Παρά τις φυγόκεντρες δυνάμεις που αναπτύσσονται στην Ευρωζώνη, θεωρούμε ότι μας ενώνουν περισσότερα πράγματα, από όσα μας χωρίζουν – ειδικά ενόψει της καταιγίδας στον υπόλοιπο πλανήτη, η οποία ίσως βυθίσει τα μικρότερα πλοία
“Τις σκοτεινές νύχτες στον ουρανό της Ευρώπης, σε σπάνιες στιγμές, ανοίγουν στενοί φεγγίτες – πάντα εκεί που δεν το περιμένεις, μέσα από τον καταναγκασμό της συσκότισης και των αδιέξοδων καταστάσεων” (David Rousset).
Ανάλυση
Η κρίση έχει επεκταθεί σήμερα σε ολόκληρο τον πλανήτη – γεγονός που σημαίνει σίγουρα ότι, δεν μπορεί να ενοχοποιηθεί αποκλειστικά και μόνο το ευρώ για όλα όσα συμβαίνουν παρά το ότι, χωρίς καμία αμφιβολία, δημιούργησε πολλά προβλήματα σε αρκετές χώρες της Ευρωζώνης.
Αναλυτικότερα, οι κεντρικές τράπεζες, αφενός μεν λόγω του συναλλαγματικού πολέμου που διεξάγεται διεθνώς, αφετέρου επειδή έχουν πλέον καταναλώσει όλα τα «πυρομαχικά» τους, επεμβαίνουν σε όλα τα «μήκη και πλάτη» του συστήματος – με μεθόδους, οι οποίες θα καταστρέψουν εντελώς τη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς.
Για παράδειγμα, μετά την απίστευτη χειραγώγηση της τιμής του χρυσού, η οποία όμως πυροδότησε μία άνευ προηγουμένου αύξηση της ζήτησης του σε φυσική μορφή, έχουν επεκταθεί πλέον επίσημα στα χρηματιστήρια – στηρίζοντας τις τιμές των μετοχών με αγορές εκ μέρους τους.
Περαιτέρω, η ΕΚΤ «απειλεί» τη Fed, η οποία έχει τοποθετήσει στο στόχαστρο τα υποκαταστήματα των ευρωπαϊκών τραπεζών στις Η.Π.Α., με αντίποινα – εάν τυχόν «εντείνει» τους ελέγχους της, δημιουργώντας τους νέα προβλήματα.
Την ίδια στιγμή, οι χώρες της BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Ν. Αφρική), θέλοντας να προστατεύσουν τις οικονομίες τους από την επερχόμενη καταιγίδα, αποφάσισαν την ίδρυση μίας διεθνούς τράπεζας – η οποία θα λειτουργήσει ανταγωνιστικά στους ελεγχόμενους από τις Η.Π.Α. οργανισμούς (στο ΔΝΤ και στην Παγκόσμια Τράπεζα).
Ειδικά όσον αφορά τη Ν. Αφρική, είναι αντιμέτωπη με πολύ μεγάλα προβλήματα – υποφέροντας από σημαντικές ελλείψεις στο σύστημα ηλεκτροδότησης, από μία συνεχώς μειούμενη παραγωγή στα ορυχεία, από τα συνεχόμενα «απεργιακά κύματα» των εργαζομένων, καθώς επίσης από μία ανεργία άνευ προηγουμένου.
Στη Βραζιλία δε είναι πλέον εμφανές ότι, ο υψηλός πληθωρισμός λειτουργεί ανασταλτικά, όσον αφορά την οικονομία της – με αποτέλεσμα η κεντρική της τράπεζα να αυξήσει απρόσμενα το βασικό επιτόκιο, παρά τον κίνδυνο μίας ακόμη ανατίμησης του νομίσματος της.
Με στόχο δε να εμποδίσει κάτι τέτοιο, το οποίο θα ήταν καταστροφικό για τις εξαγωγές της, ενώ θα προκαλούσε μία μεγάλη εισροή κερδοσκοπικών κεφαλαίων από το εξωτερικό, φαίνεται πως θα υιοθετήσει νέα προστατευτικά μέτρα – εξελίξεις οι οποίες θα επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό τις γειτονικές χώρες, κυρίως δε την Αργεντινή, η οποία είναι ξανά αντιμέτωπη με τον πληθωρισμό και τη χρεοκοπία.
