Διαστροφή διά των αποσιωπήσεων

 

Ομιλία του Γιάννη Μέγα στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών στα πλαίσια της παρουσίασης του βιβλίου του Γιάννη Ταχόπουλου, Η Θεσσαλονίκη, ο Μαζάουερ και φαντάσματα του οθωμανισμού.

 

Το βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ το διάβασα με το που κυκλοφόρησε στα αγγλικά το 2004 (πριν δηλαδή από οκτώ χρόνια). Όταν το τελείωσα, μου άφησε στο στόμα μια πικρή γεύση. Αναρωτήθηκα μήπως, αν και Έλληνας, κακώς βρίσκομαι σ’ αυτήν την πόλη. Λίγες εβδομάδες μετά, το ξαναδιάβασα και κράτησα πάνω από τριάντα πέντε σελίδες σημειώσεων, τις οποίες δυστυχώς έχασα, λόγω «ατυχήματος» στον υπολογιστή μου.
Πρέπει από την αρχή να πω ότι το βιβλίο είναι εξαιρετικά γραμμένο, με άριστη και δεξιοτεχνική χρήση της αγγλικής γλώσσας, σε στυλ που κυλάει, και με ελάχιστες, τελείως ασήμαντες, ιστορικές ανακρίβειες. Αλλά, όπως πολύ σωστά λέει ο κ. Καραμπελιάς, είναι μια «ιστορική αφήγηση» και όχι ένα «ιστορικό βιβλίο».
Πού εστιάζονται λοιπόν οι αντιρρήσεις μου;
(1) Στις εσκεμμένες ή μη παραλείψεις.
(2) Στην έμφαση που δίνει σε ορισμένα γεγονότα, και, αντίστοιχα,
(3) Στην υποβάθμιση άλλων.
(4) Στις μισές αλήθειες που χρησιμοποιεί.
(5) Στην περίεργη επιλογή αποσπασμάτων και παραπομπών τρίτων.
(6) Και, κυρίως, στη χρήση λέξεων (στην αγγλική πάντα γλώσσα) με έντονες συνεκδοχές και συγχρόνως στην επανάληψή τους μέσα στο κείμενο.
Δεν χρειάζεται να τονίσω τη δύναμη που έχουν οι λέξεις και πώς μπορούν να επηρεάσουν ένα ιστορικό κείμενο (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο σάλος που ξεσήκωσε η λέξη «συνωστισμός» από την κ. Ρεπούση). Πρέπει να σας υπενθυμίσω ότι το βιβλίο απευθύνεται σε αγγλόφωνο αναγνωστικό κοινό, το οποίο δεν γνωρίζει τίποτα για την ιστορία της Θεσσαλονίκης και πολύ εύκολα μπορεί να επηρεαστεί στη διαμόρφωση εντυπώσεων. Τα λίγα παραδείγματα που θα χρησιμοποιήσω αναφέρονται σε αυτές τις παραπάνω έξι κατηγορίες αντιρρήσεων.
[Μια παρένθεση: Τότε, πριν από οκτώ χρόνια, σκέφτηκα να γράψω ένα άρθρο με τις αντιρρήσεις μου, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν τόλμησα να αντικρούσω έναν δόκτορα της Οξφόρδης και καθηγητή στο Κολούμπια, με εξαιρετικές κριτικές Ελλήνων ιστορικών και κριτικών. Το βιβλίο τώρα του κ. Ταχόπουλου μου δίνει την ευκαιρία να εκφράσω τη γνώμη μου.]

