Του Βλάση Αγτζίδη
Συνήθως όταν κάποιοι απευθύνονται δημοσίως με «Ανοιχτές Επιστολές» υπονοούν ότι είτε δεν μπορούν να θέσουν εκεί που πρέπει τα ερωτήματα και τα ζητήματα που τους απασχολούν, είτε ότι θέλουν να καταγγείλουν τον αποδέκτη.
Επειδή στη δική μας περίπτωση πιστεύω δεν συντρέχει κανείς από τους παραπάνω λόγους, ούτε φαντάζομαι ότι η κ. Μαστροσταμάτη διακατέχεται από τη λογική της απόδοσης «συλλογικής ευθύνης», θεωρώ ότι η «Ανοιχτή Επιστολή» της έχει τη θέση απόπειρας για δημόσια συζήτηση και κατάθεση ερωτημάτων. Κάτι βεβαίως που θα μπορούσε να γίνει πολύ εύκολα στα σχόλια του κειμένου μου υπό τον τίτλο «Aς μιλήσουμε ανοιχτά για τη Γενοκτονία», που είχε πρωτοδημοσιευτεί στην εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς» και αναδημοσιευτεί από τον «Μικρασιάτη» ( http://mikrasiatis.gr/as-milisoume-anoikta-gia-ti-genoktonia/ ).
Ρωτά η κ. Μαστροσταμάτη: «Τί έχετε να μου πείτε για την αναδρομική ισχύ αυτής της Συνθήκης του ΟΗΕ; Γιατί εγώ έχω μείνει στο »nullum crimen, nulla poena sine praevia lege’” (κανένα έγκλημα, καμιά ποινή χωρίς προηγούμενο νόμο) που αποτελεί δεσμευτικό κανόνα του Διεθνούς Ποινικού Δικαίου μέχρι και σήμερα.»
Λίγα πράγματα έχω να σας πω γι αυτό, μιας και η ερώτηση θα έπρεπε να απευθυνθεί σε εγκληματολόγους ή εξειδικευμένους διεθνολόγους!
Θεωρώ ότι η αναγνώριση έχει ένα χαρακτήρα ηθικό και μόνο. Όπως ακριβώς συνέβη και με τις υπόλοιπες γενοκτονίες (Ολοκαύτωμα Εβραίων, γενοκτονία Αρμενίων) που πραγματοποιήθηκαν πριν την εισαγωγή στο διεθνές δίκαιο του ορισμού του συγκεκριμένου εγκλήματος.
Η αναγνώριση της γενοκτονίας δεν συνδέεται με την υποχρέωση του θύτη, ή όποιου άλλου έχει αναλάβει με σύμβαση τις υποχρεώσεις αυτές, να αποζημιώσει τα θύματα. Αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση των εκκρεμοτήτων που έχουν οι Αρμένιοι με το τουρκικό κράτος. Όσον αφορά την περίπτωση των Ελλήνων της Ανατολής, ο «αντίδικος» δεν είναι το τουρκικό κράτος αλλά το ελληνικό κράτος, το οποίο με τη Συμφωνία της Άγκυρας του 1930 παραχώρησε τις περιουσίες των προσφύγων στο τουρκικό κράτος και έναντι αυτής της παραχώρησης ανέλαβε όλες τις υποχρεώσεις αποζημίωσης των προσφύγων του ’22 για τις απωλεσθείσες περιουσίες με την λεγόμενη Ανταλλάξιμη Περιουσία, δηλαδή την ακίνητη περιουσία που εγκατέλειψαν οι μουσουλμάνοι «ανταλλάξιμοι» που έφυγαν για την Τουρκία. Ας ελπίσουμε ότι θα ευοδωθεί η προσπάθεια που ξεκίνησε πρόσφατα η ΟΠΣΕ για διεκδίκηση από το ελληνικό δημόσιο των υπολοίπων αυτής της περιουσίας. Να σημειωθεί ότι οι όποιες αποζημιώσεις έλαβαν οι Εβραίοι για το Ολοκαύτωμα, ήταν αποτέλεσμα άλλης νομικής διαδικασίας.
Όσον αφορά τα ζητήματα που θέτετε για την χρήση και την κατάχρηση της ιστορικής εμπειρίας από εθνικοτοπικές ομάδες (Πόντιοι για τη γενοκτονία, Πισίδες για το σταθμό του ηλεκτρικού στη Νέα Ιωνία), καλό είναι αφενός να τους ζητήσετε δημοσίως (όπως έκαναν με παρρησία οι κ.κ. Χλαμίδης και Γεωργουσόπουλος, οι της ομάδας «Πόντος και Αριστερά», ο Άρης Τσιλφίδης από το PontosWorld) να σταματήσουν την κατάχρηση και να αποκτήσουν μια παμπροσφυγική αντίληψη και αφετέρου να απαιτήσετε από τις οργανώσεις του υπόλοιπου προσφυγικού ελληνισμού να αντιδρούν περισσότερο έντονα στην καπηλεία.
