Η έκθεση του ΙΟΒΕ για την Ελληνική οικονομία

Οι σκέψεις του Ιδρύματος για τις προοπτικές της χώρας το 2013 εστιάζουν στην οικοδόμηση αισιοδοξίας για το μέλλον της Ελληνικής Οικονομίας. Όχι μόνο επειδή η αισιοδοξία επιβάλλεται από τα καθιερωμένα αισθήματα στην αρχή κάθε νέου έτους, αλλά και επειδή η χώρα πράγματι βρίσκεται σε ένα σημείο καμπής, στο οποίο ορισμένα θετικά δεδομένα προβάλλουν αδιαμφισβήτητα. Η ανακοπή της ύφεσης, η εμπέδωση θετικών ισοζυγίων, η ανάσχεση του ρυθμού αύξησης της ανεργίας, αποτελούν στόχους που δεν έχουν μεν ακόμη επιτευχθεί αλλά φαίνονται πλέον περισσότερο προσεγγίσιμοι.

Βασικό ζητούμενο λοιπόν στην παρούσα Τριμηνιαία Έκθεση του ΙΟΒΕ είναι η καταγραφή και έμφαση των προϋποθέσεων που απαιτούνται ώστε να εξασφαλισθεί η ανάκαμψη της Οικονομίας, και μάλιστα με επιταχυνόμενους ρυθμούς. Παράλληλο και εξ ίσου σημαντικό ζητούμενο όμως είναι η αποφυγή κάθε αισθήματος εφησυχασμού. Διότι όσο αδιαμφισβήτητα και αν είναι τα θετικά δεδομένα που αναδύονται, άλλο τόσο πραγματικοί και σοβαροί είναι οι κίνδυνοι που εξακολουθούν να ελλοχεύουν

Το 4ο τρίμηνο του 2012 στο οποίο αναφέρεται η παρούσα Έκθεση, υπήρξε η περίοδος των επαναλαμβανόμενων άδηλης κατάληξης συνεδριάσεων που έλαβαν χώρα είτε στην ελληνική πολιτική σκηνή και το Κοινοβουλίο, είτε στο διεθνή πολιτικό και οικονομικό χώρο, στις συνεδριάσεις του Eurogroup ή του Δ.Ν.Τ., σε κάθε μια από τις οποίες οι αποφάσεις για τη διάσωση της Ελληνικής Οικονομίας λαμβάνονταν κυριολεκτικά στο «παρά πέντε»! Ωστόσο, η απόφαση για τη χορήγηση της δόσης μαμούθ που ξεπερνά τα 50 δις. σηματοδοτεί την ισχυρότερη μέχρι σήμερα εκδήλωση της βούλησης της Ευρώπης, αλλά και της ίδιας της χώρας μας, για παραμονή στη ζώνη του Ευρώ. Η θετική εκτίμηση των αγορών για το μειωμένο πλέον επίπεδο ρίσκου των ελληνικών χρεογράφων επιβεβαιώνεται από τη μη συμμετοχή των ξένων κατόχων ομολόγων στην διαδικασία της πρόσφατης επαναγοράς καθώς και από τις σημαντικές ζημίες που καταγράφουν όσοι στοιχημάτισαν υπέρ της ελληνικής χρεοκοπίας.

Την παραπάνω, μείζονος σημασίας απόφαση, ακολούθησε η πρώτη σημαντική εκταμίευση και η δημιουργία κάποιας, μικρής έστω,  ρευστότητας στην αγορά. Καθοριστικής σημασίας είναι και η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αποδεχθεί ως ενέχυρο τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου με συνέπεια τη μείωση του κόστους πρόσβασης των τραπεζών κατά 2 μονάδες και κατ΄επέκταση του επιτοκίου δανειοδότησης των επιχειρήσεων.

