Άνοδος & απαρχές κρίσης του νεοθωμανισμού

του Γιώργου Καραμπελιά

Ομιλία από εκδήλωση της 12ης Οκτωβρίου 2011 σε ημερίδα του Πανεπιστημίου της Κύπρου

Εδώ και δεκαπέντε χρόνια, ορισμένοι χρησιμοποιούσαμε τον όρο «νεοθωμανισμός» για να προσδιορίσουμε τη νέα στρατηγική της Τουρκίας. Κι αν στην αρχή εθεωρείτο υπερβολικός όρος, σήμερα έχει καθιερωθεί σε όλους τους χώρους. Έχουμε μια γενίκευση της χρήσης του, διότι είναι πλέον προφανές ότι μπροστά μας έχει αναδυθεί μια νέα πραγματικότητα. Ένας Κύπριος Έλληνας, ο Στέφανος Κωνσταντινίδης, καθηγητής στον Καναδά, ήταν από τους πρώτους που χρησιμοποίησε τον όρο. Και δεν είναι καθόλου  τυχαία η χρήση του και από τον Κωνσταντινίδη, διότι Ελλαδίτες και Κύπριοι βρέθηκαν πρώτοι αντιμέτωποι με τον νεοθωμανισμό.

Ο νεοθωμανισμός είναι η επέκταση της Τουρκίας έξω από τα σύνορά της και ταυτόχρονα έξω από το παλαιό σχήμα του κεμαλισμού. Το σχήμα του κεμαλισμού συνίστατο στην πραγματοποίηση μιας πολιτικής ενσωμάτωσης των άλλων μουσουλμανικών πληθυσμών στο εσωτερικό της Τουρκίας, μετά την εκδίωξη των χριστιανικών πληθυσμών, των Αρμενίων και των Ελλήνων. Αυτή η στρατηγική απέτυχε μεν ως προς τους Κούρδους, αλλά αυτή ήταν η στρατηγική του Κεμάλ. Παρεμπιπτόντως, αξίζει να σημειώσουμε ότι οι Αρμένιοι επέβαλαν τον όρο «αρμενική γενοκτονία» – είδατε  πρόσφατα και τις δηλώσεις του Σαρκοζί. Οι μόνοι που δεν υποστηρίζουν ότι έχουν υποστεί γενοκτονία είναι οι Έλληνες, αν και συνεχίζουν να την υφίστανται, και ιδίως οι Κύπριοι.
Οι Τούρκοι, με την εισβολή του 1974 εγκαινιάζουν την αλλαγή της πολιτικής που ακολουθούσαν έως τότε. Μέχρι τότε επεδίωκαν να δημιουργήσουν ένα κράτος με μια καινούργια αστική τάξη. Για να το επιτύχουν εφάρμοσαν μια σταδιακή και συστηματική πολιτική· γι’ αυτό έδιωξαν τους Έλληνες από την Κωνσταντινούπολη το 1960, και από το κράτος, όταν πλέον είχε σχηματιστεί μια γηγενής αστική τάξη.
΄Ετσι λοιπόν οικοδόμησαν θεσμούς που δεν διέθεταν στο παρελθόν, έφτιαξαν μια οικονομική υποδομή και σταδιακώς περνούν σε μια δεύτερη φάση, που είχε ως προϋπόθεση τη σύμπτωση των κεμαλικών και ισλαμιστών.
Ένα χαρακτηριστικό της εισβολής στην Κύπρο ήταν ότι πραγματοποιήθηκε  από τον Ετζεβίτ και το ισλαμικό κόμμα του Ερμπακάν, που βρίσκεται στις απαρχές του νέου ισλαμισμού, και το οποίο προωθούσε την κατάληψη όλης της νήσου. Τότε εγκαινιάζεται η ισλαμοκεμαλική σύνθεση. Δηλαδή, επιδιώκεται η χρησιμοποίηση του Ισλάμ έτσι ώστε να απευθυνθεί η Τουρκία αρχικώς στο εσωτερικό των ισλαμικών πληθυσμών, για να μπορέσει να ενσωματώσει και τους Κούρδους, και ταυτόχρονα η διατήρηση της κεμαλικής στρατηγικής: Ισχυρό κράτος, ισχυρός στρατός.
