Ο αριθμός των εταιρειών που παράγουν βιολογικά προϊόντα το 2010, αυξήθηκε κατά 1.100 εταιρείες και ανήλθε σε 22.200 (+5,4%). Στη Γερμανία η πλειονότητα των εταιρειών παραγωγής βιολογικών προϊόντων είναι οργανωμένες σε συνδέσμους (Bioland, Demeter, Naturland, Biokreis, Biopark, Ecoland, Ecovin, Gaea, Okohoefe), τα μέλη των οποίων κατέχουν το 68,3% της βιολογικά χρησιμοποιούμενης γης. Συνολικά οι εταιρείες παραγωγής βιολογικών προϊόντων αντιστοιχούν στο 5,9% του συνόλου των εταιρειών παραγωγής αγροτικών προϊόντων. Στη Βαυαρία και Βάδη Βυρτεμβέργη δραστηριοποιείται το 53,6% του συνόλου των βιολογικών εταιρειών (στοιχεία 31.12.2010).
Η παραγωγική δομή βιολογικών προϊόντων το 2009 στη Γερμανία, διαμορφώθηκε ως εξής :
Τα έσοδα των παραγωγών βιολογικών προϊόντων το 2009, παρουσίασαν μείωση κατά 5% έναντι του 2008 (έτους υψηλών τιμών) και ανήλθαν σε 1,17 δις ευρώ (έναντι 1,23 δισ. ευρώ το 2008). Οι μεγαλύτερες μειώσεις παρατηρήθηκαν στα σιτηρά, πατάτες και γάλα. Η μείωση είναι μικρότερη της μείωσης των εσόδων που υπέστησαν οι παραγωγοί συμβατικών προϊόντων (-15%).
Τα έσοδα ανά γεωργική επιχείρηση εκτιμώνται σε 55.000 ευρώ για βιολογική παραγωγή και σε 87.000 για συμβατική παραγωγή. Αν όμως συγκρίνει κανείς το κέρδος ανά εκτάριο ή ανά επιχείρηση, τότε οι βιολογικοί παραγωγοί βρίσκονται σε καλύτερη μοίρα από τους συμβατικούς παραγωγούς
λόγω των μικρότερων αναγκών τους για μέσα παραγωγής εντάσεως κεφαλαίου. Το ίδιο ισχύει και για το εισόδημα ανά εργαζόμενο, το οποίο είναι υψηλότερο για τις βιολογικές καλλιέργειες.
Όσον αφορά τα έσοδα ανά προϊόν, η στατιστική ανάλυση δείχνει ότι ενώ στη συμβατική γεωργία η σημαντικότερη κατηγορία προϊόντος είναι το κρέας, στη βιολογική γεωργία η σημαντικότερη είναι τα φρούτα, λαχανικά και πατάτες.
Οι τιμές παραγωγού το 2010, αυξήθηκαν για τα σιτηρά, πατάτες και λαχανικά που δύνανται να διατηρηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα, λόγω της χαμηλής προσφοράς (μικρότερη σοδειά έναντι του 2009, χαμηλότερης ποιότητας κυρίως στα σιτηρά). Το ίδιο συνέβη και για το γάλα.
Ο κύκλος πωλήσεων βιολογικών προϊόντων το 2010 στη Γερμανία, ανήλθε σε 5,9 δισ. ευρώ (+2% έναντι του 2009) παρά την προαναφερόμενη μείωση τιμών και οφείλεται στην αύξηση των πωλούμενων ποσοτήτων κατά 3%. Το μεγαλύτερο ποσοστό της αύξησης προήλθε από τα 2.350 εξειδικευμένα καταστήματα βιολογικών προϊόντων που δραστηριοποιούνται σε όλη τη χώρα, τα οποία παρουσιάζουν τάση αύξησης του μεγέθους τους. Από αυτά, τα 400 έχουν επιφάνεια μεγαλύτερη των 400 τ.μ.
Οι εισαγωγές στη Γερμανία βιολογικών προϊόντων αυξάνονται επίσης, αφού η εγχώρια παραγωγή (κυρίως λόγω των ασταθών τιμών και της πολιτικής περιορισμού των επιδοτήσεων σε επίπεδο ομοσπονδίας κατά 11% μεταξύ του 2004 – 2009, που καθιστά τους παραγωγούς εγκρατείς) δεν επαρκεί για να καλύψει την αυξημένη ζήτηση. Εκτιμάται ότι την τριετία 2008 – 2010 οι εισαγωγές βιολογικών προϊόντων διπλασιάσθηκαν (πχ. των σιτηρών αυξήθηκαν κατά 65% και των φρέσκων φρούτων κατά 100%).
