Ανταλλαγή πληροφοριών για φορολογικούς λόγους

Κατατέθηκε το σχετικό νομοσχέδιο. Στην αιτιολογική έκθεση επισημαίνεται:

ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2011/16/ΕΕ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 15ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2011 ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 77/799/ΕΟΚ

 

 

Με τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 25, που αποτελούν το Μέρος Πρώτο του παρόντος νόμου, ενσωματώνεται στο εθνικό δίκαιο η Οδηγία 2011/16/ΕΕ του Συμβουλίου της 15ης Φεβρουαρίου 2011 σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας (ΕΕ L 64 της 11.3.2011). Με την Οδηγία 2011/16/ΕΕ αντικαθίσταται η Οδηγία 77/799/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1977 περί της αμοιβαίας συνδρομής των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών στον τομέα των άμεσων φόρων και των φόρων επί των ασφαλίστρων (ΕΕ L 336 της 27.12.1977), όπως ισχύει, η οποία ενσωματώθηκε στην εσωτερική νομοθεσία με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Β’ «ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΕΝΔΟΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ» του ν. 1914/1990 (Α’ 178), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε από τις διατάξεις του Πρώτου Κεφαλαίου του ν. 3312/2005 (Α’ 35) και του Κεφαλαίου Β’ του ν. 3453/2006 (Α’ 74).

Με τις διατάξεις της νέας Οδηγίας θεσπίζεται ένα ευρύτερο πλαίσιο διοικητικής συνεργασίας, που θα διασφαλίσει την αποτελεσματική αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της διαρκώς αυξανόμενης παγκοσμιοποίησης της εσωτερικής αγοράς. Η αύξηση των διασυνοριακών συναλλαγών των φορολογουμένων στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) δυσχεραίνει τον ορθό προσδιορισμό των οφειλόμενων φόρων εκ μέρους του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, γεγονός που συνεπάγεται τη διπλή φορολόγηση και επιτείνει τα φαινόμενα της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής.

Η Οδηγία 77/799/ΕΟΚ, όπως ισχύει κατόπιν των διαδοχικών τροποποιήσεών της[1], δεν προσφέρει πλέον ικανά εργαλεία αντιμετώπισης των προκλήσεων του νέου διεθνοποιημένου οικονομικού περιβάλλοντος και ως εκ τούτου, κρίνεται αναγκαία η αντικατάστασή της από μία εμπλουτισμένη νομική πράξη, που θα θέτει σαφέστερους και ακριβέστερους κανόνες διοικητικής συνεργασίας, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα της διαφάνειας και της ανταλλαγής πληροφοριών για φορολογικούς σκοπούς που έχουν γίνει αποδεκτά από τα κράτη μέλη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και συνιστούν το σύγχρονο πρότυπο διοικητικής συνδρομής σε διμερές ή πολυμερές επίπεδο. Σημειώνεται ότι, ενδεικτική της βούλησης της ελληνικής πλευράς για ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της διοικητικής συνεργασίας είναι η πρόσφατη κύρωση με το ν. 4153/2013 (Α’ 116) της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης και του ΟΟΣΑ σχετικά με την αμοιβαία διοικητική συνδρομή σε φορολογικά θέματα και του Πρωτοκόλλου τροποποίησης αυτής. Στην εν λόγω Σύμβαση, η οποία καταλαμβάνει ένα ευρύτατο πεδίο εφαρμογής, προσχωρούν κράτη μέλη του ΟΟΣΑ ή/και του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς και τρίτα κράτη, γεγονός που σηματοδοτεί την έναρξη συμβατικής σχέσης της Ελλάδας με χώρες με τις οποίες αδυνατούσε έως σήμερα να αναπτύξει διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας.

