Η κατ’ επίφασιν δημοκρατία

Σε μία αλλοτριωμένη κοινωνία, ο τρόπος που εκφράζει ο λαός τη θέληση του δεν διαφέρει πολύ, από την επιλογή που κάνει αγοράζοντας εμπορεύματα – oι πολίτες ακούν το θόρυβο της προπαγάνδας, οπότε τα γεγονότα έχουν πολύ μικρή σημασία

“Εάν μία μάρκα οδοντόκρεμας χρησιμοποιείται από την πλειονότητα του λαού, λόγω των φανταστικών προτερημάτων που διαφημίζει, αυτό δεν σημαίνει ότι, ο λαός «έχει αποφασίσει» υπέρ της οδοντόκρεμας

– δεν πρόκειται δηλαδή για τη «θέληση του λαού»

 

.

 

Αυτό που μπορεί να ισχυρισθεί κανείς είναι ότι, η διαφήμιση ήταν τόσο καλή, τόσο εμπνευσμένη και τόσο αποτελεσματική, ώστε έπεισε εκατομμύρια ανθρώπων για τις ιδιότητες που διαφήμιζε – χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι τις είχε”.

 

Άρθρο

 

Ακούγοντας τον πρωθυπουργό της γειτονικής χώρας να λέει ότι, «Δημοκρατία είναι οι εκλογές», δεν μπορέσαμε να μη χαμογελάσουμε με την, σκόπιμη ή μη, αφέλεια του. Επίσης, με την αντιμετώπιση των Πολιτών της χώρας του η οποία βιώνει, έστω με κάποια καθυστέρηση, τη δική της «άνοιξη του ’68» – όταν η κυβέρνηση της θέλει να την οδηγήσει πίσω στο μεσαίωνα, στην ιερή εξέταση και στο σκοταδισμό.

 

Την ίδια ημέρα, ακούγοντας τους νέους στις «πλατείες των εξεγέρσεων» να τραγουδούν, χρησιμοποιώντας ελληνική μουσική με δικούς τους, πανέμορφους στοίχους, νοιώσαμε μία μεγάλη συγκίνηση να μας κυριεύει – όχι μόνο επειδή διαπιστώσαμε ότι, πρόκειται για μία από τις πολλές «χαμένες πατρίδες» μας, αλλά και επειδή βεβαιωθήκαμε, σε σχέση με το μεγαλύτερο «όπλο» και πλεονέκτημα της Ελλάδας: τον πολιτισμό της, ο οποίος είναι κυριολεκτικά ακατανίκητος.  

 

Ενθυμούμενοι δε τον ιδιαίτερο τρόπο, με τον οποίο ο Αλέξανδρος «υπέταξε» τις χώρες, στις οποίες επεκτάθηκε, την «κατάκτηση» της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από το ελληνικό πνεύμα κοκ., πεισθήκαμε απόλυτα σε σχέση με τα μέσα, τα οποία έχουμε στη διάθεση μας για να καταπολεμήσουμε κάθε κρίση – καθώς επίσης για να «εξημερώσουμε» όλους αυτούς, οι οποίοι κατά καιρούς εισβάλλουν στην πατρίδα μας για να μας υποδουλώσουν, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι, το πνεύμα και ο πολιτισμός μας παίρνουν πάντοτε, αργά αλλά σταθερά, τα ηνία.

 

Άλλωστε, ένα έθνος δεν είναι ούτε μόνο η γλώσσα του, ούτε η θρησκεία του, αλλά, κυρίως, ο πολιτισμός του – γεγονός που τεκμηριώνει πως αυτό που ακούγεται παντού, το ότι δηλαδή «Είμαστε όλοι Έλληνες», είναι απολύτως σωστό.

 

Στα πλαίσια αυτά, οι Πολίτες των Σκοπίων, για παράδειγμα, δεν ισχυρίζονται προφανώς ότι τους ανήκει η Μακεδονία, αλλά ότι είναι Μακεδόνες – Έλληνες δηλαδή. Εμείς δυστυχώς δεν ακούμε το πραγματικό μήνυμα τους – όπως δεν ακούμε τα ελληνικά τραγούδια στην Κωνσταντινούπολη ή στη Σμύρνη, δεν βλέπουμε τις ελληνικές επιγραφές σε τόσους δρόμους του Ισραήλ, δεν συνειδητοποιούμε πόσοι Αλβανοί, Σέρβοι ή Βούλγαροι μιλούν τη γλώσσα μας, καθώς επίσης σε πόσες πόλεις της Ιταλίας γνωρίζουν οι Πολίτες αρχαία Ελληνικά.         

