Άπιστη

Ayaan Hirsi Ali

Το ζήτημα τού Ισλάμ και των δικαιωμάτων των γυναικών είναι τόσο καυτό όσο και παραμελημένο· ένα θέμα, για το οποίο κάποιοι προβληματίζονται και άλλοι αγνοούν ή το σπρώχνουν κάτω απ΄ το χαλί. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα ζήτημα, ως προς το οποίο προέκυψε προοδευτικά διάσταση απόψεων ανάλογα με το πολιτιστικό υπόβαθρο τού καθενός.

 

Από την μια μεριά ο Τρίτος Κόσμος, οι μετα-αποικιοκράτες και από την άλλη οι φιλελεύθεροι, οι ουμανιστές και οι φεμινίστριες. Οι φεμινίστριες μάλιστα καυτηριάζουν τα επιχειρήματα, τα οποία προβάλλουν οι ισλαμιστές, προκειμένου να υποστηρίξουν τη θέση τους για τα δικαιώματα των γυναικών, μιλούν για ευρωκεντρισμό και πολιτιστικό ιμπεριαλισμό.

Υπάρχουν ευτυχώς πολλές γυναίκες τόσο πρώην μουσουλμάνες όσο και μεταρρυθμίστριες «πιστές», που δουλεύουν σκληρά, για να ενημερώσουν τον κόσμο, πώς είναι η ζωή των γυναικών κάτω από τον ζυγό τού Ισλάμ: γυναίκες, όπως η Σεϋράν Έϊτς και η Νέκλα Κελέκ στην Γερμανία, η Φαντέλα Αμάρα στην Γαλλία, η Χόμα Αργιομάντ και η Ιρσχάντ Μαντζί στον Καναδά, η Μαριάμ Ναματζί και η Αζάμ Καμγκουϊάν στην Μ. Βρεταννία και η Τασλίμα Νασρίν στην Ινδία. Μια από τις πιο γνωστές είναι η Αγιάν Χιρσί Αλί, η οποία γεννήθηκε στη Σομαλία, μεγάλωσε στην Σαουδική Αραβία, την Αιθιοπία και την Κένυα και παντρεύτηκε ένα ξένο παρά τη θέλησή της: πρόσφυγας, απόφοιτος πανεπιστημίου, μεταφράστρια και νεαρή ερευνήτρια, μέλος τού Εργατικού Κόμματος, συγγραφέας και σεναριογράφος τής ταινίας «Υποταγή», έχει δώσει μάχες για τα δικαιώματα των γυναικών υπό το Ισλάμ και έχει γίνει στόχος, έχει δεχθεί απειλές κατά τής ζωής της. Ο συνάδελφός της στην παραγωγή τής «Υποταγής» πυροβολήθηκε και μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου σ΄ ένα δρόμο τού ΄Αμστερνταμ το Νοέμβρη τού 2004. Από τότε, η Αγιάν Χιρσί Αλί προστατεύεται από σωματοφύλακες επί 24ώρου βάσης.

Ο Tίμοθυ Γκάρτον Ας, στην «Ετήσια Επιθεώρηση Βιβλίων τής Νέας Υόρκης» χαρακτήρισε την Χιρσί Αλί «γενναία, ειλικρινή, απλοϊκή και δογματική (!) τού διαφωτισμού». Νομίζω, ότι θα έπρεπε όποιος κολλά τέτοιου είδους ετικέττες στη Χιρσί Αλί να διαβάσει την «Άπιστη» («Ιnfidel»). Οι εμπειρίες τής ζωής της ως κορίτσι και αργότερα γυναίκα υπό το Ισλάμ είναι τόσες και τόσο βαθιά χαραγμένες μέσα της, ώστε η επιλογή της να ενστερνιστεί τις ιδέες τού διαφωτισμού και να αγωνιστεί για τα δικαιώματα των γυναικών δεν είναι ούτε επιπόλαια ούτε ανάξια λόγου. Όπως και νά ΄χει το πράγμα, το να την αποκαλεί κάποιος «δογματική» αποτελεί σοβαρή διαστρέβλωση τής αλήθειας.

Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη, πριν και μετά την έλευσή της στην Ευρώπη (στη Γερμανία σε ηλικία 22 ετών), αλλά και στούς χρόνους τής νεότητας και τη ζωή της ως ενήλικης γυναίκας, τον κόσμο τής οικογένειας και τον ευρύτερο κόσμο, την κουζίνα και το κοινοβούλιο, την υποταγή και την ανεξαρτησία, τη θεοκρατία και το διαφωτισμό, τη θρησκεία και την αθεΐα, τη βία και την ειρήνη, αποτυχημένα κράτη και κράτη σε άνθιση.

Η  Χιρσί Αλί γνώρισε μια μορφή βίας σε ηλικία πέντε ετών, όταν (κατά τη διάρκεια τής απουσίας τής μητέρας της κι ενώ ο πατέρας της βρισκόταν στην φυλακή, διότι ήταν πολιτικός αντίπαλος τού σομαλού δικτάτορα Σιάντ Μπαρέ) η γιαγιά της την υπέβαλε σε κλειτοριδεκτομή με ψαλίδι και χωρίς αναισθησία. Όταν  ο πατέρας της δραπέτευσε από την φυλακή, η οικογένεια μετοίκησε στη Σαουδική Αραβία, όπου η μητέρα της βρίστηκε από άντρες στο δρόμο, επειδή κυκλοφορούσε χωρίς τη συνοδεία άντρα και όπου στο σχολείο τής αφιέρωναν τα 4/5 τού χρόνου στην διδασκαλία τού Κορανίου και ο δάσκαλος την αποκαλούσε «aswad abda», δηλαδή μαύρη δούλη. «Μισούσα τη Σαουδική Αραβία», λέει η Αλί. Στην συνέχεια, η οικογένεια μετακινήθηκε στην Αιθιοπία κι από εκεί στην Κένυα. Στο Ναϊρόμπι ο δάσκαλος, ma΄alim, που είχε προσλάβει η μητέρα της, την κτυπούσε. Kάποτε τής κτύπησε το κεφάλι στον τοίχο και της προκάλεσε κάταγμα κρανίου.

Όταν έγινε δέκα έξι ετών απέκτησε νέα καθηγήτρια ισλαμικών σπουδών,  την Αζίζα, που ήταν διαφορετική από οποιονδήποτε άλλο καθηγητή είχε γνωρίσει, μία φανατική γυναίκα, η οποία όμως, δεν ασκούσε βία στούς μαθητές της. Πολύ σύντομα η Χιρσί Αλί θέλησε να της μοιάσει. «΄Ηθελα να είμαι αγνή και καλή και να υπηρετώ τον Αλλάχ.» Άρχισε να προσεύχεται πέντε φορές τη μέρα και να φορά μία τεράστια μαύρη μπούργκα.

Η Μουσουλμανική Αδελφότητα αποκτούσε όλο και περισσότερη ισχύ εκείνη την εποχή. Η Χιρσί Αλί άρχισε να συχνάζει σ΄ ένα κοινοτικό κέντρο, όπου νεαροί μουσουλμάνοι, δυσαρεστημένοι από τον τρόπο διδασκαλίας στούς μεντρεσέδες  (όπως στον μεντρεσέ τής Ιρσχάντ Μαντζί στο Ρίτσμοντ τής Μπρίτις Κολούμπια) επιζητούσαν γνώση σε περισσότερο βάθος. «Ήθελαν να βυθιστούν σ΄αυτό, επρόκειτο για ένα πάθος, μία διαρκή εσωτερική αναζήτηση.» Εδώ παρατηρείται το ίδιο παράδοξο, που είδαμε και στην τάξη τής Αζίζα: δογματισμός συνδυασμένος με έρευνα. «Πρόθεσή μας ήταν να ακολουθήσουμε τον παλαιό τρόπο ζωής, ακόμα και στην παραμικρότερη λεπτομέρεια: δεν μαθαίναμε απλά ένα κείμενο απ΄ έξω, συζητούσαμε το νόημα τού ισλαμισμού και πώς εφαρμοζόταν στην καθημερινή μας ζωή.» Πρόκειται για μία τόσο παράδοξη όσο και ενδιαφέρουσα κατάσταση προς παρατήρηση -άνθρωποι, που διοχετεύουν με πάθος την ενέργεια και τις νοητικές τους ικανότητες- αναζητήσεις σε μεγαλύτερη υπακοή και υποταγή.

