Απόρριψη και δυσπιστία

του Γιώργου Καραμπελιά

Μια καταδίκη της γερμανικής ηγεμονίας

Το πρώτο και καθοριστικό συμπέρασμα από τις ευρωπαϊκές εκλογές είναι η ενίσχυση των φυγόκεντρων τάσεων απέναντι στη γερμανική Ευρώπη. Παντού, από τη Βρετανία έως την Ιταλία και την Ελλάδα, από την Ισπανία έως την Ουγγαρία και τη Φιλανδία, ενισχύθηκαν οι τάσεις προς την προτεραιότητα της εθνικής αυτονομίας έναντι μιας Ευρώπης που έχει μπει κάτω από τον ζουρλομανδύα της Μέρκελ και τη στρατηγική της λιτότητας. Στη Βρετανία ο κλασσικός βρετανικός απομονωτισμός ξεπέρασε κάθε προηγούμενο και εκφράστηκε με τη μεταβολή του «ανεξαρτησιακού» κόμματος σε πρώτη δύναμη στις ευρωεκλογές. Στη Γαλλία η χαβιαριστερά των σοσιαλιστών, αλλά και η ευρωπαϊστικη «αριστερά» του Μελανσόν, ηττήθηκαν κατά κράτος μπροστά στη Λεπέν που εμφανίζεται ως υποστηρικτής της γαλλικής ανεξαρτησίας απέναντι στη Γερμανία. Στην Ιταλία ο Πέπε Γκρίλλο και το «κόμμα των πέντε αστέρων», παρά την υστερική φύση του αρχηγού του αναδείχθηκε σε δεύτερο κόμμα. Στις περισσότερες χώρες της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης, την Αυστρία, τη Φιλανδία, την Ουγγαρία, θριάμβευση η ξενοφοβική δεξιά.

 

Ακόμα και στην ίδια τη Γερμανία ενισχύθηκαν οι «εναλλακτικοί» για τη Γερμανία που υποστηρίζουν την αποχώρηση από το ευρώ, ενώ και το ναζιστικό NΡD εξέλεξε για πρώτη φορά ευρωβουλευτή.Τέλος στην Ελλάδα, ενισχύθηκε τόσο η ναζιστική δεξιά της Χ.Α. όσο και η αριστερά ­– ο Σύριζα και το ΚΚΕ- που αμφισβητούν την γερμανική ηγεμονία. Στην Ισπανία τέλος, τα δύο μεγάλα ευρωπαϊστικά κόμματα οι σοσιαλιστές και το λαϊκό κόμμα, έχασαν το 40% της δύναμής τους και ενισχύθηκαν οι μικρότεροι σχηματισμοί, η αριστερά που τριπλασίασε τη δύναμή της και κυρίως οι αγανακτισμένοι του Podemos, που μπήκαν στο ευρωκοινοβούλιο με 5 έδρες. Τέλος στην Ιρλανδία, ενισχύθηκε η πολιτική πτέρυγα του ΙΡΑ το Σιν Φέιν. Aν θέλαμε μάλιστα να κάνουμε μια τυπολογία αυτής της αντιγερμανικής και «αντιευρωλιγούρικης» ψήφου, θα λέγαμε πως στο Νότο της Ευρώπης ενισχύθηκε περισσότερο μια αριστερή αντισυστημική ψήφος, ενώ στο Βορρά και την Ανατολική Ευρώπη μια δεξιά και ακροδεξιά.

Η παρά φύσιν ανάδυση της Χ.Α.

H Ελλάδα αποκλίνει σε μεγάλο βαθμό από την ευρωπαϊκή ψήφο ακριβώς λόγω της έκτασης της κρίσης και των ιδιαιτεροτήτων της χώρας μας. Η έκταση της κρίσης υπήρξε τέτοια ώστε συρρίκνωσε αποφασιστικά τη λεγόμενη κεντροαριστερά, η οποία στο σύνολό της (ΕΛΙΑ, ΠΟΤΑΜΙ και ΔΗΜΑΡ) περιορίστηκε στο 15-16% σε αντίθεση με την ηγεμονική της παρουσία σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης στο 40-45%. Η κυβερνώσα δεξιά υπέστη επίσης κατακερματισμό και συρρίκνωση μια και περιορίστηκε με τη σειρά της στο 22% των ψήφων. Παράλληλα ενισχύθηκαν οι αντισυστημικές και αντιγερμανικές τάσεις με κυρίαρχη την επιβεβαίωση του ΣΥΡΙΖΑ που σταθεροποίησε τα ποσοστά του Ιουνίου του 2012 και την ενίσχυση της Χ.Α. στο 9,5%.