 

Η εθνική υπερηφάνεια τώρα, η οποία πηγάζει από τον πολιτισμό μας, η βεβαιότητα ότι όποιος επισκεφθεί τον Παρθενώνα, τους Δελφούς, τα αρχαιολογικά μας μνημεία αλλά και τα νησιά μας ή το Άγιο Όρος, θα «κυριευθεί», χωρίς να απαιτείται η χρήση στρατιωτικών όπλων, δεν έχει βέβαια καμία σχέση με εθνικιστικά συναισθήματα – αφού τα συναισθήματα αυτού του είδους δεν είναι «συμβατά» με τον πολιτισμό και το ελληνικό πνεύμα.

 

Πρόκειται απλά για τη διαπίστωση, σύμφωνα με την οποία “Η χώρα μας είναι ο ιδανικός τόπος «πνευματικής ολοκλήρωσης» και «ψυχικής ανάτασης». Παράλληλα, διαθέτει το μοναδικό ίσως πολιτισμό, με τον οποίο έχει τη δυνατότητα ο άνθρωπος να συνδεθεί με την «παγκοσμιότητα» – με τη Φύση, με το Θεό ή με ότι άλλο την «προσωποποιεί» ή τη βιώνει κανείς”. 

 

ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Ανεξάρτητα τώρα από τα παραπάνω, σύμφωνα με μία κοινώς αποδεκτή ερμηνεία, “Η αρχή της Δημοκρατίας έγκειται στην ιδέα ότι, ο λαός σαν σύνολο είναι αυτός που καθορίζει τη μοίρα του και λαμβάνει αποφάσεις, οι οποίες έχουν σχέση με θέματα κοινού ενδιαφέροντος – όχι βέβαια η κυβέρνηση ή μία μικρή ομάδα ανθρώπων”.   

 

Σε μία «αλλοτριωμένη» κοινωνία όμως, όπως οι περισσότερες σήμερα, σε μία κοινωνία δηλαδή που, μεταξύ άλλων, χειραγωγείται, έχοντας χάσει την επαφή της με την πραγματικότητα, ο τρόπος που εκφράζει ο λαός τη θέληση του δεν διαφέρει πολύ, από την επιλογή που κάνει αγοράζοντας εμπορεύματα (E.Fromm). Οι άνθρωποι ακούν τις «κραυγές» της προπαγάνδας, οπότε τα γεγονότα έχουν πολύ μικρή σημασία, σε σχέση με τον υποβλητικό θόρυβο, ο οποίος τους «αλλοτριώνει».

 

Στα πλαίσια αυτά, η ελευθερία του λόγου, με κριτήριο την οποία θεωρείται ως δημοκρατικό ή μη ένα πολίτευμα, είναι μία πάρα πολύ σχετική έννοια – αφού δεν έχει μόνο σημασία εάν μπορεί κανείς να μιλάει ελεύθερα ή όχι, αλλά και ποιος επιτρέπεται ή μπορεί να τον ακούσει.

 

Ειδικότερα, όταν τα ΜΜΕ παρέχουν «βήμα» μόνο σε ορισμένους ανθρώπους, επιλεγμένους από τα ίδια, ή όταν εξασφαλίζεται με διάφορους τρόπους το κύρος κάποιων συγκεκριμένων ατόμων, με βάση το οποίο δίνεται ή όχι σημασία στα λόγια τους από το ευρύ κοινό, τότε η ελευθερία της έκφρασης είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη, ουτοπική. Ανύπαρκτες είναι τότε και η επιλογές του λαού – ο οποίος υποβάλλεται σε μία έμμεση «πλύση εγκεφάλου», χωρίς καν να το καταλαβαίνει.      

 

Συνεχίζοντας, η λειτουργία της «πολιτικής μηχανής» σε μία δημοκρατική χώρα δεν διαφέρει τόσο πολύ, από τη διαδικασία στην ελεύθερη αγορά, στο εμπόριο. Αναλυτικότερα, τα πολιτικά κόμματα δεν διαφέρουν ιδιαίτερα, σε σχέση με τις μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις – ενώ οι επαγγελματίες πολιτικοί προσπαθούν να πουλήσουν τα «εμπορεύματα» τους στο κοινό, στους δυνητικούς ψηφοφόρους τους, με τη βοήθεια των ΜΜΕ, των δημοσίων συγκεντρώσεων, των επιλεγμένων «χειραγωγών» της κοινής γνώμης κλπ..

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με πολλούς, η μειωμένη αίσθηση της πραγματικότητας, αντιστοιχεί σε μία περιορισμένη αίσθηση ευθύνης – επίσης, στην έλλειψη αποτελεσματικής θέλησης, η οποία είναι το «ψυχικό αντίστοιχο» της σκόπιμης, συνειδητής και υπεύθυνης δράσης.