Από τη δική μου πλευρά και ως ιστορικός, κατέγραψα το γεγονός και τις διάφορες παραμέτρους που το καθορίζουν. Τις απόψεις μου τις έχω παρουσιάσει κατά καιρούς δημοσίως. (http://kars1918.wordpress.com/2009/10/13/italoi/)
Παραθέτω στη συνέχεια ένα απόσπασμα από την τελική εισήγηση που κατατέθηκε στα υπό έκδοση Πρακτικά του Συνεδρίου «Θεσσαλονίκη, πρωτεύουσα των προσφύγων», που διοργάνωσε τον περασμένο Νοέμβριο το Ιστορικό Αρχείο του Προσφυγικού Ελληνισμού (ΙΑΠΕ-δήμος Καλαμαριάς). Το απόσπασμα αυτό ίσως έχει κάποια στοιχεία που σας ενδιαφέρουν για το:
–πώς και γιατί ξεκίνησε η διεκδίκηση της αναγνώρισης της Γενοκτονίας απ΄ τον ποντιακό χώρο,
–πώς στη συνέχεια ενεργοποιήθηκε και ο υπόλοιπος προσφυγικός χώρος και
–γιατί επικράτησε ο τοπικισμός στις ποντιακές οργανώσεις..
Η εισήγησή μου στο συνέδριο της Καλαμαριάς, απ’ όπου προέρχεται το παρακάτω απόσπασμα, είχε τίτλο: «Ιδεολογικές και πολιτικές συγκρούσεις στη «Θεσσαλονίκη των προσφύγων» την περίοδο της Μεταπολίτευσης»…
Βλάσης Αγτζίδης
http://kars1918.wordpress.com/
Διεργασίες στον προσφυγικό χώρο
Με την κατάρρευση της Χούντας ξεκίνησε η αποδόμηση συγκεκριμένων στερεοτύπων, που είχαν διαμορφωθεί καθ’ όλη την περίοδο που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η Μεταπολίτευση και η ανάδυση της κοινωνίας των πολιτών θα επιτρέψει τη «δημόσια εμφάνιση» αυτού του τραύματος με τη μορφή ενός διεκδικητικού κινήματος. Για πρώτη φορά από το ΄22, το Τραύμα της καταστροφής διαμόρφωσε ένα κίνημα αμφισβήτησης και κατέθεσε πολιτικές προτάσεις. Το κύρια χαρακτηριστικό αυτού του αυτόνομου και ακηδεμόνευτου σε πρώτη φάση κινήματος ήταν η πολυμορφία και η διαμόρφωση των ενδοπροσφυγικών σχέσεων με βάση τις αντιλήψεις των πρωταγωνιστών. Εφόσον η ανασύσταση του παρελθόντος διαμορφωνόταν από τις παρούσες συνθήκες, η επιλογή των βασικών στοιχείων της ανασύστασης καθοριζόταν από τις πολιτικές και ιδεολογικές θεωρήσεις των δυνάμεων εκείνων προωθούσαν τη ριζοσπαστικοποίηση. Θα εμφανιστεί η ποικιλία των απόψεων που ενυπήρχαν στον προσφυγικό χώρο, αλλά και των διαφορετικών προσλήψεων των ιστορικών γεγονότων, που σχετίζονταν με τις διαφορετικές πολιτικές και κομματικές εντάξεις. Σε αρκετές περιπτώσεις οι σχέσεις αυτές έλαβαν συγκρουσιακές μορφές, τόσο ανάμεσα στην επιμέρους προσφυγική κοινότητα, όσο και μεταξύ των προσφυγικών υποομάδων.
Παράλληλα διαμορφώθηκε μια διαδραστική σχέση με την περιβάλλουσα κοινωνία. Τάσεις αποδοχής αλλά και τάσεις απόρριψης των νέων προσεγγίσεων και των πολιτικών διεκδικήσεων θα χαρακτηρίσουν τη συζήτηση για όλα αυτά που θα ξεκινήσει στη Θεσσαλονίκη. Παλιές ιδεοληψίες και συντηρητικά στερεότυπα θα επανεμφανιστούν με νέο πρόσημο. Ο προβληματισμός για την παλιά πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη, για τις εθνοτικές ομάδες και τις διεθνοτικές σχέσεις θα συμπεριλάβει με διάφορους τρόπους και τους πρόσφυγες, τους οποίους θα αξιολογήσει και θα εντάξει με διαφορετικούς τρόπους στα νέα ιδεολογικά σχήματα που εμφανίζονται.