Ξεκινάω από το 1821-1823 και τα επακόλουθα της ελληνικής Επανάστασης, και ειδικότερα της εξέγερσης στη Χαλκιδική. Οι Τούρκοι, ως αντίποινα, επιδόθηκαν σε ένα όργιο σφαγών των χριστιανών της Θεσσαλονίκης που κατέγραψαν πολλοί Έλληνες και ξένοι ιστορικοί, ακόμα και Τούρκοι, όπως ο Χαΐρουλλάχ Ιμπν Σινασή Μεχμέτ αγάς, που βρέθηκε αυτόπτης μάρτυρας στους απαγχονισμούς Ελλήνων προκρίτων και ιερέων, στην πλατεία Ουν Καπάν (σημερινή πλατεία Βλάλη).
Ο κ. Μαζάουερ κάνει μια γενική αναφορά στις σφαγές, χωρίς μνεία συγκεκριμένων γεγονότων, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου, όπου οι Τούρκοι έκλεισαν διακόσιους περίπου γέρους και γυναικόπαιδα και τους άφησαν να πεθάνουν χωρίς τροφή και νερό. Δεν αναφέρεται επίσης στον διωγμό και τη δήμευση των περιουσιών Ελλήνων μεγαλοεπιχειρηματιών και εμπόρων, που δέσποζαν την εποχή εκείνη στη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία.
Καλύπτει την περίοδο αυτή σε μιάμιση σελίδα και ξεκινάει λέγοντας: «Οι σφαγές έγιναν (προσέξτε τη λέξη) παρότι ήταν αντίθετες με τη βασική θέση των οθωμανικών αρχών, που υπαγορεύουν ότι το κράτος φροντίζει όλους όσοι βρίσκονται κάτω από την εξουσία του». Ενώ το σχετικό κεφάλαιο κλείνει με τα λόγια: «Το οθωμανικό κράτος δεν έχει κανένα μακροπρόθεσμο συμφέρον να εξαλείψει τους Έλληνες ή να τους αποδυναμώσει. Αντίθετα χρειάζεται (το κράτος) το εμπορικό τους δαιμόνιο».
Τα συμπεράσματα μπορείτε να τα βγάλετε μόνοι σας.
Συνεχίζω με το 1876 και τη σφαγή των προξένων. Στα τέλη Απριλίου, μουσουλμανικός όχλος κατακρεούργησε, μέσα στο Σαατλί Τζαμί (δίπλα στο Διοικητήριο), τον Γερμανό πρόξενο, Ερρίκο Άμποτ (της μεγάλης θεσσαλονικιώτικης χριστιανικής οικογένειας των Άμποτ), και τον Γάλλο πρόξενο, Ζυλ Μουλέν (παντρεμένο με κόρη της οικογένειας Χατζηλαζάρου). Αφορμή, η προσπάθεια των χριστιανών της πόλης να αποτρέψουν τον εξισλαμισμό μιας σλαβόφωνης κοπέλας από χωριό της περιοχής του Γευγελή.
[Μια γενική παρατήρηση: ο κ. Μαζάουερ συστηματικά αποφεύγει, σε όλο το βιβλίο, την αναφορά ονομάτων και χρονολογιών. Τον καταλαβαίνω – με αυτό τον τρόπο το βιβλίο γίνεται ευκολοδιάβαστο. Τα πολλά στοιχεία κουράζουν τον αναγνώστη.]