Άξια ακόμη  αναφοράς είναι η βελτίωση στο πρωτογενές έλλειμμα που διαμορφώθηκε στο 1,5 δισ. ευρώ (0,8% του ΑΕΠ) το ενδεκάμηνο Ιανουαρίου – Νοεμβρίου από 6 δισ. ευρώ το αντίστοιχο ενδεκάμηνο του 2011 (2,9% του ΑΕΠ), που επιτεύχθηκε παρά τη μεγαλύτερη ύφεση και παρά την αδυναμία των κρατικών υπηρεσιών να εισπράξουν τα δημόσια έσοδα.  Σημαντική επίσης είναι η βελτίωση στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών που πηγάζει τόσο από τη μείωση της ζήτησης αλλά και από καλυτέρευση των συνθηκών ανταγωνιστικότητας που καταγράφεται σε αξιόπιστους διεθνείς πίνακες. Θετική ασφαλώς είδηση είναι και η προβλεπόμενη αύξηση του τουριστικού ρεύματος που αποτυπώνεται στις σχετικές κρατήσεις για το 2013. Αλλά και το γενικότερο οικονομικό κλίμα, με βάση τις έρευνες συγκυρίας που εκπονεί το ΙΟΒΕ έχει βελτιωθεί αισθητά τους δύο τελευταίους μήνες

Όσον αφορά στις προοπτικές ανάκαμψης, οι πρόσφατες εξελίξεις στον Τραπεζικό τομέα επιτρέπουν κάποια συγκρατημένη αισιοδοξία σε ότι αφορά την αναμενόμενη έκταση της ύφεσης και την προβλεπόμενη ανάκαμψη. Αποτελεί αναμφισβήτητα «ψήφο εμπιστοσύνης» από εκατομμύρια καταθέτες προς το αξιόπιστο των Ελληνικών Τραπεζών η συνεχιζόμενη από το περασμένο καλοκαίρι επιστροφή καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα που εφόσον συνεχισθεί και επαυξηθεί, δημιουργεί προϋποθέσεις για σταδιακή πρόσβαση των τραπεζών στην διατραπεζική αγορά. Η τραπεζική χρηματοδότηση της οικονομίας μπορεί να πυροδοτήσει την ανάκαμψη, που ακολούθως θα πρέπει βέβαια να στηριχτεί σ’ ένα σύνολο μεσοπρόθεσμων αναπτυξιακών πολιτικών.

Τα παραπάνω δεδομένα οδηγούν σε μια σαφώς ευνοϊκότερη εικόνα των βραχυχρόνιων προοπτικών τις ελληνικής οικονομίας και την εκτίμηση ότι  οι τριμηνιαίοι ρυθμοί  μεταβολής του ΑΕΠ θα εισέλθουν σε θετική περιοχή από το τέλος του 2013 ή τις αρχές του 2014. Δεδομένου όμως ότι το 2013 θα υπάρξει μεταφερόμενη ύφεση (carry-over) από το 2012 της τάξεως του 3% περίπου, ο ρυθμός συρρίκνωσης της οικονομίας  για ολόκληρο το 2013 σε σχέση με το 2012,  εκτιμάται στα επίπεδα περίπου του  4,5%. Κατά πάσα πιθανότητα, στα δύο πρώτα τρίμηνα η ύφεση θα παραμείνει σχετικά υψηλή, υψηλότερη του 4,5%, ενώ στη συνέχεια η συρρίκνωση αναμένεται να κινηθεί χαμηλότερα από αυτό το μέσο επίπεδο.

Η αναβάθμιση της μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας κατά 6 βαθμίδες (από SD σε Β-) από τον οίκο αξιολόγησης Standard & Poor’s  και η ανάλογα θετική τοποθέτηση της Goldman Sachs αποτελούν οπωσδήποτε «καλά νέα» τα οποία μάλιστα οδήγησαν σοβαρούς έλληνες μελετητές σε ιδιαίτερα θετικές προβλέψεις για την κατάσταση της Ελληνικής Οικονομίας το 2020.

