Θετικές οικονομικές αποδόσεις εμφανίζουν, κατά το τελευταίο 12μηνο 2013-2014, οι Ελληνικέςοικογενειακές επιχειρήσεις, αποδεικνύοντας ανθεκτικότητα στην οικονομική κρίση, σύμφωνα με τα αποτελέσματα πρόσφατης έρευνας της ΕΥ με τίτλο «Έτοιμες για την επόμενη μέρα; Οι ελληνικές οικογενειακές επιχειρήσεις αντιμέτωπες με νέες προκλήσεις».
Το δείγμα της ελληνικής έρευνας της ΕΥ περιλαμβάνει επιχειρήσεις 1ης, 2ης, 3ης και 4ης γενιάς, με πολλά κοινά σημεία, αλλά και σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ τους. Σχεδόν οι μισές από τις επιχειρήσεις του δείγματος (47%) διοικούνται από τη δεύτερη γενιά της οικογένειας. Το 42% του δείγματος αποτελείται από επιχειρήσεις με 50-249 εργαζόμενους. Η μεγάλη πλειοψηφία των ελληνικών εταιρειών (72%) βρίσκονται εκτός χρηματιστηρίου. Μια στις τρεις δραστηριοποιείται στα βασικά καταναλωτικά αγαθά πρώτης ανάγκης (εμπόριο τροφίμων & πρώτων υλών, ποτά, καπνά, προϊόντα προσωπικής φροντίδας). Ακολουθεί η βιομηχανία (16%: μηχανήματα, κατασκευές, ηλεκτρικός εξοπλισμός, εμπορία), τα λοιπά καταναλωτικά αγαθά (12%: αυτοκίνητα & εξαρτήματα, ηλεκτρονικά αγαθά, είδη πολυτελείας, κλωστοϋφαντουργία, ενδύματα, ξενοδοχεία, εστιατόρια, καζίνο), οι πρώτες ύλες και η ναυτιλία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η έρευνα διερευνήθηκε από την ΕΥ στο διάστημα Νοέμβριος 2013 – Απρίλιος 2014, μεταξύ 62 Ελληνικών οικογενειακών επιχειρήσεων.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι οικονομικές επιδόσεις τους το τελευταίο δωδεκάμηνο. Το 26% του δείγματος αναφέρει αυξημένες αποδόσεις κατά 10-15% και το 8% κατά πάνω από 15%, ενώ το 36% αναφέρει στάσιμες οικονομικές αποδόσεις. Μόνο το 29% αναφέρουν επιδείνωση των οικονομικών τους μεγεθών. Τα στοιχεία είναι θετικά σε σχέση με τα στοιχεία για τις μη οικογενειακές εισηγμένες ελληνικές επιχειρήσεις. Οι βασικοί λόγοι ανθεκτικότητας τους στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης; Ο μακροπρόθεσμος προσανατολισμός της διοίκησης των οικογενειακών επιχειρήσεων, η ευελιξία και η προσαρμοστικότητα των αντιδράσεών τους, οι επιλογές τους ως προς τη χρηματοδότηση, η καινοτομία και η σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν το ζήτημα της διαδοχής. Ως βασικούς παράγοντες της επιτυχίας τους οι επιχειρήσεις αναφέρουν την έμφαση στην ποιότητα και τη μακροπρόθεσμη προοπτική της διαχείρισης. Ακολουθούν η ευέλικτη και εστιασμένη διακυβέρνηση, η ύπαρξη ενός εδραιωμένου εμπορικού σήματος και η αφοσίωση των πελατών. Η μακροπρόθεσμη προοπτική είναι, με διαφορά, ο πρώτος παράγων επιτυχίας που επικαλούνται και οι οικογενειακές επιχειρήσεις του διεθνούς δείγματος. Οι περισσότερες οικογενειακές επιχειρήσεις έχουν βρεθεί αντιμέτωπες με πολέμους, ύφεση, οικονομικές κρίσεις ή και εξελίξεις της τεχνολογίας που απειλούσαν την ίδια τους την ύπαρξη. Έτσι υποχρεωθήκαν να υιοθετήσουν μια πιο μακροπρόθεσμη θεώρηση, να οικοδομήσουν μακροχρόνιες σχέσεις και να ισχυροποιήσουν τα βασικά οικονομικά τους μεγέθη.
Συγχρόνως όμως είναι σαφές ότι οι περισσότεροι επιχειρηματίες βλέπουν ότι, υπό προϋποθέσεις, υπάρχουν μέσα στην κρίση και ευκαιρίες για ανάπτυξη. Ορισμένοι προβληματίζονται για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν και αισθάνονται το δεν έχουν ανταποκριθεί στα επιτεύγματα αλλά και τις προσδοκίες των προηγούμενων γενιών. Στην πλειοψηφία τους όμως, θεωρούν ότι αν υπάρξει μια γενικότερη αλλαγή νοοτροπίας και κουλτούρας στο γενικότερο περιβάλλον (κράτος, σχολεία, media) θα δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα συμβάλουν στην επιβίωση και την περαιτέρω ανάπτυξη των οικογενειακών επιχειρήσεων.