Η δεκαετία του ’80, και ακόμα περισσότερο αυτή του ’90, ευνόησε την επέκταση των ερευνητικών προσπαθειών και τη συγκρότηση ενός νέου ιστοριογραφικού ρεύματος που σχηματικά μπορεί να αποκληθεί «προσφυγική ιστοριογραφία». Οι αιτίες μπορούν να ανιχνευτούν στην αλλαγή του ευρύτερου πολιτικού πλαισίου και στην κριτική πλέον στάση που υιοθέτησαν ομάδες του πληθυσμού, αλλά και επιστήμονες, απέναντι στις κυρίαρχες ερμηνείες της ιστορίας και στους ιδεολογικούς προσανατολισμούς που χαρακτήρισαν τη μετά το ‘22 Ελλάδα. Μεγάλη ώθηση στη δραστηριοποίηση του ποντιακού χώρου, αλλά και στη διαμόρφωση συνθηκών για ιδεολογική ζύμωση θα δώσουν τα παγκόσμια συνέδρια που θα αρχίσουν να οργανώνονται στη Θεσσαλονίκη από το 1985.[1]
Το ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο εκείνης της εποχής χαρακτηριζόταν από την απόλυτη κυριαρχία του Πασόκ σ’ όλη την κλίμακα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής στην Ελλάδα. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην αύξηση της πραγματικής ισχύος, αλλά και της αυτοπεποίθησης των Ποντίων που ήταν μέλη σ’ αυτό το κόμμα. Η πρώτη περίοδος, που χαρακτηρίστηκε από την πιο αριστερή εκδοχή του συγκεκριμένου κόμματος, επέτρεψε να έρθουν στην επιφάνεια οι ιδεολογικές επιρροές από τα εθνικοαπελευθερωτικά μπααθικά κινήματα. Πρόσφατη ήταν επίσης και η αίγλη των Αρμενίων, που με τον «Ασάλα» είχαν ξεκινήσει τον ένοπλο αγώνα κατά της Τουρκίας. Παρότι η ανάγκη καθεστωτικής προσαρμογής του Πασόκ απομυθοποίησε εν πολλοίς το αριστερό όραμα, εν τούτοις η άνοδος αυτή είχε μια σειρά από αλυσιδωτές αντιδράσεις στην Αριστερά. Ειδικά η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά θα καταρρεύσει, ενώ η κοινοβουλευτική θα υποστεί βαρύτατες απώλειες. Αρκετοί Πόντιοι που είχαν θητεύσει σ’ αυτήν θα επιλέξουν το δρόμο της ενεργοποίησης στον ποντιακό χώρο και της επεξεργασίας νέων ερμηνειών. Έτσι, τη δεκαετία αυτή θα συμβεί μια ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη συνάντηση. Η υπάρχουσα πολιτική κληρονομιά του ποντιακού χώρου με τη γνώση και τις εύστοχες επισημάνσεις που είχε κληροδοτήσει η πρώτη γενιά στους “Πόντιους επιγόνους”, όπως έγραφε το ‘25 ο Βαλαβάνης[2], συναντήθηκε με την πολιτική παράδοση της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, και με τις αντιιμπεριαλιστικές φιλομπααθικές απόψεις της αριστεράς του κυβερνώντος σοσιαλιστικού κόμματος και μετασχηματίστηκε σε σύγχρονο ριζοσπαστικό κίνημα.[3]
—————————
[1] Ιστορικά το πρώτο παγκόσμιο ποντιακό συνέδριο είχε συνέλθει στη Μασσαλία της Γαλλίας το Φεβρουάριο του 1918.
[2] Γεώργιος Κ. Βαλαβάνης, Σύγχρονος Γενική Ιστορία του Πόντου, ανατύπωση εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, σελ. 3-7.
[3]Δύο είναι η ομάδες που θα πρωτοστατήσουν: Η πρώτη γύρω από την (παλιά) Αργώ
στην Καλλιθέα Αττικής (1986-περίπου 1996) και η δεύτερη γύρω από τους «Ιταλούς», που δημιούργησαν το Κέντρο Ποντιακών Μελετών. Η επανατοποθέτηση του ποντιακού ζητήματος από τους Χαραλαμπίδη-Φωτιάδη, που υπήρξαν βασικοί συντελεστές του ρεύματος που προήλθε από την Αριστερα του Πασόκ, τους λεγόμενους «Ιταλούς» θα γίνει με την εξής επιχειρηματολογία: «Αυτή την ιστορική συγκυρία το δικαίωμα των Ποντίων στη μνήμη, η γνώση δηλαδή της ιστορίας τους και ειδικότερα των πολιτικοϊστορικών λόγων που καθόρισαν την εξέλιξη και η σημερινή ποντιακή πραγματικότητα σε όλο τον κόσμο, αποτελεί επιτακτικά μια πρώτη βασική συνθήκη για την ποντιακή ύπαρξη και συνέχεια. Λογική ακολουθία αυτής της εκτίμησης είναι η ανάδειξη της αναγκαιότητας για έναν ακριβή προσδιορισμό ή επαναπροσδιορισμό της φύσης και του χαρακτήρα του ποντιακού προβλήματος σήμερα» (Μιχάλης Χαραλαμπίδης-Κώστας Φωτιάδης, Πόντιοι. Δικαίωμα στη Μνήμη, εκδ. Ηρόδοτος, 1987, Αθήνα, σελ. 9,10.) Αντιθέτως η ομάδα που προερχόατν από την (παλιά)Αργώ είχε μια πιο αριστερή προσέγγιση, που προερχόταν από μια αντικαπιτιλιστική πολιτική παράδοση [βλ. «1986: η ΠΡΩΤΗ προκήρυξη για τη Γενοκτονία», http://pontosandaristera.wordpress.com/2011/05/19/1986/ (προσβ. 2/3/2013)]
