Η νέα οικονομική διακυβέρνηση στη ζώνη του ευρώ και η Ελλάδα

Η ενδιάμεση έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους

Η μείωση του ελληνικού χρέους με οποιονδήποτε τρόπο (π.χ. αμοιβαιοποίηση μέρους του κλπ) και του βάρους της εξυπηρέτησης του υπολοίπου (μείωση επιτοκίων κ.α.) θα διευκόλυνε τη μελλοντική πορεία των διαφόρων αναπτυξιακών πρωτοβουλιών που δρομολογούνται στην Ε.Ε., εκτιμά το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.

 

Στην ενδιάμεση έκθεσή του, με τίτλο «Η νέα οικονομική διακυβέρνηση στη ζώνη του ευρώ και η Ελλάδα. Οι μηχανισμοί εποπτείας και αλληλεγγύης υπό όρους μετά το Μνημόνιο», το Γραφείο Προϋπολογισμού επισημαίνει πως, καθώς πλησιάζει το τέλος του δεύτερου «μνημονίου» και της τρέχουσας δανειακής σύμβασης, στη δημόσια συζήτηση ετέθη το ερώτημα τι θα γίνει μετά.

Στην έκθεση τονίζεται, μεταξύ άλλων, πως οι εξελίξεις στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη ορίζουν σε μεγάλο βαθμό το νέο θεσμικό πλαίσιο, σαφώς πιο περιοριστικό από αυτό που υπήρχε πριν το 2010, εντός του οποίου θα κινούνται πλέον οι εθνικές κυβερνήσεις. Αυτό το πλαίσιο οφείλει να λάβει υπόψη της και η ελληνική πολιτική, αναφέρει το Γραφείο Προϋπολογισμού.

Εξηγεί, έτσι, πως στο μέλλον κάθε ελληνική κυβέρνηση, ανεξάρτητα αν υπογραφεί νέο μνημόνιο, θα πρέπει να κινείται εντός των νέων κανόνων οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Επίσης, πρέπει να υπογράψει μαζί με άλλα κράτη μέλη πάσης φύσης «συμβατικές διευθετήσεις» οι οποίες θα θέτουν τους όρους υπό τους οποίους θα χορηγείται βοήθεια μέσω των διαφόρων μηχανισμών.

Από το 2014 βρισκόμαστε σε μια διαφορετική Ε.Ε. και Ευρωζώνη, δηλαδή σε μια νέα κατάσταση συλλογικής εποπτείας για τη δημοσιονομική της πολιτική και στενότερης συνεργασίας για τη γενικότερη οικονομική της πολιτική, αναφέρεται στην έκθεση η οποία στηρίζεται στην παραδοχή ότι η Ελλάδα παραμένει στη Ζώνη του Ευρώ ή ότι υπάρχει ευρεία πολιτική συναίνεση για να αποφευχθεί η επιστροφή στη δραχμή.

Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού, η παραμονή στην Ευρωζώνη οριοθετεί σήμερα τις δυνατότητες της χώρας με διαφορετικό τρόπο από το παρελθόν λόγω των θεσμικών (και άλλων) εξελίξεων. Η επιλογή αυτή έχει, αναμφίβολα, υψηλό κόστος, παρατηρεί το Γραφείο.

Οι συντάκτες της έκθεσης, επικαλούμενοι τον αμερικανό οικονομολόγο Robert Barro, αναφέρουν ότι «το υψηλό δημόσιο χρέος αργά ή γρήγορα, θα οδηγήσει σε υψηλότερη φορολογία, η οποία θα μειώσει το δυναμικό της οικονομικής ανάπτυξης».

Όπως λένε, «η οδυνηρή εμπειρία των τελευταίων ετών έχει επιβεβαιώσει την άποψη του Barro, αφού σχεδόν σε όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε. έχουν αυξηθεί οι φόροι, ενώ ταυτόχρονα έχουν μειώσει την πρόβλεψη για οικονομική ανάπτυξη. Επίσης, νέοι στόχοι – προτεραιότητες είχαν υψηλό κόστος λόγω της πτώσης του ΑΕΠ που προκάλεσαν και της δραματικής αύξησης της ανεργίας».

Υπό το πρίσμα όμως αυτό, όπως εκτιμούν οι συντάκτες της έκθεσης, «δεν λύθηκε το ζήτημα του χρέους της Ελλάδας, της Πορτογαλίας κ.α. Κράτη – μέλη όπως η Ελλάδα (με το δημόσιο χρέος να παραμένει στα δυσθεώρητα ύψη του 170%) δεν έχουν την παραμικρή δυνατότητα να μειώσουν τα χρέη (σε απόλυτα μεγέθη και ως ποσοστό του ΑΕΠ) στο επίπεδο που απαιτούν οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες αποκλειστικά μόνο με εθνικές προσπάθειες. Αν το επιχειρήσουν θα πρέπει να εφαρμόσουν και στο μέλλον “τυφλή” λιτότητα που όμως θα επιδεινώσει την κρίση χωρίς να λύσει το πρόβλημα της υπερχρέωσης. Επομένως, λογικό είναι να αναζητούνται εναλλακτικές λύσεις» από την Ε.Ε.

Σύμφωνα με την έκθεση, «κάθε κράτος μέλος θεσμοθετεί και τηρεί τον κανόνα του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού (“χρυσός κανόνας”)» ενώ, όπως επίσης σημειώνεται στο σχετικό κείμενο, «η Ελλάδα θα πρέπει να δημοσιοποιήσει το νέο Μεσοπρόθεσμο 2014-2016 μέχρι τα τέλη Απριλίου 2014. Θα πρέπει να περιλαμβάνει τα μέτρα που θα διασφαλίσουν τη δημοσιονομική ισορροπία για την περίοδο μετά το τρέχον Μνημόνιο. Θα γίνουν τότε φανερές οι δεσμεύσεις της χώρας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο».