Η δημοσιογραφική ρήση υποστηρίζει ότι «το Κυπριακό δεν πουλάει», αλλά η σύγχρονη ιστορία αποδεικνύει ότι επηρεάζει, συνήθως αθέατα και κατά καιρούς δημόσια και καθοριστικά, τις εξελίξεις στην Αθήνα και τις ισορροπίες της εκάστοτε κυβέρνησης με την Τουρκία και τις ΗΠΑ.
Ο αντιπρόεδρος και υπουργός Εξωτερικών Ευ. Βενιζέλος αποδέχθηκε διάλογο σε υπηρεσιακό επίπεδο με Τουρκοκύπριο διαπραγματευτή, δικαιολογούμενος ότι πρόκειται για αίτημα του προέδρου Ν. Αναστασιάδη, ώστε να διευκολυνθούν αντίστοιχα οι επαφές του Ελληνοκύπριου διαπραγματευτή με την Αγκυρα. Ο κ. Βενιζέλος πρόσθεσε ότι «τετραμερής συνάντηση δεν τέθηκε ούτε τίθεται», διαβεβαιώνοντας ότι η Ελλάδα δεν εξομοιώνεται με την -κατοχική δύναμη- Τουρκία.
Ομως η σύγκριση δημόσιων δηλώσεων και πραγματικών περιστατικών στο διπλωματικό παρασκήνιο αποδεικνύει ότι ο κ. αντιπρόεδρος λέει -επιεικώς- μισές αλήθειες!
Πρώτον, δεν παραδέχεται ότι πρόκειται για ιστορική (και επικίνδυνη) στροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Γιατί ο Τουρκοκύπριος «διαπραγματευτής» έχει απολέσει τα «κοινοτικά» χαρακτηριστικά των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου ή του Κυπριακού Συντάγματος του 1960, αποτελώντας μαριονέτα του status quo της εισβολής του 1974 και του ψευδοκράτους του 1983. Ο κ. Βενιζέλος αυτοπαρηγορείται και μας καθησυχάζει ότι «η εξέλιξη βρίσκεται στο πνεύμα του Συντάγματος του 1960», διαγράφοντας τα ενδιάμεσα γεγονότα. Ωστόσο, αναιρεί τον εαυτό του, αφού τον Νοέμβριο του 2002 (νωρίτερα από τη στάση του Γ. Παπανδρέου τον Απρίλιο 2004) ο κ. Βενιζέλος καλούσε να συγκρίνουμε το Σχέδιο Ανάν «με την υφιστάμενη κατάσταση» και όχι με «την κατάσταση του 1960».
Δεύτερον, ο κ. Βενιζέλος, ενώ έχει δίκιο στην κατηγορηματικότητα κατά της τετραμερούς διάσκεψης, αμελεί να αποκλείσει άλλα σχήματα που κατά καιρούς απαιτεί η Αγκυρα, όπως η πενταμερής (με βρετανική συμμετοχή) ή και μια πολυμερής.
Τρίτον, ο κ. υπουργός Εξωτερικών κρύβει επιμελέστατα ότι η ενεργός ανάμειξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στη διαδικασία αποτελεί (πέρα από «αίτημα Αναστασιάδη») επίμονη σύσταση των ΗΠΑ εδώ και μήνες. Ασφαλώς, δεν είναι απαραίτητα αρνητικό να συνομιλείς με την απέναντι πλευρά ή να αποδέχεσαι ιδέες ενός συμμάχου με επιρροή. Το κακό είναι να μην εξαρτάς την αποδοχή ριψοκίνδυνων προτάσεων από συγκεκριμένα ανταλλάγματα, όπως η Αθήνα και η Λευκωσία προσδοκούσαν έως τον Αύγουστο, εστιάζοντας στην επιστροφή της Αμμοχώστου.
Η πραγματικότητα είναι ότι η Ουάσινγκτον είχε μεταφέρει στους κυρίους Ρ. Ερντογάν και Α. Νταβούτογλου την πρόταση επιστροφής της Αμμοχώστου, αλλά η Αγκυρα απάντησε ότι η επιστροφή πρέπει να είναι η κατάληξη και όχι η έναρξη της διαδικασίας. Η τουρκική απάντηση, όπως τη μετέφερε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ήταν κάτι σαν ότι «δεν παραχωρείς το διαμάντι του στέμματος στην αρχή».
Οπως είναι επίσης πραγματικότητα ότι, εκτός από τη συνάντηση Βενιζέλου – Νταβούτογλου στον ΟΗΕ στις 23 Σεπτεμβρίου (που κατέληξε στην αποδοχή του «διαπραγματευτή»), η διπλωματική μας υπηρεσία είχε έντονα προειδοποιήσει τον κ. υπουργό Εξωτερικών, πριν από το ταξίδι του στην Αγκυρα (19 Ιουλίου), ότι πρόκειται για την κερκόπορτα αποδοχής ενός από τους κύριους στόχους της Τουρκίας.
http://aienaristeyein.com/2013/10/03/%CE%B5%CF%80%CE%B9%CE%BA%CE%AF%CE%BD%CE%B4%CF%85%CE%BD%CE%B7-%CE%BA%CE%B5%CF%81%CE%BA%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%81%CF%84%CE%B1-%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CE%AF%CE%B3%CE%B5%CE%B9-%CE%BF-%CE%B5%CF%85%CE%AC%CE%B3/#more-213994