Η μετάλλαξη της εσωτερικής υποτίμησης σε υποβάθμιση της ελληνικής οικονομίας

Από την μελέτη για την Ελληνική οικονομία της ΓΣΣΕ:
Για έκτο έτος
(2008-2013),
η ελληνική οικονομία
παραμένει, εξαιτίας της οικονομι
κής και διαρθρωτικής πολιτικής, σε κατάσταση βαθιάς ύφεσης και αυξημένης ανερ
γίας χωρίς ορατά σημεία ανάκαμψης στα μακροοικονομικά μεγέθη. Η δραματική
μείωση των εισοδημάτων των εργαζομένων και των συνταξιούχων συνεχίζεται, το
ΑΕΠ ανά κάτοικο αποκλίνει από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής ‘Ένωσης, ο αριθμός
των ανέργων πλησιάζει το 1/3 του εργατικού δυναμικού, οι εξαγωγές αυξάνονται
οριακά και το δημόσιο χρέος δεν μειώνεται. Βέβαια,
το έλλειμμα στο εξωτερικό
ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών, όπως και στο δημόσιο έλλειμμα τείνουν να περι
οριστούν, πλην όμως αυτά επιτυγχάνονται με υποβάθμιση της ελληνικής οικονο
μίας, με κοινωνική εξαθλίωση και επέκταση της φτώχειας σε ευρύτατα στρώματα
του πληθυσμού (3.950.000 άτομα, 2013).
Η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης
στόχευε στην αύξηση των εξαγωγών και
την ανάκαμψη της οικονομίας χάρη στον αναπροσανατολισμό της από την εσωτε
ρική αγορά στις διεθνείς αγορές. Η πολιτική αυτή, όμως, έχει αποτύχει και τελικά η
ελληνική οικονομία προσαρμόζει τα ελλείμματά της (εξωτερικό και δημοσιονομικό

έλλειμμα) διαμέσου μίας διαδικασίας συρρίκνωσης του παραγωγικού δυναμικού,

απαξίωσης του εργατικού δυναμικού, εξαθλίωσης του πληθυσμού και επέκτασης
της φτώχειας.
2.1.
Η προσαρμογή μέσω της υποβάθμισης της οικονομίας
Η κυβέρνηση, η πλειονότητα των οικονομολόγων και οι φορείς άσκησης της οικο
νομικής πολιτικής επιδίδονται, ήδη από το φθινόπωρο του 2012, σε μια προσπάθεια
αλλαγής του ψυχολογικού κλίματος στις αγορές ισχυριζόμενοι ότι η ελληνική οικο
νομία παρουσιάζει σημεία ανάκαμψης.
Συχνές είναι οι αναφορές σε μια υποτιθέμενη αύξηση των ελληνικών εξαγωγών η
οποία θα σηματοδοτούσε την επιτυχία της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης και
την έναρξη της πορείας προς την έξοδο από την κρίση.
Ωστόσο,
ο όγκος των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών
αυξήθηκε μόνον κατά 0,3%
το 2011, μειώθηκε κατά 2,4% το 2012 και αναμένεται να αυξηθεί κατά 3,1% μέχρι
το τέλος του 2013 (στοιχεία Ευρωπαϊκής Επιτροπής
2
).
Μακροχρόνια δε, όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 1, ο όγκος των εξαγωγών, μετά την
μεγάλη πτώση του 2009, δεν παρουσιάζει αξιόλογη βελτίωση. Στο τέλος του 2013,
ο όγκος των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών αναμένεται ότι θα παραμείνει κατά
περίπου 15% χαμηλότερος σε σχέση με το 2008.
Άλλοι αναλυτές
θεμελιώνουν
την αισιοδοξία τους στη υποτιθέμενη ταχύτερη αύξηση
των ελληνικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών έναντι των εξαγωγών άλλων χωρών
της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι ελληνικές εξαγωγικές επιδόσεις της τελευταίας διε
τίας, όμως, κατέλαβαν την τέταρτη χειρότερη θέση στην κατάταξη των 27 χωρών της
Ευρωπαϊκής Ένωσης (Διάγραμμα 2).
Τέλος, άλλοι αναλυτές
χρησιμοποιούν
τον δείκτη της εξωστρέφειας της ελληνικής
οικονομίας που είναι οι εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ, προκειμένου να εμφυσή
σουν θετικό πνεύμα στην αγορά ή να στοιχειοθετήσουν την φαντασιακή επιτυχία
της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης. Ο δείκτης αυτός είναι προφανώς ακα
τάλληλος στη σημερινή συγκυρία, διότι οι όποιες αυξήσεις του δεν οφείλονται στις

