Του Γεώργιου Παναγόπουλου από το Άρδην τ. 91
Στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα, ο εξισλαμισμένος Ρωμιός αρχιτέκτονας της Οθωμανίας, Σινάν πασάς, απαθανάτισε το όνομα του ισχυρότερου ηγεμόνα της, του Σουλεϊμάν του Νομοθέτη ή Μεγαλοπρεπούς, ανεγείροντας στην Πόλη ένα από τα αριστουργήματα της «οθωμανικής» τέχνης, το τέμενος Σουλεϊμανίγια. Μερικούς αιώνες αργότερα, στο καθημαγμένο από τους μνημονιακούς αποικιοκράτες και τους ιθαγενείς συνεργάτες τους ελληνικό κράτος, γινόμαστε μάρτυρες της επιστροφής του «Μεγαλοπρεπούς» και θεατές, «άβουλοι και μοιραίοι», της καινοφανούς τηλεοπτικής μας Σουλεϊμανίγια.
Σκοπός της παρούσας γραφής δεν είναι η επανάληψη ολοφυρμών για το οικτρό φαινόμενο, ούτε η επανάληψη απόψεων, που κατατέθηκαν σε λαμπρές αναλύσεις, όπως το σχετικό κείμενο του Γ. Καραμπελιά. Εδώ, με αφορμή την προβολή του τουρκικού σήριαλ από ελληνικό(;) δίαυλο, θα καταγράψω έναν γενικότερο συλλογισμό αναφορικά με τη συμβολική λειτουργία του φαινομένου, υπό την οπτική γωνία που ορίζουν τα αλληλοδιάδοχα ιστορικο-πολιτισμικά «παραδείγματα», που δέσποσαν στην εθνική μας ζωή από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους ως τις μέρες μας: Το «μεγαλοϊδεατικό», υπό την αιγίδα του οποίου πορευθήκαμε μέχρι την καταβύθιση του ονείρου στις ακτές της Ιωνίας, το «ελληνορθόδοξο» (οργανική μετεξέλιξη του προηγουμένου, με παρεμφερή αλλά πιο περιορισμένη λειτουργικότητα) και το μεταπολιτευτικό του αριστερογενούς εθνομηδενισμού.
Μολονότι το ζητούμενο δεν είναι –ούτε και πρέπει να είναι– η αξιολογική σύγκριση των δύο «παραδειγμάτων», οφείλω να επισημάνω ότι το ιδεολογικό μοντέλο που αρθρώθηκε θεμελιακά, αν και με συγκυριακές παραλλαγές, γύρω από το όραμα της Μεγάλης Ιδέας αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων ασύγκριτα γονιμότερο από τη μεταπολιτευτική πρόταση συγκρότησης του πολιτικού και κοινωνικού γεγονότος, η πεμπτουσία της οποίας καταστάλαξε, εν τέλει, στο «απόλυτο μηδέν». Αυτός ο πρακτικός, θα τον αποκαλούσα, μηδενισμός της μεταπολίτευσης θα μπορούσε να παρασταθεί μαθηματικά με τη μορφή ενός κλάσματος, αριθμητής του οποίου υπήρξε το «όραμα» ενός αχάλινου υλοζωισμού και παρονομαστής η στο έπακρο μεγιστοποιημένη περιφρόνηση κάθε ιδεολογικού, πολιτισμικού και πνευματικού αρμού με το παρελθόν του ελληνισμού και των πολιτισμικών επιτεύξεών του, εκτός μόνον της μονοδιάστατα ιδωμένης και ιδιοτελώς διαστρεβλωμένης αντιστασιακής παράδοσης του λαού μας για ελευθερία και δημοκρατία.