Η πρώτη ουσιαστική διαφοροποίηση του προσφυγικού λόγου, η ρήξη με το κλίμα συναίνεσης που είχε δημιουργηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες και η αμφισβήτηση της επικυριαρχίας των κυρίαρχων ερμηνειών -τόσο των καθεστωτικών όσο και αυτών της Αριστεράς- θα εμφανιστεί στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και θα οδηγήσει στη διατύπωση του αιτήματος για την αναγνώριση της γενοκτονίας που υπέστησαν οι Πόντιοι από τον τουρκικό εθνικισμό. Στη συνέχεια, το αίτημα θα επεκταθεί και θα συμπεριλάβει το σύνολο των ρωμαίικων κοινοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Βασική ιδεολογική κατεύθυνση του νέου αυτού ρεύματος θα είναι η προσπάθεια για αναγνώριση της γενοκτονίας που συνέβη στο μικρασιατικό Πόντο. Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσει η ομάδα των «Ιταλών». Η πλήρης αποκοπή της ποντιακής εμπειρίας από την ιστορική εμπειρία του υπόλοιπου ελληνισμού της Ανατολής, υπήρξε το χαρακτηριστικό στοιχείο του τρόπου προσέγγισης των ιστορικών γεγονότων ήταν. Το σχήμα με το οποίο προσεγγιζόταν το ποντιακό από αυτή την πολιτική ομάδα, σχετιζόταν με το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, θεωρώντας ότι η μεγάλη αποικιακή και ιμπεριαλιστική δύναμη στην περιοχή μας είναι η Τουρκία. Επηρεασμένοι από τις αναλύσεις του Σαμίρ Αμίν έθεταν ως στόχο «τον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τα υποκατάστατά του», ώστε «να αναδειχτούν ελεύθερα και ανεξάρτητα σοσιαλιστικά έθνη που θα ανοίξουν το δρόμο σε μια ενιαία, σοσιαλιστική ανθρωπότητα.»[4]
Ο οργανωμένος ποντιακός χώρος αντέδρασε αρχικά έντονα στις νέες αυτές προσεγγίσεις. Η άποψη των δεξιών Ποντίων, ως απόρροια της γενικής αντίληψης της Δεξιάς, ήταν ότι δεν έπρεπε να τεθεί ζήτημα γενοκτονίας. Κορυφαία στελέχη αμφισβήτησαν το ίδιο το ιστορικό γεγονός.[5] Οι μεγάλες παραδοσιακές οργανώσεις των προσφύγων στη Θεσσαλονίκη, όπως η Παναγία Σουμελά και η Εύξεινος Λέσχη, ήταν αρχικά αρνητικές. Η θετική μεταστροφή τους οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην προσωπική επιρροή των υψηλόβαθμων στελεχών του Πασόκ, που εξέφραζαν μια από τις τάσεις που πρωτοστάτησε στη ριζοσπαστικοποίηση. Στη συνέχεια όμως η αρχική αντίδραση του συντηρητικού ποντιακού χώρου θα υποχωρήσει και στο Β’ Παγκόσμιο Συνέδριο του Ποντιακού Ελληνισμού το 1988, ο στόχος της πρόταξης του αιτήματος για αναγνώριση της γενοκτονίας θα γίνει αποδεκτός απ’ όλους.[6]
Η αύξηση της δυνατότητας των πολιτών να παρεμβαίνουν στην κεντρική πολιτική σκηνή, να συνδιαμορφώνουν τα ιδεολογικά και κοινωνικά πρότυπα και να επηρεάζουν τις πολιτικές αποφάσεις, θα επιτρέψει στον οργανωμένο ποντιακό χώρο
[4] Μιχάλης Χαραλαμπίδης, Εθνικά Ζητήματα, εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα, 1989, σελ 108. Στο κείμενό του «Η ‘εθνικοφροσύνη’», εφημ. Ελευθεροτυπία, 1 Φεβρουαρίου 1991, ασκεί σφοδρή κριτική στη Δεξιά και την εθνικοφροσύνη για την «εθνική συρρίκνωση». Υποστηρίζει ότι «η Ελλάδα πρέπει να αναδειχθεί σε ηθική και αναγεννητική δύναμη αυτής της περιοχής».
[5] «Δεν ανταποκρίθηκαν με υπευθυνότητα. Οι απόψεις του κ. Λαυρεντίδη για τη γενοκτονία», συνέντευξη στον Παύλο Τσακιρίδη, εφημ. Δεσμός, όργανο Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ποντιακών Σωματείων, αριθ. 36-37, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1992.
[6] Η διεθνής κινητοποίηση θα εγκαινιαστεί με την ενεργοποίηση των πρώτων ομάδων που οδήγησαν στη ριζοσπαστικοποίηση. Έτσι η πρώτη μεγάλης σημασίας και έκτασης παρέμβαση θα είναι η διοργάνωση σειράς εκδηλώσεων στο ευρωκοινοβούλιο με την κάλυψη και την ενίσχυση του Δημήτρη Φίλη που ως εκπρόσωπος του ενιαίου ΣΥΝ είχε αναλάβει τη διεύθυνση της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού («Η Οδύσσεια των Ελλήνων του Πόντου» εφημ. Νέα της Μόσχας, Ιούνιος, 1990, σελ. 22)
να προωθήσει τις απόψεις του και τα αιτήματά του. Το Φεβρουάριο του 1994 θα αναγνωριστεί ομόφωνα από την ελληνική Βουλή η γενοκτονία στον Πόντο και θα καθιερωθεί η 19η Μαϊου ως επίσημη Ημέρας Μνήμης.[7] Η επιτυχία του ποντιακού χώρου, που ήταν και η πρώτη πολιτική κατάκτηση των προσφύγων από το 1922, κινητοποίησε και τις υπόλοιπες μικρασιατικές οργανώσεις, οι οποίες με αιχμή τους σοσιαλιστές βουλευτές μικρασιατικής καταγωγής πέτυχαν να αναγνωρίσουν τη γενοκτονία των ελληνικών πληθυσμών στο σύνολο της Μικράς Ασίας και να καθιερώσουν το 1998 ως επίσημη Ημέρα Μνήμης την 14η Σεπτεμβρίου, ημέρα πυρπόλησης της Σμύρνης από τα τουρκικά στρατεύματα. Η θεσμοθέτηση των Ημερών Μνήμης για τις γενοκτονίες μπορεί να θεωρηθεί ως οριστική μεταβολή του φυσικού τραύματος, όπως διαιωνίστηκε μέσα από τις αφηγήσεις της πρώτης γενιάς, σε πολιτισμικό τραύμα. Δηλαδή μπορεί να θεωρηθεί ότι ολοκληρώθηκε μια διαδικασία κοινωνικής νοηματοδότησης , που κάνει το «τραύμα» γενικά αποδεκτό. Εφεξής το πολιτιστικό-κοινωνικό τραύμα ορίζεται ως «κοινή θέση» και επηρεάζει πλέον τα συστήματα αναφοράς της ποντιακής κοινότητας κατ’ αρχάς, αλλάζοντας κατεστημένους ρόλους, διαμορφώνοντας κοινούς κανόνες και διατυπώνοντας δημόσια κοινές αφηγήσεις. Η διαμόρφωση μιας τέτοιας πραγματικότητας ορίζει και τον επόμενο στόχο, που δεν είναι άλλος από την ευρύτερη αποδοχή του πολιτιστικού τραύματος από την υπόλοιπη, περιβάλλουσα, κοινωνία. [8]
[7] Η εισηγητική έκθεση είχε κατατεθεί από 22 βουλευτές του Πασόκ τον Απρίλιο του 1992.
