Εγρήγορση για διατήρηση αισιοδοξίας

 

 Τι λέει το ΙΟΒΕ στην έκθεσή του για την Ελληνική οικονομία:

“Το ΙΟΒΕ στην τελευταία του Τριμηνιαία Έκθεση, διέβλεπε για το 2013 προοπτικές  ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, υπογράμμιζε όμως ως εξ ίσου σημαντικό ζητούμενο, την απο-φυγή κάθε αισθήματος εφησυχασμού.

Οι πρώτες 10 εβδομάδες του πρώτου τριμήνου, επεφύλασσαν για την Ελλάδα ακριβώς το παραπάνω μείγμα θετικών οικονομικών εξελίξεων αλλά και στοιχείων προβληματισμού.

 

Έτσι, από τη μία πλευρά θετικές εξακολούθησαν να είναι οι εξελίξεις στα ισοζύγια εσωτερικής και εξωτερικής διαχείρισης που στο παρελθόν, με τα «διπλά ελλείμματα» αποτέλεσαν την γενεσιουργό αιτία του σημερινού χρέους και των συνεπακόλουθων δεινών. Το γενικό ισοζύγιο της κυβέρνησης το πρώτο δίμηνο του τρέχοντος έτους ήταν θετικό, παρουσιάζο-ντας πλεόνασμα €72 εκατ., όμως στις αρχές του 2012 το πλεόνασμά του έφτανε τα € 2,3 δις. Σε ότι αφορά το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, το έλλειμμά του διαμορφώθηκε τον Ιανουάριο στα €221,6 εκ., 84,7% χαμηλότερα από ότι τον ίδιο μήνα πέρυσι (€1,45 δις.). Θετική εξέλιξη αποτέλεσε επίσης η βελτίωση του οικονομικού κλίματος που αποτυπώθηκε στην Έρευνα Συγκυρίας του ΙΟΒΕ επί τέσσερις συνεχείς μήνες. Στροφή προς το θετικότερο αντικατοπτρίστηκε και στην ανάκαμψη των τιμών των μετοχών στο ελληνικό χρηματιστήριο και στην αξιοσημείωτη άνοδο της τιμής των ελληνικών κρατικών ομολόγων.

Οι εξελίξεις αυτές αλλά κυρίως η εκπλήρωση των συγκεκριμένων όρων που είχαν τεθεί στο πλαίσιο της απόφασης του Eurogroup της 26ης Νοεμβρίου 2012 επέτρεψαν την εκταμίευση της συμπληρωματικής 2ης και της 3ης δόσης των € 9,2 δις και 2,8 δις από τη λεγόμενη υπέρ-δόση του προγράμματος χρηματοδοτικής ενίσχυσης, με την τελευταία της δόση να κρίνεται αυτό το διάστημα

Θετικές ειδήσεις ήρθαν επίσης στο μικροοικονομικό σκέλος της οικονομίας, με προεξέχουσες την ολοκλήρωση της σιδηροδρομικής σύνδεσης Ικονίου – Θριασίου πεδίου, η οποία θεωρούμε ότι συνιστά μια κομβική εξέλιξη που αναβαθμίζει ραγδαία τη θέση του Πειραιά στο παγκόσμιο διαμετακομιστικό εμπόριο. Αλλά και οι ειδήσεις για μεταφορά μέρους παραγωγής από σημαντικές πολυεθνικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα, όπως η εγκατάσταση νέας γραμμής παραγωγής της PhilipMorris στο εργοστάσιό της στον Ασπρόπυργο και η αγορά πάνω από το 50% της παραγωγής καπνού στην Ελλάδα για τα επόμενα τρία χρόνια, η μεταφορά των κεντρικών γραφείων Νοτίου Ευρώπης της γερμανικής εταιρίας εφαρμογών επιχειρησιακού λογισμικού SAP στην Ελλάδα κ.α.

Επίσης θετικές παρουσιάζονταν, τουλάχιστον κατά τις πρώτες 10 εβδομάδες, οι εξελίξεις στον εγχώριο τραπεζικό τομέα, όπου ομαλοποιούνταν σταδιακά οι συνθήκες ρευστότητας καθώς επιταχυνόταν η επανάκαμψη των καταθέσεων. Ήδη, τον Φεβρουάριο 2013 οι καταθέσεις διαμορφώθηκαν σε 164 δις από €161,3 δις τον Δεκ.’12 και €150,5 δις. τον Ιούν.’12.Τη ρευστότητα βελτίωσε σε κάποιο βαθμό και η πληρωμή τμήματος των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του κράτους προς τους ιδιώτες.