 

Η νέα Οδηγία 2011/16/ΕΕ, η οποία αξιοποιεί τα επιτεύγματα της Οδηγίας 77/799/ΕΟΚ (όπως ισχύει) και εκσυγχρονίζει το υφιστάμενο πλαίσιο διοικητικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, διαλαμβάνει ένα ευρύ πεδίο εφαρμογής αφού ισχύει για όλους τους φόρους παντός τύπου και για όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου όλου του φάσματος νομικών μορφωμάτων που υπόκεινται στους φόρους που καλύπτονται από την εν λόγω Οδηγία. Από το πεδίο εφαρμογής της νέας Οδηγίας ρητώς εξαιρούνται ο φόρος προστιθέμενης αξίας, οι δασμοί, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης που καλύπτονται από άλλη νομοθεσία της ΕΕ περί διοικητικής συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών, οι υποχρεωτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης πληρωτέες προς το κράτος μέλος ή μια διοικητική υποδιαίρεσή του ή προς τα ιδρύματα κοινωνικών ασφαλίσεων δημοσίου δικαίου. 

Με στόχο αφενός, την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών κατά το μέγιστο δυνατό βαθμό και ταυτόχρονα, τη μη κατάχρηση των δυνατοτήτων που παρέχει η διοικητική συνεργασία, στη νέα Οδηγία ρητώς αποτυπώνεται το κριτήριο της «εύλογης συνάφειας» των πληροφοριών που ανταλλάσσονται με την εφαρμογή και επιβολή της εγχώριας νομοθεσίας του κράτους μέλους ως προσδιοριστικός παράγοντας αυτών των πληροφοριών, προκειμένου τα κράτη μέλη να μην προβαίνουν σε «αλίευση πληροφοριών» που δεν σχετίζονται με τις φορολογικές υποθέσεις ενός φορολογούμενου.

Αποβλέποντας στην έγκαιρη και συνεπώς, αποτελεσματική διοικητική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών, οι διατάξεις της νέας Οδηγίας θεσπίζουν ειδικότερους κανόνες ανταλλαγής πληροφοριών, προβλέποντας προθεσμίες εντός των οποίων οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών οφείλουν να ενεργήσουν κατά την εφαρμογή της Οδηγίας. Επιπλέον, εισάγεται για πρώτη φορά σε νομική πράξη του παράγωγου κοινοτικού δικαίου ρητή διάταξη σύμφωνα με την οποία αίρεται το τραπεζικό απόρρητο. Ειδικότερα, η λαμβάνουσα αρχή ενός κράτους μέλους δεν μπορεί να αρνηθεί την παροχή πληροφοριών αποκλειστικά και μόνο επειδή κάτοχος των πληροφοριών αυτών είναι τράπεζα, άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος ή πρόσωπο που ενεργεί υπό την ιδιότητα του πράκτορα ή του διαχειριστή ή επειδή οι πληροφορίες αφορούν ιδιοκτησιακά συμφέροντα προσώπου.

Επιπροσθέτως, με τις διατάξεις της νέας Οδηγίας καθίσταται σαφέστερη η διαδικασία της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών, η οποία θεσπίζεται για ορισμένες κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου, ενώ ταυτόχρονα εισάγεται η δυνατότητα ενός κράτους μέλους να δηλώνει ότι δεν επιθυμεί να λαμβάνει κατ’ αυτόματο τρόπο πληροφορίες για τις προβλεπόμενες στην Οδηγία κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου. Παράλληλα, η μη επιθυμία ενός κράτους μέλους τεκμαίρεται σε περίπτωση μη ενημέρωσης της Επιτροπής για οιαδήποτε μεμονωμένη κατηγορία για την οποία διαθέτει πληροφορίες, γεγονός που υποδεικνύει την τήρηση της αρχής της αμοιβαιότητας στη διοικητική συνεργασία.

Κατά τη διαδικασία της ανταλλαγής πληροφοριών κατόπιν αιτήματος η λαμβάνουσα αρχή κοινοποιεί τις αιτούμενες πληροφορίες στην αιτούσα αρχή υπό την προϋπόθεση της εξάντλησης των συνήθων πηγών πληροφόρησης στις οποίες οφείλει να προσφύγει το αιτούν κράτος μέλος πριν προβεί σε αίτημα διοικητικής συνεργασίας. Η λαμβάνουσα αρχή δύναται, επίσης, να αρνηθεί τη διαβίβαση των αιτούμενων πληροφοριών σε ορισμένες ρητώς οριζόμενες στις διατάξεις της Οδηγίας περιπτώσεις, σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορεί να γίνει επίκληση εκ μέρους της λαμβάνουσας αρχής της απουσίας εγχώριου φορολογικού ενδιαφέροντος.