 

Υπήρχαν θετικά αποτελέσματα από την επίδραση τής αδελφότητας: λιγότερη εξάρτηση από τα ναρκωτικά και λιγότερη διαφθορά. Παρ΄ όλα αυτά, η Χιρσί Αλί πάντα είχε αναπάντητα ερωτήματα και αμφιβολίες. Απορούσε με την εμμονή τού ιμάμη με τις γυναίκες, πόσο κομμάτι τής επιδερμίδας τους έδειχναν  και ήταν πολύ οργισμένη με την ανισότητα, την καταπίεση και την αδικία, που επιβαλλόταν στις γυναίκες.

Τον Ιανουάριο τού 1992, ο πατέρας της τής ανακοίνωσε, ότι τής είχε βρεί σύζυγο, ένα Καναδό επ΄ ονόματι Οσμάν Μουσσά, μακρινό ξάδελφο με υψηλά αμειβόμενο επάγγελμα. Η Αγιάν τρομοκρατήθηκε και μόλις τον συνάντησε ακόμη περισσότερο: «Ήταν βαρετός, έλεγε κοινοτοπίες, ήταν ένας μισαλλόδοξος, μουσουλμάνος ως το κόκκαλο.» Πήγε στον πατέρα της και προσπάθησε να αρνηθεί, αλλά εκείνος την απέπεμψε. Δεν είχε διέξοδο. Ταξιδεύοντας προς Καναδά, όπου θα παντρευόταν τον Οσμάν Μουσσά, είχε ενδιάμεση στάση στη Γερμανία. Εκεί συνειδητοποίησε, ότι πολύ απλά μπορούσε να εξαφανισθεί. «Ήξερα, ότι υπήρχε κι άλλου είδους ζωή. Είχα διαβάσει γι΄ αυτήν και τώρα μπορούσα να την δώ, να την οσμιστώ στον αέρα, που με περιέβαλλε ·ήταν το είδος τής ζωής, που πάντα ήθελα, με πραγματική εκπαίδευση, πραγματικό επάγγελμα, πραγματικό γάμο. ΄Ηθελα να πάρω τις δικές μου αποφάσεις. ΄Ηθελα να γίνω πρόσωπο, άτομο, με τη δική μου ζωή.» ΄Ετσι κι έγινε. Πήγε στην Ολλανδία. Πήγε στην υπηρεσία μεταναστών τής Αστυνομίας και στη συνέχεια στο Γραφείο Αρωγής Προσφύγων, όπου η υπεύθυνη, που τής πήρε συνέντευξη, τής είπε, ότι ο αναγκαστικός γάμος δεν ήταν βέβαιο, ότι θα τής εξασφάλιζε την ασυλία. Η Χιρσί Αλί έπρεπε να δηλώσει με σαφήνεια, ότι συνέτρεχε συγκεκριμένος κίνδυνος, φόβος καταδίωξης. Έτσι, επινόησε μια ιστορία, πράγμα, για οποίο παραδέχεται, ότι δεν είναι περήφανη κι έτσι πήρε την κάρτα, που τής επέτρεπε να δουλεύει, να παρακολουθεί μαθήματα στο πανεπιστήμιο και μέσα σε πέντε χρόνια να αποκτήσει την υπηκοότητα. Έμαθε ολλανδικά, πήγε στο επαγγελματικό κολλέγιο και σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο τού Λέϊντεν. ΄Ηθελε να μάθει, «γιατί η ζωή στην Ολλανδία ήταν τόσο διαφορετική από τη ζωή στην Αφρική. Γιατί υπήρχε τόση ειρήνη, τόση ασφάλεια και τόσος πλούτος στην Ευρώπη. Ποιές ήταν οι αιτίες τού πολέμου, και πώς κτίζεται η ειρήνη». Το σκεπτόταν διαρκώς. «Αυτή ήταν μία “άπιστη χώρα”, τον τρόπο ζωής τής οποίας υποτίθεται, ότι οι μουσουλμάνοι απορρίπτουν. Τότε γιατί διοικείτο τόσο πολύ καλύτερα, γιατί έκανε την ζωή των ανθρώπων τόσο πολύ καλύτερη; Γιατί οι “άπιστοι” να ζουν ειρηνικά και οι μουσουλμάνοι να σκοτώνωνται μεταξύ τους;»