Γι’ αυτό, όταν ακούτε ότι στην Τουρκία υπάρχει μεγάλη αντίθεση μεταξύ ισλαμιστών και κεμαλιστών, στην πραγματικότητα υπάρχει αντίθεση μεταξύ κομμάτων, όμως η Τουρκία σήμερα είναι υποχρεωμένη να χρησιμοποιεί το Ισλάμ ως ενοποιητικό στοιχείο, όχι μόνο για το εσωτερικό της Τουρκίας, αλλά και για τη συνολική της στρατηγική στο σύνολο του ισλαμικού κόσμου. Είμαστε δηλαδή, σε μία στιγμή όπου το τουρκικό καθεστώς έχει ανάγκη να ξαναπεράσει σε μια νεοθωμανική στρατηγική.
Γιατί αναπτύχθηκε η στρατηγική του νεοθωμανισμού
Θα γνωρίζετε ότι, μέχρι το 1923, ο σουλτάνος ήταν χαλίφης των πιστών, δηλαδή ανώτερος θρησκευτικός αρχηγός των μουσουλμάνων όλου του κόσμου. Ο Κεμάλ τότε κατήργησε το χαλιφάτο, αλλά σήμερα επανεμφανίζεται η Τουρκία, με νέους όρους, ως διεκδικητής της ηγεσίας του ισλαμικού κόσμου. Γι’ αυτό ο όρος είναι επιστημονικά ακριβής και έχει γίνει πλέον αποδεκτός. Δηλαδή, είναι μια προσπάθεια, στις νέες συνθήκες –όπως μιλούσαμε κάποτε για νεοαποικιοκρατία σήμερα μιλάμε για νεοθωμανισμό–, να προωθηθεί  μια ανάλογη επεκτατική πολιτική της Τουρκίας στις περιοχές που δρούσε στο παρελθόν.
Και η Τουρκία συνάντησε τρεις ευνοϊκές προϋποθέσεις για να επιχειρήσει αυτή την επέκταση. Πρώτη, ήταν η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία προσέφερε τεράστιες δυνατότητες σε όλη την περίμετρο, ιδιαίτερα την Κεντρική Ασία, αλλά και της επέτρεψε να παρέμβει και στον αραβικό κόσμο, που παραδοσιακά στηριζόταν στη Σοβιετική Ένωση, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Συρία, το Ιράκ κ.λπ.
Το Ιράκ καταστρέφεται, ακριβώς διότι δεν υπάρχει η Σοβιετική Ένωση, άρα ένα δεύτερο κενό δημιουργείται και στον αραβικό κόσμο, που επιτείνεται με την καταστροφή του Ιράκ και την υποταγή της Συρίας, η οποία ήταν κάποτε δύναμη ανταγωνιστική προς την Τουρκία. Σήμερα, με την κατάρρευση και άλλων καθεστώτων στον αραβικό κόσμο, διευρύνεται αυτό το κενό, και η Τουρκία προσπαθεί να το εκμεταλλευτεί.
Το τρίτο είναι στα Βαλκάνια, με τον διαμελισμό και την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, και την κρίση των Βαλκανίων που αρχίζει μετά το ’90 – η Γιουγκοσλαβία ήταν ένα κράτος, σήμερα είναι έξι. Ο κατακερματισμός του βαλκανικού χώρου –μικρά πριγκιπάτα στην ουσία και όχι ισχυρά κράτη, τα οποία να μπορούν να ανταγωνιστούν την Τουρκία– είναι ο τρίτος όρος που επέτρεψε την ανάπτυξη της στρατηγικής του νεοθωμανισμού. Υπήρξαν δηλαδή, ορισμένοι ευνοϊκοί γεωπολιτικοί λόγοι από το 1990 και μετά, που επέτρεψαν στην Τουρκία να αναδειχτεί σε περιφερειακό γεωπολιτικό χώρο.