Στα θετικά εντάσσεται και το στοιχείο ότι η απόκλιση του πληθωρισμού από το μέσο όρο της Eυρωζώνης (σε εναρμονισμένη βάση) έγινε το 2012, για πρώτη φορά, αρνητική φθάνοντας το Φεβρουάριο του 2013 στο 1,7%. Στο θέμα του πληθωρισμού, περισσότερο σημαντική είναι η καταγραφείσα υποχώρηση κατά 0,8% του αποπληθωριστή του ΑΕΠ η οποία μάλιστα φαίνεται να επιταχύνεται. Η υποχώρηση αυτή προσφέρει μια ένδειξη ότι η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης άρχισε πλέον να αποδίδει καρπούς και η μείωση του κόστους εργασίας περνά, έστω με βραδύτητα, στις τιμές. Η μείωση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας που επιτυγχάνεται πάντως δεν είναι αντίστοιχη προς το κόστος που έχει επωμιστεί για αυτό το σκοπό το κοινωνικό σύνολο μέσω της σημαντικής μείωσης μισθών και συντάξεων.

Παράγων προβληματισμού από την άλλη πλευρά παραμένει το γεγονός ότι η ύφεση εξακολουθεί να είναι έντονη, αν και στο τελευταίο τρίμηνο του 2012 υπήρξε μικρότερη από όση ήταν στο αντίστοιχο τρίμηνο του 2011 (5,7% έναντι 7,9%). Τον Ιανουάριο σημειώθηκε μι-κρή πτώση της βιομηχανικής παραγωγής, μείωση των νέων παραγγελιών στη βιομηχανία καθώς και μεγάλη πτώση του κύκλου εργασιών στο λιανικό εμπόριο. Πρόβλημα τεράστιας οικονομικής και κοινωνικής σημασίας παραμένει το υψηλό ποσοστό της ανεργίας (στο 26,4% τον Δεκέμβριο) τόσο ως προς τα απόλυτα μεγέθη, όσο και ως προς τη διάρθρωσή της και ειδικά την εξέλιξη τη μακροχρόνιας ανεργίας, αλλά και της ανεργίας των νέων.

Σε στοιχείο σοβαρού προβληματισμού επίσης εξελίσσεται η αδυναμία είσπραξης εσόδων που αποδίδεται αφ’ ενός στην καθυστέρηση καταβολής οφειλών από τη «μη φοροδιαφεύγουσα» μερίδα του πληθυσμού (η οποία ενδεχομένως αναμένει αποσαφήνιση του θέματος των δόσεων) και αφ’ ετέρου στη φοροδιαφυγή, με αυξητικές μάλιστα ενδείξεις για την τελευταία. Παράγοντα προβληματισμού αποτελεί οπωσδήποτε η ένταση που δημιουργείται γύρω από υφιστάμενες ή σχεδιαζόμενες επενδύσεις, καθώς αυτές αξιολογούνται ως μια εικόνα αντί-δρασης σε κάθε επενδυτική προσπάθεια της χώρας.

Όμως το παραπάνω αναμενόμενο και σχετικά «ισορροπημένο» σκηνικό, ανατράπηκε τις τελευταίες τρεις εβδομάδες του τριμήνου ως συνέπεια δύο σημαντικών αρνητικών εξελίξεων: Τα δραματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Κύπρο αποτέλεσαν, προφανώς, τη μία. Αυτά, εκτός από την τοπική διάσταση, την επίδραση δηλαδή που έχουν στους Κύπριους πολίτες και στην τοπική οικονομία, έχουν μια ευρύτερη και ακόμη σοβαρότερη διάσταση, αφού τα μέτρα που επιλέχθηκαν να εφαρμοστούν, θίγουν και παραβιάζουν θεμελιώδεις και διεθνώς καθιερωμένους θεσμούς και αρχές.

Είχε όμως προηγηθεί χρονικά μια άλλη εξέλιξη στην Αθήνα, όχι βέβαια τόσο εκρηκτικού χαρακτήρα όπως τα γεγονότα της Κύπρου αλλά επίσης αρνητική για την εικόνα και τις προο-πτικές της ελληνικής οικονομίας. Αυτή υπήρξε η επιστροφή στο καθεστώς δυστοκίας στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα κατά την τελευταία επίσκεψή της και η (καθυστερημένη ή μη) καταβολή της τελευταίας δόσης από την εναπομένουσα χρηματοδοτική ενίσχυση. Η εικόνα της ελληνικής οικονομίας είχε έτσι υποστεί πλήγμα πριν την εκδήλωση της κυπριακής κρίσης, με χαρακτηριστική συνέπεια τα περιθώρια αποδόσεων των 10-ετών ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου έναντι των αποδόσεων των αντιστοίχων γερμανικών τίτλων να γυρί-σουν σε  έντονα ανοδική τάση όταν διαπιστώθηκε η καθυστέρηση ολοκλήρωσης της αξιολόγησης από την τρόικα.