Στο κεφάλαιο αυτό, υπάρχει μια ανακολουθία που τη θεωρώ σημαντική. Στη σελίδα 170, γράφει: «Οι πρόξενοι βρέθηκαν στο τζαμί τυχαία. Έτυχε να περνούν από εκεί», ενώ, στη σελίδα 177, γράφει: «Οι πρόξενοι παρουσιάστηκαν στο τζαμί ως μεσολαβητές». Τυχαίο λάθος;
Επιπλέον, στη σελίδα 170, γράφει «Ο Βρετανός πρόξενος (Μπλαντ) έστειλε τηλεγράφημα που έλεγε ότι: «Οι Έλληνες (μετά τη σφαγή) άρχισαν να οπλίζονται φοβούμενοι γενίκευση των σφαγών».
Οι δύο αυτές γραμμές προέρχονται από όλη την επίσημη αλληλογραφία που περιέχεται στο τεύχος των 73 σελίδων του Houses of Parliament by command of Her Majesty, Turkey no. 4, Correspondence respecting the murder of the French and German consuls at Salonica, London 1876.
Γιατί άραγε ο κ. Μαζάουερ επιλέγει μόνον αυτές τις δύο γραμμές ενός στην ουσία ανύπαρκτου γεγονότος; Ο πρόξενος αναφέρθηκε στον εξοπλισμό την Ελλήνων για να πείσει την κυβέρνησή του να στείλει αγγλικά πολεμικά πλοία στη Θεσσαλονίκη για την προστασία των ξένων. Ο ίδιος, σε επιστολή που βρίσκεται στο αρχείο του, στο πανεπιστήμιο του Μπέρμινχαμ, αναφέρει ξεκάθαρα τον λόγο για την αναφορά του αυτή.
Ο κ. Μαζάουερ δεν μελέτησε επίσης τις αναφορές των καθολικών ιερέων της πόλης, που περιγράφουν με ακρίβεια τις φρικιαστικές ενέργειες των Τούρκων (δες:
Annalesdelacongrégationdelamissionourecueildelettres édifiantes écritesparlesprêtresdecettecongrégationetparlesFillesdelaCharité, TomeXLI, Année 1876, Paris 1877).
Στη συνέχεια, ο κ. Μαζάουερ παραλείπει όλα τα επακόλουθα της σφαγής, αναφερόμενος μόνο στον απαγχονισμό έξι Τσιγγάνων ως υπευθύνων της σφαγής, ενώ, λίγους μήνες αργότερα, καταδικάστηκαν, από δικαστήριο της Κωνσταντινούπολης, οι καθοδηγητές της σφαγής: ο βαλής, οι επικεφαλής αξιωματικοί και ένας σύμβουλος του βιλαετίου, με πολύ βαριές ποινές φυλάκισης και καθαίρεσης. Στο κεφάλαιο αυτό, υποβαθμίζει όσο μπορεί περισσότερο τη συμμετοχή των Τούρκων, αναφερόμενος στο γεγονός ως «παρεξήγηση», ή ότι η σφαγή έγινε από «Αλβανούς και Τσιγγάνους», και τελειώνει πάλι με το «μαξιλαράκι»: «Πολύ γρήγορα (προσέξτε τη λέξη) η αντιπάθεια μεταξύ των φυλών (εννοεί δηλαδή χριστιανών και μουσουλμάνων) ξεχάστηκε και συγχωρέθηκε».