Η Τουρκία κατόρθωσε να γίνει μια σημαντική δύναμη, μια χώρα με αξιοσημείωτη οικονομική ανάπτυξη, τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερα. Σε αντίθεση με την Δύση. Λέμε ότι έχουμε μια παγκόσμια κρίση. Δεν έχουμε όμως κυριολεκτικά παγκόσμια κρίση, αλλά κρίση του δυτικού κόσμου. Ο κόσμος εκτός Δύσεως αναπτύσσεται ταχύτερα από πριν. Η Τουρκία κατόρθωσε τα τελευταία χρόνια να συνδεθεί με αυτό το αναπτυσσόμενο κομμάτι του κόσμου. Άρα έχουμε μια ιδιαίτερη κατάσταση. Έχουμε κρίση της Δύσης και του δυτικού μοντέλου.
Η Τουρκία κατορθώνει να εκμεταλλευτεί και την οικονομική συγκυρία και να επεκταθεί, ιδιαίτερα στον αραβικό κόσμο. Οι εξαγωγές της Τουρκίας προς τον αραβικό κόσμο σήμερα φθάνουν τα τριάντα πέντε δισεκατομμύρια δολάρια. Έχει επεκταθεί πάρα πολύ σε όλες τις κατασκευαστικές εργασίες, στα εμιράτα, σε όλο τον αραβικό κόσμο γενικότερα, και διεισδύει πλέον με μεγάλη ταχύτητα και στην Αφρική, στις χώρες που υπάρχουν ισλαμικοί πληθυσμοί, και μάλιστα έρχεται σε αντιπαράθεση με την Κίνα. Στην Ελλάδα έρχονται παράνομα πάρα πολλοί Αφρικανοί μέσω Έβρου, οι οποίοι έχουν πάρει βίζες από τις τουρκικές πρεσβείες. Υπάρχει λοιπόν μια νέα στρατηγική επέκτασης της Τουρκίας, η οποία στηρίχτηκε σε αυτά τα δεδομένα.
Τα σύννεφα πυκνώνουν
Όμως αυτή η στρατηγική δεν είναι απρόσκοπτη. Ποια είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει: Πρώτο είναι το κουρδικό. Αποτελεί ένα μόνιμο διαρκές αγκάθι στο εσωτερικό της Τουρκίας. Σήμερα αναζωπυρώνεται η κουρδική αντίσταση. Φέτος είχαμε μεγάλες συγκρούσεις, πάνω από διακόσιοι Τούρκοι στρατιώτες έχουν ως τώρα φονευθεί.