Το γεγονός ότι στην Ελλάδα παρά την έκταση της κρίσης η λεγόμενη αντισυστημική ψήφος διαμοιράστηκε σε δύο μεγάλες κατευθύνσεις (ΣΥΡΙΖΑ και Χ.Α.) καθώς και σε μία πληθώρα μικρότερων σχηματισμών (ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΕΠΑΜ, Οικολόγοι κλπ) ή από την αντίθετη κατεύθυνση (ΛΑΟΣ, Πολύδωρας,κ.λπ.), είναι συνέπεια των ελληνικών ιδιαιτεροτήτων.

Η διάσπαση της «αντιμνημονιακής» ψήφου σε δύο μεγάλες κατευθύνσεις, η οποία δεν διαπιστώνεται σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα, αποτελεί συνέπεια της ελληνικής ιδιαιτερότητας. Του γεγονότος δηλαδή ότι η Ελλάδα, μαζί με την Κύπρο, αποτελούν τις μόνες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν πρόβλημα εθνικής επιβίωσης και απειλούνται στην ίδια τους την υπόσταση. Στον βαθμό λοιπόν που η αριστερά, η οποία είναι ο κύριος υποδοχέας της διαμαρτυρίας απέναντι στην κοινωνική και οικονομική κρίση, αγνοούσε και υποτιμούσε τα εθνικά θέματα – ή ακόμα χειρότερα, οι εθνομηδενιστικές της πτέρυγες, συνηγορούσαν υπέρ της «ελληνοτουρκικής» φιλίας ή των «ανοικτών συνόρων» προς τους μετανάστες – δημιούργησε τις συνθήκες γι’ αυτόν τον βαθύτατο διχασμό: Αντί να ενσωματώσει την εθνική/πατριωτική διάσταση στην κοινωνική και οικολογική ευαισθησία απέρριπτε την πρώτη για να κρατήσει μόνο τη δεύτερη.

Έτσι, όπως έχουμε καταδείξει χιλιάδες φορές, επέτρεψε σε ένα φασιστικό γκρουπούσκουλο να μετατραπεί σε πολιτική δύναμη και να δώσει στην ακροδεξιά ένα δήθεν αντισυστημικό και πατριωτικό μανδύα. Είναι χαρακτηριστικό πως σε απόλυτη ομοφωνία με τα συστημικά μέσα ενημέρωσης, τη ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ, η Αριστερά προβάλλει ως βασική αιτία ενίσχυσης της Χ.Α. τον «εθνικισμό» του Σαμαρά, του «Δικτύου 21» κ.ά,(!) και όχι τον εθνομηδενισμό που είχε καταστεί ηγεμονικός την τελευταία εικοσαετία στην Ελλάδα.

Εξ αιτίας αυτού του διχασμού, ο ΣΥΡΙΖΑ παρ’ ότι διατήρησε τα ποσοστά του των εκλογών του 2012, δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα ευρύτερο ρεύμα που θα του επέτρεπε να διεκδικήσει με αξιώσεις την ανατροπή του κυρίαρχου κυβερνητικού συνασπισμού.