Πάμε τώρα στο 1897 και τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, που κατέληξε με τη συντριβή του ελληνικού στρατού, θέτοντας σε κίνδυνο ακόμα και την Αθήνα.
Ο κ. Μαζάουερ δεν κάνει την παραμικρή αναφορά στον πόλεμο, τη στιγμή μάλιστα που η Θεσσαλονίκη έπαιξε δεσπόζοντα ρόλο, υπέρ φυσικά των Οθωμανών. Ήταν το κέντρο επιχειρήσεων του οθωμανικού στρατού και η έδρα του Γενικού Επιτελείου. Στην πόλη αυτή έφθασαν σιδηροδρομικώς 154.000 στρατιώτες, 3.300 αξιωματικοί, 34.400 άλογα και 8.700 τόνοι πολεμικού υλικού πριν προωθηθούν στο μέτωπο. Ήταν η έδρα δεκάδων Γερμανών αξιωματικών, εκπαιδευτών και συμβούλων των Τούρκων, και, τέλος, εδώ κατέληγαν οι Έλληνες αιχμάλωτοι πολέμου.
Σύμφωνα λοιπόν με αναφορά του Μπλαντ (ο ίδιος Άγγλος πρόξενος που αναφέρθηκε και το 1876), από τις 27 Απριλίου, άρχισαν να καταφθάνουν καθημερινά στην πόλη εκατοντάδες Έλληνες αιχμάλωτοι. Μέσα σε λίγες μέρες, γέμισαν οι φυλακές του Επταπυργίου, του Λευκού Πύργου, και ειδικά διαμορφωμένοι χώροι στο Πεδίο του Άρεως. Στις 28 Απριλίου, μάλιστα, σαράντα αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στη φυλακή του Λευκού Πύργου, ενώ δέχονταν ύβρεις και ξυλιές από μουσουλμάνους και Εβραίους. Της πομπής προηγούνταν τα κεφάλια νεκρών Ελλήνων στρατιωτών, καρφωμένα σε κοντάρια. Οι πρόξενοι εξανέστησαν και προέβησαν σε εντονότατες διαμαρτυρίες προς τον βαλή.
Ο κ. Μαζάουερ τα αγνοεί όλα αυτά, ακόμα και την επιστολή καθηγητή της εβραϊκής σχολής της
AllianceIsraéliteUniverselle προς τα κεντρικά της οργάνωσης, στο Παρίσι (AIU, SérieGrèce, IC 40, 25 Juin 1897). Η επιστολή ανέφερε: «Μόλις πληροφορήθηκαν την άφιξη μιας ομάδας Ελλήνων αιχμαλώτων, ένα πλήθος Εβραίων, που ανήκουν στη χαμηλή τάξη των ανίδεων, συγκεντρώθηκε στον σταθμό. Με το που εμφανίστηκαν οι αιχμάλωτοι, οι Εβραίοι τους υποδέχθηκαν με γιουχαΐσματα, ύβρεις και άλλες παρόμοιες εχθρικές εκδηλώσεις. Τα γιουχαΐσματα, οι αποδοκιμασίες και οι αλαλαγμοί συνόδευσαν τους αιχμαλώτους από τον σιδηροδρομικό σταθμό έως τη φυλακή του Λευκού Πύργου. […] Η συμπεριφορά του εβραϊκού όχλου εξόργισε όλους τους χριστιανούς, όλους τους Εβραίους που σέβονται τον εαυτό τους και, πρώτα απ’ όλα, όλους τους Έλληνες που παρακολούθησαν χλωμοί, από τα σκαλιά των σπιτιών τους, την πορεία των αιχμαλώτων».
Σειρά έχουν τώρα τα γεγονότα του Μαΐου του 1903, όταν Βούλγαροι (ή, αν προτιμά ο κ. Μαζάουερ, «Μακεδόνες») αναρχικοί, γνωστοί ως βαρκάρηδες, ανατίναξαν το γαλλικό ατμόπλοιο Γκουαδαλκιβίρ, την οθωμανική Τράπεζα (αγγλογαλλικών συμφερόντων) και προέβησαν σε διάφορες άλλες βομβιστικές ενέργειες, πάντα με σκοπό να θίξουν ευρωπαϊκά συμφέροντα, για να αναδείξουν την καταπίεση που υφίσταντο από τις τουρκικές αρχές.
Πιασάρικο θέμα (το ξέρω καλά, γιατί έγραψα ολόκληρο βιβλίο γι’ αυτά τα γεγονότα), αλλά στην ουσία όχι τόσο σημαντικό για την ιστορία της πόλης.
Ο κ. Μαζάουερ αφιέρωσε 3 ½ σελίδες στα γεγονότα αυτά, χωρίς φυσικά στο τέλος να αναφέρει ότι οι Τούρκοι σκότωσαν δώδεκα Έλληνες και φυλάκισαν είκοσι τέσσερις, ευκαιρίας δοθείσης, οι οποίοι και δεν είχαν καμία ανάμειξη στις βομβιστικές ενέργειες..
Στη συνέχεια, αφιερώνει 1 ¾ σελίδες για ολόκληρο τον Μακεδονικό Αγώνα, υποβαθμίζοντας έτσι το όλο θέμα, χωρίς όμως να παραλείψει να αφιερώσει σχεδόν μία ολόκληρη σελίδα, από τις 1 ¾, στις δολοφονίες της οργάνωσης του Σουλιώτη-Νικολαΐδη. [Αυτό θα πει επιλεκτική έμφαση στα γεγονότα.]
Και τελειώνει πάλι με το «μαξιλαράκι»: «Το να είσαι «Βούλγαρος» σήμαινε ότι υποστήριζες την Εξαρχία. Ήταν ένα θέμα γλωσσικό-θρησκευτικό, χωρίς καμία εθνική συνείδηση», και συνεχίζει: «Οι ελληνικές συμμορίες συχνά αποτελούνταν από ελληνοποιημένους Σλάβους ή Αλβανούς ληστοσυμμορίτες». Παρακαλώ, σκεφτείτε το μήνυμα που περνάει.

