρέει ζωντανά και δημιουργικά.

Η γνωσιολογική προσέγγιση μπορεί κανείς να την σκεφτεί στις ιστορικές φάσεις όταν ακόμη δεν είχαμε κοινωνική-πολιτική συγκρότηση, κυρίως την προ-πολιτική ή πρώιμη πολιτική και την πρώιμη μετά-Μεσαιωνική όταν στην Ευρώπη ακόμη πλειοψηφούσαν οι εξαθλιωμένοι δουλοπάροικοι. Ο ρόλος της πολιτικής θεωρίας δεν είναι να σκέφτεται κατασκευαστικά δόγματα ή να αφορίζει ως ανυπόστατες κοινωνικές οντότητες που εξ αντικειμένου διαθέτουν βαθιά οντολογική θεμελίωση. Συγχέει εάν το κάνει το κρατικό εποικοδόμημα με το ανθρωπολογικό υπόβαθρο.

Για την σχέση αυτών των δύο μπορεί να μιλήσει σε συνάρτηση με την ανθρωπολογική ετερότητα κάθε κοινωνικής οντότητας. Όχι να μηδενίζει τα πάντα και να μην βλέπει μια καθόλα υπαρκτή κοινωνική οντότητα. Τόσο πλούσια και συνεκτική, μάλιστα, όπως η Ελληνική. Τώρα, ΧΓ. Ευγενικά ούτε καν τον ανέφερα. Εξάλλου η ανάλυσή μου δεν αφορά αυτόν ή μόνο αυτόν. Αφορά όποιον αγνοεί ή υποβαθμίζει το γεγονός ότι κάθε κοινωνική οντότητα διαθέτει ανθρωπολογική υπόσταση και ότι το ερώτημα της πολιτικής φιλοσοφίας είναι η πολιτειακή προσαρμογή σε αυτή την υπόσταση. Σίγουρα κανείς που είναι βαθειά επηρεασμένος –συνειδητά ή ανεπίγνωστα είναι αδιάφορο, γιατί μετράει η επιστημολογία του και μόνο αυτή– από την εξισωτικά και εξομοιωτικά ιδεολογικά δόγματα είτε παρασύρεται στο τέλμα των ασυνάρτητων ιδεών χωρίς οντολογική αναφορά αναπόδραστα περιπίπτει σε αβάστακτες αντιφάσεις στο πλαίσιο των οποίων κάποιες κατά τα άλλα ίσως σημαντικές επιδόσεις του (κακώς και άχαρα, με δικό του όμως φταίξιμο) μηδενίζονται.

            Τώρα, περί ύβρεων και χαρακτηρισμών. Δεν μπορεί κανείς να λέει τα πιο σκληρά και εντελώς αναιτιολόγητα επίθετα που ακυρώνουν λεκτικά μια κοινωνική οντότητα και που αποδίδουν συλλογική ευθύνη. Συλλογική ευθύνη σημαίνει φασισμός και τέτοιος φασισμός απολήγει σε γενοκτονία. Η «συμμόρφωση» ποτέ δεν ήταν εύκολο πράγμα και όταν υποκινείτο από εξισωτικές και εξομοιωτικές δογματικές απόψεις κατέληγε σε εκατόμβες!! Πάντοτε!!

            Κάποιοι, λοιπόν, ας μην βρίζουν ως ανυπόστατους τους οικονομικά πεσμένους κάτω Έλληνες. Επαναλαμβάνω: Δεν μπορεί να εξυβρίζεται μια οποιαδήποτε! κοινωνική οντότητα, ως ανυπόστατη, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για την ελληνική. Και γαϊδούρια να ήμασταν η ελληνικότητα μας δίνει υπόσταση. Πέσαμε από την ιστορία έξω επειδή έχουμε οικονομική κρίση; Είμαστε ή δεν είμαστε μαζί με την Ιαπωνία η πιο συνεκτική κοινωνία; Κάναμε ή δεν κάναμε αναρίθμητους αγώνες και είχαμε ή δεν είχαμε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς σε αγώνες ελευθερίας τους δύο τελευταίους αιώνες; Από τον Μακρυγιάννη μέχρι τον Ελύτη και τόσοι άλλοι, παράγαμε ή παράγαμε πολιτικό πολιτισμό που φθάνει μέχρι τον ουρανό;

Το ξέρω, κάποιοι φιλόσοφοι είναι επιδέξιοι και σε τελευταία ανάλυση έχουν και σημαντικές δημοσιεύσεις, ενώ εξ ορισμού οι γραμματικές και φιλολογικές τους δεξιότητες είναι πολύ καλύτερες σε σύγκριση με όλους τους άλλους. Σιγά σιγά όμως όλοι θα καταλάβουν ότι τέτοιες ιδιότητες και δεξιότητες δεν επιτρέπουν να εξυβρίζεται ως ανυπόστατη μια οποιαδήποτε!, επαναλαμβάνω ξανά, κοινωνική οντότητα. Η διολίσθηση στον οντολογικά στερημένο πολιτικό στοχασμό, πάντως, έχει μια μόνο απόληξη: Το τέλμα εάν όχι την άβυσσο.

Εν τέλει, από άποψη πολιτικής θεωρίας είναι απαράδεκτο και μηδενίζει όχι το θύμα των αφορισμών αλλά όποιον αφορίζει. Συχνά όταν αυτό αφορά λαμπρά μυαλά πάνω από όλα αδικούν τον εαυτό τους.

Ετοιμάζεται και έπεται δημοσίευση, πάντως, δοκιμίου το οποίο καταπιάνεται με την διαφορά μεταξύ ασυνάρτητων “φιλοσοφικών” ιδεών και πολιτικής θεωρίας οντολογικά συναρτημένης.

Με τον Γιανναρά δεν έχω κάτι προσωπικό, αντίθετα τον τίμησα όταν έπρεπε, δέστε τε τα βιβλία μου. Αυτό, εξυπακούεται, δεν με δεσμεύει όταν με επιστημονικά μεταμφιεσμένο τρόπο και αναιτιολόγητα μηδενίζεται μια ολόκληρη κοινωνική οντότητα την οποία βιαστικά πετάμε από την ιστορία έξω.

 

 

http://www.ifestosedu.gr/