εξαγωγές, αλλά στην θεαματική μείωση του παρονομαστή (δηλαδή του ΑΕΠ

 
 
Οι αγορές προορισμού
των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών της Ελλάδας μεγεθύνθη
καν στη διάρκεια της τριετίας 2010-2012 κατά 17,0% (σε όγκο). Εάν η ανταγωνιστικό
τητα των ελληνικών προϊόντων που εξάγονται είχε παραμείνει σταθερή, θα αναμέναμε
ότι ο όγκος των εξαγωγών θα είχε αυξηθεί κατά το ίδιο ποσοστό. Η αύξησή του όμως
κατά την τριετία ανήλθε σε μόλις 5,5%. Υπήρξε επομένως
επιδείνωση
της ανταγω
νιστικότητας των ελληνικών προϊόντων που απευθύνονται στις αγορές του εξωτερι
κού.
Η εξαγωγική επίδοση
της ελληνικής οικονομίας διορθωμένη με την μεγέθυνση
των αγορών προορισμού
3
, στη διάρκεια της τριετίας 2010-2012 μειώθηκε σωρευτικά
κατά 12,3% (-4,7% το 2010, -4,4% το 2011, -3,7% το 2012) ενώ αναμένεται να αυξηθεί
οριακά κατά 1,1% το 2013 (πρόβλεψη Am
��
c
, 3 Μαΐου 2013).
Η μακροχρόνια εξέλιξη των εξαγωγικών επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας μετά
από διόρθωση με την μεγέθυνση των αγορών προορισμού (ή ισοδύναμα το μερίδιο των
εξαγωγών της Ελλάδας στις αγορές προορισμού) αποτυπώνεται στο Διάγραμμα 3.
Από το Διάγραμμα 3 προκύπτει ότι, οι μακροχρόνιες εξαγωγικές επιδόσεις της ελλη
νικής οικονομίας παρουσιάζουν πλέον εικόνα ιστορικής παρακμής,
καθώς ακολου
θούν ήδη από το έτος 2002 πτωτική πορεία που συμπληρώνει δώδεκα συναπτά έτη.
Εάν υπήρξε επιτυχία ή αποτυχία της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης ως προς
την ικανότητά της να αυξήσει τον όγκο των εξαγωγών (αγαθών και υπηρεσιών)
πρέπει να το κρίνουμε και από έναν άλλο δείκτη, που είναι η συμβολή των εξαγω
γών στην διαμόρφωση του ΑΕΠ. Η εξέλιξη αυτού του δείκτη αποτυπώνεται στο

 
Η συμβολή των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών
στο ΑΕΠ κατά την τελευταία
τριετία, όπως παρατηρείται στο Διάγραμμα 4, καθόλου δεν υπερέχει έναντι της
αντίστοιχης συμβολής των ετών 1995-2008. Αντίθετα, είναι σαφώς μικρότερη του
μέσου όρου. Επομένως,
ο στόχος της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης να
δημιουργηθεί ένα εξωστρεφές μοντέλο ανάπτυξης στην Ελλάδα δεν έχει επιτευ
χθεί.
Επομένως, στη διάρκεια της εφαρμογής των μνημονίων όχι μόνο οι εξαγωγές
αγαθών και υπηρεσιών δεν κατέστησαν κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης, αλλά
παρουσίασαν και επιδείνωση ως προς την συμβολή τους στη μεγέθυνση του ΑΕΠ.
Η διαπίστωση αυτή ισχύει και για το τρέχον έτος, για το οποίο ακόμη και η μικρή
προβλεπόμενη αύξηση της εξαγωγικής επίδοσης κατά +1,1% θα πρέπει να αντιμε
τωπίζεται με σκεπτικισμό μετά από τις επανειλημμένες λανθασμένες προβλέψεις
των διεθνών οργανισμών που προαναγγέλλουν διαρκώς βελτίωση των εξαγωγικών
επιδόσεων (π.χ. για το 2012 η πρόβλεψη των υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
για τον όγκο των εξαγωγών ήταν +0,8% έναντι πραγματοποίησης -2,4%).
Ταυτόχρονα, όμως, με την απογοητευτική πορεία των εξαγωγών και την συνακό
λουθη αποτυχία της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης παρουσιάζεται και μία
αρκετά ταχεία βελτίωση στο εξωτερικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών.
Η βελτί
ωση αυτή
οφείλεται
αποκλειστικά
στην ραγδαία μείωση του όγκου των εισαγωγών
αγαθών και υπηρεσιών, όπως παρατηρείται στο Διάγραμμα 1.
Η συμβολή των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στη διαμόρφωση του ΑΕΠ κατά
την τελευταία διετία (2012-2013), όπως αποτυπώνεται στο Διάγραμμα 5, ανήλθε σε
περίπου 6,3 εκατοστιαίες μονάδες. Κατά συνέπεια,
η θετική συμβολή του εξωτε
ρικού εμπορίου της Ελλάδας στη διαμόρφωση του ΑΕΠ οφείλεται σχεδόν απο
κλειστικά στη μείωση των εισαγωγών, η οποία με τη σειρά της οφείλεται στην
δραστική περιστολή της εσωτερικής ζήτησης -καταναλωτικής και επενδυτικής.
 
