Θέμης Τζήμας,
Δεν πρέπει να κουραστούμε να το λέμε: η άρνηση συζήτησης γύρω από το ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, όπως και ως προς τη θέση της χώρας, στο πλαίσιο ενός κλίματος μανιχαϊσμού και μυστικιστικού, νομισματικού φετιχισμού ευνοεί αποκλειστικά και μόνο την κατεξοχήν παρασιτική ολιγαρχία, την ξένη πατρωνία και τις εντελλόμενες από τους παραπάνω πολιτικές δυνάμεις. Δηλαδή ευνοεί μόνο τη σύγχρονη καμαρίλα, τη χορεία των συνενόχων.
Σε όλη την Ευρώπη, το ζήτημα της ΕΕ και της ΟΝΕ ανοίγει διάπλατα. Οι απλουστεύσεις και οι δογματισμοί πέρα από επικίνδυνοι έχουν ως σκοπό μόνο να κρατήσουν πίσω τον ελληνικό λαό και βεβαίως τα προοδευτικά τμήματα, εγκλωβισμένα στη λογική του ανίσχυρου -και όχι του αδύναμου- κρίκου.
Είναι προφανές ότι ιστορικά η ΕΕ και συνεπώς και η ΟΝΕ αποτέλεσαν καπιταλιστικού χαρακτήρα ενώσεις.Ότι δομήθηκαν ως διευρυμένα πεδία δράσης των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων, προκειμένου οι τελευταίες να ενισχύσουν τη θέση τους στο εσωτερικό της ηπειρωτικής αγοράς αλλά και παγκοσμίως.
Η ΕΕ και η ΟΝΕ δηλαδή συνιστούν κατάκτηση των εθνικών αστικών τάξεων στην κατεύθυνση της διαμόρφωσης ενός κοινού τους «ζωτικού χώρου» από οικονομικής και πολιτικής άποψης, όπως και της δυναμικής εισόδου τους στο διεθνή καταμερισμό κεφαλαίου και του μεταπολεμικού ιμπεριαλισμού.
Η κεντρική σύλληψη ήταν η κατοχύρωση ειρηνικών σχέσεων μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας μέσα από την ισοτιμία των αστικών τους τάξεων, όπως αυτή εκφραζόταν με πολιτικούς και εν μέρει οικονομικούς όρους, η πρόσδεση της ευρωπαϊκής περιφέρειας στον παραπάνω άξονα, με το τριπλό δέλεαρ του πολιτικού φιλελευθερισμού, της υπόρρητης υπόσχεσης ενός πανευρωπαϊκού κεϋνσιανού κοινωνικού κράτους και της εισροής κεφαλαίων, που με τη σειρά τους χρησιμοποιούνταν κυρίως για εισαγωγές και άρα εμπέδωση της γαλλογερμανικής ηγεμονικής θέσης.
Το αντάλλαγμα της περιφέρειας προς το γαλλογερμανικό άξονα ήταν η αποδοχή πολλαπλών οικονομικών ταχυτήτων εντός της ΕΕ και έπειτα της ΟΝΕ: πρώτα η Γαλλία και η Γερμανία, έπειτα μια ενδιάμεση ζώνη αναπτυγμένων βιομηχανικά κρατών όπως η Ιταλία και η Ισπανία για παράδειγμα, αλλά όχι του επιπέδου και της ισχύος των δύο πρώτων και κατόπιν η κατεξοχήν ευρωπαϊκή περιφέρεια, που εν πολλοίς εντάχθηκε για πολιτικούς λόγους, καθώς ήταν προφανές ότι το επίπεδο ανάπτυξης των οικονομιών αυτών ήταν τέτοιο που μοιραία θα τις μετέτρεπε σε αδύναμους κρίκους, όποτε θα ξεσπούσε κάποια κρίση.
Βεβαίως, μέσα στην αλαζονεία τους, οι νεοφιλελεύθεροι διαμορφωτές και ιδρυτές της ΟΝΕ είχαν αποκλείσει κάθε σχεδιασμό ενόψει ενδεχόμενης καπιταλιστικής κρίσης, ενθουσιασμένοι από τη δυστοπία του τέλους της ιστορίας.
