Γαλλία: Το τέλος μίας σχέσης

Ήταν μεσάνυχτα στο Παρίσι. Δεκάδες χιλιάδες υποστηρικτές του Φρανσουά Ολλάντ είχαν στριμωχτεί στην πλατεία της Βαστίλης για να υποδεχτούν τον πρώτο σοσιαλιστή Πρόεδρο της Γαλλίας, εδώ και περίπου δύο δεκαετίες. Κάποιοι είχαν σκαρφαλώσει στα φανάρια του δρόμου, άλλοι ανέμιζαν σημαίες, άναβαν φωτοβολίδες και ζητωκραύγαζαν. 

«Θα ανταποκριθώ στις ελπίδες σας», υποσχέθηκε ο Ολλάντ στο ενθουσιασμένο πλήθος.

Πως άλλαξαν τα πράγματα μέσα σε έναν χρόνο…

 

Περιμένοντας στη Βαστίλη, μέσα σε λεφούσι συνδικαλιστών, για την έναρξη της παραδοσιακής Πρωτομαγιάτικης πορείας των εργαζομένων, η Εμανουέλ, μία δημόσια υπάλληλος που δεν θέλει να δώσει το επώνυμό της, θυμάται τις στιγμές της νίκης και αναστενάζει, παραιτημένη.

«Ήμουν εδώ εκείνο το βράδυ», λέει. «Υπήρχε ατμόσφαιρα μεγάλης ελπίδας. Τώρα είμαστε όλοι πολύ απογοητευμένοι. Δεν κράτησε τις υποσχέσεις του –ειδικά όσον αφορά το να σταματήσει τις απολύσεις στις επιχειρήσεις.»

Ο Amadou Diop, φοιτητής, μας μεταφέρει το ίδιο συναίσθημα. «Είμαι πολύ απογοητευμένος. Το κοινωνικό του έργο είναι ανύπαρκτο. Δεν σταμάτησε τις απολύσεις. Υπάρχει μία αίσθηση ότι η χώρα βυθίζεται όλο και περισσότερο σε ύφεση, και υπάρχει έλλειψη ελπίδας.»

Τα προβλήματα έχουν αυξηθεί από τότε που ανέλαβε ο κ. Ολλάντ την εξουσία από το Νικολά Σαρκοζί τον περασμένο Μάιο.

Η οικονομία έχει σταματήσει πλήρως να αναπτύσσεται. Η ανεργία έχει σκαρφαλώσει σε πάνω από το 10 τοις εκατό του εργατικού δυναμικού· η κυβέρνηση έχει καθυστερήσει όσον αφορά τους στόχους της για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους· και η χώρα συνεχίζει να υποφέρει από μία ανησυχητική απώλεια διεθνούς ανταγωνιστικότητας, με το εμπορικό έλλειμμα να βρίσκεται πάνω από τα €60 δις, σε αντίθεση με το «γενναίο» πλεόνασμα της Γερμανίας.

Επικρατεί νευρικότητα στις τάξεις των Σοσιαλιστών σχετικά με τα σχέδια για την περικοπή των δαπανών. Η νευρικότητα αυτή, έχει φουντώσει σε τέτοιο βαθμό που έχει μετατραπεί σε επίθεση εναντίον της Γερμανίδας καγκελαρίου Άνκελας Μέρκελ –η οποία αντιμετωπίζεται ως δημιουργός της λιτότητας. Αυτό έχει υπονομεύσει τη θέση της Γαλλίας ως η δεύτερη μεγαλύτερη δύναμη της Ευρώπης και παραδοσιακή, κοινή οδηγός της ΕΕ, καθώς η ευρωζώνη προσπαθεί να απαλλαχθεί από την οικονομική κρίση.