Δεύτερο, η Τουρκία έπαιξε μια πολιτική προς όλα τα αζιμούθια. Δηλαδή, επεκτεινόταν προς το Ισλάμ και ταυτόχρονα ήθελε να εκπροσωπεί και τη Δύση ως περιφερειακή μεγάλη δύναμη στην περιοχή. Γι’ αυτό κρατούσε ανοικτό το δρόμο και προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, στηριγμένη στο ακόλουθο σκεπτικό: Εμείς αντιπροσωπεύουμε μια εκδοχή του Ισλάμ φιλική προς τη Δύση και επομένως οι Αμερικανοί θα υποχρεωθούν να προτιμήσουν εμάς, απ’ το να έχουν να αντιμετωπίσουν τον Μπιν Λάντεν, ή το Ιράν. Άρα θα επενδύσουμε και στα δύο ταμπλό και θα έχουμε κέρδη και από τις δύο πλευρές. Αυτή η πολιτική μπορούσε να συνεχίζεται όσο δεν ερχόταν σε κάποια θεμελιώδη σύγκρουση η μια κατεύθυνση με την άλλη. Και σήμερα φαίνεται ότι αρχίζει να υπάρχει πρόβλημα. Πρώτον, διότι ανέκυψε η αντίθεση με το Ισραήλ –η οποία συνεπάγεται αντιπαράθεση με το εβραϊκό λόμπι στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Γαλλία, στην Αγγλία. Πρόκειται για αντιπαράθεση με μια δύναμη κομβική για την κατάκτηση συναίνεσης στο εσωτερικό της Δύσης, διότι το εβραϊκό λόμπι κυριαρχεί στα μέσα ενημέρωσης. Άρα έχουμε ένα δεύτερο μεγάλο πρόβλημα, μετά το κουρδικό,
Διάβαζα στο Μιντλ Ιστ Κουόρτερλι, το οποίο βρίσκεται στην καρδιά του εβραϊκού και συντηρητικού λόμπι στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια  εκτενή ανάλυση για τον Φετουλάχ Γκιουλέν, ο οποίος είναι ο μέντορας του Ερντογάν και του Νταβούτογλου, όπου τον παρουσιάζει περίπου ως τον… νέο Μπιν Λάντεν. Το άρθρο αυτό είναι γραμμένο από μια εβραϊκής καταγωγής Αμερικανίδα ακαδημαϊκό, τη Ραχήλ Σάρον-Κρέσπιν, η οποία επικεντρώνεται στον «κίνδυνο» που αντιπροσωπεύει ο Γκιουλέν και το τουρκικό Ισλάμ.
Υπάρχει ένα ζήτημα το οποίο είναι καθοριστικής σημασίας στον πόλεμο των πολιτισμών. Όπως ξέρετε ο Χάντιγκτον είχε πει ότι βαδίζουμε σε μια εποχή όπου αναπτύσσεται ένας πόλεμος πολιτισμών, που θα φέρει σε σύγκρουση τη Δύση με το Ισλάμ. Αυτή η σύγκρουση έχει μια εσωτερική δυναμική. Δηλαδή, όσο πιο πολύ η Τουρκία ταυτίζεται με την ισλαμική στρατηγική, θέλοντας να είναι ο εκπρόσωπος του ισλαμικού κόσμου, δεν μπορεί πια εύκολα να κινείται και προς τις δύο κατευθύνσεις και είναι υποχρεωμένη να κάνει επιλογές. Η Τουρκία βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε ένα μεγάλο δίλημμα και σε βαθιά  διαίρεση. Κι αν δεν βρισκόταν σε μεγάλο δίλημμα και σε βαθιά διαίρεση, θα είχε κάνει και πολλές  άλλες κινήσεις, σε σχέση και με την υφαλοκρηπίδα και με το φυσικό αέριο. Οι Τούρκοι κινούνται μόνο όταν ξέρουν ότι έχουν διασφαλίσει τις διεθνείς προϋποθέσεις για να προχωρήσουν σε κάποια ενέργεια. Αυτή τη στιγμή η Τουρκία, για πρώτη φορά, δεν τις έχει.
Και, δυστυχώς, η Ελλάδα και η Κύπρος βρίσκονται στη χειρότερη εσωτερική κατάσταση. Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι κυριολεκτικώς καταστροφική. Ούτε μια ψαρόβαρκα δεν έστειλε ποτέ στην Κύπρο και έχει αναλάβει το Ισραήλ ως «εγγυήτρια δύναμη» της Νήσου, γεγονός που, εκτός των άλλων, είναι επικίνδυνο, διότι μας φέρνει σε αντίθεση με όλους τους αραβικούς λαούς! Έχουμε μια τεράστια εσωτερική κρίση στην Ελλάδα και την Κύπρο και την ίδια στιγμή οι γεωπολιτικές συνθήκες είναι, μετά από πολλά χρόνια, καλύτερες από οποιαδήποτε άλλη στιγμή. Και ένας ελληνισμός ισχυρός θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την αντίθεση της Τουρκίας με το Ισραήλ, χωρίς να χρειάζεται να μεταβληθεί σε σφουγγοκωλάριο του Ισραήλ.
