Η νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχει υπάρξει πολύ σφικτή. Αυτό φαίνεται από την πτώση του βασικού ετήσιου πληθωρισμού σε μόλις 0,8 τοις εκατό ετησίως τον Οκτώβριο του 2013.
Η απόφαση για χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής που ελήφθη την περασμένη εβδομάδα προκάλεσε έκπληξη. Στην πραγματικότητα, ήταν κάτι που θα έπρεπε να είχε γίνει από καιρό.
Ωστόσο, έχει διαρρεύσει ότι η απόφαση για μείωση του επιτοκίου από ½ τοις εκατό σε ¼ τοις εκατό δίχασε το Συμβούλιο. Και οι δύο Γερμανοί αντιπρόσωποι –ο Jörg Asmussen, μέλος του ΔΣ της ΕΚΤ και ο Jens Weidmann, επικεφαλής της Bundesbank– καθώς και οι επικεφαλής των κεντρικών τραπεζών της Ολλανδίας και της Αυστρίας καταψήφισαν την κίνηση αυτή.
Τέτοιου είδους εθνικές διαφορές έχουν προκύψει και στο παρελθόν, αλλά μόνο σχετικά με αμφιλεγόμενα προγράμματα όπως το Πρόγραμμα Αγοράς Κρατικών Τίτλων (Securities Markets Programme) που ξεκίνησε υπό τον Jean-Claude Trichet, τον προκάτοχο του Μάριο Ντράγκι στη θέση του προέδρου της ΕΚΤ, ή το πρόγραμμα Οριστικών Νομισματικών Συναλλαγών (OMT) που ξεκίνησε υπό τον κ. Ντράγκι το καλοκαίρι του 2012. Και οι δύο αυτές πρωτοβουλίες είχαν ως στόχο την μείωση των πιέσεων της αγοράς στα κρατικά ομόλογα. Ήταν λογικό να είναι αμφιλεγόμενες, δεδομένης της γερμανικής εχθρότητας προς τη νομισματική χρηματοδότηση των κυβερνήσεων. Ωστόσο, αυτοί οι διχασμοί σε σχέση με αποφάσεις νομισματικής πολιτικής είναι κάτι καινούριο. Έχουν σημασία διότι θέτουν σε κίνδυνο τη νομιμότητα της ΕΚΤ και, κατά συνέπεια, τη νομιμότητα της νομισματικής ένωσης.
Κάποιοι έχουν κατηγορήσει τον κ. Ντράγκι ότι ενεργεί προς συμφέρον της Ιταλίας –και οι αντιρρήσεις των Γερμανών αντιπροσώπων στη χαλάρωση της πολιτικής είναι βέβαιο ότι θα τονώσουν τις υποψίες αυτές. Ωστόσο, τα επιχειρήματα υπέρ της μείωσης του επιτοκίου της ΕΚΤ είναι συντριπτικά: ο βασικός πληθωρισμός βρίσκεται τώρα σε επίπεδο λιγότερο από το ήμισυ του στόχου της ΕΚΤ για «κάτω, αλλά κοντά στο 2 τοις εκατό».
Όπως υποστήριξε και ο κ. Ντράγκι, υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι να μην ανεχτεί επίπεδα πληθωρισμού κάτω από αυτό το επίπεδο. Πρώτον, ένα ποσοστό πληθωρισμού 2 τοις εκατό μπορεί στην πραγματικότητα να είναι κοντά στο μηδέν: επί του παρόντος, οι συμβατικές μετρήσεις του πληθωρισμού είναι σίγουρα υπερβολικές.
Δεύτερον, οι αναγκαίες αλλαγές στην ανταγωνιστικότητα εντός της ευρωζώνης θα ήταν δύσκολες ακόμη και αν ο μέσος πληθωρισμός ήταν στο 2 τοις εκατό. Στο μηδέν τοις εκατό, θα ήταν πολύ δυσκολότερες, δεδομένης της αντίστασης των εργαζομένων στις περικοπές μισθών.