Δεν είναι ανάγκη να έχει εντρυφήσει κανείς στον Καστοριάδη για να αναγνωρίσει ότι οι συμβολικές ιδρύσεις του κοινωνικού σώματος δύνανται να αντανακλούν, σε επίπεδο θεσμίζουσας ιδεολογίας, το δημιουργικό νεύρο των μαζών. ούτε είναι ανάγκη να υιοθετεί κανείς τις αλτουσερικές εισηγήσεις περί της ιδεολογικής διαμεσολάβησης κάθε πολιτικοκοινωνικού ενεργήματος για να ομοφωνήσει στο πρόδηλο: Το ότι η Μεγάλη Ιδέα λειτούργησε ως ιδεολογικός μοχλός προώθησης και επίτευξης πολιτικών και κοινωνικοοικονομικών στόχων των αρχουσών ομάδων του ελληνικού βασιλείου, από το πρώτο μισό κιόλας του 19ου αιώνα μέχρι την τραγική κατάληξη της μικρασιατικής εκστρατείας, το ’22, ουδείς θα το αμφισβητήσει. λησμονείται όμως ότι η ιδεολογική παράμετρος δεν μπορεί να αποσυνδεθεί καισαρικά από το κοινωνικό, και ότι, εν τελική αναλύσει, κάθε πολιτικό κοινωνικό ενέργημα είναι ιδεολογικά διαμεσολαβημένο. Σε αυτή την περίπτωση, η καταγγελία του ιδεολογικού χαρακτήρα ενός κυρίαρχου παραδείγματος παραβιάζει απλώς ανοικτές θύρες, αφήνοντας το ίδιο ανερμήνευτη τη λειτουργία του. Ακόμα, το ότι και το ιδεολόγημα της «Ελληνορθοδοξίας», που, μετά τη θνησιγενή μεταξική απόπειρα προβολής του γ’ ελληνικού πολιτισμού, αναδύθηκε ως η κυρίαρχη αφήγηση του μετεμφυλιακού κράτους της Δεξιάς, εκφυλίστηκε σε μία από τις οδυνηρότερες γελοιογραφήσεις την περίοδο των Απριλιανών, δεν επιτρέπει επ’ ουδενί τον συσκοτισμό των πραγματικών ιστορικοπολιτισμικών ερεισμάτων του «μεγαλοϊδεατικού μοντέλου»: Τούτο σημαίνει ότι ο κυρίαρχος «μύθος» του Νέου Ελληνισμού, μέχρι και το ’81, υπήρξε, παρά την κάποτε ανήκεστη κακοήθεια των δρώντων ιστορικών προσώπων και τις αντιξοότητες των συγκυριών (ή μάλλον θα πρέπει να πούμε ακριβώς ένεκα αυτών;), δημιουργικός! Στο κάτω-κάτω, από το έδαφός του δεν ξεπετάχτηκε μόνον ο χυδαίος κομματαρχισμός του Κωλέττη, ο τραγελαφικός ειρηνοπόλεμος του Δηλιγιάννη, ή η παλαιοημερολογιτική αρχαιολατρία του Μιστριώτη.από τούτη τη μήτρα αναβλάστησαν, έστω κι αν χρειάστηκε να αρδευτούν με φρέσκα νάματα, η εθνική εξόρμηση του ’12- ’13, το ορόσημο αξιοπρέπειας της Πίνδου, η λεβεντιά της αντίστασης στα κατοχικά χρόνια, αλλά και η έκπληξη της γενιάς του ’30, καθώς και ο καταληκτικός της απόηχος τη δεκαετία του ’60.