Σημαντικότερες χώρες προέλευσης βιολογικών προϊόντων είναι η Αίγυπτος, η Ιταλία και το Ισραήλ για τις πατάτες με αυξητική τάση κυρίως από την Αίγυπτο. Το 50% των βιολογικών καρότων είναι εισαγόμενο κυρίως από την Ολλανδία και το Ισραήλ. Βιολογικά προϊόντα εισάγονται επίσης από τη Δανία, Αυστρία, Πορτογαλία, Ισπανία και Αργεντινή.
Η Γερμανία παρουσίασε, μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, τον υψηλότερο κύκλο πωλήσεων βιολογικών προϊόντων το 2009 (5,9 δισ. ευρώ), ακολουθούμενη από τη Γαλλία με 3,04 δις. ευρώ, την Αγγλία με 2,07 δισ. ευρώ και την Ιταλία με 1,5 δισ. ευρώ. Συνολικά η βιολογική αγορά της Ε.Ε. εκτιμάται σε 18,4 δισ. ευρώ. Η υψηλότερη κατά κεφαλή κατανάλωση παρουσιάζεται όμως στην Ελβετία με 139 ευρώ, στη Δανία με 132 ευρώ, στην Αυστρία με 104 ευρώ, ενώ στη Γερμανία το αντίστοιχο νούμερο ανέρχεται σε 71 ευρώ. Στην Ελλάδα με στοιχεία για το 2008, ο κύκλος πωλήσεων ανήλθε σε 58 εκ. ευρώ και η κατά κεφαλή κατανάλωση σε 5,2 ευρώ.
Το μερίδιο αγοράς των βιολογικών προϊόντων έναντι της συνολικής αγοράς τροφίμων, ανέρχεται στη Γερμανία σε 3,4%, στη Δανία σε 7,2%, στην Αυστρία σε 6% και στην Ελβετία σε 4,9%.
Συμπερασματικά η αγορά βιολογικών προϊόντων εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να αυξάνεται με συγκρατημένο ρυθμό έναντι του 2009. Τα καταστήματα χαμηλών τιμών (Discounter) επηρεάζουν το ρυθμό ανάπτυξης της αγοράς εξαιτίας της πολιτικής χαμηλών τιμών που εφαρμόζουν για βιολογικά προϊόντα ευρείας κατανάλωσης (πατάτες και καρότα), ενώ η αύξηση προέρχεται κυρίως από τα εξειδικευμένα καταστήματα.
Ο γερμανός καταναλωτής είναι διατεθειμένος, σύμφωνα με έρευνες, να πληρώσει υψηλότερη τιμή, εφόσον πεισθεί για την αυθεντικότητα, την τοπική προέλευση, τη σήμανση του προϊόντος με τo χαρακτηριστικό «Fairness», τη προστασία του περιβάλλοντος, τη φροντισμένη εκτροφή του ζώου, τη γεύση, φρεσκάδα και τη συμβολή του βιολογικού προϊόντος στην υγεία του. Για όλα τα παραπάνω απαιτείται επισταμένη, συνεχής και έγκυρη παροχή συμβουλευτικών πληροφοριών, εκ μέρους των παραγωγών, για την ταυτότητα του προϊόντος.
Τα παραπάνω στοιχεία σε συνδυασμό με τη γενικότερη τάση αποστροφής που διαφαίνεται προς τη βιομηχανοποιημένη γεωργία δημιουργούν παράθυρο ευκαιρίας για την Ελλάδα.
Τα εκ φύσεως χαρακτηριστικά των βιολογικών προϊόντων είναι συνδεδεμένα με τις επικρατούσες κλιματολογικές και γεωργικές συνθήκες παραγωγής στην Ελλάδα, η οποία διαθέτει το απαιτούμενο υπόβαθρο κατάλληλων προδιαγραφών για συστηματική παραγωγή βιολογικών προϊόντων, προσανατολισμένα για εξαγωγή σε συγκεκριμένες αγορές – στόχους, με καταναλωτές υψηλού διαθέσιμου εισοδήματος, διατεθειμένους να καταβάλλουν υψηλότερο τίμημα.