Παράλληλα, ο νεοθωμανισμός αρχίζει να συναντά εμπόδια και από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Επειδή η Τουρκία έχει κάνει ένα πολύ μεγάλο οικονομικό άνοιγμα –οι εμπορικές ανταλλαγές με τη Ρωσία ξεπερνούν τα είκοσι πέντε δισεκατομμύρια δολάρια και εκατομμύρια Ρώσοι τουρίστες κατεβαίνουν στα παράλια της Μικρά Ασίας–, πίστευαν λίγο πολύ, ότι μέσα από αυτή την πολιτική έχει εξουδετερώσει τη Ρωσία. Όμως οι οικονομικές σχέσεις και η άνθιση των οικονομικών σχέσεων, δεν υποκαθιστούν την πολιτική. Η Ρωσία και η κίνηση που κάνει, με την αποστολή του στόλου της στη Μεσόγειο, καθώς και η ανάληψη δεσμεύσεων έναντι της Κύπρου, δείχνουν ότι είναι ενοχλημένη πια με την ενίσχυση της Τουρκίας και στον αραβικό κόσμο. Μια επί πλέον αντίθεση ανέκυψε με το ζήτημα της Συρίας, όπου η Ρωσία στηρίζει τον Άσαντ, ενώ η Τουρκία τον εγκατέλειψε.
Η Τουρκία σήμερα αντιμετωπίζει μία κρίση στρατηγικής. Αυτή η κρίση θα εκδηλωθεί και στο εσωτερικό της. Θα υπάρξουν αντιθέσεις, διότι κάποιες δυνάμεις υποστηρίζουν ότι δεν γίνεται να σπάσουν τη στρατηγική συμμαχίας με το Ισραήλ και τη Δύση. Παράλληλα, υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού που δεν ταυτίζεται με το Ισλάμ, π.χ. οι Αλεβίτες, ένα μεγάλο μέρος τους είναι ταυτόχρονα και Κούρδοι, οι οποίοι αριθμούν είκοσι με είκοσι πέντε εκατομμύρια. Είναι περισσότεροι από τους Κούρδους, και φοβούνται την επέκταση του ισλαμισμού – στις εκλογές, ο Ερντογάν στα παράλια δεν πήρε καν πλειοψηφία, εξαιτίας της παρουσίας πληθυσμών οι οποίοι φοβούνται μια ισλαμική κυριαρχία.
Επομένως, διεθνείς αντιθέσεις, προβλήματα της Τουρκίας για πρώτη φορά, σε τέτοια έκταση, με τους Αμερικανούς και το Ισραήλ. Ίσως ο Ομπάμα δεν είναι τόσο φιλοϊσραηλινός, αλλά είναι η Κλίντον – ο Ομπάμα είναι της άποψης να υποστηρίξουμε μεν το Ισραήλ, αλλά να μην τινάξουμε όλες τις σχέσεις μας με τον ισλαμικό κόσμο στον αέρα. Υπάρχει όμως η άλλη πλευρά, που είναι ακόμα κυρίαρχη, που εκφράζεται από την ΥπΕξ και τους ρεπουμπλικάνους, οι οποίοι είναι ταυτισμένοι με το Ισραήλ, και δημιουργεί πρόβλημα με την Τουρκία.
Αντιλαμβανόμαστε τη σημασία αυτών των εξελίξεων στις συνομιλίες για το Κυπριακό: Ότι, δηλαδή, οι Αμερικανοί δεν δείχνουν πλέον καμιά ιδιαίτερη βιασύνη για «λύση».  Πρέπει επομένως να διερευνήσουμε τις νέες γεωπολιτικές πραγματικότητες που τείνουν να διαμορφωθούν στην περιοχή.

 

http://ardin-rixi.gr/archives/8681