Τρίτον, η νομισματική πολιτική τείνει να είναι λιγότερο αποτελεσματική όσο ο πληθωρισμός πλησιάζει στο μηδέν, εν μέρει επειδή οι πληγείσες οικονομίες μπορεί στην πραγματικότητα να χρειάζονται αρνητικά επιτόκια –τα οποία είναι ευκολότερο να εφαρμοστούν όταν τα ποσοστά πληθωρισμού είναι θετικά.
Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και ένα τέταρτο: η ευρωζώνη κινδυνεύει να εισέλθει σε αποπληθωρισμό, λόγω της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας σε συνδυασμό με την υψηλή ανεργία. Η ΕΚΤ λέει ότι οι προσδοκίες για τον αποπληθωρισμό είναι σταθεροποιημένες, αλλά η θέση αυτή μπορεί να είναι υπερεκτιμημένη.
Είναι εύκολο να εντοπίσει κανείς και άλλους λόγους για τους οποίους η πολιτική ήταν πολύ αυστηρή. Μεταξύ του πρώτου τριμήνου του 2008 και του δεύτερου τριμήνου του 2013, η ονομαστική ζήτηση στην ευρωζώνη αυξήθηκε κατά μόλις 1 τοις εκατό. Το ονομαστικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν αυξήθηκε κατά μόλις 3,4 τοις εκατό. Επιπλέον, τα λεγόμενα χρήματα M3 –ένα μέτρο της «ευρείας» προσφοράς χρήματος- έχουν μείνει σχεδόν στάσιμα από τα τέλη του 2008.
Ποια είναι λοιπόν τα επιχειρήματα κατά της απόφασης της περασμένης Πέμπτης; Το ένα επιχείρημα ήταν ότι η απόφαση θα μπορούσε να είχε αναβληθεί. Αλλά, έχει ήδη αναβληθεί για υπερβολικά πολύ καιρό: όσο μεγαλύτερη η καθυστέρηση, τόσο μεγαλύτερος και ο κίνδυνος. Μία δεύτερη ανησυχία είναι ότι η κίνηση αυτή θα φέρει τα αντισυμβατικά μέτρα ακόμα πιο κοντά. Αλλά, όσο καθυστερεί η ΕΚΤ να χρησιμοποιήσει συμβατικά μέτρα, τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα να χρειαστούν τα αντισυμβατικά. Αν η ΕΚΤ είχε κατευθύνει αποφασιστικά τα επιτόκια προς το μηδέν το 2010, μπορεί να είχαν αποφευχθεί τουλάχιστον κάποιες από τις σημερινές δυσκολίες.
Ένα άλλο παράπονο είναι ότι τα επιτόκια στις γερμανικές αποταμιεύσεις είναι υπερβολικά χαμηλά. Όπως έχει υποστηρίξει και ο Benoît Cœuré, μέλος του ΔΣ της ΕΚΤ, αυτό είναι απλά λάθος. Πρώτον, οι αποταμιεύσεις έχουν ελάχιστη αξία κατά τη διάρκεια μίας βαθιάς ύφεσης, όπως αυτής που βιώνει η ευρωζώνη. Δεύτερον, ο καθοριστικός παράγοντας των επιστροφών των γερμανικών αποταμιεύσεων είναι η μακροπρόθεσμη απόδοση των γερμανικών ομολόγων, η οποία είναι τώρα στο 1,8 τοις εκατό για τα 10ετή ομόλογα. Ωστόσο, η ύφεση είναι αυτή που προκαλεί τα χαμηλά αυτά επιτόκια, σε συνδυασμό με τον ρόλο της Γερμανίας ως ασφαλές καταφύγιο. Όσο λιγότερο αποτελεσματική είναι η στήριξη που παρέχεται στην οικονομία της ευρωζώνης, τόσο λιγότερες θα παραμένουν οι αποδόσεις στις γερμανικές αποταμιεύσεις και τα γερμανικά ομόλογα θα παραμένουν ασφαλές καταφύγιο.