Η εμπλοκή στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα ανέδειξε μια δυσάρεστη και δυσμενείς προοπτικές προοιωνίζουσα πραγματικότητα: η οικονομική πολιτική φαίνεται να εξαντλείται γύρω από τη «στρατηγική της δόσης» σε βάρος μιας στρατηγικής που αποβλέπει στην επίλυση ορισμένων από τα βραχυπρόθεσμα προβλήματα, αλλά και στη γενικότερη μεσοπρόθεσμη στρατηγική ανάπτυξης της χώρας, ανεξάρτητα δηλαδή από την εδώ παρουσία της τρόικας. Αλλά και προς την τελευταία, εμφανιστήκαμε πάλι ασυνεπείς προς αναληφθείσες υποχρεώσεις. Δεν έχει  ακόμα αποσαφηνιστεί ο τρόπος επίτευξης του προγραμματισμένου για τα επόμενα χρόνια εξορθολογισμού της απασχόλησης στο δημόσιο τομέα, επιμένουμε δε πει-σματικά σε θέσεις που κανένας σοβαρά σκεπτόμενος πολίτης, εργαζόμενος ή άνεργος, δεν υιοθετεί, όπως τη μη τιμωρία επίορκων δημοσίων λειτουργών. Με την εμπλοκή στις διαπραγματεύσεις έχουν ενταθεί και η πικρία και κριτική για έλλειμμα αλληλεγγύης από πλευράς των ισχυρών Ευρωπαϊκών κρατών προς τη χώρα μας. Όσο δικαιολογημένη και αν είναι η τελευταία, αυτό που προέχει σήμερα είναι η αντιμετώπιση του μεγαλύτερου οικονομικού και κοινωνικού προβλήματος της χώρας που παραμένει η ανεργία. και αυτή μπορεί να περιορισθεί μόνον αν προσελκύσουμε νέες ξένες επενδύσεις. Οι τελευταίες δύσκολα θα έλθουν ενόσω η νοοτροπία μας, οι δηλώσεις μας και τα συστήματά μας  επιμένουν με κάθε τρόπο να τις αποτρέπουν.

Δεν ανήκει στο ΙΟΒΕ η αρμοδιότητα διατύπωσης κριτικής για τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουν τη διαπραγμάτευση οι εκπρόσωποι των δανειστών, ούτε για την εικόνα που εμφάνισε η δική μας πλευρά της διαπραγμάτευσης. Αυτό που μπορούμε και έχουμε υποχρέωση να επισημάνουμε, είναι οι συνέπειες αυτής της κατάστασης όπως καταγράφονται στις δικές μας, αναγνωρισμένης αξιοπιστίας, έρευνες επιχειρηματικής και καταναλωτικής εμπιστοσύνης.  

Το ΙΟΒΕ είχε μετρήσει και καταγράψει στα δελτία οικονομικής συγκυρίας το περασμένο καλοκαίρι και φθινόπωρο, ότι οι πολύ χαμηλές προσδοκίες που αποτυπώνονταν στους δείκτες επιχειρηματικής και καταναλωτικής εμπιστοσύνης,  οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στις παρατεταμένες διαπραγματεύσεις με την τρόικα και την αβεβαιότητα ως προς την έκβασή τους. Η επιστροφή σε καθεστώς αβεβαιότητας θα οδηγήσει σε επιδείνωση της επιχειρηματικής και καταναλωτικής εμπιστοσύνης, που θα επηρεάσει κατά κύριο λόγο τον εξαιρετικά ευαίσθητο τομέα που είναι ο τραπεζικός και μέσω αυτού τον κρίσιμο για την ανάκαμψη παράγοντα που είναι η ρευστότητα στην πραγματική οικονομία. Η επανάκαμψη των καταθέσεων για την οποία έγινε λόγος και στην αρχή του παρόντος κειμένου μπορεί να αντιστραφεί, αν δεν υπάρξουν άμεσα και σαφή δείγματα σοβαρής αντιμετώπισης εκ μέρους της οικονομικής και τραπεζικής ηγεσίας.