Το να λέμε όμως σήμερα τα παραπάνω και να μην προχωρούμε περισσότερο δεν προσφέρει και πολλά. Για όποιον θέλει να δει είναι ούτως ή άλλως προφανή. Οφείλουμε να προχωρήσουμε περισσότερο: η καπιταλιστική κρίση, συνδυαζόμενη με την αυτοπεποίθηση και τον ηγεμονικό «τσαμπουκά» της επανενωμένης Γερμανίας, όπως και με την πολιτική και οικονομική καχεξία της Γαλλίας αλλάζουν το χαρακτήρα της ΕΕ και της ΟΝΕ.
Τη στρέφουν στο ξήλωμα του κοινωνικού κράτους δικαίου, προς όφελος του νεοφιλελεύθερου κράτους εκτάκτου ανάγκης, προς την αναβίωση ενδοευρωπαϊκών εθνικισμών ή και σε φασιστικά κινήματα, σε ένα μικρομέγαλο ιμπεριαλισμό, ενώ ταυτόχρονα μετατρέπουν την ευρωζώνη σε αδύναμο κρίκο της καπιταλιστικής αλυσίδας.
Πρώτα απ’ όλα, το δέλεαρ για τους λαούς προκειμένου να υποστηρίξουν την ένταξή τους στην ΕΕ και στην ΟΝΕ, δηλαδή το κοινωνικό κράτος δικαίου θρυμματίζεται συστηματικά. Τη θέση του παίρνει η εσωτερική αποικιοποίηση εντός της ΕΕ και της ΟΝΕ αλλά και στο εσωτερικό των περισσοτέρων κρατών- μελών της. Δε μιλούμε για ένταση των ανισοτήτων απλά.
Μιλούμε αφενός για απερίφραστη συρρίκνωση της λαϊκής κυριαρχίας εντός της Ένωσης και εντός των κρατών της προς όφελος του ελέγχου από το γερμανικό πολιτικό κέντρο και ενίοτε με ολίγη από διακυβερνητικές συναντήσεις. Στην πραγματικότητα δε, από το παρασιτικό χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και από τις μεγάλες μερίδες του βιομηχανικού κεφαλαίου.
Αφετέρου, για κονιορτοποίηση κάθε κοινωνικού δικαιώματος, στο εσωτερικό των κρατών μελών αλλά και για υποχώρηση- δικαιική και εν τοις πράγμασι- των αντιστοίχων ρυθμίσεων και στο πεδίο της ΕΕ και της ΟΝΕ αυτών καθ’ εαυτών. Αυτό που χτίζεται στη θέση του μοντέλου κεϋνσιανού και πολιτικά φιλελεύθερου, κοινωνικού κράτους δικαίου είναι το μοντέλου του κράτους- υπηρέτη του νεοφιλελεύθερου παρασιτισμού και άρα- προκειμένου να επιβάλλει το βιασμό του βιοτικού επιπέδου και των δικαιωμάτων των λαών- του κράτους μόνιμης έκτακτης ανάγκης, άλλοτε και αλλού αξιοποιώντας την τυπική αστική νομιμότητα, άλλοτε και αλλού με ευθέως αυταρχικές μεθόδους.
Η αιτία αυτής της εξέλιξης έγκειται στη διεθνή πτωτική τάση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, ιδίως δε δυτικής προέλευσης. Σε συνάρτηση δε, με την αδυναμία του καπιταλισμού να επαναστατικοποιήσει τα μέσα παραγωγής και να ρυθμίσει την είσοδο τεραστίων μαζών στη διεκδίκηση συμμετοχής τους στις υπό συγκρότηση (μέσο-) αστικές τάξεις των αναπτυσσομένων κρατών, οδηγεί μοιραία στην ανάγκη υφαρπαγής μεγαλύτερης υπεραξίας από τους εργαζομένους δηλαδή στην περαιτέρω φτωχοποίησή τους.
Η κρίση όμως έχει και μια ακόμα επίδραση: οι εθνικές αστικές τάξεις, παρά τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης και τη φυσική τάση διεθνοποίησης του κεφαλαίου, στη βάση της κινητικότητάς του, καθίστανται ακόμα πιο «εγωιστικές». Η άρρητη συμφωνία σχετικής αδυναμίας- σχετικής υπεροχής, της ευρώ- περιφέρειας, προς όφελος της πρώτης οικονομικής ταχύτητας μετατρέπεται σε σχέση εξαρτημένου και εντολέα. «Σωζόμενου» και «σωτήρα».