Ο ΣΥΡΙΖΑ στο σταυροδρόμι

Τις βαθύτερες αιτίες αυτού του δισταγμού του λαϊκού σώματος, μπορεί να τους διαγνώσει δια γυμνού οφθαλμού ο οποιοσδήποτε, και η ίδια ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, αρκεί να παρατηρήσει την σειρά με την οποία εκλέγονται οι ευρωβουλευτές της –από τον παλιό Συνασπισμό εκλέγεται μόνο ο Παπαδημούλης– ενώ από τους έξι οι τρεις (Σακοράφα, Κατρούγκαλος, Χρυσόγονος, είναι πασοκογενείς και εμφανίζονται ως πατριωτικών αποκλίσεων), ο δε Γλέζος αποτελεί το σύμβολο της πατριωτικής αριστεράς. Άλλη, απολύτως χαρακτηριστική ένδειξη, είναι η εκλογή του Καρυπίδη, ο οποίος είχε αποκλειστεί ως «εθνικιστής και αντισημίτης», με συντριπτικά ποσοστά ως περιφερειάρχη Δυτικής Μακεδονίας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να αναδειχθεί πρώτο κόμμα στις ευρωεκλογές και στην περιφέρεια της Αττικής, όπου η γενική πολιτική διάσταση κυριαρχούσε έναντι της τοπικοπεριφερειακής, αλλά ταυτόχρονα δεν κατόρθωσε ούτε να ανεβάσει το ποσοστά του, ούτε να επιτύχει σημαντικά κέρδη σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Έτσι, ναι μεν υποσκέλισε στο γενικό επίπεδο τη Ν.Δ., αλλά ταυτόχρονα δεν κατόρθωσε να διαμορφώσει πλειοψηφικό ρεύμα. Κατά συνέπεια, βρίσκεται μπροστά σ’ ένα δίλημμα: Είτε να διαμορφώσει αυτό το ρεύμα μετασχηματίζοντας την ίδια τη ιδεολογία και το προφίλ του σε μια αντισυστημική πατριωτική κατεύθυνση, αναγκαία προϋπόθεση για μια τέτοια πλειοψηφία, είτε να προσπαθήσει να κυριαρχήσει δολιχοδρομώντας ανάμεσα στις σκοπέλους του συστήματος. Στη δεύτερη περίπτωση, θα πρέπει να συμβιβαστεί με τα μεγάλα συμφέροντα μέσα και έξω από τη χώρα, και να δημιουργήσει τους όρους για συμμαχίες με άλλες πολιτικές δυνάμεις –της συστημικής κεντροαριστεράς ή ακόμα και δεξιάς– για να αποκτήσει τη δυνατότητα μιας εκλογικής επικράτησης. Και όλες οι σχέσεις με την «αμερικανική αριστερά» από τον Όλιβερ Στόουν μέχρι το Βαρουφάκη, η προσέγγιση με τον ΓΑΠ δια μέσου της πληθώρας των συμβούλων, που έχουν μετακομίσει στον ΣΥΡΙΖΑ, και η ενίσχυση του μεσοστρωματικού χαρακτήρα της ηγεσίας του κόμματος, προδιαθέτουν για μια τέτοια κατεύθυνση. Σε μια τέτοια περίπτωση θα είναι υποχρεωμένοι να συνδιαλλαγούν και να συναλλαγούν με το ΠΑΣΟΚ, το ΠΟΤΑΜΙ και τους σπόνσορές τους, για να διασφαλίσουν την πλειοψηφία.

Αντίθετα ένα παλλαϊκό εαμικό κίνημα θα σάρωνε όλα τα συστημικά αναχώματα και θα μετασχημάτιζε την ίδια την κοινωνική και πολιτική απεύθυνση του κόμματός.

Και δυστυχώς δεν είμαστε πολύ αισιόδοξοι για κάτι τέτοιο. Διότι, αν αυτό δεν έγινε το 2012, όταν το σύστημα ήταν πολύ πιο αιφνιδιασμένο, οι Χριστόπουλοι, οι Λιάκοι και οι Βαρουφάκηδες ήταν ακόμα στην κοιτίδα τους του Σημίτη και του ΓΑΠ, ενώ η λαϊκή αγανάκτηση βρισκόταν στο ζενίθ, θα μπορέσει να γίνει άραγε σήμερα;

Εμείς πάντως, δεν θα πάψουμε να το ευχόμαστε γιατί θα συνιστούσε μια επιτάχυνση των αναπόφευκτων ιστορικών εξελίξεων που οδηγούν στη διαμόρφωση ενός πατριωτικού,δημοκρατικού, κοινωνικού και οικολογικού μετώπου.

Το μνημονιακό στρατόπεδο

Αντίθετα ο Σαμαράς πρέπει να είναι απολύτως ευτυχής με τα αποτελέσματα των εκλογών, δεδομένου ότι φοβόταν τα χειρότερα και την άμεση κατάρρευσή του, στην περίπτωση που η διαφορά με τον ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη, και το κόμμα του θα βυθιζόταν πιο κάτω από το 22,7% που εν τέλει απέσπασε. Επιπλέον, η πτώση του ΠΑΣΟΚ σε διαχειρίσιμο επίπεδο, η κατάρρευση της ΔΗΜΑΡ που ήθελε να εμφανιστεί ως αντικυβερνητικός πόλος της «κεντροαριστεράς» και η ανάδειξη ενός νέου μπαλαντέρ όπως το ΠΟΤΑΜΙ, αποτελούν στοιχεία που μπορούν να επιτρέψουν έστω για ένα μικρό διάστημα ακόμα την επιβίωση του κυβερνητικού σχηματισμού.