Τα παραπάνω θετικά μηνύματα έρχονται βεβαίως να αμφισβητήσουν άλλες ξένες τράπεζες και διεθνείς ελεγκτικές εταιρείες που συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν την Ελλάδα ως ζώνη υψηλού κινδύνου. Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη έκθεση του οίκου Moody’s,  (19 Δεκεμβρίου), ο οποίος επιμένει στη διατήρηση της πιστοληπτικής βαθμίδας C, χαρακτηρίζοντας την επαναγορά χρέους της 8ης Μαρτίου και στη συνέχεια της 12ης Δεκεμβρίου ως, στην ουσία, πιστοληπτικά γεγονότα την επανάληψη των οποίων δεν αποκλείει.

Δεν στερούνται βέβαια επιχειρηματολογίας οι παραπάνω καθώς και άλλες εξίσου επιφυλακτικές  τοποθετήσεις. Όπως σημειώνεται και στο κύριο μέρος της παρούσας Έκθεσης, η Ελληνική Οικονομία εισέρχεται στο 2013 με την  προοπτική μιας ηπιότερης μεν αλλά συνεχιζόμενης για έκτη συνεχή χρονιά ύφεσης. Κύριο αίτιο αποτελεί η μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης-που στο σημερινό πρότυπο της Οικονομίας τροφοδοτεί τα ¾ του ΑΕΠ- λόγω της νέας δραστικής μείωσης των εισοδημάτων –που αποτελούσε συμβατική υποχρέωση της χώρας για να εξασφαλιστεί η εκταμίευση της δόσης. Τη μείωση αυτή δεν είναι δυνατόν να υποκαταστήσουν οι αυξανόμενες εξαγωγές οι οποίες, τουλάχιστον εκείνες που κατευθύνονται προς χώρες της Ευρωζώνης, επηρεάζονται από τη στασιμότητα έως ελαφριά ύφεση που εκεί καταγράφεται και παραμένει τροχοπέδη για την επιτάχυνση της Παγκόσμιας Οικονομίας. Προβληματισμός επίσης διατυπώνεται στην παρούσα έκθεση για τις προοπτικές στο θέμα της ανεργίας, δεδομένου ότι ορισμένες ενδείξεις (όπως η δραματική άνοδος των μακροχρόνια ανέργων το 2012) υποδηλώνουν ότι η παρατεταμένη τρέχουσα ανεργία, έχει αρχίσει να επηρεάζει και το διαρθρωτικό τμήμα της ίδιας.

Τα δεδομένα αυτά οδηγούν στη διατύπωση του βασικού ζητούμενου στην αφετηρία του νέου έτους. Αν το βασικό ζητούμενο το 2ο τρίμηνο του 2012 ήταν η αποκατάσταση της αξιοπιστίας της χώρας και το 3ο η οικοδόμηση αισιοδοξίας για το μέλλον, σήμερα όλες οι προσπάθειες πρέπει να επικεντρωθούν στην επιτάχυνση της ανάκαμψης της Οικονομίας. Και μάλιστα, η κύρια έμφαση πρέπει να τοποθετείται στο σκέλος της επιτάχυνσης, καθώς, όσο ισχυρότερα σημάδια ανάκαμψης εμφανιστούν το 2013, τόσο θα περιορίζεται η ύφεση και θα διαμορφώνονται σταθερά εφαλτήρια για ισχυρότερη ανάπτυξη στη συνέχεια.