«Η απώλεια της ανταγωνιστικότητας και τα προβλήματα στα δημόσια οικονομικά είναι επικίνδυνα φαινόμενα, όχι μόνο για τις προοπτικές της Γαλλίας, αλλά και για τις σχέσεις της με τη Γερμανία», λέει ο Eric Chaney, επικεφαλής οικονομολόγος στην ασφαλιστική εταιρεία Axa. «Η Γερμανία χρειάζεται έναν αξιόπιστο σύμμαχο και η Γαλλία διαθέτει πλέον ακόμα λιγότερα προσόντα, με την οικονομία και τα δημόσια οικονομικά της να αποδυναμώνονται διαρκώς.»

Ο κ. Ολλάντ σημάδεψε την επέτειό του, εμμένοντας στην προσήλωσή του για την καλυτέρευση των δημοσίων οικονομικών, τη μείωση της διόγκωσης του δημόσιου τομέα και την αναζωογόνηση της οικονομίας. Ωστόσο, οι επικριτές του λένε ότι έχει χάσει το πρώτο έτος της προεδρίας του, πραγματοποιώντας λανθασμένες αυξήσεις φόρων και παρουσιάζοντας έλλειψη τολμηρών μεταρρυθμίσεων. Μοιάζοντας πλέον απομονωμένος και αντιλαϊκός, έχει έρθει πλέον αντιμέτωπος με ένα πολύ δύσκολο έργο, εάν πρόκειται να αντιστρέψει τις προοπτικές της χώρας –αλλά και τις δικές του.

Πρόκειται για ένα έργο που πολλοί άνθρωποι, ιδιαίτερα εντός της επιχειρηματικής κοινότητας, αμφιβάλλουν ότι ο κ. Ολλάντ μπορεί να φέρει εις πέρας. Με ένα πρόσφατο φαρμακερό σχόλιο, ο Αλέν Μινκ, διακεκριμένος σύμβουλος επιχειρήσεων και σύμβουλος του κ. Σαρκοζί, δήλωσε ότι ο κ. Ολλάντ θα ήταν «ένας θαυμάσιος σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός μίας σκανδιναβικής χώρας», αλλά είναι εντελώς ακατάλληλος για τη θέση του «μοναρχικού» προέδρου της Γαλλίας.

«Κυβερνά τη χώρα λες και είναι γενικός γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Δεν πάει έτσι», δήλωσε ο κ. Μινκ σε συνέντευξή του στη γαλλική εφημερίδα Les Echos.

Ποτέ στη μεταπολεμική ιστορία της Γαλλίας δεν έχει υποστεί νέος πρόεδρος μία τόσο απότομη πτώση της δημοτικότητάς του και της εμπιστοσύνης του λαού. Με την υποστήριξη να μειώνεται και από την δική του, Σοσιαλιστική πλευρά, καθώς και από τη δεξιά, το ποσοστό αποδοχής του έχει πέσει από το 60 τοις εκατό, κατά τις πρώτες εβδομάδες, στο πολύ χαμηλό 24 τοις εκατό, σήμερα.

Πέραν της προσωπικής του έλλειψης δημοτικότητας, υπάρχει ένα γενικότερο αίσθημα δυσθυμίας το οποίο φαίνεται να έχει μολύνει τη χώρα. Μία δημοσκόπηση του IFOP την περασμένη εβδομάδα, έδειξε ότι 70 τοις εκατό των Γάλλων πιστεύουν ότι μία «κοινωνική έκρηξη» είναι πιθανή κατά τους προσεχείς μήνες.

Έπειτα, έχουν προστεθεί στο μίγμα και άλλα προβλήματα. Το Απρίλιο ξέσπασε ένα ιδιαίτερα επιζήμιο σκάνδαλο όταν αποκαλύφθηκε πως ο Ζερόμ Καουζάκ, ο Υπουργός Οικονομικών, χρησιμοποιούσε έναν μυστικό ελβετικό τραπεζικό λογαριασμό. Επιπλέον, ένα οργισμένο κίνημα διαμαρτυρίας συνεχίζει τη δράση του για την καταπολέμηση του νόμου του Προέδρου που επιτρέπει τους γάμους ομοφυλοφίλων.

. . .