 

Η περιορισμένη αίσθηση ευθύνης με τη σειρά της, οπότε και η εξ αυτής απουσία αποτελεσματικής θέλησης, επεξηγούν την άγνοια και την έλλειψη κρίσης του απλού πολίτη – όσον αφορά τα θέματα εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής της πατρίδας του.

 

Το γεγονός αυτό δεν οφείλεται στην απουσία ενημέρωσης, η οποία είναι άφθονη, ενώ παρέχεται πρόθυμα, συχνά δωρεάν και με ανιδιοτέλεια από πολλούς – αλλά στη χειραγώγηση, την οποία αναλύσαμε προηγουμένως, σε συνδυασμό με μία μορφή «μισαλλοδοξίας», η οποία διακρίνει αρκετούς από εμάς.  

 

Επίσης στο ότι, δεν καταβάλλεται ιδιαίτερη προσπάθεια από την πλειοψηφία των ανθρώπων, να επιλέξουν τις σωστές πηγές ενημέρωσης τους – να αφομοιώσουν τις πληροφορίες, καθώς επίσης να τις υποβάλλουν σε εκείνους τους κανόνες της κριτικής, τους οποίους οι περισσότεροι γνωρίζουν από την άσκηση του επαγγέλματος τους.   

 

Για να γίνει κατανοητή η παραπάνω διαδικασία, συγκρίνεται (παράδειγμα του γνωστού οικονομολόγου J.Schumpeter) η στάση ενός δικηγόρου, απέναντι στη δικογραφία του, με τη στάση του απέναντι στα πολιτικά γεγονότα της χώρας του.

 

Στην πρώτη περίπτωση, ο δικηγόρος έχει εξειδικευθεί να εκτιμάει την ουσία των γεγονότων με τις σπουδές, καθώς επίσης με την πολυετή εμπειρία που απόκτησε – εργαζόμενος με καθορισμένο κίνητρο το συμφέρον τόσο το δικό του, όσο και του πελάτη του, κατά την ενάσκηση του επαγγέλματος του. Παράλληλα, υποκινούμενος από το επίσης ισχυρό κίνητρο πως έχει τις ικανότητες, εγκύπτει με όλες τις γνώσεις, το πνεύμα και τη θέληση του, στο περιεχόμενο της δικογραφίας του.

 

Στη δεύτερη περίπτωση, όταν δηλαδή ο δικηγόρος ασχολείται με τα πολιτικά γεγονότα της χώρας του, δεν κάνει συνήθως τον κόπο να εξειδικευθεί. Ειδικότερα, δεν καταβάλλει ιδιαίτερη προσπάθεια να επιλέξει τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες, δεν τις αφομοιώνει και δεν τις υποβάλλει στους κανόνες της κριτικής – παρά το ότι γνωρίζει τόσο τέλεια το χειρισμό τους, από το επάγγελμα του. Εκτός αυτού, δεν μπορεί να ανεχθεί τα μακροσκελή ή πολύπλοκα επιχειρήματα, αναλύσεις και κείμενα – αν και είναι κανόνας στις δικογραφίες, με τις οποίες ασχολείται.

 

Ο σκοπός του παραδείγματος είναι να αποδειχθεί ότι, χωρίς την πρωτοβουλία, η οποία πηγάζει από την άμεση ευθύνη, επικρατεί συνήθως η άγνοια – παρά την πληθώρα της ενημέρωσης, όσο σωστή και αν είναι.

 

Επομένως ο Πολίτης, σε μία αντιπροσωπευτική δημοκρατία, όπως οι σημερινές, «υποβιβάζεται» σε χαμηλότερο επίπεδο πνευματικής απόδοσης, αμέσως μόλις εισχωρήσει στον πολιτικό τομέα – σχεδόν ανεξάρτητα από τη μόρφωση του.

 

Τόσο η επιχειρηματολογία του, όσο και οι αναλύσεις του, γίνονται κατά έναν τρόπο που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί «παιδαριώδης», στη σφαίρα των επαγγελματικών του συμφερόντων – γίνεται δηλαδή σχεδόν πρωτόγονος. Στο παράδειγμα μας, ο δικηγόρος δεν θα ασχολούταν ποτέ τόσο ανεύθυνα με τη δικογραφία του, όσο με την πολιτική στη χώρα του.

 

Κατ’ επέκταση, η ψήφος των Πολιτών στις εκλογές δεν είναι ουσιαστικά το αποτέλεσμα της θέλησης των ψηφοφόρων – αλλά αφενός μεν το προϊόν της χειραγώγησης τους, αφετέρου της εκ των πραγμάτων μειωμένης υπευθυνότητας τους, όπως την αναλύσαμε παραπάνω.