[8] Χρήσιμη θεωρητική ανάλυση που ταιριάζει στην περίπτωση των προσφύγων του 1922, υπάρχει στο άρθρο του Νίκου Δεμερτζή, «Ο Εμφύλιος πόλεμος: από τη συλλογική οδύνη στο πολιτισμικό τραύμα», στο Εμφύλιος. Πολιτισμικό τραύμα, επιμ. Δεμερτζής-Πασχαλούδη-Αντωνίου, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2013.
Παράλληλα θα εμφανιστεί και μια αξιόλογη ερευνητική δραστηριότητα για τα ζητήματα αυτά. Παράγοντες που ενίσχυσαν την αύξηση του ερευνητικού ενδιαφέροντος, ήταν η πολιτική επανενεργοποίηση και παρέμβαση του ποντιακού χώρου, όπως εκφράστηκε με τα παγκόσμια συνέδρια και την πρόταξη του αιτήματος για αναγνώριση της Γενοκτονίας που είχαν υποστεί οι ελληνικοί πληθυσμοί στο μικρασιατικό Πόντο, καθώς και η επανεμφάνιση του ελληνικού κινήματος στη Σοβιετική Ένωση και του μεταναστευτικού-προσφυγικού κύματος των Ελλήνων από τη Σοβιετική Ένωση προς την Ελλάδα. Ο συνδυασμός των παραγόντων αυτών δημιούργησε το απαραίτητο κοινωνικό και ιδεολογικό πλαίσιο, ώστε να αρχίσει η έρευνα για τις διάφορες παραμέτρους που συνθέτουν το φαινόμενο της ελληνικής παρουσίας στον Εύξεινο Πόντο. Ταυτόχρονα άρχισε και η προσπάθεια εντοπισμού των ιδεολογικών και κοινωνικών μηχανισμών στην Ελλάδα που οδήγησαν στη δημιουργία των ιστοριογραφικών κενών και των μεγάλων Σιωπών.
Ο τοπικισμός υπήρξε το κύριο χαρακτηριστικό στις ποντιακές οργανώσεις και γι αυτό δεν έγινε κατορθωτό να διαμορφωθεί ένα ενιαίο παμπροσφυγικό αφήγημα.. Η θεωρητική προσέγγιση των γεγονότων της περιόδου 1914-1923, απέκοβε πλήρως την ιστορική εμπειρία των Ποντίων από την εμπειρία του υπόλοιπου προσφυγικού ελληνισμού. Ο Πόντος παρουσιαζόταν σαν κάτι ξεχωριστό και σίγουρα ξεκομμένο από την υπόλοιπη μικρασιατική χερσόνησο. Η εμπειρία της γενοκτονίας προβαλλόταν ως μοναδική εμπειρία των Ποντίων και αποκρυπτόταν επιμελώς ότι γενοκτονία είχαν υποστεί όλοι οι ελληνικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας. Μοναδική πρωτοτυπία ήταν και παραμένει το γεγονός ότι μια τοπική ομάδα διεκδίκησε την αναγνώριση της γενοκτονίας που υπέστη, εκτός των ορίων του έθνους που ανήκει,
ανακατασκευάζοντας με αυθαίρετο τρόπο την ιστορική πραγματικότητα.[9] Η προσπάθεια αποκοπής των Ποντίων από τον υπόλοιπο προσφυγικό ελληνισμό του ΄22 -που αποτελούσαν το φυσικό τους κοινωνικό χώρο- θα ιδεολογικοποιηθεί.[10]
Ένα από τα ζητήματα που απασχόλησαν τον οργανωμένο ποντιακό χώρο της Θεσσαλονίκης υπήρξε το αίτημα για τη δημιουργία μιας νέας πόλης με το όνομα Ρωμανία. Το αίτημα αυτό κατατέθηκε στο 2ο Παγκόσμιο Συνέδριο του Ποντιακού Ελληνισμού που έγινε στη Θεσσαλονίκη το 1988 και πήρε ιδιαίτερη έκταση από το 1994. Έλαβε και οργανωτική μορφή με τη δημιουργία μιας ομώνυμης αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας. Σύμφωνα με του εμπνευστές της ιδέας, η ίδρυση της Ρωμανίας «…είναι μόνο η αρχή.» Θεωρούσε ότι ξεκινά μια «νέα ελληνική