Αλλά, ο κ. Ολλάντ εμφανίζεται ιδιαίτερα αισιόδοξος. Οι επισκέπτες στο Μέγαρο των Ηλυσίων λένε ότι δεν έχει χάσει καθόλου την διάθεσή του, καλωσορίζοντάς τους με μία φιλική χειραψία και διασκεδαστικά αστειάκια.

Ορισμένοι πίστευαν ότι όταν ο Πρόεδρος διέταξε τα γαλλικά στρατεύματα στο Μάλι τον Ιανουάριο να συμμετάσχουν σε μία επιχείρηση εκδίωξης των Ισλαμιστών που απειλούσαν να ανατρέψουν την χώρα, αυτό θα προανήγγειλε έναν νέο, πιο δυναμικό Ολλάντ.

Ωστόσο, τα Ηλύσια αντιστέκονται στις προτάσεις που λένε ότι η Γαλλία χρειάζεται ηγεσία τύπου Τσώρτσιλ, υποστηρίζοντας ότι οι υποσχέσεις για σκληρή δουλειά η οποία θα οδηγήσει στην τελική νίκη δεν θα γίνονταν αποδεκτές, και δεν θα φαίνονταν αξιόπιστες.  

Επικαλούμενος το γεγονός ότι είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν τα κοινά προβλήματα της ανταγωνιστικότητας και των δημοσίων οικονομικών, όσο δεν υπάρχει ανάπτυξη, ο κ. Ολλάντ λέει στους επισκέπτες ότι πρέπει να του δοθεί χρόνος για να πραγματοποιήσει μεταρρυθμίσεις «προσεκτικά, με καλό ρυθμό». Αν οι μεταρρυθμίσεις γίνονταν με γρηγορότερο ρυθμό, αυτό θα σήμαινε τη διάσπαση του ευέξαπτου Σοσιαλιστικού κόμματός του και των αριστερών συμμάχων του, την αναζωπύρωση της αντιπολίτευσης από την ακροδεξιά, την αύξηση της ανεργίας βραχυπρόθεσμα, καθώς και περισσότερες διαμαρτυρίες στους δρόμους.

Ο πρόεδρος απορρίπτει την κριτική ότι η εμβληματική δέσμευσή του για έναν οριακό φορολογικό συντελεστή 75 τοις εκατό, ήταν επιζήμια για τις επιχειρήσεις. Έχει επισημάνει ότι, ως τέχνασμα των εκλογών, λειτούργησε πολύ καλά. Αλλά πρόσφατα, έχει κάνει κινήσεις για να αναστρέψει την επιβολή υψηλών φόρων κεφαλαιακού κέρδους για τους επενδυτές, αναγνωρίζοντας ότι επρόκειτο για λάθος.

Ο κ. Ολλάντ ακολουθεί ένα σχετικά μετριοπαθές μονοπάτι μεταρρυθμίσεων. Αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας μέσω μίας φορολογικής περικοπής στις εταιρείες της τάξης των €20 δις για να αντισταθμιστεί το υψηλό κόστος εργασίας τους, καθώς και μέσω μίας συμφωνίας μεταξύ των εργοδοτών και των συνδικαλιστικών οργανώσεων για τη χαλάρωση του άκαμπτου κώδικα εργασίας. Η κυβέρνηση υπόσχεται να αντιμετωπίσει τις μεταρρυθμίσεις των συνταξιοδοτικών συστημάτων, το υψηλό κόστος της ανεργίας και των οικογενειακών παροχών, και τις σπάταλες δαπάνες της τοπικής αυτοδιοίκησης και της υγείας, στην προσπάθεια για τη δημιουργία ενός κοινού νομοσχεδίου που θα αντιστοιχεί στο 57 τοις εκατό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.