Ποία είναι τα ζητούμενα δείγματα σοβαρής αντιμετώπισης έχει γραφεί κατ΄επανάληψη. Επαναλαμβάνουμε τη θέση ότι περιθώριο για λήψη πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων δεν υπάρχει. Η αντιμετώπιση περιστρέφεται γύρω από την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων βάσει του χρονοδιαγράμματος που τέθηκε στην πρόσφατη επικαιροποίηση του δεύτερου μνημονίου, πρωτίστως των προαπαιτούμενων για τη συνέχιση εκταμίευσης των δόσεων του δεύτερου δανείου από την ΕΕ και το ΔΝΤ. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται αλλά παραμένει απροσδιόριστος, ο τρόπος αναδιάρθρωσης της απασχόλησης στο δημόσιο τομέα.

Όσον αφορά τέλος το πρόγραμμα για Κύπρο, υπάρχει μια  πληθώρα εκτιμήσεων και μελετών που είδαν και συνεχίζουν να βλέπουν το φως της δημοσιότητας και πηγάζουν από διάφορα περισσότερο ή λιγότερο έγκυρα και αρμόδια όργανα. Η μεγάλη πλειοψηφία των εκτιμήσεων αυτών καταλήγει σε συμπεράσματα δραματικά έως και καταστροφικά για την οικονομία της Κύπρου, δεν λείπουν δε και σενάρια συντέλειας για ολόκληρη την Ευρωζώνη.

Το ΙΟΒΕ, χωρίς να μπορεί ακόμη να τεκμηριώσει μια λιγότερο απαισιόδοξη προοπτική, θα ήθελε εδώ απλά να την καταχωρήσει. Όχι μόνον ως ένα διαφορετικό ενδεχόμενο, αλλά και ως στόχο και ευχή:

Με βάση τουλάχιστον τη διάρθρωση του προϊόντος της Κύπρου, ο τομέας των τραπεζικών και άλλων οικονομικών υπηρεσιών, δεν ξεπερνά το 8,7% του ΑΕΠ της Κύπρου (διπλάσιο βέβαια από το αντίστοιχο στην Ελλάδα που είναι 4,5%).  Αν και ο τραπεζικός τομέας είναι τεράστιος σε όγκο σε σχέση με το εθνικό εισόδημα της Κύπρου, δεν είναι ούτε ο μόνος ούτε καν ο κυριότερος συντελεστής της δημιουργίας του κυπριακού ΑΕΠ. Βέβαια οι καταθέσεις χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση της κυπριακής οικονομίας και μια απότομη πτώση τους όπως και τα προβλήματα ρευστότητας που θα προκύψουν για όσο διάστημα συνεχί-σουν να εφαρμόζονται περιορισμοί στη διαχείριση των καταθέσεων, θα έχει αρνητικές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις και σε άλλους τομείς. Χωρίς αμφιβολία λοιπόν, οι προοπτικές της κυπριακής οικονομίας για το άμεσο μέλλον δεν είναι ευοίωνες. Όχι όμως, κατ΄ανάγκη, για ιδιαίτερα μεγάλο χρονικό διάστημα.

Η Κύπρος, παρόλη τη δραματική περίοδο που διανύει και παρ’ όλους τους λαθεμένους χειρισμούς που έκαναν οι ιθύνοντές της, που ήταν πολλοί και σε διάφορα επίπεδα, διαθέτει λανθάνουσες ικανότητες που της έχουν επιτρέψει στο παρελθόν να αντιμετωπίζει και να ανακάμπτει από σοβαρές κρίσεις. Διαθέτει ένα ιδιαίτερα καλά εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό, ικανότατους νομικούς και λογιστικούς επιστήμονες, μια πιο λειτουργική δημόσια υπηρεσία, μια πολύ πιο ταχεία δικαιοσύνη, με άλλα λόγια ένα πιο αποτελεσματικό σύστημα διακυβέρνησης, αυτό ακριβώς που αποτελεί τη μεγάλη αδυναμία της Ελλάδος.

Επειδή στην Ελλάδα οι παραπάνω «ανοσοποιητικοί» μηχανισμοί είναι αδύναμοι, τυχόν διάχυση του προβλήματος της Κύπρου προς την Ελλάδα μπορεί να έχει συνέπειες σοβαρότερες και μεγαλύτερης διάρκειας από ότι στην ίδια τη Μεγαλόνησο. Γι’ αυτό οι δραματικές εξελίξεις στην Κύπρο δεν αποτελούν άλλοθι για την αποφυγή προώθησης των μεταρρυθμίσεων στην ελληνική οικονομία. Αντίθετα, επιβάλουν εγρήγορση όλων των εμπλεκόμενων φορέων, ιδιωτικών και δημοσίων, ώστε να διατηρήσουμε το κλίμα συγκρατημένης αισιοδοξίας που μετά από τόσους κόπους και θυσίες, φάνηκε να  αναπτύσσεται στις αρχές αυτού του χρόνου.’