παλιγγενεσία που έχει ανάγκη ο ελληνισμός…» Η νέα αυτή πόλη θα ήταν η πατρίδα των Ποντίων μετά το ΄22 γιατί «…οι Πόντιοι δεν είχαν τόπο και έψαχναν να τον βρουν και τον βρήκαν στους πρόποδες του Ίσμαρου…» Θα ήταν το «ανθεί και φέρει και άλλο», δηλαδή η μοναδική πράξη ιστορικής επιβεβαίωσης των Ποντίων από την εποχή της Καταστροφής. Η Ρωμανία θα ήταν τα πάντα: «Η νέα αυτή πόλη είναι η αναζήτηση της χαμένης αυτοπροσωπίας και αυτοσυνειδησίας μας, είναι η ανάκτηση της έννοιας της πόλης ως πολεοδομική αστική αισθητική.»[11]
Το άμεσο ιστορικό πλαίσιο και η κοινωνική ομάδα στην οποία απευθυνόταν πρωτίστως η πρόταση ήταν οι νέοι Πόντιοι πρόσφυγες από την πρώην Σοβιετική Ένωση.[12] Γιατί το ιστορικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο οι ηγέτες της Ομάδας εκπόνησαν το σχέδιο για τη Ρωμανία, χαρακτηριζόταν κυρίως από την έξαρση του νεοπροσφυγικού προβλήματος, ως απόρροια των εθνοτικών συγκρούσεων στον Καύκασο. Ήδη (’92-’93), η ανθούσα ελληνική κοινότητα της Αμπχαζίας (Καύκασος, Γεωργία) είχε καταστραφεί λόγω του πολέμου. Θρήνησε επί πλέον και πολλούς νεκρούς κατά την πολεμική αντιπαράθεση Γεωργιανών και Αμπχαζίων. Σε όλη την έκταση της παλιάς Σοβιετικής Ένωσης θα υπάρξουν μικρές και μεγάλες εστίες εντάσεων, που θα προκαλέσουν κύματα εξόδου του ελληνικού πληθυσμού. Δεκάδες χιλιάδες θα εγκατασταθούν στην Ελλάδα, κάτω από άθλιες συνθήκες σε έναν άξενο τόπο και θα υφίστανται τις συνέπειες της διαχείρισης που θα ασκήσει ένα ημιμαθές και διεφθαρμένο κράτος. Την κρίσιμη αυτή στιγμή, το αίτημα για αποκατάσταση των νέων προσφύγων σε μια νέα πόλη, που θα ιδρυόταν στο μέλλον, λειτούργησε αποπροσανατολιστικά. Η μικρή δυναμική του οργανωμένου ποντιακού χώρου θα διοχετευτεί, την πρώτη περίοδο, στην προώθηση του αιτήματος. Λειτούργησε επίσης απενοχοποιητικά για τους παλιούς Πόντιους του ΄22 ή του ΄39, εφόσον στήριζαν το αίτημα και κατέθεταν τον οβολό τους στον ειδικό λογαριασμό που είχε ανοίξει. Όλοι θεωρούσαν ότι με τη στήριξη του αιτήματος για τη δημιουργία της Ρωμανίας, έκαναν το χρέος απέναντι στους νεοπρόσφυγες “Πόντιους αδελφούς”. Η κριτική στο
[9] Το ζήτημα αυτό και οι συγκρούσεις για την ιστορία εντός του ποντιακού κινήματος αναπτύχθηκαν στο http://kars1918.wordpress.com/2009/10/13/italoi/ (προσβ. 20/5/2013)
[10] «Όσον αφορά τη σύνδεση της γενοκτονίας των Ποντίων με τη μικρασιατική πιστεύω ότι είναι έγκλημα η σύνδεσή της. Ελληνικός στρατός δεν υπήρχε στον Πόντο.» (Δήλωση Μιχ. Χαραλαμπίδη στο αφιέρωμα για την ίδρυση της Παμποντιακής Ομοσπονδίας, εφημ. «Εύξεινος Πόντος», Οκτώβριος ’03..
[11] Τα επιχειρήματα, και τα ιδεολογήματα, για τη δημιουργία της νέας πόλης παρουσιάστηκαν στη συλλογική τρίγλωσση έκδοση που εκδόθηκε στη Γερμανία με τίτλο: «Ρωμανία. Μια νέα πόλη», 1997.
[12] Χαρακτηριστικό άρθρο είναι «Η ποντιακή πόλη Ρωμανία», εφημ. Επιστροφή, Θεσσαλονίκη, αρ.1-2, 1994,σελ.22.