Υπό το πνεύμα της απλούστευσης και της οριοθέτησης των διαδικασιών ανταλλαγής πληροφοριών, οι διατάξεις της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ προβλέπουν τη χρήση τυποποιημένων εντύπων, μορφοτύπων και διαύλων επικοινωνίας, ενώ για πρώτη φορά εισάγεται η διαδικασία της επικουρίας της Επιτροπής από επιτροπή που λειτουργεί κατά τα οριζόμενα στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 184 της 17.7.1999) για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή. Η εν λόγω επιτροπή θεσπίζει τις πρακτικές ρυθμίσεις που σχετίζονται με την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών, τη διαδικασία της ανατροφοδότησης, τα τυποποιημένα έντυπα και τους μορφοτύπους της ανταλλαγής πληροφοριών, το δίαυλο μέσω του οποίου ανταλλάσσονται οι πληροφορίες, καθώς και με τη διαδικασία αξιολόγησης της λειτουργίας της διοικητικής συνεργασίας. 

Πλέον των προηγουμένων, τα κράτη μέλη δύνανται να προβούν σε ταυτόχρονους ελέγχους – έκαστο στο έδαφός του – για πρόσωπα κοινού ενδιαφέροντος, διαδικασία η οποία ήδη προβλεπόταν από την Οδηγία 77/799/ΕΟΚ μετά την τροποποίησή της από την Οδηγία 2004/56/ΕΚ (ΕΕ L 127 της 29.4.2004), η οποία ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με το Κεφάλαιο Β’ του ν. 3453/2006. Η νέα Οδηγία 2011/16/ΕΕ εισάγει τη δυνατότητα παρουσίας εξουσιοδοτημένων υπαλλήλων της αιτούσας αρχής στις διοικητικές υπηρεσίες του κράτους μέλους της λαμβάνουσας αρχής, καθώς και στις διοικητικές έρευνες που διεξάγονται στο έδαφος του κράτους μέλους της λαμβάνουσας αρχής.

Στο πλαίσιο της εν λόγω Οδηγίας η διοικητική συνεργασία ενθαρρύνεται επιπλέον αφενός, από το μέσο της διοικητικής κοινοποίησης, η οποία προβλεπόταν ήδη από την Οδηγία 77/799/ΕΟΚ όπως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2004/56/ΕΕ και αφορά την κοινοποίηση από ένα κράτος μέλος στον φορολογούμενο πράξεων ή αποφάσεων άλλου κράτους μέλους σχετικά με την εφαρμογή στο έδαφος του τελευταίου της φορολογικής νομοθεσίας που καλύπτεται από την Οδηγία 2011/16/ΕΕ  και αφετέρου, από τη διαδικασία της ανατροφοδότησης που οφείλει να παρέχει το αιτούν κράτος μέλος στο λαμβάνον κράτος μέλος, σχετικά με τις πληροφορίες που διαβίβασε το τελευταίο και κατόπιν σχετικού αιτήματός του προς το αιτούν κράτος μέλος. 

Κατόπιν των προαναφερόμενων επιβάλλεται η έκδοση νόμου για την εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 2011/16/ΕΕ και προτείνεται η κατάργηση των άρθρων 19 έως 24α του ν. 1914/1990, ως ισχύει.

 

 



[1] Η Οδηγία 77/799/ΕΟΚ τροποποιήθηκε με τις Οδηγίες: 79/1070/ΕΟΚ, 92/12/ΕΟΚ, 2003/93/ΕΚ, 2004/56/ΕΚ, 2004/106/ΕΕ, και 2006/98/ΕΚ. Ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το ν.1914/1990 (Α’ 178), ο οποίος τροποποιήθηκε με το ν. 3312/2005 (Α’ 35) και το ν. 3453/2006 (Α’ 74).