Δεν ευοδώθηκε η απόπειρα της πυροδότησης μιας άμεσης κρίσης στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ, από την πλευρά του ΓΑΠ και της ΔΗΜΑΡ, την οποία ευελπιστούσε και ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ αντίθετα είναι δυνατόν και μάλλον βέβαιο ότι θα προστεθούν νέα κοινοβουλευτικά δεκανίκια στο εξασθενημένο κυβερνητικό στρατόπεδο, που θα προέλθουν από τη διάλυση της ΔΗΜΑΡ και ίσως από μια πιθανή κρίση των ΑΝΕΛ.

Η αποφυγή πλήρους κατάρρευσης του ΠΑΣΟΚ, δίνει τη δυνατότητα στο σύστημα όχι μόνο να κερδίσει χρόνο στη συνολική κυβερνητική στρατηγική, αλλά και να δρομολογήσει εξελίξεις για την ανασυγκρότηση της «κεντροαριστεράς». Και αυτό μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους: Ο πρώτος είναι η σταδιακή μεταβολή του ΣΥΡΙΖΑ στη νέα «κεντροαριστερά», κατεύθυνση που προδιαγράφεται εν μέρει από την εκλογική ενίσχυση των πασοκογενών του ΣΥΡΙΖΑ και της Δούρου στην περιφέρεια Αττικής, είτε μέσα από τη διαμόρφωση ενός νέου «κεντροαριστερού» πόλου μεταξύ ΠΑΣΟΚ, ΠΟΤΑΜΙΟΥ και υπολειμμάτων της ΔΗΜΑΡ, είτε –όπερ και το πιθανότερο– μέσα από ένα συνδυασμό και των δύο. Η διαμόρφωση εξάλλου ενός «κεντροαριστερού» πόλου από τις παραδοσιακές μνημονιακές δυνάμεις θα αποτελεί τον μοχλό για τον έλεγχο του ΣΥΡΙΖΑ και των εξελίξεων στο εσωτερικό του.

Το μόνο κόμμα το οποίο παρ’ όλο το συγκεχυμένο χαρακτήρα του εκφράζει μια πατριωτική και ταυτόχρονα αντιμνημονιακή και δημοκρατική κατεύθυνση είναι οι ΑΝΕΛ. Γι’ αυτό, και είναι λυσσαλέα και επίμονη η προσπάθεια να εξαφανιστεί από το πολιτικό σκηνικό. Όπως είχαμε τονίσει τρεις μέρες πριν, «ένα τέτοιο κόμμα, σε συμμαχία με όποιες πατριωτικές δυνάμεις υπάρχουν μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να αποτελέσει ένα μεγάλο πρόβλημα για όσους απεργάζονται τη συστημική ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ . Και παρότι η ηγεσία των ΑΝΕΛ… δίνει πολύ συχνά μια αίσθηση αλαλούμ, αποτελεί παρόλα ταύτα έναν πόλο πατριωτικό και αυθεντικά αντιμνημονιακό! Είναι εξαιρετικά σημαντική η επιβίωση/μετασχηματισμός των ΑΝΕΛ . Διότι οι ΑΝΕΛ, δεν έχουν πλέον μέλλον ως κόμμα της “λαϊκής δεξιάς, αλλά θα πρέπει να μετασχηματιστούν πραγματικά σε “Ανεξάρτητους Έλληνες”, αν θέλουν να επιβιώσουν.» Αυτή μας η προεκλογική διαπίστωση επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά στις ψήφους που έλαβαν οι υποψήφιοι ευρωβουλευτές της. Προηγούνται οι Μαριάς, Ρωμανιάς, Ζουράρις, Γεωργαντά, Μαρκάτος, κ.λπ. ενώ στους πρώτους ψηφισθέντες δεν περιλαμβάνεται κανένας προερχόμενος από την παραδοσιακή δεξιά.