Από την άλλη πλευρά, εξ ίσου σημαντικό ζητούμενο για την προσεχή περίοδο αποτελεί η αποφυγή κάθε αισθήματος εφησυχασμού. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η εκταμίευση των προσεχών δόσεων προς την Ελλάδα, που είναι προγραμματισμένες για τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο, τελούν υπό την προϋπόθεση εκπλήρωσης συγκεκριμένων όρων οι οποίοι και πρέπει να εγκριθούν από τις διαδικασίες του πρωτόγνωρου για τα εγχώρια πολιτικά δεδομένα κυβερνητικού σχηματισμού. Προϋπόθεση για ευόδωση της κυβερνητικής προσπάθειας είναι η ευρύτερη κατανόηση της σημασίας των μέτρων που προωθούνται, η κοινωνική συναίνεση και πρωτίστως, η αυστηρή προσήλωση της Κυβέρνησης στις αρχές και τα κριτήρια κοινωνικής δικαιοσύνης. Ίσως το πιο πειστικό δείγμα κοινωνικής δικαιοσύνης θα αποτελέσει η αποφασιστική αντιμετώπιση του προβλήματος της φοροδιαφυγής και μια γενικότερη και βαθύτερη φορολογική μεταρρύθμιση. Η φορολογική αφαίμαξη πάντα της ίδιας ομάδας του πληθυσμού έχει φθάσει στα ακραία όρια ανοχής και αντοχής και η αποδοχή της φοροδιαφυγής δεν μπορεί να συνεχιστεί.  Το πολιτικό σύστημα φαίνεται ότι έχει αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι η ώρα της δράσης στο θέμα αυτό έχει ήδη φθάσει. Εξαιρετικό δείγμα αυτής της συνειδητοποίησης είναι η συναίνεση για τις αναγκαίες αλλαγές, που εκδηλώθηκε κατά την τελευταία εκδήλωση του ΙΟΒΕ για την αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος, ανάμεσα σε εκπροσώπους όλου του πολιτικού φάσματος –τόσο από την πλευρά της σημερινής κυβέρνησης, όσο και της αντιπολίτευσης.

Επιστρέφοντας στο κύριο ζητούμενο που είναι η ανάκαμψη, το ΙΟΒΕ έχει επανειλημμένα υποστηρίξει στις τελευταίες Εκθέσεις του, ότι αποφασιστικότερος παράγοντας για την εκκίνησή της είναι οι επενδύσεις. Επενδύσεις σε δημόσια έργα, επενδύσεις στον ελληνικό ιδιωτικό τομέα, επενδύσεις από άμεση εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό και επενδύσεις που θα προκύψουν ως αποτέλεσμα των αποκρατικοποιήσεων.

Όσον αφορά επενδύσεις σε δημόσια έργα, φαίνεται να δρομολογούνται πλέον ενέργειες που θα είναι σε θέση το επόμενο διάστημα να κινητοποιήσουν σημαντικούς πόρους από το ΕΣΠΑ και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και να επανεκκινήσουν σημαντικές επενδύσεις σε υποδομές, όπως οι αυτοκινητόδρομοι.

Ωστόσο, βασικός μοχλός για την ανάκαμψη είναι οι ιδιωτικές επενδύσεις. Το βασικό εμπόδιο για την πραγματοποίηση ιδιωτικών επενδύσεων είναι η δραματική κατάσταση στον τομέα της ρευστότητας. Η εκροή καταθέσεων τα τελευταία τρία χρόνια, ο αποκλεισμός από τη διατραπεζική αγορά και το PSI έχουν οδηγήσει το τραπεζικό σύστημα σε μεγάλη αδυναμία διοχέτευσης ρευστότητας στην πραγματική οικονομία. Από την άλλη πλευρά, η καθυστέρηση εξόφλησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα έχει επίσης στερήσει πολύτιμη ρευστότητα από την οικονομία –πέρα βεβαίως από τα χρηματοδοτικά προβλήματα που δημιουργεί σε συγκεκριμένες πλευρές του κοινωνικού κράτους, όπως η υγεία.