Το «μεγαλοϊδεατικό» όραμα ήταν γόνιμο παρά τις αντιφάσεις του, γιατί δεν ήταν ένα απλό ιδεολόγημα, ένα άσαρκο κατασκεύασμα μιας γραφειοκρατικής ιντελιγκέντσιας. πολύ περισσότερο επρόκειτο για έναν λαϊκό μύθο που, παρά τη συστηματική προβολή του από το πολιτικό και ακαδημαϊκό κατεστημένο του ελληνικού βασιλείου με στόχο την ιδεολογική και θεσμική συγκρότηση του νεοπαγούς εθνικού κράτους που γεννήθηκε από την Επανάσταση, είχε βαθιά ριζωμένη την ταυτότητά του στην Ιστορία του έθνους: Τόσο το μεγαλοϊδεατικό πρόταγμα όσο και η οψιγενής εκδοχή του, η Ελληνορθοδοξία, απετέλεσαν συμβολικές ιδρύσεις που διέθεταν ψηλαφητό ιστορικό αντίκρισμα. Παρέλκει ασφαλώς η αναφορά στον αμητό της σύγχρονης ιστορικής έρευνας. όμως και μόνον η παραπομπή στον Απ. Βακαλόπουλο αρκεί για να θυμηθούμε ότι το γένος καλλιεργεί ένα πρωτο-μεγαλοϊδεατικό όραμα ήδη από την επαύριον της πρώτης άλωσης και της καταστροφής της αυτοδύναμης κρατικής του οντότητας από τους Φράγκους. Και όσο κι αν η αντίληψη περί της ιστορικής διαχρονίας του Ελληνισμού, από την αρχαιότητα και την χριστιανική του αυτοκρατορία μέχρι την οθωμανική δουλεία και την παλιγγενεσία, διαμορφώθηκε συστηματικά σε θεωρητικό επίπεδο από εξέχουσες φυσιογνωμίες της ελληνικής ιστοριογραφίας του 19ου αιώνα ως ο ιδρυτικός μύθος του νεοπαγούς κράτους των Αθηνών, εντούτοις θα αποτελούσε χονδροειδή περιφρόνηση των ιστορικών τεκμηρίων, ή ακόμα και απόδειξη αγραμματοσύνης, ο ισχυρισμός ότι η ιδέα της διαχρονίας κατασκευάστηκε και επινοήθηκε από τον Παπαρρηγόπουλο ή τον Ζαμπέλιο: Η διαχρονία του Ελληνισμού ήταν βιωματική βεβαιότητα των Ρωμιών του μείζονος ελληνικού χώρου ήδη από την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας, τραγουδιέται σε δημώδη στιχουργήματα, ιστορείται στους νάρθηκες των Εκκλησιών, προβάλλεται ως καύχημα προς τους ξένους, γίνεται προφητεία ανάστασης και καημός που κάποτε προσλαμβάνει αποκαλυπτικές διαστάσεις· ήταν ο φωτεινός «σηματωρός» που ζητούσε παραμόνιμα η ψυχή του γένους για να προσανατολιστεί κατά την ατέλειωτη νύκτα της βίας, της τρομοκρατίας, των εξισλαμισμών, των εξευτελισμών και της ακραίας υλικής και πνευματικής ανέχειας που σήμανε ο ζυγός του αλλόπιστου και πολιτισμικά κατώτερου δυνάστη. Και αν σήμερα κάποιοι κατ’ επάγγελμα ιστορικοί ελληνικών ΑΕΙ μορφάζουν περιφρονητικά όταν ακούν να γίνεται λόγος για ελληνικό έθνος και αίσθηση ιστορικής συνέχειας πριν από το 1770 (εκεί τοποθετούν τινές εξ αυτών την… εθνογένεσή μας, μια και αυτοί «γνωρίζουν» ότι το έθνος δεν είναι παρά μια «φαντασιακή κοινότητα», που έχει ανάγκη ενός ιδεολογικού ιδρυτικού αφηγήματος), καλό θα είναι να θυμηθούν, ή να μάθουν, την «ένσταση της αυτοκατηγόρησης», που τόσο άρεσε στον Μπ. Ράσελ: μια θεωρία καταρρέει όταν εφαρμοστεί στον εαυτό της. Τα περί ιδεολογικών κατασκευών μπορούν κάλλιστα να τους επιστραφούν: αφορούν πρωτίστως τις βαρύγδουπες εισηγήσεις διδακτόρων και πρυτάνεων τύπου… Παντείου. Η περίπτωσή τους μάλιστα είναι για έναν επιπλέον λόγο πιο ύποπτη, αφού η συμμετοχή πολλών εκ των «πεφωτισμένων» αποφενακιστών μας στο μεταπολιτευτικό φαγοπότι, είτε νομιμοφανώς, μέσα από τα αναρίθμητα χρυσοφόρα προγράμματα της Ευρώπης –αυτή κι αν είναι μια περίπτωση φαντασιακής κοινότητας–, είτε φαυλεπιφαύλως, μέσω ξεδιάντροπου διαγουμίσματος του χρήματος του λαού, μάλλον μας προσφέρει ένα πρώτης τάξεως παράδειγμα αργυρώνητης ιστοριογραφίας, που επινοεί μυθεύματα αντί να αποφενακίζει, όπως υποκριτικά καυχάται.