Μια τελευταία ανησυχία είναι ότι η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ είναι ακατάλληλη για τη Γερμανία και μπορεί να προκαλέσει ακόμη και φούσκες. Αυτό είναι σίγουρα αλήθεια, όπως και το γεγονός ότι η νομισματική πολιτική που ακολουθήθηκε πριν από το 2007 ήταν ακατάλληλη για την Ιρλανδία και την Ισπανία και πράγματι οδήγησε σε φούσκες. Μία κεντρική τράπεζα η οποία καλείται να εκπληρώσει έναν στόχο πληθωρισμού σε μία ένωση διαφορετικών οικονομιών, είναι σίγουρο ότι θα αποσταθεροποιήσει σχεδόν όλα τα μέλη σε κάποια χρονική στιγμή. Αλλά, αυτό σημαίνει να είσαι μέλος μίας ένωσης. Υπάρχουν ρίσκα για όλα τα μέλη, ακόμη και τα μεγαλύτερα.
Μεταξύ του 2001 και του 2007, το μέσο ποσοστό του βασικού πληθωρισμού στην ευρωζώνη ήταν 1,8 τοις εκατό, με τη Γερμανία στο 1,1 τοις εκατό και την Ιρλανδία, την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία να είναι κοντά στο 3 τοις εκατό. Για να παραμείνει το συνολικό ποσοστό του πληθωρισμού κοντά στο 2 τοις εκατό, ενώ τα ποσοστά πληθωρισμού των τελευταίων τεσσάρων χωρών συν της Ιταλίας θα παραμένει πολύ κάτω από αυτό τον μέσο όρο, τότε ο πληθωρισμός στη Γερμανία και στις υπόλοιπες πλεονασματικές χώρες θα πρέπει να είναι πολύ πάνω από το 2 τοις εκατό. Ειδάλλως, ο συνολικός πληθωρισμός θα είναι υπερβολικά χαμηλός. Επιπλέον, τα πραγματικά βραχυπρόθεσμα επιτόκια είναι πιθανό να είναι αρνητικά σε αυτές τις χώρες υψηλότερου πληθωρισμού, όπως ακριβώς ήταν για τις χώρες που τώρα αντιμετωπίζουν προβλήματα, πριν από το 2008. Οι προσπάθειες αντίστασης σε τέτοιες προσαρμογές εγγυώνται την παραμονή της κρίσης. Το ίδιο επιτυγχάνουν και τα χαμηλά επιτόκια τα οποία απεχθάνονται οι επικριτές.
Πολλοί στη Γερμανία μπορεί να συμπεράνουν ότι θα ήταν καλύτερα εκτός ευρωζώνης. Τους καταλαβαίνω, αλλά θα πρέπει να είναι προσεκτικοί ως προς το τι εύχονται. Ελλείψει μίας νομισματικής ένωσης, το υποθετικό D-Mark (γερμανικό μάρκο) θα εκτιναχτεί στα ύψη. Ο αντίκτυπος μίας πραγματικά μεγάλης ανατίμησης του νέου νομίσματος θα ήταν παρόμοιος με αυτόν που έπληξε την Ιαπωνία: μεγάλα τμήματα της γερμανικής βιομηχανικής παραγωγής θα μετατοπίζονταν στις γειτονικές χώρες. Η οικονομία σίγουρα θα οδηγούνταν σε ύφεση, και οι εγχώριες τιμές πιθανότατα θα έπεφταν.
Χωρίς ηρωικά μη συμβατικά μέτρα, στα οποία αντιτίθεται με πάθος η Bundesbank, ο αποπληθωρισμός μπορεί να αποδειχθεί αναπόφευκτος. Κάποιοι Γερμανοί θα επωφεληθούν. Αλλά οι «εξαρθρώσεις» θα είναι τεράστιες. Σε σύγκριση με αυτό, το κόστος που συνδέεται με την επιτυχή προσαρμογή της ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης μίας περιόδου πληθωρισμού 3 τοις εκατό για τη Γερμανία, δεν θα ήταν υπερβολικό.
Πράγματι, η ΕΚΤ δε μπορεί να εξασφαλίσει τη μέγιστη δυνατή νομισματική πολιτική για τη Γερμανία: δεν είναι αυτή η δουλειά της. Ωστόσο, μπορεί τελικά η λύση αυτή να είναι καλύτερη από τις εναλλακτικές.
http://www.sofokleous10.gr/2012-07-24-09-27-56/241480-2013-11-14-08-14-18