Παραδοσιακές ερμηνείες των αιτιών πολέμου

Του Παναγιώτη  Ήφαιστου

Η ανάλυση των διεθνών σχέσεων στην βάση του παραδοσιακού Παραδείγματος θεωρεί ως δεδομένο ότι λόγω αποτυχίας των αυτοκρατορικών αξιώσεων το διεθνές σύστημα είναι εξ αντικειμένου κρατοκεντρικό.

 

Η κρατική κυριαρχία δεν είναι «πρόβλημα», όπως κάθε διεθνιστική ή κοσμοπολίτικη παραδοχή (και ως προς τις συνέπειές της πάντοτε ηγεμονική και/ή αναθεωρητική) ουσιαστικά υποστηρίζει, αλλά θεσμός συλλογικής ελευθερίας των κυρίαρχων κοινωνιών οι οποίες αφού κατάκτησαν την ανεξαρτησία τους αγωνιζόμενες κατά των αυταρχικών και δυναστικών αυτοκρατορικών αξιώσεων συγκροτούν τα ηθικοκανονιστικά τους συστήματα και τα συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης στην βάση της κατοχυρωμένης από το διεθνές δίκαιο θεμελιώδους αρχής της εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας[29], δηλαδή, της εθνικής ανεξαρτησίας[30]. Αυτό επιπλέον τους επιτρέπει να αναπτύσσουν συναλλαγές με άλλες κοινωνίες, να αντιμετωπίζουν από κοινού με άλλα κυρίαρχα κράτη τα διεθνή προβλήματα, να αμύνονται κατά αναθεωρητικών αξιώσεων και να επιδιώκουν ισόρροπες σχέσεις με τα ισχυρότερα κράτη. Το κράτος κατά συνέπεια είναι κατάκτηση του ανθρώπινου πολιτισμού στις διακρατικές σχέσεις και η κατίσχυσή του συμβολίζει την αποτυχία των δαρβινιστικού χαρακτήρα αυτοκρατορικών αξιώσεων για δημιουργία παγκόσμιων κατεξουσιαστικών δομών. Το κράτος και η κρατική κυριαρχία, επιπλέον, αποτελεί το μόνο εφικτό καθεστώς των διεθνών σχέσεων και ο μόνος –εναλλακτικός των αυταρχικών αυτοκρατοριών ή ηγεμονιών– τρόπος οργάνωσης των συλλογικών ανθρωπίνων σχέσεων στον παγκόσμιο χώρο.

 

Βασική αποστολή του κράτους είναι ο τερματισμός του πολέμου (στο εσωτερικό του), η αντιμετώπιση της άνισης ανάπτυξης μεταξύ των περιφερειών του και η δημιουργία ενός συστήματος τάξης και (διακρατικής) δικαιοσύνης που νομιμοποιεί και σταθεροποιεί βιώσιμα ενδοκρατικά συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης. Προοδευτικά, επίσης, όπως ήδη άρχισε να γίνεται με Συνθήκες όπως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της Διεθνούς Ποινικής Δικαιοσύνης, το διακρατικό σύστημα προικίζεται με κοινούς υποχρεωτικούς για το ενδοκρατικό δίκαιο κανόνες και ενδεχομένως με διεθνείς θεσμούς επίβλεψης τήρησης αυτών των κανόνων).