Όλοι τής είπαν, ότι οι πολιτικές επιστήμες ήταν κακή επιλογή, αλλά εκείνη ήταν κατενθουσιαμένη. Καταλάβαινε επί τέλους τι σημαίνει καλή διακυβέρνηση. Αντιλαμβανόταν την προσήλωση των ολλανδών στην ελευθερία και γιατί η Ολλανδία ήταν χώρα-κλειδί για την ευρωπαϊκό διαφωτισμό. «Μερικές φορές, μού φαινόταν, ότι κάθε σελίδα που διάβαζα ήταν πρόκληση για μένα ως μουσουλμάνα.» Την ίδια εποχή δούλευε ως μεταφράστρια (σομαλικά – ολλανδικά) και υπό αυτή την ιδιότητα έλαβε και «άλλου είδους μαθήματα πόνου, δυστυχίας, κακοποίησης και των δεινών τής άγνοιας». Στο καταφύγιο των κακοποιημένων γυναικών σχεδόν όλες οι γυναίκες ήταν από το Μαρόκο, την Τουρκία, το Αφγανιστάν και τη Σομαλία. ΄Αρχισε να αναρωτιέται, γιατί τόσες πολλές μουσουλμάνες βρίσκονταν εκεί.

Στις 3 Σεπτεμβρίου του 2001, προσλήφθηκε ως ερευνήτρια τού Εργατικού Κόμματος. Στις 11 Σεπτεμβρίου παρακολουθούσε στο CNN τα αεροπλάνα, που κατέρριψαν τούς πύργους και σκέφθηκε, «Αλλάχ, ας μην είναι μουσουλμάνοι αυτοί που το έκαναν αυτό!» Το θέμα αυτό της έγινε έμμονη ιδέα, όπως και σε πολλούς άλλους ανθρώπους άλλωστε  και άρχισε να ψάχνει για πληροφορίες στις εφημερίδες και το διαδίκτυο προσπαθώντας να καταλάβει τί πραγματικά συνέβη. Όλες οι βασανιστικές αμφιβολίες και τα σκληρά ερωτήματα, που είχε για το Ισλάμ, ήρθαν στην επιφάνεια και άρχισε να μιλά.

 

Έγραψε άρθρα σε εφημερίδες, μίλησε στην τηλεόραση για πολλά ζητήματα, όπως την ένταξη των μεταναστών στις κοινωνίες, που τούς φιλοξενούν, τη χρηματοδότηση από την κυβέρνηση μουσουλμανικών σχολείων και κυρίως την κατάσταση και τη μεταχείριση των γυναικών. Συνειδητοποίησε, πως ήταν άθεη: «Η πανταχού παρούσα προοπτική τής κόλασης απομακρύνθηκε και οι ορίζοντές μου έγιναν ευρύτεροι.» Ήταν έτοιμη να επιστρέψει στην αρχική της, έμφυτη, απόρριψη τής «αξίας» τής υποταγής και τής υπακοής. «Στο Ισλάμ είσαι ο δούλος τού Αλλάχ: υποτάσσεσαι κι έτσι παύεις να έχεις προσωπική βούληση. Δεν είσαι ελεύθερο άτομο

Η Χιρσί Αλί ήθελε να γίνει ελεύθερο άτομο και ήθελε να υπάρχει αυτή η επιλογή και για τούς άλλους ανθρώπους. Το μικρό παντζούρι στο πίσω μέρος τού μυαλού της, όπου έκρυβε όλες τις σκοτεινές της σκέψεις, είχε ανοίξει, και αρνήθηκε να το ξανακλείσει. Από τότε είναι συνέχεια ανοικτό. (Ophelia, Benson).

 

http://freeinquiry.gr/pro.php?id=2239&PHPSESSID=8194cfdb8d71d7595a5be4302fa76d37