 
Μια τέτοια εξέλιξη
, όμως, δύσκολα μπορεί να εκληφθεί ως αλλαγή στη διάρθρωση
της ελληνικής οικονομίας ή ως κάποιο είδος επιτυχίας της πολιτικής της εσωτερικής
υποτίμησης. Εκτός, βέβαια, εάν αναμένει κάποιος, ότι η παρατεταμένη εσωτερική
υποτίμηση θα οδηγήσει σε προσαρμογή των καταναλωτών σε πιο λιτά καταναλω
τικά πρότυπα τα οποία θα παγιωθούν, και μέσω αυτών θα επιτευχθεί μονιμότερη
μείωση των εισαγωγών. Μια τέτοια εξέλιξη, η οποία θα δημιουργήσει μια νέα κανο
νικότητα στην οποία οι εργαζόμενοι θα έχουν προσαρμοστεί στην απόλυτη ή την
σχετική φτώχεια, προφανώς δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως πρόοδος.
 
 
Επομένως, αντί η προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας να πραγματοποιηθεί με
τον τρόπο που προέβλεπε η θεωρία της εσωτερικής υποτίμησης, δηλαδή με αύξηση
των εξαγωγών ώστε να μειωθεί το εμπορικό έλλειμμα (αγαθών και υπηρεσιών),
να δημιουργηθεί πλεόνασμα και να σταματήσει ο εξωτερικός δανεισμός, να αυξη
θεί η εξωτερική ζήτηση και το ΑΕΠ, η προσαρμογή πραγματοποιείται με την περι
στολή των εισαγωγών. Αυτό επιτυγχάνεται με την δραματική μείωση της εγχώριας
ζήτησης, η οποία έχει οδηγήσει ήδη σε απώλεια του 1/4 του πραγματικού ΑΕΠ της
Ελλάδας (2013 έναντι του 2007).
Η μείωση της εσωτερικής ζήτησης
μειώνει τις
εισαγωγές, το εμπορικό έλλειμμα, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και τις ανά
γκες δανεισμού από το εξωτερικό. Επιπλέον, η μείωση του όγκου των εισαγωγών
(κατά 44% μεταξύ 2008 και 2013 έναντι μείωσης 32% της εσωτερικής ζήτησης)
αυξάνει το μέρος εκείνο της εσωτερικής ζήτησης που απευθύνεται στους εγχώριους

παραγωγούς και συμβάλλει έτσι στην αύξηση του ΑΕΠ

 
 
Βέβαια, η πολιτική της υποβάθμισης των καταναλωτικών προτύπων, της μείωσης της
κατανάλωσης και των εισαγωγών έχει προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στη δημο
σιονομική πολιτική καθώς η ύφεση και η ανεργία μειώνουν τα δημόσια έσοδα. Τα
προβλήματα αυτά αντιμετωπίζονται με μειώσεις των δημοσίων δαπανών, δηλαδή με
ακόμη περισσότερη ύφεση και φτώχεια.
Συμπερασματικά,
μια πολιτική της φτώχειας έχει υποκαταστήσει την πολιτική
της εσωτερικής υποτίμησης
επειδή αυτή η τελευταία έχει αποτύχει ως προς την
αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Όμως, όπως αποδεικνύεται παρα
κάτω, δεν πρόκειται για μια πολιτική που οδηγεί όλες τις ομάδες του πληθυσμού
στην φτώχεια, αλλά τους μισθωτούς, τους ανέργους, τους συνταξιούχους και τις
ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού.
Η μείωση του ΑΕΠ προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από την περιστολή της ιδιωτικής
κατανάλωσης. Αυτή επιτυγχάνεται με τέσσερα κύρια εργαλεία: μείωση των μισθών,
αύξηση της ανεργίας, μείωση των συντάξεων, αύξηση της φορολογίας, αύξηση της
πίεσης στα νοικοκυριά για να ανταποκριθούν στην, μετά την περιστολή και την ανυ
παρξία εισοδήματος, αποπληρωμή των δανείων τους.