Διόλου παράδοξο, πολλώ δε μάλλον ανερμήνευτο, ότι το μεταπολιτευτικό «παράδειγμα» αυτής ακριβώς της αριστερογενούς εθνοαποδόμησης καταρρέει μαζί με την ελληνική κοινωνία, συμπαρασύροντας σε έσχατη ανυποληψία λείψανα αξιακών μεγεθών βάναυσα τραυματισμένων. Το μεταπολιτευτικό μοντέλο δεν είχε ούτε μπορούσε να έχει τη δημιουργική δυναμική του προηγουμένου: Ήταν αυτό λοιπόν που κατασκευάστηκε και «φορέθηκε» στανικώς στην ελληνική κοινωνία μέσω των εκπαιδευτικών δομών και ενός γκανγκστερικού συστήματος διαπλοκής πολιτικών, όλων των πολιτικών αποχρώσεων, και αδίστακτων φεουδαρχών της δήθεν ενημέρωσης. Στόχος τους, η μεθοδευμένη μετατροπή της πατρίδας μας από χώρα σε χώρο, και των Ελλήνων, από λαϊκό σώμα με κοινή ψυχική ζωή και έρμα πολιτισμού, σε αγελαία μάζα ψυχωτικών καταναλωτών, πλήρως στερημένη από εκείνα τα ζώπυρα αντίστασης στον εξανδραποδισμό, που μόνο το πάντρεμα της γνώσης με τον πόνο μπορεί να προσφέρει σε ένα λαό (είναι αυτό που ορθόδοξη πατερική παράδοση αποκαλεί σύζευξη «πράξης και θεωρίας»).
Όμως, το «σύστημα» δεν έχει παίξει ακόμα τα ρέστα του. Μολονότι η χώρα χάνεται, ο κοινωνικός ιστός αποσυντίθεται, η εθνική κυριαρχία καίρια φαλκιδεύεται και οι πολίτες παρακολουθούν, θαρρείς ναρκωμένοι, τις τελευταίες ημέρες της Πομπηίας, ωσάν να πρόκειται για ένα ακόμα ριάλιτι σόου της τηλεόρασης, το μαφιόζικο κονκλάβιο ετοιμάζει τη διάσωση και την επιβίωσή του για την επόμενη ημέρα. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, οι αυτουργοί του τερατώδους εγκλήματος της διάλυσης ενός ιστορικού λαού μοιάζουν να αισθάνονται ασφαλείς. πολύ περισσότερο, δείχνουν βέβαιοι ότι όχι μόνον δεν θα τιμωρηθούν, αλλά ότι θα ελέγξουν τη βίαιη αλλαγή παραδείγματος που μας μέλλεται, παραμένοντας στα πράγματα και παραδίδοντας την σκυτάλη του δοσιλογισμού στα έκγονά τους, κατά τα ειθισμένα.