Οι υπόλοιπες χώρες, μεταξύ των οποίων οι πλούσιες σε ενεργειακά αποθέματα και ορυκτά, όπως η Ρωσία, ο Καναδάς ή η Αυστραλία, απειλούνται πολύ σοβαρά από την προβλεπόμενη ύφεση – με ορισμένες από αυτές (Ρωσία, Καναδάς), να εγγράφουν ήδη αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Εν τούτοις, ως πρώτα υποψήφια θύματα καταγράφονται η Μ. Βρετανία και η Ιαπωνία – η πρώτη λόγω των ασθενών οικονομικών μεγεθών της, ενώ η δεύτερη επειδή ακολουθεί μία νομισματική πολιτική, η οποία θυμίζει τους «καμικάζι» (Θείος άνεμος) του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου.
Εντός της Ευρωζώνης, παρά το ότι τα βλέμματα όλων είναι επικεντρωμένα στην Ιταλία και στην Ισπανία, κατά δεύτερο λόγο δε στη Σλοβενία, στο Βέλγιο, στην Ολλανδία, στο Λουξεμβούργο και στη Μάλτα, ο μεγάλος ασθενής φαίνεται να είναι η Γαλλία – η οποία πιέζει αφόρητα τη Γερμανία. Πρόθεση της είναι να επιταχυνθούν οι διαδικασίες της τραπεζικής ενοποίησης στην Ευρώπη, λόγω των τεράστιων προβλημάτων που αντιμετωπίζει το χρηματοπιστωτικό της σύστημα.
Εν τούτοις, η Γερμανία δεν έχει καμία διάθεση να υποκύψει στις πιέσεις – πόσο μάλλον αφού ευρίσκεται ήδη στην έξοδο κινδύνου από το κοινό νόμισμα, αντιλαμβανόμενη πλήρως το μέγεθος της βόμβας, στα θεμέλια του τραπεζικού συστήματος της Ευρώπης (επόμενο θύμα του οποίου φαίνεται πως θα είναι η Αυστρία).
Στην υπόλοιπη ανεπτυγμένη Ευρώπη, η Δανία εισέρχεται πρώτη στα «επείγοντα περιστατικά» – αντιμετωπίζοντας μία ανάλογη με την Ολλανδία κρίση ακινήτων και τραπεζών, για την οποία όμως δεν μπορεί να «ενοχοποιήσει» το ευρώ, όπως οι άλλες χώρες.
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΛΥΣΕΙΣ
Σε σχέση με αυτά που αναλύσαμε παραπάνω, καθώς επίσης με όλα όσα έχουμε καταγράψει στο παρελθόν, θεωρούμε ότι πρέπει να αναζητηθούν οι σωστές λύσεις, πριν είναι πολύ αργά – λύσεις, οι οποίες όμως δεν θα αντιμετωπίζουν απλά τα «συμπτώματα» (όπως, για παράδειγμα, τις χειραγωγούμενες ισοτιμίες των νομισμάτων), αλλά τις βαθύτερες αιτίες των προβλημάτων μας.
Στα πλαίσια αυτά, ένας από τους σημαντικότερους ίσως σήμερα οικονομικούς προβληματισμούς είναι ο σωστός, ο ορθολογικός, ο «άριστος» καλύτερα συνδυασμός του κοινωνικού κράτους, έτσι όπως αυτό λειτουργεί κυρίως στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη, με τον δημιουργικό καπιταλισμό – ο οποίος έχει αναδείξει τις Η.Π.Α. στη χώρα των μεγάλων ευκαιριών, όσον αφορά τις επιχειρήσεις και, γενικότερα, την ιδιωτική πρωτοβουλία.
Ουσιαστικά πρόκειται για την εύρεση εκείνου του πολιτικού συστήματος, στο οποίο θα συμμετέχει τόσο το κράτος, όσο και ο ιδιωτικός τομέας, με έναν τέτοιο τρόπο που δεν θα εμποδίζεται το ένα από τον άλλο – ενώ θα ικανοποιούνται όσο το δυνατόν καλύτερα οι ανάγκες και των δύο, με στόχο την κοινωνική δικαιοσύνη, την αειφόρο ανάπτυξη, την ορθολογική αναδιανομή των εισοδημάτων και την συλλογική πρόοδο.
Κατά την πάγια άποψη μας, στο μικτό αυτό οικονομικό σύστημα, το κράτος πρέπει να έχει στην ιδιοκτησία του τις κοινωφελείς, τις μονοπωλιακές κερδοφόρες, καθώς επίσης τις στρατηγικές επιχειρήσεις. Όλες οι υπόλοιπες επιχειρήσεις οφείλουν να ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα – στη λειτουργία του οποίου δεν πρέπει να τοποθετείται κανενός είδους εμπόδιο (κατάργηση της γραφειοκρατίας, καταπολέμηση της διαπλοκής, εκμηδενισμός της διαφθοράς, σωστό επιχειρηματικό πλαίσιο, σταθερό φορολογικό περιβάλλον κοκ.).
