Απ’ αφορμή την ένταση του οικονομικού καταναγκασμού, της άμεσης κρατικής και παρακρατικής βίας και των βίαιων αντιδράσεων που αυτά προκαλούν, έχει αναζωπυρωθεί η συζήτηση περί βίας.
Σε αυτήν τη συζήτηση οι συστημικές- κυβερνητικές δυνάμεις, γεννήτορες και δάσκαλοι της βίας, την καταδικάζουν όταν στρέφεται εναντίον τους μ’ άλλα λόγια όταν θερίζουν ό, τι έσπειραν και καλούν την Αριστερά να πράξει το ίδιο.
Από την άλλη η κοινοβουλευτική αριστερά αποδέχεται το ρόλο του απολογούμενου και δεν χάνει ευκαιρία να καταδικάσει γενικώς και αορίστως τη βία και να δηλώνει ότι η ίδια δεν πρόκειται ποτέ να την χρησιμοποιήσει.
Ενδεικτικά θυμίζω τις πρόσφατες δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα ότι «η βία ως η πλέον αυταρχική πράξη», είναι καταδικαστέα, ή αντίστοιχες δηλώσεις άλλων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που περηφανεύονται ότι «θα ταράξουν [τους αντιπάλους τους] στην νομιμότητα».
Θυμίζω ακόμη παλιότερες δηλώσεις της Αλέκας Παπαρήγα κατά την οποία «στην πραγματική λαϊκή εξέγερση «δεν θα σπάσει ούτε τζάμι» και την πρόσφατη απολογητική της στάση κατά την οποία οι συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ δεν διέπραξαν την «καταδικαστέα» πράξη της κατάληψης ενός δημόσιου χώρου που είναι το υπουργείο.
Θυμίζω τέλος την ευκολία με την οποία αυτή η Αριστερά χαρακτηρίζει αδιακρίτως ως προβοκατόρικη κάθε βίαιη αντίδραση στο σύστημα.
Αυτές οι τοποθετήσεις κατά της βίας γενικώς:
-Αρνούνται τις πλέον ένδοξες στιγμές της παγκόσμιας αλλά και της ελληνικής Αριστεράς, δηλαδή τη διπλή ένοπλη αντίστασή της κατά του Γερμανικού και στη συνέχεια του Βρετανικού ιμπεριαλισμού, και κατά του ντόπιου κεφαλαίου.
– Αρνούνται το δικαίωμα αντίστασης στη βία, με βία, τη στιγμή μάλιστα που στο βαθμό που αντιδραστικοποιείται το κεφαλαιοκρατικό σύστημα και κατ’ επέκταση περιορίζεται η συναίνεση προς αυτό, είναι βέβαιο ότι θα προσφεύγει όλο και περισσότερο στη βία και θα αποκαλύπτει τον χαρακτήρα του ως επί της ουσίας δικτατορίας της αστικής τάξης . Με άλλα λόγια αρνούνται την αλήθεια του Μπρεχτ ότι «μόνον η βία ωφελεί όπου εξουσιάζει η βία». [1]
-Αρνούνται τη αλήθεια που διατυπώνει ο Ένγκελς ότι δηλαδή «η βία παίζει στην ιστορία και έναν άλλο ρόλο (εκτός από το ρόλο του κακοποιού ) ρόλο επαναστατικό,[…] και όπως λέει ο Μαρξ, είναι η μαμή κάθε παλιάς κοινωνίας, που κυοφορεί μια νέα[..] η βία είναι το όργανο, που με αυτό το κοινωνικό κίνημα ανοίγει το δρόμο του και σπάζει τις αποστεωμένες απονεκρωμένες πολιτικές μορφές.» [2]
-Αρνούνται το γεγονός ότι ναι μεν η θεωρία μπορεί να μετατραπεί σε υλική δύναμη αν γίνει κτήμα των μαζών, όμως «η κριτική των όπλων δεν μπορεί να αντικατασταθεί από το όπλο της κριτικής»[3], και ότι στην κάθε περίπτωση η αναγκαία για την ανατροπή του κεφαλαιοκρατικού συστήματος επανάσταση δεν μπορεί παρά να είναι βίαιη, υπό την έννοια ότι το κεφάλαιο θα εξαναγκαστεί-θα βιαστεί να εγκαταλείψει την εξουσία του και δεν θα το πράξει οικειοθελώς.
-Αρνούνται τέλος τη μεγάλη λενινιστική αλήθεια της «αναγκαιότητας συστηματικής διαπαιδαγώγησης των μαζών στο πνεύμα αυτής και μόνον αυτής της άποψης για βίαιη επανάσταση [η οποία ] βρίσκεται στη βάση όλης της διδασκαλίας του Μαρξ και του Ένγκελς». [4]
Αρνούμενοι όμως όλα τα παραπάνω, όχι μόνο αφήνουν έκθετο το λαϊκό κίνημα στην πολύμορφη βία του συστήματος , αλλά ουσιαστικά αποκλείουν την ανατροπή του και μαζί με αυτήν και τη λύτρωση από τα σημερινά δεινά.
Γιώργος Ρούσης
grousis@ath.forthnet.gr
[1] Μπρεχτ, Αγία Ιωάννα των Σφαγείων
[2] Fr. Εngels, Anti–dϋhring, Éditions Sociales , 1973, σελίδα 211
[3] K. Marx, Introduction a lα critique de lα philosophie du Droit de Hegel, Editions Sociales, 1975, σελ. 205
[4] Λένιν, Κράτος και Επανάσταση Άπαντα, τόμος 33, σελίδα 22