Επιπλέον, η ακόμα πιο ενισχυμένη γερμανική αστική τάξη μετά την επανένωση αισθάνεται ότι δε χρειάζεται ούτε πολιτικά, ούτε οικονομικά βεβαίως να επιδεικνύει ευαισθησία στην εντεινόμενη γαλλική ανασφάλεια, που προκύπτει από τη φάση μακρόχρονης αποδυνάμωσης του ρόλου της γαλλικής αστικής τάξης.
Συνδυαστικά λοιπόν, η ένταση της σχέσης εξάρτησης κέντρου- περιφέρειας που περνά τα όρια της υποτέλειας και το τέλος του γαλλογερμανικού άξονα, λαμβάνοντας επιπλέον χώρα σε ένα οικονομικό πλαίσιο έντασης των διακρατικών και ενδοκρατικών ανισοτήτων, αναγεννούν τους όχι και τόσο καλά θαμμένους αντιπάλους ευρωπαϊκούς εθνικισμούς.
Το ευρώ, ως το αποκορύφωμα της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής εξέλιξης και ως το κατεξοχήν εργαλείο εμπέδωσης της γερμανικής ηγεμονίας αλλά και ελέγχου των υπολοίπων κρατών- μελών, μετατρέπεται έτσι στο συμβολικό και υλικό παράγοντα ανάδυσης εθνικισμών, καθώς η ταπεινωτική υποτέλεια και η αλαζονική υπεροχή των αστικών τάξεων έντεχνα εκτρέπεται σε μαζικό εθνικισμό ή και σε εκφασισμό από τα καθεστωτικά ΜΜΕ, προκειμένου να συσκοτιστούν οι πραγματικές αιτίες της κρίσης των λαών.
Συνολικά δε, η ΕΕ επιδιώκει να αναβαθμίσει το ρόλο της στις ιμπεριαλιστικές πολιτικές ισχύος που αναπτύσσονται τάχιστα παγκοσμίως απειλώντας ολοένα εντονότερα τη διεθνή ασφάλεια και ειρήνη. Ανήσυχη από την επισφαλή σινοαμερικανική εταιρική σχέση πασχίζει να προσφέρει εγγυήσεις στις ΗΠΑ ότι μπορεί να διαχειριστεί τα του οίκου της από μόνη της, υπό γερμανική καθοδήγηση και βεβαίως σε αυτή τη βάση να καταλάβει το χώρο που θεωρεί ότι της αρμόζει διεθνώς, διαθέτοντας τόσο πολιτικό- οικονομική αλλά σταδιακά και στρατιωτική ισχύ.
Οι δηλώσεις του αρμοδίου Ευρωπαίου επιτρόπου στο ζήτημα της Ουκρανίας είναι απολύτως ενδεικτικές και εξοργιστικές: όπως αναφέρεται στο αντίστοιχο άρθρο του tvxs ενημέρωσε τον αντιπρόεδρο της ουκρανικής κυβέρνησης, ότι για να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις ΕΕ- Ουκρανίας, θα έπρεπε η τελευταία να δεσμευτεί εκ των προτέρων, δηλαδή ασχέτως της εξέλιξης της διαπραγμάτευσης, ότι θα υπέγραφε την όποια συμφωνία.
Μαζί με την ανάμειξη της ΕΕ και διά αυτής της Γερμανίας πρόκειται για καθαρή επανεμφάνιση κλασσικών γεωπολιτικών επιδιώξεων, με σαφή ιμπεριαλιστική κατεύθυνση. Αντίστοιχη συμπεριφορά η ΕΕ επέδειξε σε μια σειρά ακόμα ζητημάτων, με προηγούμενο τη Συρία, όπου έλαβε θέση υπέρ της μίας εκ των δύο αντιμαχομένων πλευρών, χωρίς να υπολογίζει ούτε τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ούτε τα ζητήματα κρατικής κυριαρχίας.
Η ΕΕ και η ΟΝΕ ωστόσο εξακολουθεί να παραμένει ο αδύναμος κρίκος της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Η διόγκωση της σημασίας της κρίσης δανεισμού ορισμένων κρατών- μελών, που από σύμπτωμα αναδείχθηκε από το ευρωπαϊκό διευθυντήριο συνειδητά σε αιτία της ευρωπαϊκής εκδοχής της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης ενέτεινε την εθελοτυφλία μπροστά στα αίτια της ευρωπαϊκής παρακμής: εσωτερική ανισότητα και στρέβλωση του ευρώ, παραγωγική καχεξία σε σειρά κρατών- μελών, δημογραφικό ζήτημα, δημοκρατικό έλλειμμα, αδυναμία των παραγωγικών σχέσεων να αναπτύξουν τις παραγωγικές δυνάμεις συνολικά στην ΕΕ και στην ΟΝΕ, κυριαρχία του παρασιτισμού.