Φυσικά, αν ήταν εφικτή η δημιουργία, χωρίς καταφυγή σε μεθόδους γενοκτονίας, ενός νομιμοποιημένου παγκόσμιου συστήματος διανεμητικής δικαιοσύνης και γι’ αυτό δημιουργία ενός συστήματος νομιμοποιημένης παγκόσμιας διεθνούς τάξης-δικαιοσύνης, ενδέχεται η πλειονότητα των ανθρώπων του πλανήτη να προτιμούσαν αδιαμαρτύρητα την κατάργηση των κρατών τους και την εν μέρει ή εν όλω αντικατάσταση των κυβερνήσεών τους από μια οικουμενική εξουσία[31]. Όμως, λόγω ακριβώς της διαρκούς ιστορικής αξίωσης των εκάστοτε ισχυρών κοινωνιών για ηγεμονία και ενοποίηση του πλανήτη συχνά με γενοκτονικές μεθόδους, αναμενόμενα εκατοντάδες κοινωνίες αξίωσαν ανεξαρτησία, κατάκτησαν την πολιτική τους κυριαρχία, επιδίδονται καθημερινά στο άθλημα της εθνικής ανεξαρτησίας και συχνά αγωνίζονται για την διασφάλισή της. Βασικά, καμιά κοινωνία προικισμένη με εσωτερική κοσμοθεωρητική και ηθική ετερότητα που κατόρθωσε κατακτήσει την πολιτική της κυριαρχία δεν φαίνεται να αποδέχεται εθελούσια την κατάργησή αυτής της κυριαρχίας και την υπόταξή της σε αλλότρια κατεξουσιαστικά συστήματα.

Το έλλειμμα διακρατικής τάξης, πάντως, οφείλεται κατά κύριο λόγο στα προαναφερθέντα αίτια πολέμου που εμποδίζουν την ειρηνική επίλυση των διαφορών, προκαλούν συγκρούσεις και εμποδίζουν την απρόσκοπτη ανάπτυξη ειρηνικών συναλλαγών μεταξύ των κυρίαρχων κοινωνιών. Βασικά, αν και ο πόλεμος καταργήθηκε ενδοκρατικά συνεχίζει να αποτελεί συχνό φαινόμενο στις διακρατικές σχέσεις. Το κεντρικό ερώτημα των διεθνών σχέσεων, κατά συνέπεια, είναι η κατανόηση των αιτιών πολέμου. Η αναζήτηση των τρόπων αντιμετώπισής τους, αν και συνάγεται εύλογα μέσα από την κατανόησή τους, αποτελεί περισσότερο υπόθεση της πολιτικής διαδικασίας και λιγότερο της ακαδημαϊκής. Προϋπόθεση ορθολογιστικής πολιτικής δράσης στις διεθνείς σχέσεις είναι η ακριβής κατανόηση της μορφής και του χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος και των αιτιών των προβλημάτων που εμπεριέχει. Η Θουκυδίδεια παράδοση των αιτιών πολέμου[32] αναφέρει ως κύρια χαρακτηριστικά του διεθνούς συστήματος τα εξής:

1. Οι κοινωνίες και οι ηγέτες τους αξιώνουν τα κράτη τους να είναι ανεξάρτητα και πολιτικά κυρίαρχα. Συνεπακόλουθα το διεθνές σύστημα είναι άναρχο, δηλαδή, απουσιάζει μια παγκόσμια νομιμοποιητική ρυθμιστική εξουσία επιβολής τάξης και απονομής δικαιοσύνης.

2. Η άνιση ανάπτυξη –τεχνολογική, εδαφική, πληθυσμιακή, συμμαχική, πλουτοπαραγωγική, ιδεολογική, κτλ–, σε συνδυασμό με την διεθνή αναρχία δημιουργεί συνθήκες ανάπτυξης ηγεμονικών και αναθεωρητικών συμπεριφορών, γεγονός που οδηγεί σε διλήμματα ασφαλείας, φαύλο κύκλο εξισορροπήσεων, ανταγωνισμούς, εξοπλισμούς και συγκρούσεις.

3. Ως συνέπεια της αξίωσης πολιτικής κυριαρχίας (ή, όπως ονομαζόταν στην κλασική εποχή, του «ιδεώδους της ανεξαρτησίας») η διεθνής αναρχία αποτελεί θεμελιώδες χαρακτηριστικό των διακρατικών σχέσεων[33]. Διεθνής αναρχία, σημαίνει κατά βάση, μεταξύ άλλων, τα εξής: α) Απουσιάζει μια παγκόσμια κοινωνία ενώ αντίστροφα υπάρχουν πολλές κοινωνίες διαφορετικά διαμορφωμένες και χαρακτηριζόμενες από βαθύτατη κοσμοθεωρητική και ηθικοκανονιστική ετερότητα[34], β) γι’ αυτό ένα νομιμοποιημένο παγκόσμιο σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης είναι εξ αντικειμένου ανέφικτο και γ) κατά συνέπεια οι διεθνείς θεσμοί είναι θεσμοί (διακρατικής) τάξης και όχι (ανθρώπινης) δικαιοσύνης[35]. Στο ίδιο πλαίσιο, οι διεθνείς θεσμοί δεν δύνανται να εκπληρώσουν την αποστολή τους σύμφωνα με τους καταστατικούς τους χάρτες ως θεσμοί τάξης εάν και όταν τα αίτια πολέμου τους καθιστούν εξαρτημένες μεταβλητές της ισχύος. Αντιπαραθέσεις, διενέξεις και πολεμικές συγκρούσεις διαταράσσουν την διεθνή ειρήνη και δυσχεραίνουν τις διακρατικές συναλλαγές. Επιπρόσθετα, δεδομένης της απουσίας ενός συστήματος «διακρατικής δικαιοσύνης» και των ελλειμμάτων του συστήματος τάξης που προβλέπει το διεθνές δίκαιο[36], ουσιαστικά ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας, παρεισφρέει ο φόβος εξαπάτησης και κυρίως υποβόσκει ανασφάλεια για τις πιθανές συνέπειες δραστικών ανακατανομών ισχύος λόγω άνισης ανάπτυξης[37].

Έτσι, με τον ένα ή άλλο τρόπο, η διεθνής αναρχία –δηλαδή η απουσία μιας παγκόσμιας κοινωνίας με την συνεπακόλουθη απουσία μιας παγκόσμιας νομιμοποιημένης εξουσίας– είναι ο κυριότερος διαμορφωτικός παράγοντας της εξωτερικής πολιτικής των κρατών[38]. Αναζητώντας ασφάλεια υπό συνθήκες ανταγωνισμού τα κράτη επιχειρούν όχι μόνο να αποκτήσουν επαρκή ισχύ αλλά επίσης επιδιώκουν διεύρυνση των περιθωρίων ασφαλείας με διεύρυνση της εθνικής τους ισχύος. Κατά συνέπεια, τα κράτη είναι ευαίσθητα στις ανακατανομές ισχύος και διαρκώς επιδιώκουν ισχυρή θέση και ρόλο, επαρκή για την επιβίωσή τους.

4. Η ανάπτυξη ηγεμονικών και αναθεωρητικών στάσεων δημιουργεί ή οξύνει τις διακρατικές αντιπαραθέσεις, ιδιαίτερα τις ιστορικές περιφερειακές συγκρούσεις οι οποίες γεννήθηκαν κυρίως ως αποτέλεσμα των ηγεμονικών ανταγωνισμών τους πέντε τελευταίους αιώνες[39].

5. Τα αίτια πολέμου οξύνονται όταν ένας ή περισσότεροι ισχυροί δρώντες του διεθνούς συστήματος υιοθετούν «επαναστατικές κοσμοθεωρίες». Στην βάση ηθικών αιτιολογήσεων που αντλούνται από το ένα ή το άλλο επαναστατικό δόγμα επιδιώκεται κοινωνική και κανονιστική εξομοίωση μιας περιφέρειας ή και ολόκληρου του πλανήτη[40]. Οι εχθρότητες και ο πόλεμος απορρέουν από το γεγονός ότι οι ετερογενείς και ανομοιογενείς κυρίαρχες κοινωνίες αρνούνται να εγκαταλείψουν την ανεξαρτησία τους. Επιπλέον, την ύστερη εποχή, μη κρατικές διεθνικές ομάδες φορείς επαναστατικών δογμάτων δύνανται να προκαλέσουν αναταραχή και συγκρούσεις στις διακρατικές σχέσεις[41].

6. Συνολικά, ο κοσμοθεωρητικός και ηθικοκανονιστικός κατακερματισμός του κόσμου σε άνισου μεγέθους, άνισης ισχύος και άνισα αναπτυσσόμενα κυρίαρχα κράτη όχι μόνο καθιστά αδύνατη την παγκόσμια ενοποίηση αλλά επιπλέον σε συνδυασμό με τα προαναφερθέντα αίτια πολέμου καθιστά δύσκολη την διεθνή τάξη και την ειρηνική επίλυση των διαφορών. Καθιστά επίσης τους διεθνείς θεσμούς εξαρτημένες μεταβλητές της ισχύος. Ο φόβος της εξαπάτησης ή της άνισης ανάπτυξης μέσα από την συμμετοχή στους διεθνείς θεσμούς (μεγαλύτερο σχετικό κέρδος των υπολοίπων που συμμετέχουν σε μια συνεργασία), εξάλλου, δυσχεραίνει την διακρατική συνεργασία[42].

 

Υπό τις πιο πάνω συνθήκες οι κρατικοί δρώντες και οι κοινωνίες τους λειτουργούν ορθολογιστικά. Δηλαδή, στην πλάστιγγα με τους δύο δίσκους του κόστους και του οφέλους που συνεπάγονται εναλλακτικές αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής τείνουν να επιλέγουν συμπεριφορές που εκτιμούν ότι το αναμενόμενο όφελος θα είναι μεγαλύτερο του αναμενόμενου κόστους. Αυτή η ευαισθησία στο κόστος-όφελος υπάρχει τόσο σε φιλελεύθερα όσο και σε άλλα καθεστώτα[43]. Δηλαδή, υπό συνθήκες ύπαρξης αιτιών πολέμου και ανεξαρτήτως καθεστώτος, οι ορθολογιστικές εκτιμήσεις του κόστους-οφέλους σε σχέση με το εθνικό συμφέρον των δρώντων και την κατανομή ισχύος στο διεθνές σύστημα ή στο διμερές και περιφερειακό επίπεδο είναι τα κυριότερα κριτήρια της διακρατικής συμπεριφοράς. Κατά συνέπεια, η σταθερότητα και η ειρήνη είναι συνάρτηση της «ισορροπίας δυνάμεων» –ή καλύτερα μιας «μη αμφισβητούμενης κατανομής ισχύος και συμφερόντων»– στο διμερές, πολυμερές και ευρύτερο διεθνές επίπεδο[44]. Όταν υπάρχουν αξιώσεις αλλαγών τότε, όπως παρατήρησαν οι Αθηναίοι πρέσβεις στους Μήλιους πρέσβεις κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου «ο ισχυρός επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί και προσαρμόζεται» [45].

 

 

[29] Σε άλλη περίπτωση, τα πορίσματα μακροϊστορικών διερευνήσεων του υπογράφοντος συνταύτισαν την αξίωση συλλογικής ελευθερίας μιας διακριτής κοινωνίας στις διεθνείς σχέσεις ως το αντίστοιχο της οντολογικού περιεχομένου αξίωσης ανθρώπινης ελευθερίας. Κατά συνέπεια, η εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία μιας κοινωνίας είναι οντολογικού περιεχόμενου και γι’ αυτό ηθικά αμάχητη ανθρώπινη κατάκτηση. Η συνέπεια μιας τέτοιας παραδοχής είναι βαθύτατες, επειδή προεκτείνεται για να συμπεριλάβει το διεθνές δίκαιο και τους θεσμούς συλλογικής ασφάλειας αποστολή των οποίων είναι η διασφάλιση της εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας. Καθιστά εφικτή, επίσης, την βάσιμη μη-αυθαίρετη διάκριση των κρατών μεταξύ φιλειρηνικών και αναθεωρητικών ανάλογα με την ετοιμότητά τους να αποδεχθούν την ερμηνεία των διακρατικών συνθηκών από τους διεθνείς θεσμούς. Βλ. Π. Ήφαιστος, Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Ποιότητα, Αθήνα 2004) ιδ. κεφ. 2-6.