Κάποιες τελευταίες εξελίξεις δημιουργούν για πρώτη φορά βάσιμες προσδοκίες για αντιστροφή της κατάστασης. Η ανακεφαλαιοποίηση θα αποκαταστήσει την κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού συστήματος και το ισχυροποιεί σε όρους φερεγγυότητας. Αν αυτό είναι ένα πρώτο βήμα, οι επερχόμενες συγχωνεύσεις στον τραπεζικό κλάδο και η δημιουργία λιγότερων αλλά ισχυρότερων παικτών, είναι το δεύτερο. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί η ένεση ρευστότητας προς τις τράπεζες από την επαναγορά ομολόγων. Σημαντική ένεση ρευστότητας θα προέλθει ακόμα από την εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, καθώς σημαντικό μέρος της δόσης που θα λάβει η χώρα στα τέλη Ιανουαρίου, θα αφιερωθεί σε αυτό το σκοπό. Θετική επίπτωση στην ρευστότητα θα έχει ακόμα η επαναγορά των εντόκων γραμματίων που κατέχουν σήμερα οι τράπεζες.

Μεσοπρόθεσμα πάντως, η σημαντικότερη αντιστροφή του προβλήματος της ρευστότητας θα προέλθει από την λογικά αναμενόμενη επιστροφή καταθέσεων μετά την  ρεαλιστική (επί τέλους) αντιμετώπιση της κινδυνολογίας περί επιστροφής στη δραχμή. Βεβαίως, η επιστροφή των καταθέσεων δεν πρόκειται να γίνει εν μία νυκτί, θα χρειαστεί χρόνο και συνεχή μάχη για την εμπέδωση της αξιοπιστίας της χώρας.  Ο συνδυασμός της επιστροφής καταθέσεων με τις πρώτες ενδείξεις ανάκαμψης μπορεί να δημιουργήσει πολλαπλές θετικές επιδράσεις, καθώς το τραπεζικό σύστημα θα ισχυροποιεί την κεφαλαιακή του βάση και θα αποδεικνύεται ικανό να υπερβαίνει τα σημερινά προβλήματα.

Η προώθηση των διαρθρωτικών αλλαγών θα συνεισφέρει αποφασιστικά στην προσέλκυση και ενθάρρυνση επενδύσεων από άμεση εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό. Μεταρρυθμίσεις σε αγορές προϊόντων / υπηρεσιών που διευκολύνουν την υφιστάμενη αλλά και νέα επιχειρηματικότητα, αλλά και η εφαρμογή των πρόσφατων νόμων και αποφάσεων που διευκολύνουν την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις (πχ. απλοποίηση αδειοδότησης επιχειρήσεων, νόμος για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ολοκλήρωση περιφερειακών πολεοδομικών σχεδίων), και των περισσότερων μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στη δανειακή σύμβαση, μπορούν να ευνοήσουν την επενδυτική δραστηριότητα με εμφατικό τρόπο. Μπορούν να συμβάλλουν καθοριστικά σε επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε ανάκαμψη και τελικά την έξοδο από την κρίση. Υπάρχουν ήδη κάποια πρώτα σημάδια σημαντικών επενδυτικών πρωτοβουλιών, οι οποίες μάλιστα εκδηλώνονται με τη μορφή συνεργασιών ανάμεσα σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς της οικονομίας. Ως παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν εδώ η επιτυχία της Cosco στο λιμάνι του Πειραιά και οι συνεργασίες με την ΗΡ και την ΤΡΑΙΝΟΣΕ, καθώς και ο αγωγός αερίου ΤΑΡ. Τολμηρότερες ενέργειες στις παραπάνω κατευθύνσεις θα κινητοποιήσουν την ελληνική κοινωνία να ενστερνιστεί την αλλαγή του προτύπου ανάπτυξης της χώρας και να εμπεδώσουν στη διεθνή κοινότητα την πεποίθηση ότι η χώρα έχει οριστικά αποφασίσει να γυρίσει σελίδα, να αγκαλιάσει την επιχειρηματικότητα και να άρει αποφασιστικά όλα τα εμπόδια που μέχρι σήμερα αποθάρρυναν τους ξένους επενδυτές.