Η θέση της ΕΕ και της ΟΝΕ στην κατάσταση αδυνάμου κρίκου παγκοσμίως όπως είδαμε απαντάται από την ενίσχυση της κυριαρχίας του ευρωπαϊκού κατεστημένου. Πρέπει εδώ δε, να σημειώσουμε το εξής: το ευρωπαϊκό κατεστημένο παρότι εμπεριέχει τις εθνικές αστικές τάξεις, δεν εσωκλείσει τον ίδιο βαθμό όλες τις εθνικές αστικές τάξεις, ούτε εκφράζει εξίσου αποτελεσματικά όλες τις μερίδες τους. Επιπλέον κάποια εσωτερικά τμήματά τους έχουν αποκτήσει δική τους ευρώ- κεντρική υπόσταση, που τείνει να λάβει χαρακτηριστικά ενός ιδιότυπου ευρωπαϊκού ελιτίστικου εθνικισμού. Γι’ αυτό βλέπουμε για παράδειγμα τμήματα της γαλλικής άρχουσας τάξης να φλερτάρουν με ή έστω να συζητούν την έξοδο από το ευρώ, όσο η κρίση εντείνεται.
Ενώ δηλαδή η ίδρυση της ΕΕ και της ΟΝΕ έδειξε την τάση διαμόρφωσης ενός νέου πεδίου και νέων διαδικασιών ανάπτυξης των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων, σήμερα πλέον παίζουν το ρόλο εμπέδωσης σχέσεων ανοιχτής κυριαρχίας ακόμα και εις βάρος των περισσοτέρων εκ των αστικών τάξεων των κρατών- μελών και ανάσχεσης των διαδικασιών εξέλιξης των μέσων παραγωγής και των παραγωγικών δυνάμεων. Μια διπλή, κάθετη και οριζόντια «εξουσιαστικότητα» δομείται.
Στη βάση των παραπάνω λοιπόν, η ΕΕ και η ΟΝΕ μετατρέπονται σταδιακά σε θερμοκήπιο εθνικισμών και φασιστικών φαινομένων, λόγω της μετάπτωσής τους σε αντιδραστικούς σχηματισμούς: όσο δεν επαναστατούν δηλαδή οι παραγωγικές δυνάμεις που πνίγονται από τις παραγωγικές σχέσεις προκειμένου να δομήσουν ένα άλλο οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο, όσο οι κοινωνίες δεν κατακτούν το δικαίωμά τους να αποφασίζουν δημοκρατικά το μέλλον τους, τόσο η ΕΕ και η ΟΝΕ θα εμφανίζονται ως οι κατεξοχήν παγκοσμίως σχηματισμοί όπου κυριαρχεί ο παρασιτισμός.
Αυτός ο παρασιτισμός θα παρασύρει τους λαούς τόσο σε αντιπάλους εθνικισμούς, όσο και στις περιπέτειες παγκοσμίως των ιμπεριαλισμών που καταρχήν διαγκωνίζονται μεταξύ τους, με ανοιχτό όμως το ενδεχόμενο της σύγκρουσης.
Το «μέσα» ή «έξω» λοιπόν από την ΕΕ και την ΟΝΕ πρέπει να κριθεί στη βάση της ανάλυσης της τωρινής φύσης των συστημάτων αυτών, σε συνάρτηση με το παγκόσμιο περιβάλλον. Ανοίγει ένα νέο πεδίο δράσης, υπερεθνικό και άρα πιο αποτελεσματικό για τις εργατικές τάξεις, τους νέους, τα κινήματα, τις δημιουργικές παραγωγικές δυνάμεις εντός της ΕΕ και της ΟΝΕ; Ή αντίθετα δομούνται ακόμα πιο καταπιεστικά, αντιδραστικά δεσμά και διογκώνονται οι εθνικισμοί, προκειμένου ο παρασιτισμός να διατηρεί ως έξοδο κινδύνου ανοιχτό το ενδεχόμενο της διάλυσης ή του τεμαχισμού σε πρώτη φάση του ευρώ, προς όφελός του, φορτώνοντας την ευθύνη σε κάποιους επιμέρους εθνικισμούς;
Ενώ προ της κρίσης, η πρώτη εκδοχή έδειχνε ισχυρή, η εξέλιξη της κρίσης σε συνάρτηση με τις αδυναμίες της ευρωπαϊκής αριστεράς- για μια σειρά λόγων που δεν μπορούν να αναλυθούν σε αυτό το άρθρο- καθιστά πιο ισχυρή τη δεύτερη εκδοχή. Καπιταλιστικού χαρακτήρα σχηματισμοί, ακόμα και στη συντηρητική τους φάση, δηλαδή μετά την πρώτη ορμητική είσοδο στο ιστορικό προσκήνιο της αστικής τάξης ως ηγεμονικής δύναμης μπορούν και έχουν κατά καιρούς διαμορφώσει πεδία που η εργατική τάξη και εν γένει το μπλοκ των καταπιεζόμενων δυνάμεων μπορούν να αξιοποιήσουν προκειμένου να αναβαθμίσουν την πάλη τους.