[30] Παρά το ότι στον πολιτικό λόγο και στην βιβλιογραφία η έννοια που επικράτησε είναι «εθνική ανεξαρτησία», αφορά βασικά, την ανεπηρέαστη, αδέσμευτη και ανεμπόδιστη άσκηση πολιτικής κυριαρχίας στο εσωτερικό του κράτους στην βάση της κοσμοθεωρητικής και ηθικοκανονιστικής ετερότητας της κοινωνίας μιας έκαστης Πολιτείας. Αφορά δηλαδή την εφαρμογή των αρχών της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας όπως προβλέπει το διεθνές δίκαιο και ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ.

[31] Αυτή είναι μια κρίσιμη επισήμανση που αφορά ένα κεντρικής σημασίας ζήτημα, αυτό της παγκόσμιας ενότητας, των ιδεολογιών που την υποστηρίζουν και την μεθοδολογία εκπλήρωσής της. Κρίνοντας από την μαζικότητα των οπαδών των κατά καιρούς επαναστατικών κοσμοθεωριών –όπως ο ναζισμός, διεθνιστικός κομμουνισμός, διεθνιστικός νεοφιλελευθερισμός–, πολλά άτομα πολίτες του ενός ή του άλλου κράτους ποτέ δεν δέχθηκαν τον Πολιτειακό κατακερματισμό και προσδοκούν μια παγκόσμια εξουσία. Αν και πασίδηλα μια τέτοια προσδοκία είναι πασίδηλα ανορθολογική αν όχι παρανοϊκή, μολαταύτα είναι ευρέως διαδεδομένη. Κανείς δεν πρέπει να υποτιμά το γεγονός πως παρά την επικράτηση της έννοιας του κράτους επί των διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων ιδεών και αξιώσεων κατά την διάρκεια του 19ου και 20ου αιώνα ουκ ολίγοι, κυρίως λόγω ελλείμματος γνώσης για τα πραγματικά αίτια πολέμου, είναι μολαταύτα προσκολλημένοι στο παρελθόν. Οι αποχρώσεις της ιδεολογικής ή ψυχολογικής προσκόλλησης στο παρελθόν ποικίλουν. Αναμφίβολα, στον βαθμό που αντιβαίνουν με την ιστορική απόφαση καθιέρωσης της κρατικής κυριαρχίας ως του καθεστώτος οργάνωσης του συλλογικού ανθρώπινου βίου που καταγράφηκε στην Κοινωνία των Εθνών και στην συνέχεια στον ΟΗΕ, ο διεθνισμός και ο κοσμοπολιτισμός αποτελούν εισροές ανορθολογισμού και αιτιών πολέμου. Στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο θα μπορούσε να γίνει και μια επισήμανση γνωσιολογικού και επιστημολογικού χαρακτήρα: Εξ αντικειμένου, κάθε προσπάθεια νομικής ή άλλης μελέτης του διεθνούς συστήματος εμπεριέχει επιστημονικά και στοχαστικά σφάλματα ευθέως ανάλογα της βαθμίδας διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων παραδοχών που εμπεριέχει.

[32] Η βασική ανάλυση των αιτιών πολέμου βρίσκεται στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Μεταξύ άλλων, αναλυτές της ύστερης εποχής που εξέτασαν με εμβρίθεια και επάρκεια τα αίτια πολέμου είναι οι Robert Gilpin, Πόλεμος και Αλλαγή στην διεθνή πολιτική (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2004), Waltz Kenneth, Theory of International Politics (Addison – Wesley, Mass. 1979) και Waltz K. 2000, ό.π.