Βέβαια, ο κρατικός μηχανισμός πρέπει να ελέγχεται στενά, από τους ενεργούς Πολίτες – με τη βοήθεια της υιοθέτησης της άμεσης Δημοκρατίας. Σε κάθε περίπτωση, τόσο τα κράτη, όσο και οι δημόσιες επιχειρήσεις, οφείλουν να δημοσιεύουν ετήσιους ισολογισμούς, οι οποίοι να αναρτώνται στο διαδίκτυο – έτσι ώστε να διασφαλίζεται η διαφάνεια και να διευκολύνεται ο έλεγχος τους από τους Πολίτες.
Ένας επόμενος «κρίσιμος» προβληματισμός είναι η ορθολογική κατανομή των «βαρών» του κοινωνικού κράτους – κεντρικό σημείο της οποίας είναι η φορολογία των εισοδημάτων (μισθών, κερδών κλπ.), σε σχέση με τη φορολογία των περιουσιακών στοιχείων (ακίνητα, καταθέσεις κοκ.).
Με κριτήριο την καταπολέμηση της ανεργίας, καθώς επίσης την επιδιωκόμενη ανάπτυξη, ειδικά στη σημερινή εποχή της υπερχρέωσης (η οποία, μεταξύ άλλων, λειτουργεί ανασταλτικά, όσον αφορά το κοινωνικό κράτος), η φορολόγηση των εισοδημάτων πρέπει να είναι κατά πολύ χαμηλότερη, από τη φορολόγηση των περιουσιακών στοιχείων – αφού έτσι αμείβεται περισσότερο η παραγωγική διαδικασία, καθώς επίσης η εκάστοτε νέα γενιά, συγκριτικά με τη «διαδικασία συσσώρευσης πλούτου», η οποία χαρακτηρίζει την παλαιότερη γενιά.
Εάν τώρα η μεγαλύτερη φορολόγηση των περιουσιακών στοιχείων, του συσσωρεμένου πλούτου γενικότερα, συνοδευόταν από τη λειτουργία ενός συνεχώς καλύτερου κράτους προνοίας, το οποίο θα επέτρεπε στους ηλικιωμένους να μην εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις αποταμιεύσεις τους, τότε το πρόβλημα θα είχε επιλυθεί με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο.
Στα πλαίσια αυτά, η αντιμετώπιση του τεράστιου σημερινού προβλήματος της ανεργίας των νέων, σε συνδυασμό με την υπερχρέωση των κρατών, «απαιτεί» τη μείωση της φορολογίας των εισοδημάτων, καθώς επίσης την αύξηση της φορολογίας των περιουσιακών στοιχείων, ακόμη και με την επιβολή έκτακτων εισφορών – παράλληλα όμως με την «αριστοποίηση» του κοινωνικού κράτους.
Με τον τρόπο αυτό θα εξασφαλιζόταν αφενός μεν η ανάπτυξη και η απασχόληση, αφετέρου η μείωση των δημοσίων χρεών, τόσο σε ποσοστιαίο (σε όρους ΑΕΠ), όσο και σε απόλυτο μέγεθος – χωρίς να δημιουργηθούν προβλήματα στην κοινωνική συνοχή, διαμάχες μεταξύ των γενεών, κοινωνικές αναταραχές κοκ.
Εάν τυχόν δε απαιτούταν η ενίσχυση σε κάποιο βαθμό της μίας γενεάς από την άλλη, θα ήταν προτιμότερη η βοήθεια των γονέων από τα παιδιά τους, παρά το αντίθετο – το οποίο δυστυχώς δημιουργεί, όπως διαπιστώνεται σήμερα, καταθλιπτικούς, αντιπαραγωγικούς νέους ανθρώπους.
Σε κάθε περίπτωση, ο μοναδικός ρεαλιστικός δρόμος εξόδου από την κρίση, καθώς επίσης επιστροφής στην ανάπτυξη, προϋποθέτει να αναληφθούν τα υφιστάμενα βάρη από τις παλαιότερες γενιές και τα περιουσιακά στοιχεία τους – όπου όμως ένα μέρος της «έκτακτης» αυτής φορολόγησης, οφείλει να διατεθεί στην καλυτέρευση του κράτους προνοίας (συντάξεις, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κοκ.).
Με τον τρόπο αυτό, αφενός μεν θα αντιμετωπισθεί ο διαφαινόμενος κίνδυνος του «πολέμου» μεταξύ των γενεών, αφετέρου θα εξασφαλισθεί η δικαιότερη αντιμετώπιση όλων – ενέργειες απαραίτητες για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.
ΦΥΓΟΚΕΝΤΡΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο τώρα και εφόσον επιθυμούμε πραγματικά τη διατήρηση της δημοκρατίας, της ειρήνης, της ασφάλειας, καθώς επίσης του υψηλού συγκριτικά βιοτικού επιπέδου μας, οφείλουμε να λειτουργήσουμε έτσι ώστε, να εξομαλυνθούν οι διάφορες αντιθέσεις μεταξύ των κρατών – ακόμη και αν δεχθούμε ότι, είναι αδύνατη η ύπαρξη ενός κοινού νομίσματος σε έναν μη άριστο νομισματικό χώρο, ο οποίος δεν έχει καμία διάθεση να «αριστοποιηθεί», καθώς επίσης ότι δεν είναι εφικτή ή επιθυμητή η τραπεζική, η δημοσιονομική και η πολιτική ολοκλήρωση.
Αυτό άλλωστε που πρέπει να μας ενδιαφέρει, σε πρώτη προτεραιότητα, είναι η ενωμένη Ευρώπη και όχι το ευρώ – αφού δυστυχώς ελάχιστοι κατανοούν το πόσο σημαντικό είναι να έχουν ένα παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα στη διάθεση τους, καθώς επίσης μία ισχυρότατη κεντρική τράπεζα.
Φυσικά η σύγκλιση είναι καλύτερη από τη σύγκρουση. Εάν λοιπόν είναι ανέφικτη η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, λόγω κυρίως της μεγάλης διαφοράς νοοτροπίας, μεταξύ «των Βορείων και των Νοτίων» (στους μεν πρώτους «κυβερνάει» η λογική, στους δεύτερους το συναίσθημα, χωρίς να μπορούμε να πούμε ποια από τις δύο «καταστάσεις» είναι η καλύτερη), τότε οφείλουν να βρεθούν άλλοι τρόποι «προσέγγισης» – οι οποίοι να εξασφαλίζουν τουλάχιστον την αποφυγή των συγκρούσεων.
Θεωρώντας τώρα ότι, οι δύο διαφορετικές τάσεις εντός της Ευρωζώνης, οι οποίες αναπτύσσουν, «εκτρέφουν» ίσως τις τεράστιες φυγόκεντρες δυνάμεις που έχουν αναπτυχθεί, «ενσαρκώνονται» από την Ελλάδα και τη Γερμανία, οφείλουμε να εξετάσουμε με ποιόν περίπου τρόπο θα μπορούσαν οι δύο αυτές χώρες να «συγκλίνουν» – επιλύοντας τις μεταξύ τους διαφορές ειρηνικά, χωρίς να κατηγορούν η μία τα άλλη.
Μία μέθοδος θα ήταν να εξετασθεί ο τρόπος, με τον οποίο έχει αντιμετωπισθεί το πρόβλημα στην Ιταλία – όπου η μεν βόρεια πλευρά της χαρακτηρίζεται ως γερμανική, ενώ η νότια ως ελληνική, με σημείο τομής τη Ρώμη.
Υπάρχουν φυσικά πάρα πολλές άλλες μέθοδοι, ενώ το πρόβλημα θα έπρεπε να ερευνηθεί διεξοδικά από ειδικές επιτροπές, με τη συμμετοχή όλων των κρατών – έτσι ώστε να ευρεθούν οι καλύτερες λύσεις. Εμείς εδώ θα εξετάσουμε ορισμένα μόνο θέματα, με στόχο να «φωτίσουμε» κάποιες ιδιαιτερότητες της ηπείρου μας – ορισμένες «σκοτεινές πλευρές» ίσως, οι οποίες εμποδίζουν την αλληλοκατανόηση των κρατών και των Πολιτών τους.
ΑΝΤΙΚΡΟΥΟΜΕΝΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ
Όπως έχουμε αναλύσει στο παρελθόν, το μεγαλύτερο περιουσιακό στοιχείο των Γερμανών είναι οι καταθέσεις, ενώ των Ελλήνων τα ακίνητα. Την ίδια στιγμή, οι Γερμανοί ανήκουν στους δανειστές, ενώ οι Έλληνες στους οφειλέτες – με τους Γερμανούς να υπηρετούν κυρίως το (πλατωνικό) κράτος τους, όταν στους Έλληνες προηγείται ο (διονυσιακός) εαυτός τους. Κυρίως για τους παραπάνω λόγους, η Ελλάδα (ο Νότος) έχει υψηλό δημόσιο χρέος και χαμηλό ιδιωτικό – ενώ στη Γερμανία (στο Βορά), συμβαίνει το αντίθετο.