Η μετάπτωση όμως ενός σχηματισμού σε αντιδραστική κατάσταση οδηγεί στην εσωτερική του σήψη και στην καταστροφή. Καταστροφή στην οποία οι εργαζόμενοι, οι νέοι, τα κοινωνικά κινήματα, το μπλοκ δυνάμεων που επιδιώκει ένα άλλο οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο δεν έχουν κανένα λόγο να είναι συμμέτοχοι.
Βεβαίως υπάρχει το ερώτημα: είναι ταυτόσημη η φύση και κυρίως η σημερινή θέση της ΕΕ με αυτήν της ΟΝΕ; Βεβαίως ο βαθύτερος χαρακτήρας τους είναι κοινός. Συνιστούν καπιταλιστικού χαρακτήρα ενώσεις που τείνουν προς την ίδια κατεύθυνση, ενοποίησης στο παραπάνω πλαίσιο. Ωστόσο, ενώ η ΕΕ διατηρεί πολιτικές διαδικασίες, κάποιες εκ των οποίων- οι ευρωεκλογές- είναι αστικοφιλελεύθερου χαρακτήρα και άρα μπορούν έστω εν μέρει να εκφράσουν τις κοινωνικές ζυμώσεις, η ΟΝΕ όχι μόνο δε διαθέτει τέτοιες διαδικασίες αλλά επιπλέον μετατρέπεται σε παράγοντα συρρίκνωσης του αστικοφιλελεύθερου χαρακτήρα των κρατών- μελών της.
Θα απαντήσει κανείς ότι πρόκειται για μια διαφορά του εποικοδομήματος και όχι της βάσης, των παραγωγικών σχέσεων. Ότι η ίδια η εξέλιξη του καπιταλισμού και των αντιφάσεών του, ιδίως δε της νεοφιλελεύθερης εκδοχής του οδηγεί στον αυταρχισμό, όπως και αν αυτός εκδηλώνεται. Όλα τα παραπάνω είναι σωστά. Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγουν ούτε η σημασία του εποικοδομήματος, κομβικό τμήμα του οποίου είναι οι πολιτικές διαδικασίες, ούτε η υποχρέωση του μπλοκ δυνάμεων που με επίκεντρο την εργατική τάξη παλεύει για άλλη πολιτική να αξιοποιεί προς όφελός του, το όποιο πολιτικό πεδίο δράσης ανοίγει το κατεστημένο, χωρίς και πάλι δογματικά να προσκολλάται σε αυτό.
Στην πραγματικότητα, στο ερώτημα μέσα ή έξω- ιδίως- από την ΟΝΕ αλλά ίσως και από την ΕΕ θα απαντήσουν οι ίδιοι αυτοί σχηματισμοί- αν και μπορεί βάσιμα να υποστηρίξει κανείς ότι έχουν απαντήσει ήδη: στις πρώτες μέρες που μια διακηρυγμένα- ίσως και μόνο διακηρυκτικά- αντιμνημονιακή, αντινεοφιλελεύθερη δύναμη θα κληθεί από κάποιο ευρωπαϊκό λαό να κυβερνήσει, το ευρωπαϊκό διευθυντήριο όπως τα μέχρι τώρα γεγονότα έχουν δείξει θα αποπειραθεί να πνίξει στην κούνια της όποια εναλλακτική, προοδευτική πολιτική, με όπλο το ευρώ.
Μπροστά σε μια τέτοια επιλογή, η ρήξη- σίγουρα με την ΟΝΕ- κάθε λαού που θεωρεί ότι δεν του ταιριάζει η υποτέλεια και η μακρόχρονη παρακμή αποτελεί επιλογή επιβίωσης.