[33] Αναμφίβολα, η σχέση ανεξαρτησίας και ηγεμονικών αξιώσεων ουδέποτε υπήρξε αρμονική. Ο Barry Hughes, παρατηρεί ότι η Πόλη ενσάρκωνε την φιλοσοφία της Ανεξαρτησίας των διακριτών συλλογικών οντοτήτων. Βλ. Hughes B. Barry, Continuity and Change in World Politic, The Clash of Perspectives (Prentice Hall, Englewoods, NJ, 1990), σελ. 72. Βλ. επίσης Watson Adam, The Evolution of International Society (Routledge, London, 1992), στα ελληνικά: Watson Ad. Η εξέλιξη της διεθνούς κοινωνίας (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2005)

[34] Όπως παρατήρησε ο Hans Morgenthau στο Politics Among Nations: The Strunggle for Power and Peace (Alfred Knopf, NY, 1948,1978, 5th ed.), το πρόβλημα είναι αντικειμενικό: Εάν είχαμε μια παγκόσμια κοινωνία θα είχαμε μια παγκόσμια κυβέρνηση. Λόγω πολλών κοινωνιών, ακριβώς, ο Πολιτειακός κατακερματισμός κατοπτρίζει τον κοινωνικό κατακερματισμό του Πλανήτη. Η κοινωνική εξομοίωση του πλανήτη, εξάλλου, είναι εξ αντικειμένου ανέφικτη.

[35] Στο σημείο αυτό τονίζεται η διάκριση μεταξύ «παγκόσμιας ανθρώπινης δικαιοσύνης» που θα μπορούσε να υπάρξει μόνο αν υπήρχε μια νομιμοποιημένη παγκόσμια ηθικοκανονιστική δομή (προικισμένη με ένα παγκόσμιο σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης) και κανόνων διεθνούς δικαιοσύνης που ενσωματώνονται στην εσωτερική δικαιοταξία των κυρίαρχων κρατών μετά από διακρατική διαπραγμάτευση και σύναψη σχετικών συμβάσεων (Συνθήκη της Γενεύης, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο). Πρόκειται για δύο διαφορετικά και αντιθετικά πράγματα. Η παγκόσμια ανθρώπινη δικαιοσύνη είναι ανέφικτη και θα μπορεί να υπάρξει μόνο ως επιβολή του «δικαίου του ισχυρού» επί των ετερογενών κοινωνιών του πλανήτη. Οι κανόνες διεθνούς δικαιοσύνης, αντίθετα, στερούνται κάθε διεθνιστικού, κοσμοπολίτικου ή ηγεμονικού περιεχομένου και εδράζονται αυστηρά πάνω στο καθεστώς της κρατικής κυριαρχίας το οποίο προορίζονται να εμπεδώσουν και να ενισχύσουν και όχι να καταργήσουν. Δεν είναι τυχαίο ότι η συνομολόγηση τέτοιων κανόνων γίνεται μετά από μακρόχρονη και εξαντλητική διακυβερνητική διαπραγμάτευση στο τέλος των οποίων αρχίζει η προσχώρηση στις σχετικές συμβάσεις. Ύστερο χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.