Βρίσκοντας  παρηγοριά στο πρωτοφανώς χαμηλό κόστος δανεισμού για το δημόσιο χρέος της Γαλλίας, το μάντρα είναι η δέσμευση στην ευθύνη του προϋπολογισμού –αλλά χωρίς «λιτότητα». Όταν αναφέρεται στη λιτότητα, ο κ. Ολλάντ εννοεί τις σκληρές περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες, την απασχόληση και τους μισθούς, την οποία έχει απορρίψει εξαρχής. Τα Ηλύσια προειδοποιούν, ότι η λιτότητα είναι αυτή που κρύβει την απειλή για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να αρχίσουν «να πέφτουν οι μία μετά την άλλη», με τους λαϊκιστές να έρχονται για να συμπληρώσουν το κενό που θα αφήσουν αυτές.

Οι επικριτές του προέδρου, οι οποίοι θέλουν να δουν ταχύτερη πρόοδο στις δημόσιες δαπάνες και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, απέχουν πολύ από το να πειστούν. «Τα όσα έχει κάνει η κυβέρνηση μέχρι στιγμής δεν αρκούν», λέει ο κύριος Chaney. «Δεδομένης της επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης, η σταδιακή προσέγγιση είναι μία πολυτέλεια την οποία η κυβέρνηση δεν διαθέτει. Η έλλειψη ανταγωνιστικότητας έχει σωρευτικές επιπτώσεις. Άπαξ και χάσεις το μερίδιο αγοράς, είναι πολύ πιο δύσκολο να το επανακτήσεις.»

Προειδοποιεί ότι η Ιταλία, και ιδιαίτερα η Ισπανία, κερδίζουν έδαφος στην ανταγωνιστικότητα με πολύ γρηγορότερους ρυθμούς από ότι η Γαλλία. Ωστόσο, υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις, μέχρι στιγμής, που να υποδεικνύουν ότι η κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να επιταχύνει τους ρυθμούς –ή, ακόμη, σε τομείς όπως η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας ή οι αλλαγές στις περιοριστικές πρακτικές στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, για τις οποίες έχουν κάνει έκκληση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και άλλοι διεθνείς θεσμοί.

Εντωμεταξύ, η στάση του κ. Ολλάντ ενάντια στη λιτότητα δεν τον έχει κάνει ιδιαίτερα αγαπητό στην κα Μέρκελ. Οι εντάσεις έχουν επιδεινωθεί μετά από τα πρόσφατα σχόλια που προήλθαν από το εσωτερικό του Σοσιαλιστικού κόμματος, τα οποία εξαπέλυαν σφοδρή επίθεση ενάντια στην «εγωιστική αδιαλλαξία» της κας Μέρκελ και καλούσαν για «αντιπαράθεση» με το Βερολίνο.

Ο κ. Ολλάντ λέει ότι η Γαλλία θα πρέπει να βρει συμβιβαστικές λύσεις σε αυτές που ο ίδιος αποκαλεί «φιλικές εντάσεις» με τη Γερμανία. Αξιωματούχοι των Ηλυσίων απορρίπτουν την άποψη ότι η αδυναμία της Γαλλίας την έχει μειώσει, φέρνοντάς την στην «κορυφή της δεύτερης κατηγορίας» στην Ευρώπη, να οδηγεί τον φτωχότερο νότο ενάντια στον πλούσιο βορρά.

Ωστόσο, η ικανότητα του Παρισιού να εμμένει στη στάση του ενάντια στη γερμανική αντίσταση σε ζητήματα όπως αυτό της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης, ή η αμοιβαιοποίηση του χρέους και η μεγαλύτερη παρέμβαση για την τόνωση της ανάπτυξης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα –για να μην αναφερθούμε στην έκκληση του κ. Ολλάντ προς το Βερολίνο, να κάνει περισσότερα για να τονώσει την οικονομία της Γερμανίας- αποδυναμώνεται από την ίδια την οικονομική αστάθεια της Γαλλίας.

«Πρόκειται για μία πολύ δύσκολη φάση της διμερούς σχέσης η οποία επιδεινώνεται από την αίσθηση ότι ο Ολλάντ δεν έχει τον έλεγχο των ίδιων του των στρατευμάτων», λέει ο Τόμας Κλάου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων στο Παρίσι. «Υπάρχει σημαντική αμοιβαία καχυποψία και έλλειψη κατανόησης των πολιτικών θέσεων του άλλου.»

Από την κρίση με τον Καουζάκ, έχει υπάρξει σωρός εκκλήσεων για τον κ. Ολλάντ, για να πραγματοποιήσει ανασχηματισμό της κυβέρνησής του και να κάνει μια νέα αρχή, συμπεριλαμβανομένης της αντικατάστασης του JeanMarc Ayrault, του πιστού αλλά υποτονικού πρωθυπουργού του. Οι υποψήφιοι που έχουν προταθεί, περιλαμβάνουν τον Louis Gallois, πρώην διευθύνοντα σύμβουλο του ομίλου αεροδιαστημικής EADS, και τον Pascal Lamy, επικεφαλής του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου, του οποίου η θητεία λήγει τον Αύγουστο.

. . .

Το κόμμα UMP του κυρίου Σαρκοζί απαιτεί μία ολοκληρωτική ανανέωση προσωπικού και πολιτικών ώστε να αντικρουστεί η περαιτέρω πτώση. «Αν ο Φρανσουά Ολλάντ δεν πάρει σύντομα στα χέρια του την κατάσταση, φοβάμαι ότι ο κατακερματισμός που θα ακολουθήσει θα καταστήσει πολύ δύσκολη τη διακυβέρνηση της Γαλλίας», προειδοποίησε ο Φρανσουά Φιγιόν, πρωθυπουργός υπό τον κ. Σαρκοζί, σε συνέντευξή του στη Le Figaro το Σάββατο.

Ο κ. Ολλάντ δέχεται επίσης πιέσεις από την αριστερά, με τον JeanLuc Mélenchon, τον ηγέτη του Αριστερού Μετώπου και εκλογικό σύμμαχο ενάντια στον Σαρκοζί στις περσινές εκλογές, να βγαίνει ανοικτά στην αντιπολίτευση οδηγώντας μία μεγάλη διαδήλωση ενάντια στην κυβερνητική πολιτική στο Παρίσι την Κυριακή.

Εντός του Σοσιαλιστικού κόμματος, επικρατεί αυξανόμενη νευρικότητα, η οποία τροφοδοτείται από ανοικτή διαφωνία σχετικά με την πολιτική του κ. Ολλάντ, από μέρους διαφόρων υπουργών και μελών του κοινοβουλίου. «Δεν είναι εύκολο», λέει ο Fleur Pellerin, ένας ανερχόμενος υφυπουργός για τις μικρές επιχειρήσεις και την ψηφιακή οικονομία. «Είναι σημαντικό να έχουμε μία ενιαία φωνή. Ωστόσο, έχουμε μία αρκετά ποικιλόμορφη πλειοψηφία, οπότε είναι δύσκολο. Πρέπει να υπάρξουν συμβιβασμοί.»

Μέχρι στιγμής, ο κ. Ολλάντ έχει αφήσει να εννοηθεί ότι θα διατηρήσει τον κ. Ayrault –αλλά, πολλοί είναι αυτοί που περιμένουν την αναδιοργάνωση και τον εξορθολογισμό των υπολοίπων 35 υπουργών μέχρι το τέλος του καλοκαιριού. Ωστόσο, μία ριζοσπαστική αλλαγή πολιτικής, υπέρ των πιο ριζικών μεταρρυθμίσεων, θα ήταν σίγουρα αντίθετη με το μέχρι στιγμής ύφος της πολιτικής διαχείρισης του Ολλάντ.

