Το ερώτημα που ακούγεται πιο συχνά αυτές τις μέρες είναι το εξής: έχουμε επιστρέψει στο 2008 και σε μια νέα παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και ύφεση.
Η απάντηση είναι ένα ξεκάθαρο όχι, όμως και ότι το πρόσφατο επεισόδιο αναστάτωσης στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές είναι πιθανό να είναι πιο σοβαρό από οποιαδήποτε περίοδο μεταβλητότητας και συμπεριφοράς υψηλού κινδύνου από το 2009 και μετά. Αυτό συμβαίνει επειδή πλέον υπάρχουν τουλάχιστον επτά πηγές παγκοσμίου κινδύνου, σε αντίθεση με τους απομονωμένους παράγοντες – η κρίση της ευρωζώνης, το ξέσπασμα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, η πιθανή ελληνική έξοδος από την ευρωζώνη, και η σκληρή οικονομική προσγείωση στην Κίνα – που πυροδοτούσαν τη μεταβλητότητα τα τελευταία χρόνια.
Πρώτον, οι ανησυχίες για την σκληρή προσγείωση στην Κίνα και την πιθανή επίδρασή της στη χρηματιστηριακή αγορά και την αξία του γιουάν έχουν επιστρέψει δριμύτερες. Παρ’ ότι είναι πιο πιθανό η Κίνα να έχει μια ταραχώδη προσγείωση και όχι σκληρή, οι ανησυχίες των επενδυτών δεν έχουν καθησυχαστεί ακόμη, λόγω της συνεχούς επιβράδυνσης της ανάπτυξης και της συνεχούς φυγής κεφαλαίων.
Δεύτερον, οι αναδυόμενες αγορές έχουν σοβαρά προβλήματα. Αντιμετωπίζουν παγκόσμιους αντίθετους ανέμους (την επιβράδυνση στην Κίνα, το τέλος του υπερκύκλου των προϊόντων, την έξοδο της Fed από την πολιτική των μηδενικών επιτοκίων). Πολλές από αυτές παρουσιάζουν μακροοικονομικές ανισότητες, όπως παράλληλα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών και προϋπολογισμού, και αντιμετωπίζουν μιαν αύξηση του πληθωρισμού και μιαν επιβράδυνση της ανάπτυξης. Οι περισσότερες δεν έχουν πραγματοποιήσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να ενισχύσουν την αδύναμη προοπτική ανάπτυξης. Και η νομισματική αδυναμία αυξάνει την πραγματικά αξία των τρισεκατομμυρίων δολαρίων χρέους που έχουν συγκεντρωθεί την τελευταία δεκαετία.
Τρίτον, η Fed μάλλον έκανε λάθος όταν αποφάσισε να βγει από την πολιτική του μηδενικού επιτοκίου τον Δεκέμβριο. Η πιο αδύναμη ανάπτυξη, ο χαμηλότερος πληθωρισμός (λόγω της περαιτέρω μείωσης των τιμών του πετρελαίου), και οι αυστηρότερες δημοσιονομικές συνθήκες (μέσω ενός ισχυρότερου δολαρίου, μιας επιδιορθωμένης χρηματιστηριακής αγοράς, και ευρύτερων κεφαλαιακών spreads) απειλούν τις εκτιμήσεις για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό των ΗΠΑ.
Τέταρτον, πολλά σιγοβράζονται γεωπολιτικά ρίσκα αρχίζουν να κοχλάζουν. Ίσως η πιο πιθανή άμεση πηγή αβεβαιότητας είναι η προοπτική ενός μακροπρόθεσμου ψυχρού πολέμου μεταξύ των τοπικών δυνάμεων της Μέσης Ανατολής, συγκεκριμένη της σουνιτικής Σαουδικής Αραβίας και του σιικού Ιράν.
Πέμπτον, η πτώση στις τιμές του πετρελαίου πυροδοτεί πτώσεις στις αμερικανικές και παγκόσμιες μετοχές και αιχμές στα κεφαλαιακά spreads. Αυτό μπορεί να σηματοδοτήσει μιαν αδύναμη παγκόσμια ζήτηση – αντί της αύξησης της προσφοράς – καθώς η ανάπτυξη στην Κίνα, τις αναδυόμενες αγορές και τις ΗΠΑ επιβραδύνεται.
Οι αδύναμες τιμές πετρελαίου επιβαρύνουν επίσης τους αμερικανούς παραγωγούς ενέργειας, οι οποίοι αποτελούν μεγάλο μέρος της αμερικανικής χρηματιστηριακής αγοράς, και επιβάλουν πιστωτικές απώλειες και πιθανές χρεοκοπίες στις οικονομίες εξαγωγής ενέργειας, τα κράτη τους, τις κρατικές επιχειρήσεις, και της εταιρείες ενέργειας. Καθώς οι ρυθμίσεις απαγορεύουν στους διαμορφωτές της αγοράς να παρέχουν ρευστότητα και να απορροφούν τη μεταβλητότητα της αγοράς, κάθε θεμελιώδες σοκ γίνεται πιο σοβαρό σε όρους διορθώσεων τιμών επισφαλών περιουσιακών στοιχείων.