[36] Πρέπει να γίνεται διάκριση, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, μεταξύ διεθνών θεσμών που αναφέρονται στην ισχύουσα τάξη των Συνθηκών και ενός πιθανού διεθνούς συστήματος απονομής «δικαιοσύνης» όταν αναφύονται διακρατικές διαφορές. Λόγω ιστορικότητας των διακρατικών προβλημάτων κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο ή αδύνατο. Γι’ αυτό στις διακρατικές σχέσεις το δίκαιο είναι η διακρατική τάξη που ορίζουν οι Συνθήκες το οποίο τηρείται όταν δεν υπάρχουν διαφορές ή όταν εάν υπάρχει οι εμπλεκόμενοι συμφωνούν να προσφύγουν στους διεθνείς θεσμούς για την ερμηνεία των προνοιών των Συνθηκών. Περιττό να τονιστεί, επίσης, ότι αυτή η συζήτηση δεν αφορά την Διεθνή Ποινική Δικαιοσύνη, τις Συμβάσεις των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και άλλες διεθνείς δεσμεύσεις των κυρίαρχων κρατών που ενσωματώνονται, όπως ήδη τονίστηκε, στην εσωτερική δικαιοταξία των κυρίαρχων κρατών.

[37] Ο φόβος της εξαπάτησης και της άνισης ανάπτυξης δεν οδηγεί μόνο σε διενέξεις αλλά και σε μειωμένη συνεργασία στους διεθνείς θεσμούς. Βλ. Grieco J. «The Maastricht Treaty, Economic and Monetary Union and the Neorealist Research Programme», Review of International Studies, vol. 21, no 1, 1995 και Grieco J. «State Interests and Institutional Rule Trajectories: A Neorealist Interpretation of the Maastricht Treaty and Economic European Union», Security Studies, Spring 1995. Επίσης Baldwin D. ed., Neorealism and Neoliberalism: The Contemporary Debate (Columbia University Press, NY 1993)

[38] Βλ. κυρίως Waltz Κ. Man, the State and War. A Theoretical Analysis. N.Y.:Columbia Univ. Press, Aron R, 1959. Paix et Guerre Entre les Nations. Paris: Calmann – Levy 1984 και Waltz K., Theory of International Politics, ό.π.,

[39] Αναμφίβολα, πέραν του Θουκυδίδη, η ανάγνωση του αριστουργήματος του Robert Gilpin, Πόλεμος και αλλαγή στην διεθνή πολιτική (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2004), δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία γι’ αυτό τον ρόλο των ηγεμονικών ανταγωνισμών.

[40] Για την έννοια του επαναστατισμού βλ. Martin Wight, Διεθνής Θεωρία (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 1998). Η θεωρία διεθνών σχέσεων θεωρεί ότι το γεγονός των διαφορετικών περιεχομένων των επαναστατικών δογμάτων είναι άνευ σημασίας επειδή οι συνέπειες για την διακρατική τάξη είναι σε κάθε περίπτωση ανατρεπτικές της κοινωνικοπολιτικής οντολογίας. Η θεωρία διεθνών σχέσεων απλά περιγράφει το γεγονός ότι κάθε προσπάθεια εξομοίωσης του κοινωνικοπολιτικά-Πολιτειακά ανομοιόμορφου διεθνούς συστήματος προκαλεί εκατόμβες. Φορείς επαναστατικών δογμάτων ήταν οι Κινέζοι, οι Πτολεμαίοι, οι Αθηναίοι και κατά καιρούς άλλες ισχυρές Πόλεις του κλασικού συστήματος, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, οι Γάλλοι Επαναστάτες, οι Αμερικανοί τον 18ον και 19ον αιώνα όσον αφορά την Βόρειο Αμερική και τις Φιλιππίνες, οι Ναζί, οι διεθνιστές φιλελεύθεροι και οι διεθνιστές κομμουνιστές.

[41] Τρομοκρατικές ομάδες είναι μια τέτοια περίπτωση. Ανάλογης σημασίας εν τούτοις είναι και άτομα που ελέγχουν χρηματοοικονομικές ροές και εγκληματίες που πιθανό να θέσουν υπό τον έλεγχό τους μέσα μαζικής καταστροφής.

[42] Βλ. ιδ. Grieco J. , 1988. Επίσης, Grieco J. 1990, 1993, 1995 ό.π. και Grieco J., «Understanding the problem of International Cooperation: The Limits of Neoliberal Institutionalism and the Future of Realist Theory», στο Baldwin D. ed. 1995 ό.π.

