του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Μπορεί να υπάρξει στην Ελλάδα ανάπτυξη όπως αυτή της οκταετίας Κωνσταντίνου Καραμανλή (1955-1963) και στην συνέχεια της επταετίας Κώστα Σημίτη (1996-2003); Η απάντηση είναι σαφέστατα όχι. Στην πρώτη περίπτωση, η ανάπτυξη στηρίχθηκε στην οικοδομή και τα μεγάλα έργα υποδομής και στην δεύτερη στην χρηματιστηριακή φούσκα και την ευφορία των Ολυμπιακών Αγώνων. Στις λοιπές περιόδους, η ελληνική οικονομία κινήθηκε με δανεικά –τα οποία επίσης είναι πλέον ανύπαρκτα.
Ευλόγως λοιπόν τίθεται το κυριολεκτικώς καυτό ερώτημα: Πού θα βρουν απασχόληση 1.200.000 άνεργοι και ποια ανάπτυξη μπορεί να υπάρξει στην χώρα; Μια ανάπτυξη η οποία θα πρέπει να ανταποκρίνεται και στην επαγγελματική ιδιότητα των ανέργων, ιδιαίτερα δε των νέων, οι οποίοι στην συντριπτική τους πλειοψηφία είναι πτυχιούχοι ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Ωστόσο, αυτή η διάσταση της σχέσεως της μελλοντικής αναπτύξεως με την ποιότητα και την δομή της ανεργίας αποτελεί ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα, το οποίο οι πολιτικές ηγεσίες αποφεύγουν να προσεγγίσουν ακόμα και από πολύ μακρυά. Είναι γνωστό, όμως, ότι στην Ελλάδα του πελατειακού πολιτικού συστήματος ποτέ κανείς δεν ασχολήθηκε με την σύνδεση παραγωγής και εργασίας, με αποτέλεσμα η ασυμβατότητα μεταξύ των δύο τομέων να προσλαμβάνει ενίοτε δραματικές διαστάσεις. Βρίθει έτσι η χώρα μας γιατρών, πολιτικών μηχανικών και δικηγόρων, αλλά στερείται ειδικών σε τομείς υπό ανάπτυξη όπως η βιοτεχνολογία, η γενετική και η νανοτεχνολογία.
Πέρα, όμως, από την ασυμβατότητα αυτή, η ανεργία των νέων τείνει πλέον να γίνει και μόνιμο διαρθρωτικό πρόβλημα για όλες τις αναπτυγμένες οικονομίες. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμα και αν ενταθεί η κινητικότητα της εργασίας σε διεθνές επίπεδο, η απασχόληση των νέων θα παρουσιάζει προβλήματα –ειδικά δε στην περιοχή μας, για την οποία ο βρεταννικός Εκόνομιστ κάνει λόγο για την ύπαρξη ήδη ενός «τόξου ανεργίας» το οποίο, με αφετηρία την νότια Ευρώπη, επεκτείνεται στην Μέση Ανατολή, την βόρειο Αφρική και την νότια Ασία. Άμεση συνέπεια της καταστάσεως αυτής είναι η άνοδος τόσο της νεανικής εγκληματικότητος όσο και της βίας στην Μέση Ανατολή και εν μέρει στον ευρωπαϊκό Νότο.
Είναι, όμως, η ανάπτυξη αποτελεσματική απάντηση στα παραπάνω φαινόμενα; Ναι –αλλά υπό πολλές προϋποθέσεις. Πριν απ’ όλα, προέχει να διερευνήσει κανείς ποιοι κλάδοι της οικονομίας έχουν προοπτικές και στην συνέχεια να καταγράψει τις άμεσες και πιο μακροπρόθεσμες ανάγκες τους σε ανθρώπινο δυναμικό. Στην συνέχεια, θα χρειαστούν πολύ σοβαρές προσπάθειες προσαρμογής και συγκλίσεως αγοράς εργασίας και πραγματικής οικονομίας –μέγα ζητούμενο στην Ελλάδα αλλά και σε χώρες εκτός Ευρώπης.