Είναι προφανές ότι δεν έχουν κανένα απολύτως πρόβλημα να ηγηθούν της νέας εποχής, της εποχής του μετα-ελληνισμού. Και γιατί να έχουν, παρακαλώ, πρόβλημα; Γι’ αυτό δεν εργάστηκαν; Αυτό δεν επεδίωξαν; Μένει μόνον να κατασκευαστεί ή να επινοηθεί το νέο ιδεολόγημα – και εδώ οι όροι κυριολεκτούν: Το μεταπολιτευτικό ιδεολόγημα περί δημοκρατίας και σοσιαλισμού τύπου Ανδρέα, για τον χύδην όχλο, και της «φρουί γλασέ αριστεράς», για τους πιο «ψαγμένους», θα παραχωρήσει τη θέση του στο «μετά»: όλα θα είναι «μετά από κάτι», και το κυριότερο: μετά τον ελληνισμό. Αν μας επιτρέπεται να παραφράσουμε την πασίγνωστη πρώτη πρόταση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου θα λέγαμε: Ένα φάντασμα πλανάται πάνω από την χώρα των ελληνώνυμων κατοίκων, το φάντασμα του μετα-ελληνισμού.
Και αν ρωτήσει κανείς για τους επικοινωνιακούς διαύλους που θα προπαγανδίσουν το νέο όραμα, τον νέο μετα-εθνικό μας μύθο, ο κ. Κυριακού και η χωρία των διαπρεπών συναδέλφων του φαίνεται ότι, πρωτοπορώντας, μας δείχνουν τον δρόμο, όχι ως «ήρωες στα σκοτεινά» αλλά σαν διασκεδαστές για όλα τα γούστα, κάτω από την άπλετη φωτοχυσία της εθνοκτόνου τηλοψίας μας. Ιδρυτική φιγούρα του μετα-ελληνισμού, ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, ο μέγιστος των Οθωμανών σουλτάνων, στα επικά χρόνια του οποίου μας μεταφέρει η φτηνιάρικη τουρκική παραγωγή που προβάλλει από την εθνική συχνότητα που διαχειρίζεται, άνευ νομίμου αδείας, ο ΑΝΤΕΝΝΑ.
Ο Σουλεϊμάν είναι ίσως ο καταλληλότερος υποψήφιος για να συμβολίσει τη νέα ιδεολογία μας, την ιδεολογία της κατάντιας! Είναι τραγικό να διαπιστώνει κανείς πόσο γρήγορα επαληθεύτηκε η πρόρρηση του Π. Κονδύλη –τόσο αναίσχυντα λοιδορηθείς γι’ αυτήν από τους εκπροσώπους της κατεστημένης Αριστεράς της δεκαετίας του ’90– ότι η ένταξη της χώρα μας σε τροχιά ολικής φθίσης ήδη, από την δεκαετία του ’80, αναπόφευκτα θα κατέληγε στη μετατροπή της σε γεωπολιτικό δορυφόρο της Τουρκίας. Δεν ήταν βέβαια προφήτης ο Κονδύλης. ήξερε πολύ καλά τον άτεγκτο γεωπολιτικό νόμο που είχε διατυπώσει ο Δημοσθένης: «Τὰ τῶν ἀπόντων φύσει τοῖς παροῦσιν ὑπάρχει». Η φύση απεχθάνεται το κενό: Άπαξ και η Ελλάδα, «κορυβαντιώσα και ορχουμένη» στους ρυθμούς του ξέφρενου γλεντιού που έστησαν οι σοσιαλκινηματίες του ’81, τέθηκε σε τροχιά μη ανασχέσιμης παρακμής, ήταν ζήτημα χρόνου η διάλυση και η επακόλουθη κατάληψη του κενού από τους γεωπολιτικούς γύπες: οι Τούρκοι, ως γείτονες, θα ήταν φυσιολογικά οι πρώτοι υποψήφιοι. Αλλά και ο γαλλογερμανικός άξονας, με τον επισφαλή, λόγω ρωσοκινεζικού γιγαντισμού, ηγεμονισμό του, δεν θα υστερούσε: θα μας αντιμετώπιζε, όπως εξάλλου και μας αντιμετωπίζει, ως πτώμα έκθετο προς σκύλευση και όχι βέβαια ως εταίρο που χρήζει βοηθείας.