[43] Η ορθολογικότητα και ευαισθησία ως προς το κόστος-όφελος αν και αμφισβητήθηκε δεν έχει ανατραπεί ως βασική έννοια στην εκτίμηση της στρατηγικής των κρατών. Το βασικό πρόβλημα πολλών τέτοιων αμφισβητήσεων είναι ότι διαπράττουν το λογικό και επιστημονικό σφάλμα να υποστηρίζουν ότι ο φαύλος κύκλος ανταγωνισμών και συγκρούσεων έχει ψυχολογικά αίτια. Όμως, δεν ισχύει επειδή όπως, αρχίζοντας από τον Θουκυδίδη, πολλοί θεμελίωσαν, οι ανταγωνισμοί και οι συγκρούσεις οφείλονται στον χαρακτήρα των συγκεκριμένων αιτιών πολέμου και τις βαθύτερες δυνάμεις που συνεπάγεται η άνιση ανάπτυξη και ιδιαίτερα οι εκπλήξεις που σχεδόν πάντα επιφυλάσσουν νέες τεχνολογίες. Ενίοτε πολλοί φιλελεύθεροι υποστηρίζουν, επίσης, πως ενδέχεται οι ηγεσίες μη φιλελεύθερων-δημοκρατικών καθεστώτων να είναι περισσότερο του συνήθους ευαίσθητες στο κόστος-όφελος εξωτερικών περιπετειών. Όμως, κατά την διάρκεια του Ψυχρού πολέμου στο πλαίσιο της αμερικανικής αποτρεπτικής στρατηγικής οι αμερικανικοί πύραυλοι στόχευαν αγαθά πολύτιμα στους σοβιετικούς ηγέτες καλλιεργώντας ακριβώς αποτρεπτικά τον ορθολογισμό των σοβιετικών ηγετών.

[44] Το ζήτημα των αξιώσεων διεθνών αλλαγών υπό το πρίσμα του Παραδοσιακού Παραδείγματος έχει εξεταστεί με πληρότητα από τον Robert Gilpin, Πόλεμος και αλλαγή στην διεθνή πολιτική (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2004).

[45] Πολλές αιτιολογήσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε σχέση με την Τουρκία ανεπίγνωστα, κατά την εκτίμησή μας, οφείλονται σε αυτό το γεγονός. Εξαιρετικού ενδιαφέροντος είναι η θέση του πρώην πρωθυπουργού της Ελλάδας Κώστα Σημίτη ο οποίος αιτιολογώντας την υπερθεμάτιση των θέσεων υπέρ της αποδοχής του δυσμενούς σχεδίου Αναν για την Κύπρο (για τις καταστροφικές συνέπειες βλ. πιο πάνω), ανέφερε ως αιτιολόγηση την διαρκώς διογκούμενη τουρκική ισχύ που θα καθιστούσε υποχρεωτικά μελλοντικά ακόμη δυσμενέστερη «λύση» του κυπριακού. Όπως το έθεσε, «μια βεβαιότητα υπάρχει, ότι ο γεωπολιτικός ρόλος της Τουρκίας για τις ΗΠΑ και την ΕΕ θα είναι όλο και πιο σημαντικός. Γιατί η Τουρκία μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τις εξελίξεις σε μια πολύ μεγάλη περιοχή» (Κ. Σημίτης, Ελευθεροτυπία 7.4.2004). Για τις πτυχές αυτές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής βλ. Π. Ήφαιστος, «Ισχύς και δίκαιο στην Ελληνική εξωτερική πολιτική: Ελληνική εξωτερική πολιτική 1974-2004», στο Κ. Αρβανιτόπουλος-Μ. Κοππά (επιμ.), 30 χρόνια ελληνικής εξωτερικής πολιτικής 1974-2004 (Εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2005).

http://www.ifestosedu.gr/