Περιττόν να τονισθεί ότι η σύγκλιση παραγωγής και αγοράς εργασίας απαιτεί επείγουσες και βαθειές μεταρρυθμίσεις στα εκπαιδευτικά συστήματα των χωρών με υψηλή ανεργία και υπαγορεύει την κατάργηση συντεχνιακών θεσμών και δομών που ως εκ της φύσεώς τους προκαλούν ανεργία. Είναι αυτονόητο ότι μεταρρυθμίσεις αυτής της εμβέλειας πρέπει να συνοδεύονται και από την απελευθέρωση της κοινωνίας. Ειδικότερα στην Ελλάδα, όπως χαμηλοφώνως αναγνωρίζει η τρόϊκα, μέρος της ανεργίας θα μπορούσε να είχε απορροφηθεί αν τα τρία τελευταία χρόνια είχαν περιορισθεί οι γραφειοκρατικές διαδικασίες που απαιτούνται για την ίδρυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων και είχαν απελευθερωθεί ορισμένα κλειστά επαγγέλματα. Αποδεδειγμένα δε, απασχόληση δημιουργεί και η απελευθέρωση των ωραρίων λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων –αρκεί, βέβαια, τα τελευταία να ανταποκρίνονται στις ανάγκες μιας αγοράς και να μην είναι ευκαιριακά μέσα απασχολήσεως και φοροδιαφυγής.
Φάρμακο κατά της ανεργίας και υπέρ της αναπτύξεως είναι και η επιμόρφωση που οι μεγάλες και σωστές επιχειρήσεις μπορούν να προσφέρουν στο ανθρώπινο δυναμικό τους. Πηγαίνοντας μακρύτερα, προς όφελος των επιχειρήσεων είναι επίσης οι επιμορφωτικές πρακτικές που μπορούν να εφαρμόσουν στο πλαίσιο των πολιτικών εταιρικής κοινωνικής ευθύνης που ενδεχομένως έχουν υιοθετήσει. Παρόμοιες πρωτοβουλίες φέρνουν νέους πιο κοντά στην παραγωγή και τους προσφέρουν την δυνατότητα να αλλάξουν ή να προσαρμόσουν τους επαγγελματικούς τους ορίζοντες.
Από αυτά που προηγούνται, το βαθύτερο συμπέρασμά μας είναι ότι στην Ελλάδα η ανάπτυξη –και όχι η απλή ποσοτική μεγέθυνση– δεν θα έλθει ποτέ στο ραντεβού χωρίς ρηξικέλευθες και πολιτικά δραστικές μεταρρυθμίσεις ικανές να διαρρήξουν την εξάρτηση της χώρας από ένα φαύλο και αποκρουστικό στην υφή του παρελθόν. Τέλος, υπενθυμίζουμε ότι, σύμφωνα με μελέτη της εταιρείας συμβούλων McKinsey, κάπου 500.000 θέσεις εργασίας στην Ελλάδα θα μπορούσαν να δημιουργηθούν στον τουρισμό, την βιομηχανία τροφίμων-ποτών, την φαρμακοβιομηχανία, την ιατρική περίθαλψη, την εκπαίδευση, το ποιοτικό λιανεμπόριο, την έρευνα, την βιοτεχνολογία και τις παροχές κοινωνικών υπηρεσιών. Επίσης, βιολογική-τεχνολογική γεωργία και προστασία του περιβάλλοντος είναι τομείς πολλά υποσχόμενοι, αν η χώρα απαλλαγεί από αγροτοπατέρες και λοιπούς «νονούς» της φύσεως, που μοναδικό μέλημά τους είναι η αρπαγή γης και η παρεμπόδιση επενδύσεων.
http://www.europeanbusiness.gr/page.asp?pid=945