Ζητήθηκε επίσης από τους επιχειρηματίες να προσδιορίσουν τους παράγοντες εκείνους που τους επηρέασαν προκειμένου να προχωρήσουν σε σημαντικές αλλαγές στο μοντέλο της επιχείρησής τους. Σαν βασικούς παράγοντες κατονόμασαν τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους (71%) και το γενικότερο οικονομικό περιβάλλον (67%). Η ιεράρχηση αυτή αντανακλά τα τρέχοντα πιεστικά προβλήματα της Ελληνικής οικονομίας, αλλά αντανακλά και τις πάγιες παθογένειες της Ελληνικής πραγματικότητας, καθώς το 41% των ερωτηθέντων, έναντι 25% του διεθνούς δείγματος, κατονόμασε το λειτουργικό και ρυθμιστικό περιβάλλον ως σημαντικό παράγοντα. Επίσης παράγοντες όπως η υψηλή φορολογία, η γραφειοκρατία, η διαφθορά και η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης συγκαταλέγονται μέσα στις βασικές αιτίες που τις ωθούν να επανασχεδιάσουν το μοντέλο της επιχείρησης.
Σύμφωνα με τους συμμετέχοντες στην έρευνα η βελτίωση της αποτελεσματικότητά τους τα τελευταία τρία χρόνια, με μεγάλη πλειοψηφία (59%), αποδόθηκε στην εισαγωγή πιο εξελιγμένων υποστηρικτικών διαδικασιών, στην αναθεώρηση των όρων συνεργασίας και των τιμών με τους προμηθευτές (52%) και στην εισαγωγή καλύτερων συστημάτων διαχείρισης / ανταλλαγής της γνώσης (45%). Σημειώνεται ότι η επιλογή της αλλαγής διοίκησης, η οποία περιλαμβάνεται στις τρεις πρώτες απαντήσεις των επιχειρηματιών από το διεθνές δείγμα (27%) εμφανίζεται πολύ χαμηλά στις επιλογές των Ελλήνων επιχειρηματιών. Ένδειξη ότι στην πράξη οι επικεφαλής των Ελληνικών οικογενειακών επιχειρήσεων είναι πιο διστακτικοί από τους ξένους ομολόγους τους να εμπιστευθούν τη διοίκηση των εταιρειών τους σε επαγγελματικά στελέχη, τουλάχιστον σε περίοδο κρίσης. Η ευελιξία και η προσαρμοστικότητα είναι έμφυτα στοιχεία των οικογενειακών επιχειρήσεων. Οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων είναι πιο απλές και οι βαθμίδες διοίκησης λιγότερες. Κατά συνέπεια, είναι πιο εύκολο για μια οικογενειακή επιχείρηση να ανατρέψει μια προηγούμενη εσφαλμένη απόφαση, παρά το γεγονός, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις κάποιες δύσκολες αποφάσεις, όπως π.χ. η μείωση μισθών, συχνά αναβάλλονται για συναισθηματικούς λόγους, όπως επισημάνθηκε από πολλούς επιχειρηματίες.
Στα πλαίσια της έρευνας, οι συμμετέχοντες προσδιόρισαν τους αναπτυξιακούς στόχους της επιχείρησής τους. Με μεγάλη διαφορά (69% έναντι 27% του διεθνούς δείγματος) οι Έλληνες επιχειρηματίες επεσήμαναν την επέκταση σε νέες χώρες. Οι επικεφαλής των Ελληνικών οικογενειακών επιχειρήσεων έχουν συνειδητοποιήσει το ότι η εξωστρέφεια αποτελεί μονόδρομο για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων. Δεύτερη (57%) κατατάσσεται η επέκταση σε νέα προϊόντα και υπηρεσίες και η αύξηση του υφισταμένου μεριδίου αγοράς.
Σε ερώτηση σχετικά με τις πηγές χρηματοδότησης οι συμμετέχοντες ανέφεραν ως πρώτη επιλογή τα μη διανεμόμενα κέρδη και ως δεύτερη τον τραπεζικό δανεισμό. Ωστόσο, η υπερβολική εξάρτηση από τα αδιανέμητα κέρδη, την οικογενειακή χρηματοδότηση και τον τραπεζικό δανεισμό δεν είναι πάντα κατ’ ανάγκην ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης. Οι οικογενειακές επιχειρήσεις θα πρέπει να εξετάσουν εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης, όπως τα επενδυτικά κεφάλαια ή και την εισαγωγή στο χρηματιστήριο. Σύμφωνα με την έρευνα, η εξωτερική χρηματοδότηση αποτελεί τη λιγότερο επιθυμητή επιλογή, ωστόσο, δε θα πρέπει εκ προοιμίου να απορρίψουν χρηματοδοτικές επιλογές που έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές για οικογενειακές επιχειρήσεις του εξωτερικού. Ως προς τη χρήση της χρηματοδότησης, αναφέρθηκαν κατά σειρά, η υποστήριξη επενδύσεων σε νέες αγορές (63%), η ανάπτυξη της τρέχουσας αγοράς (57%), η ανάπτυξη καινοτομίας και νέων προϊόντων (50%) και οι νέες τεχνολογίες (46%). Μόνο ως πέμπτη προτεραιότητα αναφέρθηκαν οι συγχωνεύσεις και εξαγορές (39%).