Μαυροζαχαράκης Εμμανουήλ
Κοινωνιολόγος –Πολιτικός Επιστήμονας
Η φαινομενολογία της κρίσης όπως εκτυλίσσεται στην χώρα μας θυμίζει ένα σχόλιο του Economist για την Αργεντινή στο οποίο αναφέρεται ότι ” δεν είναι δύσκολο να εισέλθει μια χώρα σε σταθερή τροχιά παρακμής. Δεν χρειάζεται κάτι το ακραίο, οι αδύναμοι θεσμοί, οι επαρχιώτες πολιτικοί, η οκνηρή εξάρτηση από μερικές πλουτοπαραγωγικές πηγές και η συστηματική άρνηση της πραγματικότητας αρκούν”.
Με την συστηματική άρνηση της πραγματικότητας αγνοήθηκαν ορισμένες επάλληλες αλήθειες οι οποίες κρυβόταν στο υπογάστριο του κρατούντος πολιτικού και κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Οι αλήθειες αυτές έδειξαν ότι τα μεταπολιτευτικά θεμέλια πάνω στα οποία συγκροτήθηκε η ελληνική κοινωνία είναι αδύναμα και δεν επαρκούν για να σηκώσουν την πορεία της χώρας προς ένα σύγχρονο μέλλον.
Η πρώτη αλήθεια που είναι πλέον ολοφάνερη, δεν αφομοιώνεται από το υπάρχον πολιτικό σύστημα είναι ότι μια οικονομία με αδύναμη παραγωγική βάση και ως εκ τούτου με ελλειμματικό εξωτερικό εμπόριο παράγει συνεχή δημοσιονομικά προβλήματα αντί να παράγει επαρκής θέσεις εργασίας .
Η δεύτερη μεγάλη αλήθεια που επίσης έγινε αντιληπτή προκαλώντας πολύ πόνο είναι ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα αναπαράγεται για τον εαυτό του και όχι συντεταγμένα με την κοινωνία πολιτών. Αποτελεί επομένως ένα σύστημα αυτοαναφοράς με ενσωματωμένους μηχανισμούς εντροπίας, δηλαδή αυτοκαταστροφής. Όταν λοιπόν εμφανίζονται στην χώρα μας νέα πολιτικά σχήματα συνήθως εξυπηρετούν το προαναφερθέν σύστημα αυτοαναφοράς.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι όλα τα πολιτικά κόμματα που εμφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια με το «ποτάμι» και την «ελιά» ως πιο πρόσφατα.
Συνήθως οι προοδευτικοί άνθρωποι υποδέχονται το «νέο» που έρχεται με ανοικτά μυαλά και με κάποιον ενθουσιασμό. Εντούτοις αυτό συνέβη μόνο εν μέρει με το «Ποτάμι» και ακόμα λιγότερο με την «Ελιά» που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν το νέο. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι τελικά αυτά τα σχήματα έρχονται από το παρελθόν και δεν εκπροσωπούν κάτι πραγματικά «νέο» . Μια άλλη εξήγηση είναι ότι οι αληθινά προοδευτικοί άνθρωποι στην χώρα μας δεν συνιστούν δυναμικό ρεύμα πλειοψηφίας.
Μια εναλλακτική ερμηνεία προς την οποία τείνω περισσότερο είναι ότι το υπάρχον καθεστώς εξουσίας στην χώρα μας δεν διαθέτει αρκετή εφευρετικότητα στην ανεύρεση πολιτικών εφεδρειών που θα του εξασφαλίσουν την μακροημέρευση. Ως εκ τούτου τα νέα εγχειρήματα μετά από ένα διάστημα εντυπωσιασμού, ακολουθούν τα ειωθότα. Οι πιο ευφυής ομάδες συμφερόντων του κρατούντος μπλοκ οικονομικής και κοινωνικής εξουσίας, που διακατέχονται και από τις πιο ζωτικές ανασφάλειες, έχουν αντιληφτεί την ανεπάρκεια και προσωρινότητα των προτεινόμενων εναλλακτικών και ετοιμάζουν ήδη την επόμενη λύση.
Η τρίτη μεγάλη αλήθεια που πόνεσε πάνω από όλες είναι ότι το κράτος δεν μπορεί να αποτελεί βασικό εργοδότη στα πλαίσια μιας καπιταλιστικής οικονομίας πόσο μάλλον αν δεν τροφοδοτείται με τους απαιτούμενους όρους απόδοσης και με τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ισοπολιτείας και ισονομίας.
Σίγουρα μια ανάπτυξη στηριγμένη στα δανεικά είναι αντιπαραγωγική και οδηγεί σε σημαντικά αδιέξοδα. Εξίσου αδιέξοδη είναι όμως και η προωθούμενη από την Γερμανία αντιπληθωριστική λογική της ύφεσης η οποία βολεύει αποκλειστικά τους Γερμανούς που κομίζουν τεράστια κέρδη από αυτή. Με την λογική της ύφεσης σίγουρα δεν αποδομείται το δημόσιο χρέος αλλά ακριβώς το αντίθετο.
Η σκληρή φορολογία πνίγει τις επενδύεις , η πτώση της αγοραστικής δύναμης την εσωτερική ζήτηση. Σε τελική ανάλυση μειώνονται τα έσοδα του κράτους το οποίο επαναπαύεται στην απλή μείωση των δαπανών.
Η μείωση του δημόσιου χρέους γίνεται μόνο μέσα από ρυθμούς ανάπτυξης που αναζωπυρώνονται μόνον όταν υπάρχουν επενδύσεις .
