Η καθοδική πορεία της Ιταλίας

Η Ιταλία βρίσκεται πλέον σε τριπλή ύφεση (triple-dip recession). Αλλά, δεν έφτασε από μόνη της σε αυτό το σημείο.

Είναι αλήθεια ότι η μακρά πτώση της οικονομίας της αντικατοπτρίζει την αποτυχία των Ιταλών ηγετών να αντιμετωπίσουν την απώλεια της ανταγωνιστικότητας της χώρας. Ωστόσο, πρόκειται για μία αποτυχία την οποία μοιράζεται ολόκληρη η Ευρώπη.

 

Όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2007, το ΑΕΠ της Ιταλίας μειώθηκε κατά 7%, στη συνέχεια αυξήθηκε κατά 3%, μετά ξαναμειώθηκε κατά 5%, σημείωσε μία ελάχιστη αύξηση κατά 0,1% και, πρόσφατα, κατά το πρώτο μισό αυτού του έτους, ξανασυρρικνώθηκε, αυτή τη φορά κατά 0,3%. Συνολικά, το ΑΕΠ της Ιταλίας έχει συρρικνωθεί κατά 9% τα τελευταία επτά χρόνια.

Επιπλέον, η βιομηχανική παραγωγή έχει μειωθεί κατά ένα εντυπωσιακό 24%. Μόνο χάρη στον πεισματάρικα επίμονο πληθωρισμό έχει καταφέρει να παραμείνει σταθερό το ονομαστικό ΑΕΠ της Ιταλίας. Η συνολική ανεργία έχει σκαρφαλώσει στο 12%, ενώ το ποσοστό των νέων που δεν φοιτούν στο σχολείο έχει ανέβει στο 44%.

Η Ιταλία έχει προσπαθήσει να αντισταθμίσει την οικονομική συρρίκνωση, αυξάνοντας το δημόσιο χρέος της. Με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις διακυβερνητικές επιχειρήσεις διάσωσης να διατηρούν τα επιτόκια σε χαμηλά επίπεδα, το δημόσιο χρέος της Ιταλίας έχει καταφέρει να αυξηθεί κατά ένα τρίτο από τα τέλη του 2007 έως την άνοιξη του 2014.

Ο νέος πρωθυπουργός της Ιταλίας, Ματέο Ρέντσι, θέλει να τονώσει την ανάπτυξη. Αλλά, αυτό που σκοπεύει να κάνει στην πραγματικότητα, είναι να συσσωρεύσει ακόμη περισσότερο χρέος. Είναι αλήθεια ότι το χρέος γεννά ζήτηση. Αλλά, αυτού του είδους η ζήτηση είναι τεχνητή και βραχύβια. Η βιώσιμη ανάπτυξη μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν η οικονομία της Ιταλίας ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της, και εντός της ευρωζώνης υπάρχει μόνο ένας τρόπος να το πετύχει αυτό: μειώνοντας τις τιμές των αγαθών της σε σχέση με τους ανταγωνιστές της στην ευρωζώνη. Αυτό που είχε κατορθώσει η Ιταλία στο παρελθόν με την αποτίμηση της λιρέτας πρέπει τώρα να προσομοιωθεί μέσω της λεγόμενης πραγματικής υποτίμησης.

Η εποχή των χαμηλών επιτοκίων που ακολούθησε την απόφαση του 1995 για εισαγωγή του ευρώ, δημιούργησε μία τεράστια πιστωτική φούσκα στις νότιες χώρες της ευρωζώνης, μία φούσκα που διατηρήθηκε μέχρι τα τέλη του 2013. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Ιταλία έγινε πιο ακριβή κατά 25% (βάσει του Δείκτη Τιμών του ΑΕΠ της) από τους εμπορικούς εταίρους της στην ευρωζώνη.

Δεκαεπτά ποσοστιαίες μονάδες αυτής της αύξησης μπορούν να εξηγηθούν από την άνοδο του πληθωρισμού, και οκτώ μονάδες από την αποτίμηση της λιρέτας που διεξήχθη πριν από την εισαγωγή του ευρώ. Σε σχέση με τη Γερμανία, οι τιμές στην Ιταλία ανέβηκαν κατά ένα εντυπωσιακό 42% περισσότερο. Αυτή η διαφορά τιμών –και τίποτε άλλο– είναι το πρόβλημα της Ιταλίας. Δεν υπάρχει άλλη λύση για τη χώρα, από το να διορθώσει αυτή την ανισορροπία μέσω της πραγματικής υποτίμησης.