Στα πλαίσια αυτά, οι διαφορετικοί τρόποι αντιμετώπισης της κρίσης χρέους, οι οποίοι επιλέγονται από τις δύο αυτές χώρες, είναι σε άμεση σχέση με τη νοοτροπία, καθώς επίσης με τα εκάστοτε «ιδιοτελή» συμφέροντα τους. Ειδικότερα τα εξής:
(α) Εάν η κρίση αντιμετωπισθεί πληθωριστικά, με τη βοήθεια της ΕΚΤ (πόσο μάλλον με τη διαγραφή των «επαχθών» χρεών, την οποία «εισηγείται» η αντιπολίτευση στην Ελλάδα, με τη σεισάχθεια κοκ.), τότε κερδισμένοι θα είναι οι Έλληνες και χαμένοι οι Γερμανοί – αφού ο πληθωρισμός λειτουργεί θετικά για την ακίνητη περιουσία και για τους οφειλέτες, ενώ αρνητικά για τους καταθέτες και για τους δανειστές – οι οποίοι βλέπουν τις απαιτήσεις ή τις καταθέσεις τους να «κατασπαράζονται» από τη μείωση της αγοραστικής αξίας των χρημάτων τους.
Όσον αφορά τις γενιές βέβαια, ο πληθωρισμός είναι θετικός για τους νέους (πόσο μάλλον αφού καταπολεμάει σε κάποιο βαθμό την ανεργία), επειδή συνήθως οι μισθοί αυξάνονται ανάλογα με το κόστος ζωής (σπιράλ μισθών-τιμών), αλλά αρνητικός για τους ηλικιωμένους – αφού οι αγοραστική αξία των συντάξεων μειώνεται, ενώ συνήθως οι ίδιες δεν αυξάνονται. Εν τούτοις, η ισορροπία αποκαθίσταται για αυτούς οι οποίοι έχουν τα περιουσιακά τους στοιχεία σε ακίνητα – επομένως για τους Έλληνες ξανά και όχι για τους Γερμανούς.
(β) Εάν τώρα η κρίση αντιμετωπισθεί με την πολιτική λιτότητας, άρα αποπληθωριστικά, τότε κερδισμένοι θα είναι οι Γερμανοί και χαμένοι οι Έλληνες – για τους λόγους που παραθέσαμε προηγουμένως, από την αντίθετη τους πλευρά. Επίσης, κερδισμένοι θα είναι οι ηλικιωμένοι «αποταμιευτές» και χαμένοι οι νέοι εργαζόμενοι – πόσο μάλλον οι άνεργοι.
Επομένως, δεν υπάρχει ουσιαστικά καλός ή κακός τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης χρέους, αλλά αντικρουόμενα συμφέροντα – με βάση τα οποία η εκάστοτε χώρα κάνει τις επιλογές της. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και σε παγκόσμιο επίπεδο, όπου οι Η.Π.Α. ανήκουν στους μεγαλύτερους οφειλέτες, ενώ η Κίνα στους βασικούς δανειστές – με τις εκάστοτε επιλεγόμενες πολιτικές να έχουν αποκλειστικό και μόνο στόχο την εξασφάλιση των συμφερόντων της μίας ή της άλλης χώρας.
Σε τελική ανάλυση λοιπόν είναι εντελώς άδικο, εάν όχι παράλογο, να κατηγορούμε εκείνες τις χώρες, οι οποίες προστατεύουν τα συμφέροντα τους – ειδικά εάν δεν ανήκουμε σε αυτές που έχουν την ισχύ, τη βούληση, το θάρρος ή την ικανότητα να προστατεύουν, ως οφείλουν, τα δικά τους.
Αντίθετα, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να αναζητήσουμε τη «χρυσή μεσότητα», τη μέση λύση – τόσο όσον αφορά τα, αντιμαχόμενα με στόχο την προστασία των συμφερόντων τους, κράτη, όσο και τις γενιές – όπου όμως η προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στους νέους.
ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ
Στα πλαίσια της αναζήτησης μας αυτής, θα εξετάσουμε εδώ περιληπτικά το «γερμανικό μοντέλο» λειτουργίας. Όπως αναφέραμε λοιπόν, η Γερμανία είναι ένα «πλατωνικό κράτος». Εάν θυμηθούμε τώρα την «Πολιτεία», στη φανταστική τέλεια κοινωνία που περιγράφει ο εξαιρετικός φιλόσοφος μας, τα εξής:
(α) Η «ελίτ» ουσιαστικά ευρίσκεται στην κορυφή, έχοντας ειδική εκπαίδευση και θυσιάζοντας τις ηδονές της, για χάρη των Πολιτών, τους οποίους κυβερνάει – όπου η «ελίτ» στη σημερινή Γερμανία, είναι η «βιομηχανική εξουσία», η οποία χαράσσει την ακολουθούμενη πολιτική σχεδόν απολυταρχικά, λειτουργώντας από το παρασκήνιο.