Σχετικά με την επανάσταση των Νεότουρκων, το 1908, και τις επιπτώσεις της, θα πω δύο μόνο λόγια, παρότι θα μπορούσα να μιλήσω πάνω από μία ώρα για την ακραία παραπληροφόρηση που επιχειρεί ο κ. Μαζάουερ. Στο σχετικό κείμενο εκθειάζει απροκάλυπτα τους ήρωές της, Ενβέρ, Ταλάτ, Ναζίμ, Ραχμί κ.ά., χωρίς (α) να εξετάσει ποιοι ήταν και ποιοι κρύβονταν από πίσω τους, (β) χωρίς καν να αναφέρει τις διώξεις, σφαγές και βιασμούς που υπέστη ο χριστιανικός πληθυσμός της Μακεδονίας, τα έτη 1910-1911-1912, υπό την καθοδήγησή τους και (γ) τον ρόλο αυτών των ατόμων, την περίοδο 1914-1916, στον αφανισμό των Ποντίων και των εκατομμυρίων Αρμενίων.

Και φθάνουμε αισίως στο 1912 και στην απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Εδώ τα πράγματα αγριεύουν.
Ξεκινάω με την αγγλική λέξη που χρησιμοποιεί για την απελευθέρωση = «
Captured». Η λέξη αυτή σημαίνει υφαρπαγή, υποδηλώνει αιχμαλωσία και υπονοεί την εν καιρώ επιστροφή στον αρχικό δικαιούχο. Μίλησα ήδη για την τεράστια σημασία των λέξεων. Στην περίπτωση αυτή, ο συγγραφέας περνάει το μήνυμα στον αγγλόφωνο αναγνώστη ότι η πόλη δεν ανήκει στους «καταληψίες».
Σε όλο αυτό το κεφάλαιο, υπάρχουν μόνο δύο αναφορές σε εντυπώσεις αξιωματικών ή στρατιωτών που βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη τις μέρες της απελευθέρωσης. Η πρώτη του Αλέξανδρου Μαζαράκη (λίγες λέξεις όλο κι όλο) και μία ακόμα, που σας τη διαβάζω από το πρωτότυπο. Είναι αποσπάσματα από μία σειρά επιστολών ενός αξιωματικού προς τη σύζυγό του.
«Η Θεσσαλονίκη δεν με ενθουσιάζει. Όταν ευρίσκεται κανείς εις πολεμικήν κίνησιν είναι
comme à laguerre και δεν στενοχωρείται, δεν έχει ουδεμίαν απαίτησιν. […] Έχει ομολογουμένως ένα ωραίον κήπον εις το παραθαλάσσιον με κινηματογράφον, μουσικήν, café chantant και restaurant, το μόνον ίσως που ημπορεί κανείς να φάγη καλά και όχι ακριβά. […] Σε βεβαιώ ότι εσιχάθηκα φοβερά. θα επροτιμούσα δε χίλιαις φοραίς να ήμουν στρατοπεδευμένος υπό σκηνήν σε κανένα βουνό. παρά εδώ εις αυτήν την παρδαλήν πόλιν όπου είναι συγκεντρωμέναι όλαι αι φυλαί του Ισραήλ. Σε βεβαιώ ότι αντιπαθητικώτερος τόπος δεν υπάρχει. […] Δεν ξέρω κατά πόσον δύναται να αρέση μία πόλις με κοινωνίαν παρδαλήν, αποτελουμένην κατά τα 9/10 από Εβραίους. δεν έχει ουδέν Ελληνικόν. αλλ’ ούτε το ευρωπαϊκόν. Δεν έχει τίποτε».
Τα λόγια αυτά είναι του αξιωματικού Ιπποκράτη Παπαβασιλείου (στην περίπτωση αυτή, ο κ. Μαζάουερ αναφέρει το όνομα –αν και δύσκολο). Είναι ένας μεγαλοαστός, με στενές σχέσεις με το παλάτι, που ξεκίνησε με τη 2η Μεραρχία από την Αθήνα, έλαβε μέρος στην απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, έφυγε κατευθείαν για το μέτωπο της Ηπείρου και επέστρεψε πάλι με τη 2η Μεραρχία στη Θεσσαλονίκη, τον Μάιο του 1913, οπότε και έγραψε τις επιστολές αυτές. Φυσικά, η σχετική παραπομπή του κ. Μαζάουερ είναι καθ’ όλα σωστή, αλλά προέρχεται από ένα βιβλίο 350 σελίδων (Τρίχα Λύντια (επιμέλεια), Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913: Ημερολόγια και γράμματα από το Μέτωπο, ΕΛΙΑ, Αθήνα 1991), με δεκάδες άλλες επιστολές. Σας διαβεβαιώνω ότι έχω διαβάσει ολόκληρο το βιβλίο, καθώς και δεκάδες άλλα βιβλία με απομνημονεύματα και εντυπώσεις αξιωματικών και στρατιωτών από τη Θεσσαλονίκη. Πουθενά, μα πουθενά, δεν υπάρχει μία τόσο αρνητική περιγραφή της πόλης. Υποθέτω, λοιπόν, ότι ο κ. Μαζάουερ διάβασε ολόκληρο αυτό το βιβλίο καθώς και τις άλλες εκατοντάδες αφηγήσεις και διάλεξε να περιλάβει στο βιβλίο του αυτές μόνο τις γραμμές. Τυχαίο;