Το ΙΟΒΕ έχει επανειλημμένα τονίσει στις Εκθέσεις του τη σημασία που αποδίδει στις επενδύσεις που θα προκύψουν ως αποτέλεσμα των αποκρατικοποιήσεων. Υπολογίζεται ότι το πρόγραμμα αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας μπορεί να προσελκύσει έως και 60 δις. σε νέες επενδύσεις –εκτός δηλαδή του αρχικού τιμήματος, το οποίο θα διατεθεί για την μείωση του χρέους-, μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του ΑΕΠ έως και 1% σε ετήσια βάση, να οδηγήσει σε αύξηση της απασχόλησης κατά 50 χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας και σε αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 3% του ΑΕΠ. Με δεδομένη λοιπόν τόσο τη δέσμευση της κυβέρνησης στην κατεύθυνση των αποκρατικοποιήσεων, όσο και την επιτάχυνση των σχετικών διαδικασιών τελευταία, εύλογα μπορεί να αντιμετωπίζονται ως σημαντική πηγή νέων επενδύσεων μεσοπρόθεσμα. Και εδώ η κοινωνική συναίνεση, η ευρύτερη κατανόηση της σημασίας των αποκρατικοποιήσεων για το μέλλον της Οικονομίας και ιδιαίτερα για την καταπολέμηση της ανεργίας έχουν ιδιαίτερη σημασία.

Κλείνοντας αναφερόμαστε στο ρητορικό ερώτημα που συχνά τίθεται τον τελευταίο καιρό, αν δηλαδή το ΙΟΒΕ «βλέπει φως στο τέλος του τούνελ».

Πριν επιχειρήσουμε οποιαδήποτε απάντηση, πρέπει να τονίσουμε ότι όταν η Ελληνική Οικονομία υπερβεί τη σημερινή κρίση, το επίπεδο και η δομή της θα είναι πολύ διαφορετική από αυτά που ίσχυαν στο παρελθόν.  Το ΙΟΒΕ αναφέρεται σε αυτή την προοπτική ως την ανάδυση ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου για τη χώρα. Ένα νέο υπόδειγμα ανάπτυξης για την Ελλάδα δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει μια ριζική ανακατανομή της οικονομικής δραστηριότητας και στο κλαδικό επίπεδο, με αύξηση της παραγωγής των κλάδων που παράγουν διεθνώς ανταγωνιστικά-εμπορεύσιμα προϊόντα, αντί του τομέα των μη εμπορευσίμων που υπήρξε η ατμομηχανή της ανάπτυξης στο παρελθόν. Στην προοπτική αυτή, ο ρόλος των επενδύσεων και του παραγωγικού – επιχειρηματικού τομέα θα είναι βεβαίως κεντρικός. Ωστόσο, αυτό που έχει σημασία δεν είναι μόνο ο όγκος των επενδύσεων αλλά και η κατεύθυνσή τους, και είναι σε αυτό το θέμα που η προώθηση των διαρθρωτικών αλλαγών είναι αποφασιστικής σημασίας.

Η μεγάλη βελτίωση στο ισοζύγιο πληρωμών τα τελευταία δύο χρόνια, η άρση εμποδίων για την επιχειρηματικότητα που καταγράφεται ήδη και  αντανακλάται στη βελτίωση της κατάταξης της χώρας κατά 11 θέσεις στην κατάταξη της Παγκόσμιας Τράπεζας (Doing Business report), αποτελούν πρώτα δείγματα μιας δυναμικής που πρέπει και μπορεί να ενισχυθεί.

Είναι λοιπόν αμυδρά ορατές κάποιες ακτίνες φωτός. Και το φως θα δυναμώνει, όσο η χώρα θα κατευθύνεται σταθερά και αξιόπιστα στην πορεία που έχει προδιαγράψει το σημερινό πλαίσιο οικονομικής πολιτικής. Χωρίς εφησυχασμό, αλλά με βάσιμη αισιοδοξία για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.