(β) Κάτω από την «ελίτ» ευρίσκονται οι στρατιώτες-φύλακες, οι οποίοι έχουν εκπαιδευθεί για να υπερασπίζονται τη χώρα τους – κυρίως, το Υπουργείο Οικονομικών, το ΣΔΟΕ και η Μυστική Υπηρεσία σήμερα της Γερμανίας (BND), οι οποίες λειτουργούν στην κυριολεξία ως «κράτος εν κράτει».
(γ) Στο τέλος της πυραμίδας συναντάμε τους «εργάτες», στους οποίους εξασφαλίζεται η εργασία και η ασφάλεια, χωρίς ιδιαίτερη προσοχή στις αμοιβές τους – έτσι ώστε η χώρα να είναι παραγωγική, με «μερκαντιλιστικές» δομές.
Με τη οργάνωση αυτή, κατά τον πρόγονο μας και όπως εφαρμόζεται στη Γερμανία σήμερα, εξασφαλίζεται η τέλεια ισορροπία – η οποία μοιάζει με τον καλά ισορροπημένο νου, με το «έλλογο» τμήμα του ανθρώπου δηλαδή, το οποίο ελέγχει τα συναισθήματα και τις επιθυμίες.
Φυσικά πρόκειται για ένα άκρως αντιδημοκρατικό μοντέλο, το οποίο κάποια στιγμή θα μπορούσε να εξελιχθεί στο παραπλήσιο της Κίνας – στο δικτατορικό καπιταλισμό δηλαδή, στον οποίο οι Πολίτες (οι «εργάτες» στην Πολιτεία του Πλάτωνα), απολαμβάνουν συνεχώς μεγαλύτερες οικονομικές ελευθερίες, χωρίς σχεδόν καθόλου πολιτικά δικαιώματα.
ΤΑ ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ
Το σημαντικότερο μειονέκτημα μίας καθαρά μερκαντιλιστικής οικονομίας, μίας οικονομίας δηλαδή όπου οι εξαγωγές είναι αρκετά μεγαλύτερες από τις εισαγωγές (μέσω της διατήρησης των μισθών σε χαμηλά επίπεδα, οπότε αυξάνεται η ανταγωνιστικότητα, ενώ περιορίζεται η ζήτηση) είναι το ότι, υποχρεούται να δανείζει τα πλεονάσματα της.
Εάν τώρα συγκεκριμένη οικονομία χαρακτηρίζεται από ένα ανεπαρκές, ανίκανο ίσως τραπεζικό σύστημα, όπως η Γερμανία, το οποίο δεν διαχειρίζεται σωστά τα χρήματα που συσσωρεύουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, τότε το πρόβλημα εντείνεται – αφού καταλήγει στο να έχουν μεν οι «αποταμιευτές» χρήματα, τα οποία είναι όμως «θεωρητικά», επειδή δεν ξέρουν εάν τα εισπράξουν ποτέ.
Τα, θλιβερά για τους Πολίτες, επακόλουθα μίας τέτοιας διαδικασίας, είναι αφενός μεν το ότι υποχρεώνονται να ζουν φτωχικά, αφετέρου πως κινδυνεύουν να χάσουν τα χρήματα τους – γεγονός που ουσιαστικά συμβαίνει σήμερα στη Γερμανία, οι απαιτήσεις της οποίας έναντι της ΕΚΤ ξεπερνούν τα 700 δις € (Target II), ενώ οι υποχρεώσεις της, απέναντι στους μηχανισμούς διάσωσης υπολογίζεται ότι, θα ξεπεράσουν σύντομα τα 500 δις €.
Εάν τελικά δε οι ελλειμματικές χώρες «αθετήσουν» τις πληρωμές τους, τόσο ο δημόσιος, όσο και ο ιδιωτικός τομέας τους, τότε η Γερμανία θα χρεοκοπήσει σε χρόνο μηδέν – κάτι που δεν είναι πλέον απίθανο, με την καγκελάριο να ευθύνεται τότε για την ολοκληρωτική καταστροφή της πατρίδας της.
Από τη συγκεκριμένη λοιπόν οπτική γωνία, δεν μπορεί παρά να λυπάται κανείς τους Γερμανούς Πολίτες – οι οποίοι οδηγούνται ξανά στην απομόνωση και στη φτώχεια, αφενός μεν από την αλαζονική ηγεσία τους, αφετέρου από την κακοδιαχείριση των τραπεζών τους.
Ειδικά όσον αφορά τις τράπεζες, η ανοησία τους να δανείζουν τα χρήματα των Γερμανών αποταμιευτών στις ελλειμματικές οικονομίες, με στόχο την επίτευξη υψηλοτέρων κερδών (για παράδειγμα, δάνειζαν τράπεζες στις χώρες του Νότου με επιτόκια που υπερέβαιναν το 5%, όταν στη χώρα τους δεν ξεπερνούσαν το 0,6%), καθώς επίσης τα τεράστια σφάλματα τους στις Η.Π.Α. (ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης), έχει δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στη χώρα – καθιστώντας την ουσιαστικά «εκβιάσιμη», από πολλές πλευρές.
Η ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤ
Η πρόσφατη μελέτη της ΕΚΤ, σχετικά με την οικονομική κατάσταση των χωρών της Ευρωζώνης, τεκμηριώνει τη θλιβερή θέση των Γερμανών Πολιτών, την οποία περιγράψαμε – ενώ ενδεχομένως θα συμβάλλει στη διάλυση της Ευρωζώνης.
Στον Πίνακα Ι, καταγράφονται τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία εκείνων των νοικοκυριών, τα οποία ευρίσκονται στο μέσον της κατανομής της εθνικής περιουσίας – στη σημείο δηλαδή που υπάρχει ο ίδιος αριθμός νοικοκυριών με υψηλότερη περιουσία (50%), με αυτόν των νοικοκυριών που έχουν χαμηλότερη περιουσία (επίσης 50%).
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Καθαρά συνολικά περιουσιακά στοιχεία στο μέσον της εισοδηματικής κλίμακας, σε €
Χώρα |
Καθαρά περιουσιακά στοιχεία |
|
|
Λουξεμβούργο |
397.800 |
Κύπρος |
266.900 |
Μάλτα |
215.900 |
Βέλγιο |
206.200 |
Ισπανία |
182.700 |
Ιταλία |
173.599 |
Γαλλία |
115.800 |
Ολλανδία |
103.600 |
Ελλάδα |
101.900 |
Σλοβενία |
100.700 |
Φιλανδία |
85.800 |
Αυστρία |
76.400 |
Πορτογαλία |
75.200 |
Σλοβακία |
61.200 |
Γερμανία |
51.499 |
Πηγή: Spiegel
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Στην ειδική αυτή μέτρηση, η οποία ουσιαστικά αφορά την πλειοψηφία των νοικοκυριών, η Γερμανία καταλαμβάνει την τελευταία θέση – γεγονός που δημιούργησε πολύ μεγάλη εντύπωση σε ολόκληρη της Ευρώπη, προβλημάτισε αρκετά τους Γερμανούς Πολίτες, ενώ τεκμηρίωσε τη «στυγνή» εκμετάλλευση τους από το κράτος τους.
Ολοκληρώνοντας, στον Πίνακα ΙΙ που ακολουθεί φαίνονται ορισμένα άλλα μεγέθη, τα οποία απεικονίζουν τη θέση της Γερμανίας, σε σχέση με τις «προβληματικές» οικονομίες της Ευρωζώνη;:
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Δημόσιο χρέος προς ΑΕΠ, φορολογικά έσοδα και καθαρή ακίνητη περιουσία
Χώρα |
Χρέος/ΑΕΠ |
*Φορολογικά έσοδα |
** Κ. ακίνητη περιουσία |
|
|
|
|
Γερμανία |
78% |
40% |
26% |
Ιταλία |
127% |
43% |
59% |
Ισπανία |
101% |
32% |
56% |
Ελλάδα |
175% |
35% |
59% |
Κύπρος |
97% |
35% |
42% |
* Συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών εισφορών, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ 2011
** Καθαρή, μη χρεωμένη δηλαδή ακίνητη περιουσία, ως ποσοστό όλων των νοικοκυριών
Πηγή: Κομισιόν, ΕΚΤ
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Από τον Πίνακα ΙΙ φαίνεται πόσο χαμηλή είναι η καθαρή ακίνητη περιουσία των Γερμανών, συγκριτικά με τις χώρες του Νότου – ειδικά με την Ελλάδα και την Ιταλία. Το γεγονός αυτό επιδιώκεται, σκόπιμα ή μη, να αντιστραφεί, μέσω της «κατάρρευσης» των τιμών των ακινήτων στο Νότο, παράλληλα με μία «φούσκα» που δημιουργείται στο Βορά.
Επειδή δε τα ακίνητα αποτελούν τις βασικότερες εγγυήσεις για τον τραπεζικό δανεισμό, μία ενδεχόμενη «αντιστροφή των αξιών» θα περιόριζε τα τραπεζικά προβλήματα στο Βορά, αυξάνοντας τα στο Νότο – κάτι που οφείλει να προσεχθεί ιδιαίτερα εκ μέρους μας, καθώς επίσης να αποφευχθεί με κάθε τρόπο.