 

Πρόκειται λοιπόν για μία «αλλοτριωμένη» έκφραση της θέλησης του Πολίτη ο οποίος, όταν ψηφίζει, έχει την ψευδαίσθηση πως είναι ο δημιουργός αποφάσεων – τις οποίες αποδέχεται σαν να ήταν δικές του ενώ, στην πραγματικότητα, καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από δυνάμεις που ευρίσκονται πέρα από τον έλεγχο και τη γνώση του.

 

Το επακόλουθο της συγκεκριμένης διαδικασίας είναι μία (συνειδητή ή μη) έντονη αίσθηση αδυναμίας, η οποία δημιουργείται στον Πολίτη, όσον αφορά τα πολιτικά ζητήματα – γεγονός που περιορίζει ακόμη περισσότερο την πολιτική του «διάνοια», τις αποφάσεις και την ψήφο του.

 

Συμπερασματικά λοιπόν, όταν δεν μπορεί να δρα κανείς αποτελεσματικά, δεν μπορεί και να σκέφτεται παραγωγικά – οπότε η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι μία «κατ’ επίφαση» δημοκρατία.

 

Στα πλαίσια αυτά, όταν οι Πολίτες κατηγορούν τον εαυτό τους για τα πολιτικά κόμματα που ψήφισαν (ή κατηγορούνται από άλλους), θεωρώντας ότι είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για την πολιτική που άσκησαν τα κόμματα, αφού οι ίδιοι τα ψήφισαν, διαπράττουν ένα ακόμη σφάλμα – το μεγαλύτερο ίσως.

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Ολοκληρώνοντας, ο τρόπος που ελέγχεται μία σύγχρονη δημοκρατία, δεν είναι σημαντικά διαφορετικός από τον έλεγχο μίας μεγάλης, πολυμετοχικής εταιρείας, στις γενικές συνελεύσεις της οποίας σπάνια συμμετέχουν οι μικρομέτοχοι – παρά το ότι οι Πολίτες ψηφίζουν προσωπικά, παίρνουν την απόφαση «τους» και επιλέγουν συνήθως μία από τις δύο «κομματικές μηχανές», οι οποίες ανταγωνίζονται για να εξασφαλίσουν την ψήφο τους.

 

‘Άλλωστε, μόλις η μία από τις δύο αυτές μηχανές υπερψηφισθεί, οι σχέσεις της με τους ψηφοφόρους της γίνονται κάτι το μακρινό – ενώ οι προεκλογικές υποσχέσεις ή οι δεσμεύσεις «χάνονται στο σκοτάδι». Σε κάθε περίπτωση, οι πραγματικές αποφάσεις σπάνια λαμβάνονται από τους βουλευτές, οι οποίοι εκπροσωπούν τα συμφέροντα και τις επιθυμίες των εκλογέων τους – αλλά από το κυβερνών κόμμα, κυρίως δε από αυτούς που κατέχουν τις σημαντικότερες θέσεις στον κομματικό μηχανισμό.

 

Βέβαια, η διαδικασία αυτή προκαλεί αντιδράσεις, οι οποίες «συσσωρεύονται» με την πάροδο του χρόνου – δημιουργώντας σταδιακά όλο και μεγαλύτερες «εστίες πυρκαγιάς». Κατά κάποιον τρόπο λειτουργεί ακριβώς όπως τα νερά, η στάθμη των οποίων αυξάνεται μπροστά στο φράγμα, το οποίο τα εμποδίζει να κυλίσουν ελεύθερα – έως εκείνη τη στιγμή που καταρρέει το φράγμα, αδυνατώντας να αντισταθεί στην ορμή τους, με αποτέλεσμα να καταστραφούν τα πάντα στο πέρασμα τους.            

 

Αντίθετα τώρα με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, η οποία έχει προ πολλού κλείσει τον κύκλο ζωής της, στην άμεση δημοκρατία, όπου ο λαός ψηφίζει ο ίδιος τους νόμους που τον αφορούν, επιλέγοντας προσεκτικά αυτούς που θα τους εφαρμόσουν (κυβέρνηση), οι Πολίτες υποχρεώνονται να δράσουν αποτελεσματικά – οπότε σκέφτονται εκ των πραγμάτων υπεύθυνα και παραγωγικά.

 

Με τη λογική αυτή το επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο η άμεση δημοκρατία απαιτεί ώριμους Πολίτες, ασφαλώς και δεν ισχύει – αφού, χωρίς την άμεση δημοκρατία, οι Πολίτες δεν «ωριμάζουν» ποτέ, όσον αφορά τις πολιτικές τους υπευθυνότητες και την ευρύτερη ενασχόληση τους με τα κοινά.

 

 

    Τρίτη, 11 Ιουνίου 2013 

 

http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2909.aspx