Ακόμη και αν υπάρξει αλλαγή, σίγουρα θα απογοητεύσει περαιτέρω όλους όσους επέστρεψαν στη Βαστίλη για την φετινή, υποτονική Πρωτομαγιάτικη πορεία. «Ψήφισα τον Ολλάντ γιατί ήθελα να ξεφορτωθώ τον Σαρκοζί», λέει ο Jérôme, ο οποίος κάνει το διδακτορικό του στην κοινωνιολογία, καπνίζοντας ένα στριφτό τσιγάρο. «Το χειρότερο από όλα είναι να έχεις μία κυβέρνηση η οποία αυτοαποκαλείται αριστερή, αλλά ουσιαστικά είναι ολόιδια με την προηγούμενη.»

. . .

Αναζητώντας την επείγουσα δράση από το Παρίσι.

Η αυξανόμενη διάθεση της δυσαρέσκειας στη Γαλλία σχετικά με τη δέσμευση της Γερμανίας για δημοσιονομική ορθότητα, έχει ληφθεί από το Βερολίνο περισσότερο ως θλίψη παρά ως θυμός, γράφει ο Quentin Peel.

Η σφοδρή επίθεση ενάντια στην οικονομική πολιτική της Άνγκελας Μέρκελ, η οποία προήλθε από το Σοσιαλιστικό κόμμα του Ολλάντ τον Απρίλιο, απορρίφθηκε από τον Steffen Seibert, τον επίσημο εκπρόσωπο της κας Μέρκελ, σαν «μία απλή μουσική υπόκρουση, την οποία ακούμε κάπου στο βάθος, αλλά δεν έχει καμία σημασία».

Στη Γερμανία, η πιο συχνή κριτική του κυρίου Ολλάντ που επικρατεί, είναι ότι φέρεται περισσότερο σαν «γενικός γραμματέας κόμματος» παρά σαν πρόεδρος της Γαλλίας. Η γνωστή περίοδος της γαλλογερμανικής αναπροσαρμογής που ακολουθεί μετά από οποιαδήποτε αλλαγή κυβέρνησης στο Παρίσι ή το Βερολίνο, έχει σίγουρα διαρκέσει περισσότερο από ότι ήταν αναμενόμενο. Παρόλο που και οι δύο ηγέτες συμφώνησαν να συντάξουν μία κοινή στρατηγική για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας όταν γιόρτασαν την 50η επέτειο της Συνθήκης των Ηλυσίων τον Ιανουάριο, αξιωματούχοι αναφέρουν ότι δεν έχει σημειωθεί καμία πρόοδος.

Οι γερμανικοί φόβοι σχετικά με τη μείωση της γαλλικής ανταγωνιστικότητας, διατυπώθηκαν σε έκθεση του υπουργείου Οικονομικών η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Handelsblatt την περασμένη εβδομάδα. «Η γαλλική βιομηχανία χάνει την ανταγωνιστικότητά της με αυξανόμενο ρυθμό», έλεγε η έκθεση. «Οι επιχειρήσεις συνεχίζουν να μεταφέρονται εκτός χώρας.» Σύγκρινε επίσης το γερμανικό μέσο ωριαίο κόστος των μισθών στα €30,40 με της Γαλλίας στα €34,20, επισημαίνοντας ότι το μερίδιο της Γαλλίας στο παγκόσμιο εμπόριο έχει μειωθεί κατά ένα τρίτο από το 2002.

Η ανησυχία του Βερολίνου έχει να κάνει με το γεγονός ότι η Γαλλία πρέπει να παραμείνει εταίρος στην σταθεροποίηση της ευρωζώνης. Αλλά, οι Γερμανοί ηγέτες φοβούνται ότι η Γαλλία κινείται με υπερβολικά αργούς ρυθμούς.

Ένας Γερμανός υπουργός υπενθυμίζει ότι ο Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο τελευταίος Σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος της Γερμανίας, χρειάστηκε τέσσερα χρόνια για να πραγματοποιήσει τις απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. «Ελπίζω ο κ. Ολλάντ να μη χρειαστεί τέσσερα χρόνια για να διορθώσει τα λάθη των εκλογικών του υποσχέσεων», καταλήγει.

http://www.sofokleous10.gr/portal2/index.php?option=com_content&view=article&id=95918&catid=&Itemid=73