Αλλά, αυτό είναι εύκολο να το λες, δύσκολο να το κάνεις. Η αύξηση των τιμών δεν είναι σχεδόν ποτέ ένα πραγματικό πρόβλημα. Το χαμήλωμά τους ή το να τις κάνεις να αυξηθούν με πιο αργό ρυθμό από ό,τι στις ανταγωνίστριες χώρες, είναι μια δύσκολη και επώδυνη διαδικασία.

Ακόμη κι αν τα συνδικάτα μίας χώρας επιτρέψουν μία τέτοια πολιτική μέσω της συγκράτησης των μισθών, οι οφειλέτες θα αντιμετώπιζαν δυσκολίες, διότι δανείστηκαν με βάση την υπόθεση ότι θα συνεχιστεί ο πληθωρισμός. Πολλές εταιρείες και νοικοκυριά θα πτώχευαν. Δεδομένου ότι η μείωση του πληθωρισμού ή ο αποπληθωρισμός οδηγούν μέσα από μία «κοιλάδα των δακρύων» προτού βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα, υπάρχουν αρκετοί λόγοι να αμφισβητήσουμε κατά πόσον οι πολιτικοί –με τον βραχυπρόθεσμο προσανατολισμό τους που αφορά κυρίως στην επανεκλογή τους– είναι ικανοί να τα καταφέρουν.

Ο πρώην πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι ήθελε να λύσει το πρόβλημα αποσύροντας την Ιταλία από την ευρωζώνη και αποτιμώντας το νέο νόμισμα. Είχε προβεί σε διερευνητικές συζητήσεις με άλλες κυβερνήσεις της ευρωζώνης, το φθινόπωρο του 2011, και είχε αναζητήσει τη συμφωνία με τον Έλληνα πρωθυπουργό, Γιώργο Παπανδρέου, ο οποίος είχε προτείνει ένα δημοψήφισμα που θα σήμαινε την επιλογή μεταξύ της αυστηρής λιτότητας και της εξόδου από την ευρωζώνη.

Ωστόσο, και οι δύο ηγέτες αναγκάστηκαν να παραιτηθούν, με διαφορά τριών ημερών ο ένας από τον άλλο, το Νοέμβριο του 2011. Οι ανώτερες πολιτικές σκοπιμότητες, καθώς και τα συμφέροντα του τραπεζικού συστήματος, αντιστρατεύτηκαν κατά της εξόδου από την ευρωζώνη.

Ο οικονομολόγος Μάριο Μόντι, ο οποίος ακολούθησε τον Μπερλουσκόνι στη θέση του πρωθυπουργού, επιχείρησε μία πραγματική υποτίμηση, εισάγοντας μεγαλύτερη ευελιξία στην αγορά εργασίας, προκειμένου να αναγκάσει τα συνδικάτα σε παραχωρήσεις στα θέματα των μισθών. Αλλά, οι προσπάθειες του Μόντι ήταν μάταιες. Μεταξύ των υπόλοιπων προβλημάτων, η ΕΚΤ, με τη γενναιόδωρη οικονομική της βοήθεια, αφαίρεσε την πίεση και από τα συνδικάτα και από τις επιχειρήσεις.

Ο Ενρίκο Λέτα, που ακολούθησε τον Μόντι ως επικεφαλής της ιταλικής κυβέρνησης, δεν είχε διαμορφώσει ξεκάθαρη άποψη για τις μεταρρυθμίσεις, και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από τον χαρισματικό Ρέντσι. Αλλά, παρά το γεγονός ότι ο Ρέντσι έχει καταθέσει πολλά μεγάλα λόγια σε σχέση με την οικονομία, μέχρι στιγμής δεν έχει δώσει κανένα σημάδι ότι κατανοεί τη φύση του προβλήματος της Ιταλίας.

Ο Ρέντσι δεν είναι ο μόνος. Αντιθέτως, σχεδόν ολόκληρη η ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ, από τις Βρυξέλλες μέχρι το Παρίσι και το Βερολίνο, πιστεύει ακόμα ότι η Ευρώπη υποφέρει από μία απλή κρίση της οικονομίας και της εμπιστοσύνης. Η απώλεια της ανταγωνιστικότητας δεν συζητείται, διότι, πολύ απλά, πρόκειται για ένα πρόβλημα που δεν μπορεί να λυθεί με τη συζήτηση.

 

http://sofokleous10.gr/2012-07-24-09-27-56/275520-2014-08-27-10-00-00