Όσον αφορά τώρα τα φορολογικά έσοδα, για τα οποία κατηγορείται ο Νότος, στην Ιταλία είναι υψηλότερα από τη Γερμανία, ενώ στις υπόλοιπες χώρες η διαφορά δεν είναι τεράστια – με εξαίρεση ίσως την Ισπανία, η οποία υπολείπεται σημαντικά.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Παρά τις τεράστιες φυγόκεντρες δυνάμεις που αναπτύσσονται στην Ευρωζώνη, με στόχο όλο και πιο πολλών κρατών την «καθαίρεση» του κοινού νομίσματος, του ευρώ, έχουμε την άποψη ότι μας ενώνουν περισσότερα πράγματα, από όσα μας χωρίζουν – όχι μόνο από οικονομικής ή γεωπολιτικής πλευράς, αν και δεν θα επεκταθούμε στα υπόλοιπα.
Το μέλλον της μίας χώρας είναι αλληλένδετα συνδεδεμένο με το μέλλον της άλλης – ενώ τυχόν διάσπαση, πόσο μάλλον ανεξέλεγκτη, θα ήταν καταστροφική για όλους μας. Ειδικά όσον αφορά το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα, αλλά και το «κρίσιμο μέγεθος» ενός κράτους, το οποίο απαιτείται για να επιβιώσει στην παγκοσμιοποίηση, δεν θα ήταν εύλογη η διάλυση της ηπείρου μας σε μικρά, αδύναμα κράτη.
Βέβαια, εάν η πρωσική κυβέρνηση της Γερμανίας συνεχίσει να επιμένει στις «εγκληματικές πολιτικές», όπως αυτή στην Κύπρο, στον μερκαντιλισμό, στις εσωτερικές «ασυμμετρίες», καθώς επίσης στην κατάκτηση της ηγεμονίας της Ευρώπης, η συνοχή της ηπείρου μας δεν θα είναι δυνατόν να διατηρηθεί – επίσης, εάν η Ελλάδα συνεχίσει να επιμένει στη μετάθεση όλων των ευθυνών της κακοδιαχείρισης της οικονομίας της σε άλλους.
Ουσιαστικά βέβαια, όπως αναφέραμε στην αρχή του κειμένου, επικαλούμαστε τη Γερμανία για όλο τον ευρωπαϊκό Βορά, ενώ την Ελλάδα για το Νότο – με όλες τις υπόλοιπες χώρες στα ενδιάμεσα «χρώματα του ευρωπαϊκού ουράνιου τόξου».
Φυσικά δεν είμαστε εμείς σε θέση να αποφασίσουμε, αλλά ούτε και μπορούμε να γνωρίζουμε τι είναι καλύτερο για τους λαούς της Ευρώπης – με εξαίρεση ίσως το ότι, οφείλει να κοπεί άμεσα ο «ομφάλιος λώρος», ο οποίος συνδέει το χρηματοπιστωτικό σύστημα με τα κράτη, καθιστώντας τα έρμαιο των αγορών.
Προφανώς δε, η Πολιτική πρέπει να επανακτήσει άμεσα την κυρίαρχη θέση, την πρωτοκαθεδρία της καλύτερα – όπου βέβαια με την έννοια «Πολιτική» εννοούμε τους Πολίτες και όχι τις κυβερνήσεις τους.
Ολοκληρώνοντας, εάν δεν συμβούν όλα αυτά, καθώς επίσης εάν δεν επιδιωχθεί μία «Ευρώπη των Πολιτών της», δεν έχει κανένα νόημα η διατήρηση του κοινού νομίσματος, από καμία χώρα.
Αν και θεωρούμε λοιπόν ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα, αβέβαιο ως προς το αποτέλεσμα του, έχουμε την άποψη ότι, θα πρέπει τουλάχιστον να το προσπαθήσουμε – πριν ακόμη ζητήσουμε διαζύγιο. Διαφορετικά θα διακινδυνεύσουμε πάρα πολλά πράγματα – πιθανότατα δε ακόμη και την ειρήνη στην ήπειρο μας.
Ευρισκόμαστε επομένως ξανά «στη στροφή του διαβόλου», εν μέσω ασύμμετρων συγκυριών – όπου είτε θα καταφέρουμε να την περάσουμε, έστω με μεγάλες δυσκολίες, είτε θα γκρεμιστούμε στο κενό, με επακόλουθα που απολύτως κανένας δεν γνωρίζει.
Ευχόμαστε Καλή Ανάσταση, κυριολεκτικά και μεταφορικά, καθώς επίσης Καλό Πάσχα σε όλους.
Βασίλης Βιλιάρδος (copyright)
Αθήνα, 28. Απριλίου 2013
Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.
http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2878.aspx