Κάτω από το 3%

Από τα σαράντα κόμματα και κομματίδια που κατέβηκαν σε αυτές τις ευρωεκλογές, τα τριάντα τρία, έλαβαν ποσοστό κάτω του 3% , συγκεντρώνοντας όμως ένα σχετικά σημαντικό ποσοστό των εκλογέων – μία ακόμα ένδειξη για την έλλειψη μεγάλων και πλειοψηφικών ρευμάτων στην ελληνική κοινωνία. Θα λέγαμε πως οι κυβερνητικοί αποδοκιμάστηκαν αλλά οι αντικυβερνητικοί δεν έπεισαν με αποτέλεσμα να επιταθεί η διασπορά και η διάχυση. Εντυπωσιακό είναι το ποσοστό που καταφέρνει να αποσπάσει ο Καρατζαφέρης, με το 2,7% που κέρδισε σε μια προεκλογική εκστρατεία ολίγων εβδομάδων, λειτουργώντας ως μια εν δυνάμει εφεδρεία της κυβερνητικής δεξιάς. Σημαντικό επίσης και ανέλπιστο ήταν το ποσοστό του Χατζημαρκάκη, μιας αστείας προσωπικότητας, που όμως κατόρθωσε να ξεπεράσει τον ακόμα πιο αστείο Τζήμερο και άλλους Σκυλακάκηδες. Οι Οικολόγοι Πράσινοι, στους οποίους επιχειρήθηκε μία στροφή έξω από τα παραδοσιακά μονοπάτια του εθνομηδενιστικού ευρωπαϊσμού τους, εν τέλει διασπάστηκαν, εμφανίστηκαν με δύο ψηφοδέλτια, και προβάλλοντας ένα εντελώς συγκεχυμένο προφίλ απέτυχαν και στις δύο εκδοχές τους (συγκεντρώνοντας 0,9% και 0,5% αντίστοιχα). Τα λεγόμενα «κόμματα της δραχμής», «Σχέδιο Β, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΕΠΑΜ, ΔΡΑΧΜΗ», κλπ, στο προνομιακό γι’ αυτά πεδίο των ευρωεκλογών, δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν το 2,5%, στο σύνολό τους, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά πως η «επαναστατική» πλειοδοσία σε μία κατεύθυνση που δεν έχει καμία σχέση με τις γεωπολιτικές πραγματικότητες της χώρας, δεν έχει καμία πιθανότητα πλέον.

Το μέτωπο

Η συγκρότηση του πατριωτικού- κοινωνικού- οικολογικού και δημοκρατικού μετώπου που έχει ανάγκη η χώρα θα μπορούσε να επιταχυνθεί εάν υπήρχε ένας διακριτός ιδεολογικοπολιτικός πόλος ικανός να επιταχύνει τις εξελίξεις στο ΣΥΡΙΖΑ και στην πολιτική ζωή της χώρας γενικά. Κατά τον ίδιο τρόπο που οι εσωτερικοί «ελεγκτές» της πολιτικής ορθότητας θεωρούν αποφασιστικής σημασίας, την ύπαρξη κομμάτων της συστημικής κεντροαριστεράς, για να μπορούν να ελέγχουν τόσο τη δεξιά (βλέπε συγκυβέρνηση) όσο και την αριστερά (ιδεολογικά και πολιτικά), η ύπαρξη ενός αντισυστημικού πατριωτικού πόλου θα μπορούσε να επηρεάσει καθοριστικά τις εξελίξεις στο σύνολο της αριστεράς αλλά και της κοινωνίας γενικότερα και να αφαιρέσει ταυτόχρονα το έδαφος κάτω από τα πόδια του ναζιστικού μορφώματος.

Γι’ αυτό, και οι αντίπαλοί μας κάνουν ότι μπορούν για να μην συγκροτηθεί τέτοιος πόλος (συκοφαντώντας προβοκάροντας, αποκλείοντας, προβάλλοντας τις πιο αστείες και ελεγχόμενες μορφές αυτού του χώρου έτσι ώστε να μείνει ανήμπορος μεταξύ του αντιφατικού χαρακτήρα των ΑΝΕΛ, και του …. «Σχεδίου Β» του Αλαβάνου. Προφανώς λοιπόν, για άλλη μια φορά αυτό το αίτημα τίθεται ακόμα πιο επιτακτικά. Και την επόμενη περίοδο θα πρέπει να παλέψουμε γι’ αυτό, αξιοποιώντας και δυνάμεις που αναδύθηκαν τόσο μέσα από τις αυτοδιοικητικές, όσο και τις ευρωπαϊκές εκλογές. Αλλά σε αυτό το ζήτημα θα χρειαστεί να επανέλθουμε τις επόμενες ημέρες.

 

http://ardin-rixi.gr/archives/17659