εγχείρημα έγινε από πολλές πλευρές και άγγιζε ένα σύνολο θεμάτων.[13] Κάποιοι εσωποντιακοί ανταγωνιστές της Ομάδας, θεωρούσαν ότι η Ρωμανία θα εξελιχθεί σε “ποντιακή Ντίσνεϊλαντ”.[14]
Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα ιδεολογικά ρεύματα που εμφανίστηκαν στους κόλπους του ριζοσπαστικού ποντιακού κινήματος, ήταν αυτό που συνέδεε τα αιτήματα των Ποντίων, με αυτά των Αρμενίων και των Κούρδων. Το ρεύμα αυτό παρέμεινε έως το τέλος μειοψηφικό. Η κάποιου τύπου επιστροφή στο γενέθλιο χώρο οδηγούσε σε πολιτικές συμμαχίες με τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα της περιοχής. Στις προτάσεις αυτού του ρεύματος -αυτονομιμοποιούνταν να εκπροσωπεί τους Πόντιους, εφόσον θεωρούσε ότι αυτό μόνο εξέφραζε τον πληθυσμό αυτό και αποτελούσε την “φωτισμένη του πρωτοπορία”- υπήρξε η συμμαχία με το κουρδικό κίνημα του Αμπντουλάχ Οτσαλάν θα πάρει και μορφές πολιτικής συνεργασίας των Ποντίων. Οργανωτικές μορφές που θύμιζαν το λενινιστικό μοντέλο του κόμματος Νέου Τύπου θα εμφανιστούν στο πλαίσιο εκείνων των διεργασιών. Θα υπάρξουν χαρακτηριστικά δημοσιεύματα που θα περιγράφουν την αντίληψη αυτή.[15]
Το ρεύμα αυτό θα πάψει να υπάρχει οργανωτικά κατά την πρώτη 5ετία του νέου αιώνα. Στη συνέχεια, οι συγκρούσεις εντός του ποντιακού χώρου θα πάψουν να έχουν ιδεολογική αφετηρία και θα μετατραπούν σε διεκδίκηση επιρροής και εξουσίας. Θα καθοριστούν από την έντονη αντίθεση των δύο κέντρων που είχε δημιουργήσει η ποντιακή ελίτ στη Θεσσαλονίκη: του Ιδρύματος Παναγία Σουμελά που είχε υπό τον έλεγχό της την ομώνυμη μονή στο Βέρμιο και την Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης. Η Παναγία Σουμελά ήλεγχε επίσης και μια απ΄ τις μεγάλες δευτεροβάθμιες οργανώσεις των Ποντίων (ΠΟΠΣ). Η Εύξεινος Λέσχη θα προσπαθήσει να ανταγωνιστεί την ισχύ της Παναγίας Σουμελά συσπειρώνοντας την πλειονότητα των ποντιακών συλλόγων Αυτό θα γίνει κατορθωτό με τη δημιουργία ενός νέου δευτεροβαθμίου οργάνου (ΠΟΕ) το οποίο θα αποκτήσει μεγάλο ισχύ μετά την απόφαση της αθηναϊκής ποντιακής ομοσπονδίας να αυτοδιαλυθεί (ΟΠΣΝΕ) και να ενταχθεί στη νέα οργάνωση. Όπως φαίνεται οι εκπρόσωποι των Αθηνών δεν είχαν κατανοήσει το βάθος της σύγκρουσης στη Θεσσαλονίκη, ούτε είχαν υποψιαστεί ότι
[13]Από το πόσο ρεαλιστικό και δόκιμο στην ιστορία της δημιουργίας πόλεων είναι να ιδρυθεί μια πόλη μόνο με βάση την επιθυμία μιας μικρής ομάδας προσώπων -χωρίς να είναι γνωστή η οικονομική, κυρίως, αναγκαιότητα για κάτι τέτοιο- μέχρι το αν ήταν επιτρεπτό να χρησιμοποιηθεί το όνομα Ρωμανία. Κάποιοι θεωρούσαν ότι δεν θα έπρεπε το όνομα μιας αυτοκρατορίας να χρησιμοποιηθεί από έναν οικισμό (κριτική π. Γεωργίου Μεταλληνού), κάποιοι άλλοι θεωρούσαν ότι στη σύγχρονη εποχή ο όρος Ρωμανία είχε χάσει τη μεσαιωνική της σημασία και παρέπεμπε περισσότερο στη Ρουμανία (Romania), κάποιοι βυζαντινολόγοι υποστήριζαν ότι ο όρος Ρωμανία εισήλθε στη λαϊκή γλώσσα από τους Λατίνους, όταν δημιούργησαν μετά την Άλωση του 1204 το λατινικό κράτος της Κωνσταντινούπολης…
[14] Οι διαφορετικές προσεγγίσεις, αλλά και οι διάφορες πολιτικές μεθοδεύσεις που ακολουθήθηκαν από ανθρώπους του συστήματος και αποσκοπούσαν στην αποδυνάμωση του ποντιακού κινήματος παρουσιάζονται στο Μιχ. Χαραλαμπίδης, «Αγώνας σε δύο μέτωπα», εκδ. Γόρδιος, Αθήνα, 2000.
[15] Παράδειγμα τέτοιο αποτελεί το οπισθόφυλλο ενός περιοδικού εκείνης της εποχής (¨Ακρίτεια») που επιμελούνταν ο «επίσημος εκδότης» του ρεύματος αυτού παρίστανε δεξιά και αριστερά της Παναγίας Σουμελά, τον Πόντιο και τον Κούρδο αντάρτη. Υπήρξαν δημοσιεύματα σε τοπικές εφημερίδες που πρόσκεινταν στο ρεύμα αυτό, για “αντάρτικο στον Πόντο”, ερμηνεύοντας λάθος τη δράση αριστερίστικών οργανώσεων με βάση τις εθνοτικές επιθυμίες. Για τις επιπτώσεις που είχαν όλες αυτές οι κινήσεις στους Πόντιους της Τουρκίας βλ. το υποκεφάλαιο «Στην Τουρκία: Η ανάδυση μιας «PostModernPontusculuk» (σελ. 324-328) από το Γ. Κόκκινος, Έλ, Λεμονίδου, Βλ. Αγτζίδης, όπ. π
πίσω από το νέο οργανωτικό πείραμα βρισκόταν προσωπικά αλλά και συλλογικά συμφέροντα Θεσσαλονικέων Ποντίων. Η συντηρητικοποίηση του νέου δευτεροβαθμίου οργάνου και η διοικητική συγκεντροποίηση θα κυριαρχήσουν μετά τις εκλογές του 2010.[16] Θα εδραιωθεί η τοπικιστική αντίληψη και θα υπάρξει μια διαχείριση του τραύματος της Γενοκτονίας, που περισσότερο συνδεόταν με τις προσπάθειες πολιτικής αναπαραγωγής της κυρίαρχης ομάδας, παρά με την ουσιαστική προσέγγιση του ιστορικού φαινομένου. Η στάση αυτή εμπεριείχε το στοιχείο της συνειδητής προσπάθειας περιθωριοποίησης και απομονωτισμού της ομάδας. Τέτοια πολιτική στάση, είχε ως βάση την προσπάθεια καταστροφής συναισθημάτων ενσυναίσθησης και συμπόνιας για τους υπόλοιπους που υπέστησαν τις ίδιες ακριβώς βίαιες πολιτικές. Η καλλιέργεια μιας μερικής αντίληψης και η προσπάθεια για αποτροπή διαμόρφωσης μιας συνολικής αντίληψης για το ιστορικό γεγονός, πρέπει να θεωρείται ότι έχει ως συνειδητό στόχο την χειραγώγηση της ομάδας. Η τοπικιστική καθήλωση, με τον περιορισμό της Γενοκτονίας μόνο στον Πόντο, θα είναι ιδιαιτέρως έντονη γιατί θα συνεχιστεί ενώ είναι δεδομένη η ιστορική βάση της αναγνώρισης (IAGS). Ουσιαστικά, η ιδεολογική πολιτική της ΠΟΕ παραβίαζε το Ψήφισμα του IAGS, παρότι ήταν γνωστό η συνέχιση της προσπάθειας περιχαράκωσης συγκεκριμένων εθνικοτοπικών ομάδων αποκλειστικά στο δικό τους ιστορικό τραύμα, ενοχοποιείται πλέον ως αρνητισμός (negotiationism).[17]
Η συντηρητικοποίηση της ΠΟΕ και η εξάλειψη των ενοχλητικών ερμηνειών θα εκφραστεί και με τη σιωπηλή κατάργηση της επετείου της 13ης Ιουνίου, δηλαδή της επετείου των σταλινικών διώξεων κατά των Ποντίων της ΕΣΣΔ από το σταλινικό καθεστώς. Η επέτειος αυτή, που είχε θεσπιστεί από το 4ο Παγκόσμιο Ποντιακό Συνέδριο, είχε αρχίσει να τιμάται από το 1987 αδιαλείπτως. Με την ίδρυση της ΠΟΕ οι επετειακές εκδηλώσεις άρχισαν να γίνονται απο τον ΣΠΟΣ Νοτιας Ελλάδας. Μετά όμως από τις εκλογές του 2010 η νέα ηγεσία –συντηρητικών πολιτικών απόψεων- κατήργησε κάθε τέτοια αναφορά στις σταλινικές διώξεις.[18]
[16] http://kars1918.wordpress.com/2010/12/04/poe/ (προσβ. 20-5-2013)
[17] Η ηγεσία της ΠΟΕ καταγγέλθηκε για τη στάση της αυτή: Νικόλαος Χλαμίδης, «Πόντιοι και η Γενοκτονία των Ελλήνων», http://mikrasiatis.gr/?p=2416 (προσβ. 20-5-2013). Επίσης: “Why do Pontic Greeks seek separate recognition?”
http://pontosworld.com/index.php?option=com_content&task=view&id=1905&Itemid=1
[18] Το 4ο Παγκόσμιο Συνεδρίου του Ποντιακού Ελληνισμού που έγινε στη Θεσσαλονίκη (13-16 Ιουνίου 1997) έλαβε την εξής απόφαση: «Εμείς οι σύνεδροι του Δ’ Παγκόσμιου Συνεδρίου του Ποντιακού Ελληνισμού ….. Ομόφωνα ψηφίσαμε και διακηρύττουμε : ….Την ανακήρυξη της 13ης Ιουνίου ως Ημέρας Μνήμης για τα θύματα των σταλινικών διώξεων στην πρώην Σοβιετική Ένωση, εφόσον την ημέρα αυτή, το 1949, πραγματοποιήθηκε η βίαιη εκτόπιση των ποντιακών πληθυσμών από τον Καύκασο στην Κεντρική Ασία…» Παρότι δεν υπάρχει «τελικό αφήγημα του ποντιακού ελληνισμού», όπως ισχυρίζονται λανθασμένα κάποιοι ερευνητές, εν τούτοις μπορούμε να περιγράψουμε τις γενικές αρχές που διέπουν το ιδεολογικό σχήμα που αναπαράγεται συνδικαλιστικά, ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων επιλογών που τονίζουν κάποιες παραμέτρους και υποβαθμίζουν άλλες. Καλή περιγραφή των ιδεολογικών λειτουργιών, που επιτρέπει να κατανοήσουμε και τα δρώμενα στον οργανωμένο ποντιακό χώρο, δίνει η μελέτη Παντ. Λέκκας, Η εθνικιστική ιδεολογία. Πέντε υποθέσεις εργασίας στην ιστορική κοινωνιολογία, εκδ. ΕΜΝΕ-Μνήμων, Αθήνα, 1992.