 

Από ποιους κινδυνεύει το αίτΕπίσης, από τις ανταποκρίσεις δεκάδων Ευρωπαίων ανταποκριτών, ο κ. Μαζάουερ επέλεξε λίγες μόνο γραμμές από το βιβλίο του JeanLeune (UneRevanche, Une Étape: aveclesGrecs, deParis à SaloniqueparAthènesetlaMacédoineCampagnede 1912, Paris 1914), Γάλλου ανταποκριτή του περιοδικού Λ’ Ιλλυστρασιόν, τον οποίο χαρακτηρίζει προκαταρκτικά και ως «φιλέλληνα», προδιαθέτοντας αμέσως τον αναγνώστη. (Παρακαλώ, δέστε αυτό το βιβλίο των πεντακοσίων σελίδων.) Επέλεξε λοιπόν την παρακάτω παράγραφο: «Οι Έλληνες διατήρησαν την τουρκική αστυνομία, οπλισμένη, για να επιβάλει την τάξη». Με το παραπάνω απόσπασμα, του «φιλέλληνα», υπονοεί την αδυναμία των Ελλήνων να επιβάλουν την τάξη και διαστρεβλώνει την πραγματικότητα, σύμφωνα με την οποία η τουρκική αστυνομία διατήρησε τον οπλισμό της για τρεις-τέσσερις μόνο μέρες, έως ότου να φθάσουν τα πρώτα σώματα της κρητικής χωροφυλακής. Το κεφάλαιο για το 1912 είναι γεμάτο ειρωνεία εναντίον των Ελλήνων και τελειώνει με την παρατήρηση ότι: «Οι Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι της Αθήνας θεωρούν εξορία στη Βουλγαρία τη μετάθεσή τους στη Θεσσαλονίκη».
Θα ήθελα, τέλος, να αναφερθώ στις τελευταίες 190 σελίδες του βιβλίου (περίπου το 1/3 του βιβλίου), που ξεκινάει με τον τίτλο «
MakingthecityGreek» (=Εξελληνίζοντας την πόλη) και επαναλαμβάνει τη λέξη «HELLENIZATION» (=Εξελληνισμός) δεκάδες φορές έως το τέλος του βιβλίου. Θα μου πείτε, και τι πειράζει; Σκεφθείτε, λοιπόν, ότι διαβάζετε ένα κείμενο σχετικά με την Τουρκία, όπου επαναλαμβάνεται η λέξη «εκτουρκισμός», πού θα πάει το μυαλό σας; Χωρίς αμφιβολία θα σκεφθείτε την εξόντωση των Ποντίων, τον αφανισμό των Αρμενίων, τις σφαγές στην Ιωνία και, ακόμα και σήμερα, τις διώξεις των Κούρδων.
Τονίζω, για τρίτη φορά, ότι το βιβλίο αυτό απευθύνεται σε αγγλόφωνους. Όταν λοιπόν διαβάζουν συνεχώς τη λέξη «
hellenization», καταλήγουν να πιστέψουν ότι η πόλη αυτή δεν ήταν ποτέ ελληνική και ότι έγινε μια τεράστια προσπάθεια να αποκτήσει ελληνικό χαρακτήρα και υπόσταση. Στην αρχή της ομιλίας μου, σας μίλησα για «πικρή γεύση». Αυτό οφειλόταν στην επαναλαμβανόμενη αυτή λέξη. [Η τεχνική αυτή έχει την επιστημονική ονομασία «υποβολιμαία τεχνική» (=SubliminalTechnique).] Ακόμα και η φρικτή ιστορία της εξολόθρευσης των Εβραίων από τους Γερμανούς ενέπεσε έμμεσα στον εξελληνισμό της Θεσσαλονίκης. Πώς μάλιστα τελειώνει το 14ο κεφάλαιο του βιβλίου; «Η Ελλάδα χρειάστηκε λιγότερο από τρεις εβδομάδες για να δώσει τέλος στην οθωμανική κυριαρχία στη Θεσσαλονίκη. Αλλά, μετά από πέντε αιώνες κάτω από τους σουλτάνους, η πόλη θα χρειαστεί περισσότερο χρόνο για  να γίνει πραγματικά ελληνική». Το κεφάλαιο επίσης, με τίτλο «Η έξοδος των μουσουλμάνων», είναι ένας ύμνος στην ανεκτικότητα των μουσουλμάνων και στην αγριότητα των Ελλήνων. Μεταφράζω: «Συμμορίες Ελλήνων προσφύγων (που συνέρρευσαν στην πόλη μετά την απελευθέρωση) κραδαίνοντας μπαλτάδες λεηλάτησαν μαγαζιά μουσουλμάνων και διέρρηξαν τα σπίτια τους». Ειλικρινά, πολύ θα ήθελα να μάθω από πού αντλεί τις πληροφορίες του ο κ. Μαζάουερ, μια και συστηματικότατα αποφεύγει να αναφέρει τις πηγές του.
Κλείνοντας, θα ήθελα να επαναλάβω αυτά που είπα στην αρχή, ότι δηλαδή το βιβλίο αυτό έχει μεν ασήμαντα λάθη και ανακρίβειες, αλλά είναι ένα αριστούργημα έντεχνης παραπληροφόρησης όσον αφορά: (α) τις εσκεμμένες ή μη παραλείψεις, (β) τα μισά ψέματα ή τις μισές αλήθειες, (γ) την έμφαση σε ορισμένα γεγονότα και την παράλληλη υποβάθμιση άλλων, (δ) τη χρήση προσεκτικά επιλεγμένων παραπομπών και, τέλος και σημαντικότερο, τη χρήση συγκεκριμένων λέξεων (στην αγγλική πάντα γλώσσα) που προϊδεάζουν έντεχνα τον αναγνώστη.

Τελειώνω με αναφορά στον εγγλέζικο τίτλο του βιβλίου:
SalonicaCityofghosts (1430-1950)
Αποφεύγω να σχολιάσω τη χρήση της λέξης
Salonica αντί Thessaloniki. Στέκομαι όμως στη χρήση της λέξης ghosts (=φαντάσματα). Σύμφωνα με το πρώτο παράδειγμα που δίνει το NewOxfordThesaurusofEnglish, η λέξη ghosts συνοδεύεται συνήθως από το ρήμα haunt (=στοιχειώνω), με άλλα λόγια, πάντα με βάση το παράδειγμα του λεξικού, τα φαντάσματα στοιχειώνουν τη Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα λοιπόν με τις θεωρίες του υπερφυσικού, στην πόλη έχουν παγιδευτεί τα φαντάσματα του παρελθόντος, που περιμένουν κάποια στιγμή να δικαιωθούν. Ο κ. Μαζάουερ θεωρεί ότι τα φαντάσματα είναι οι Εβραίοι και οι μουσουλμάνοι που ζούσαν εδώ. Τι περιμένει όμως ο συγγραφέας να συμβεί για να δικαιωθούν και να απελευθερωθούν τα φαντάσματα αυτά; Αν, παρ’ ελπίδα όμως, θεωρεί ως φαντάσματα τις δεκάδες χιλιάδες Ελλήνων που σφάχτηκαν από τους Τούρκους, από το 1430 έως το 1912, τότε τον διαβεβαιώνω ότι αυτά δικαιώθηκαν με την απελευθέρωση της πόλης, τον Οκτώβριο του 1912.

 

http://ardin-rixi.gr/archives/11363