Οι επενδύσεις όμως έρχονται όταν υπάρχει ζωντανή και υγιής εσωτερική ζήτηση , καινοτομία, χαμηλή φορολογία, κοινωνική ειρήνη και πολιτική ομαλότητα.
Φυσικά απαιτείται ένα εύρυθμο, αντιγραφειοκρατικό και σύγχρονο κράτος και η χρηστή χρήση των πόρων. Αλλά η λογική της ολικής κοινωνικής αποσύνθεσης που εφαρμόζεται σήμερα έχε τα αντίθετα αποτελέσματα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πιο εύρυθμες οικονομίες όπως οι σκανδιναβικές διαθέτουν έναν μεγάλο βαθμό κοινωνικής συνοχής, καινοτομίας και πολιτικής σταθερότητας.
Πάνω σε αυτές τις συντεταγμένες θα πρέπει να κινηθεί η αναζήτηση για λύσεις και δεν επαρκεί ούτε η ακατάσχετη έπαρση όσων στηρίζουν το “success story” , ούτε όμως και οι βαρύγδουπες κουβέντες κάποιων περί ακύρωσης του μνημονίου μόλις αναλάβουν την κυβέρνηση, αφού ως γνωστό αυτό λήγει τον Μαϊο.
Με δεδομένο ότι η επιλογή του δρόμου που θα ακολουθήσει ο σύγχρονος ευρωπαϊκός καπιταλισμός έχει ήδη γίνει από το 2008, η ελληνική κοινωνία και το αντίστοιχο πολιτικό σύστημα δεν έχουν ακόμα αφομοιώσει τις απαιτούμενες συνολικές αναπροσαρμογές που πιέζονται συνολικά να κάνουν όλα τα κράτη. Οι κατευθύνσεις της αναπροσαρμογής αυτής είναι μια σκληρή αναδιανομή προς τα πάνω στα πλαίσια ενός μοντέλου ανταγωνιστικότητας που βασίζεται στην μείωση του κόστους εργασίας , στην θεσμική αποδιάρθρωση και στην υπονόμευση της Δημοκρατίας για χάρη μιας νέας κεντρικότητας που υπακούει στο όνομα της οικονομικής διακυβέρνησης. Ένα μικρό διευθυντήριο που υπακούει στην Γερμανία. Το μοντέλο αυτό αποσκοπεί στο να καταστήσει υποτίθεται ανταγωνιστική την Ευρώπη απέναντι στην Κίνα και τις αναδυόμενες οικονομίες.
Ο νέος δρόμος καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης έχει επομένως επιλεγεί και η αντίθεση που εξακολουθεί να σχηματοποιείται θεσμικά στην ΕΕ είναι αυτή μεταξύ κοινωνικής Ευρώπης και Ευρώπης των αγορών , μεταξύ Δημοκρατίας και κεντρικότητας . Το μοντέλο του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού που υιοθετούν σήμερα οι νεοφιλελεύθεροι για να ελέγξουν τα κράτη προσκρούει στην ευρύτερη δημοκρατική φιλοσοφία . Αυτή είναι μια καινοτόμα διαπίστωση με την οποία θα βρεθούν αργά ή γρήγορα αντιμέτωπα όλα τα λεγόμενα κόμματα εξουσίας. Θα βρεθούν αντιμέτωπα με αυτά τα διλλήματα και δεν αξίζει τον κόπο να τα κουκουλώνουν φοβούμενα το πολιτικό κόστος.
Η χώρα μας σίγουρα χρειάζεται μεταρρυθμίσεις. Αυτές όμως δεν μπορούν να στηρίζονται σε μια μονοδιάστατη λογιστική πτυχή η οποία θα λαμβάνει υπόψη μόνο έσοδα και έξοδα.
Αυτή η λογική είναι παροπλισμένη και παρωχημένη και δεν έχει πετύχει πουθενά.
Όλες οι σύγχρονες χώρες ακόμα και η Γερμανία προχώρησαν στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις διατηρώντας όμως πάντα ένα ορισμένο επίπεδο κοινωνικής συνοχής . Η Γερμανία δεν διέλυσε τον κοινωνικό της ιστό για να παραμείνει ανταγωνιστική. Σε πολλά πεδία μάλιστα αύξησε τις κοινωνικές δαπάνες απλά φρόντισε να κρατήσει χαμηλά τους μισθούς ώστε να αποσπάσει μέσα από την αντιπληθωριστική πολιτική πλεονεκτήματα.
Σήμερα η Γερμανία εισάγει με πίεση των σοσιαλδημοκρατών τον ελάχιστο μισθό 8 ευρώ την ώρα , ελάχιστη σύνταξη, μείωση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, αύξηση των κοινωνικών δαπανών στην παιδεία και υγεία. Αυτά δεν είναι παρωχημένες πολιτικές αλλά αναγκαίες.
Με ύφεση σε όλη την Ευρώπη , με ανεργία που υπερβαίνει το 25 % στον Νότο , με την γαλλική οικονομία σε κατάφορη πτώση και με κυβερνητικές κρίσεις παντού, με κατακόρυφη άνοδο του ευρωσκεπτικισμού , δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για έξοδο από την κρίση και για επαναφορά της ομαλότητας.
Ήρθε η ώρα να σταματήσουν κάποιοι στην Ευρώπη και ειδικά στην Ελλάδα να μιλάνε για εκσυγχρονισμό και μεταρρυθμίσεις και να εννοούν μια ιδεοληπτική καραμέλα που έχει ως στόχο μονόπλευρά τα κοινωνικά κεκτημένα.