Έκτον, οι παγκόσμιες τράπεζες αντιμετωπίζουν την πρόσκληση των χαμηλότερων επιστροφών, λόγω των νέων ρυθμίσεων που τέθηκαν σε ισχύ μετά το 2008, και η άνοδος της χρηματοπιστωτικής τεχνολογίας απειλεί να διαβάλει τα ήδη προβληματικά επιχειρηματικά μοντέλα τους, την αυξημένη χρήση των πολιτικών των αρνητικών επιτοκίων, την άνοδο των πιστωτικών απωλειών σε επισφαλή περιουσιακά στοιχεία (ενέργεια, προϊόντα, αναδυόμενες αγορές, αδύναμοι ευρωπαίοι εταιρικοί δανειολήπτες), και τη μεταστροφή στην Ευρώπη προς το bail in των τραπεζικών πιστωτών, στη θέση της διάσωσής τους μέσω κρατικής βοήθειας.
Τέλος, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ευρωζώνη θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημείο μηδέν της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αναταραχής φέτος. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες αντιμετωπίζουν προκλήσεις. Η μεταναστευτική κρίση θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατάλυση της συμφωνίας Σένγκεν, και (μαζί με άλλα εγχώρια προβλήματα) στο τέλος της κυβέρνησης της γερμανίδας καγκελάριου Άνγκελα Μέρκελ.
Επιπλέον, η έξοδος της Βρετανίας από την ΕΕ γίνεται ολοένα και πιο πιθανή. Με την ελληνική κυβέρνηση και τους πιστωτές της και πάλι σε πορεία σύγκρουσης, ο κίνδυνος της εξόδου της Ελλάδας μπορεί επίσης να επιστρέψει. Λαϊκιστικά κόμματα της δεξιάς και της αριστεράς αποκτούν δύναμη σε όλη την Ευρώπη. Συνεπώς, η Ευρώπη κινδυνεύει όλο και περισσότερο με αποσύνθεση. Επιπλέον όλων, η γειτονιά της δεν είναι ασφαλής, με τον πόλεμο να μαστίζει όχι μόνο τη Μέση Ανατολή, αλλά και – παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες της ΕΕ να μεσολαβήσει στην ειρηνευτική διαδικασία – στην Ουκρανία, ενώ η Ρωσία γίνεται πιο επιθετική στα σύνορα της Ευρώπης, από τη Βαλτική μέχρι τα Βαλκάνια.
Στο παρελθόν, οι κίνδυνοι ήταν πιο περιστασιακοί, οι φόβοι για την ανάπτυξη αποδεικνύονταν μόνο φόβοι, και η πολιτική αντίδραση ήταν ισχυρή και αποτελεσματική, διατηρώντας έτσι τα επισφαλή επεισόδια σύντομα και επαναφέροντας τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων στα προηγούμενα ύψη τους (αν όχι ακόμη υψηλότερα). Σήμερα, υπάρχουν επτά πηγές πιθανού παγκόσμιου κινδύνου, και η παγκόσμια οικονομία οδηγείται από μια αναιμική επέκταση (θετική ανάπτυξη που επιταχύνεται) σε επιβράδυνση (θετική ανάπτυξη που επιβραδύνει), κάτι που θα οδηγήσει σε επιπλέον μείωση στην τιμή των επισφαλών περιουσιακών στοιχείων (μετοχές, προϊόντα, χρέος) σε όλον τον κόσμο.
Την ίδια στιγμή, οι πολιτικές που σταμάτησαν και ανέτρεψαν την φαύλο κύκλο μεταξύ πραγματικής οικονομίας και επισφαλών περιουσιακών στοιχείων χάνουν την ισχύ τους. Το πολιτικό μείγμα είναι αναντίστοιχο, λόγω της αυξημένης εξάρτησης από τη νομισματική, αντί της δημοσιονομικής, πολιτική. Πράγματι, οι νομισματικές πολιτικές γίνονται ολοένα και πιο αντισυμβατικές, αντικατοπτριζόμενες στη στροφή αρκετών κεντρικών τραπεζών προς πολιτικές αρνητικών επιτοκίων. Και αυτού του είδους οι αντισυμβατικές πολιτικές κινδυνεύουν να προκαλέσουν περισσότερη ζημιά παρά καλό, καθώς υπονομεύουν την κερδοφορία των τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών εταιρειών.
Οι δύο δυσοίωνοι μήνες για τις χρηματοπιστωτικές αγορές μπορεί να δώσουν τη θέση τους σε ένα ράλι ανακούφισης τον Μάρτιο, για περιουσιακά στοιχεία όπως οι παγκόσμιες μετοχές, καθώς κάποιες βασικές κεντρικές τράπεζες (όπως η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Τράπεζα της Ιαπωνίας) θα χαλαρώσουν περισσότερο, ενώ άλλες (η Fed και η Τράπεζα της Αγγλίας) θα περιμένουν περισσότερο. Όμως οι επανειλημμένες εκρήξεις από κάποιες από τις επτά πηγές παγκόσμιου κινδύνου θα κάνουν αυτήν τη χρονιά – σε αντίθεση με τις προηγούμενες επτά – κακή για τα επισφαλή περιουσιακά στοιχεία και αναιμική για την παγκόσμια ανάπτυξη.
http://www.sofokleous10.gr/top-story/375018-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%86%CE%AE-%CF%83%CF%84%CE%BF-2008