Όποιος δεν έχει κατανοήσει ότι, «στους πενιχρούς αυτούς καιρούς», ζούμε το «διαμερισμό των ιματίων» της ιστορικής μας πατρίδας, ότι παίρνει σάρκα και οστά η οξυνούστατη ανάλυση Κονδύλη, τότε δεν μπορεί να ερμηνεύσει ορθά το φαινόμενο «Σουλεϊμάν» στα ιστορικοπολιτισμικά του συμφραζόμενα. όπως δεν μπορεί να εξηγήσει την ολική αφασία στην οποία προδήλως έχει περιέλθει η κρίσιμη εκείνη μάζα του πληθυσμού που απαιτείται και αρκεί για τον αυτοευνουχισμό μιας κοινωνίας και την ακώλυτη αποικιοποίησή της. Σε πρόσφατο άρθρο της για το μέλλον της Δημοκρατίας, η Γουέντυ Μπράουν, αξιοποιώντας παρεμφερείς ενοράσεις των Ντοστογιέφσκυ και Μαρκούζε, κάνει λόγο για σύγχρονους λαούς, οι οποίοι, ευρισκόμενοι σε καθεστώς ακραίας ανασφάλειας, που διογκώνει η παγκοσμιοποίηση των αγορών, η ολοένα πιο ανεξέλεγκτα αναδιατασσόμενη ανθρωπογεωγραφία και η εντεινόμενη αδιαφάνεια μη ελεγχόμενων δυνάμεων, προτιμούν να προσαρμόζονται και να καταναλώνουν, παρά να αγωνίζονται για την πραγματική χειραφέτησή τους. Ο λαός μας διαβιώνει υπό ένα τέτοιο καθεστώς: Η γενικευμένη ανασφάλεια (η οποία θα θεριεύει οσημέραι), ο τρόμος της βίαιης κατακρήμνισης από το επίπεδο καταναλωτικής ευζωίας των τελευταίων δεκαετιών και η μνησικακία προς τον άλλο (τον όποιο άλλο), που θα εξακολουθήσει να ευωχείται αδιάφορος για τη γενική καταστροφή, μουδιάζουν το νεύρο που ξυπνά στον άνθρωπο τον πόθο για την ελευθερία, εξουδετερώνουν τα αντισώματα εκείνα που χάριζαν παραδοσιακά στους ιστορικούς λαούς το σθένος του πνευματικού ηρωισμού ή αυτό που εμείς στη γλώσσα μας λέμε φιλότιμο! Φυσιολογικό επακόλουθο: η εθελοδουλία απέναντι στον όποιο αφέντη της στιγμής, με ευτελές αντάλλαγμα τη διάσωση (για πόσο ακόμα;) του μικροαστικού μεταπολιτευτικού οράματος της μεζονέτας, με την πισίνα και το καγιέν. η παχυλή αδιαφορία για το κοινωνικό αγαθό και τη διάσωση της πατρώας γης από τη δήωση. ο ευτελισμός όλων εκείνων που μας κρατούν ακόμα όρθιους στα πόδια μας, για να θυμηθώ τον Ζ. Λορεντζάτο.
Στον μετα-ελληνικό αστερισμό, λοιπόν, όχι πια ως κοινωνία, όχι ως σώμα κοινών ιστορικών βιωμάτων, κοινής ιστορικοπολιτισμικής συνείδησης και ψυχικής ζωής, ικανής να αντιπαρατεθεί γόνιμα στις προκλήσεις των καιρών, αλλά ως χώρος συγκυριακού συναγελασμού ελληνοφώνων, υπό τη διαλυτική αίρεση και της τυπικής κατάργησης της εθνικής κυριαρχίας και συλλογικής μας αξιοπρέπειας. Το νέο μετα-ελληνικό όραμα, που υπαγορεύει η χρεοκοπημένη άρχουσα ελίτ των Αθηνών, θα συνοψίζεται επομένως στο τρίπτυχο «εθελοδουλία, υλοζωισμός, αδιαφορία για την ύπαρξη του άλλου». Και τι πιο ταιριαστό, ως σύμβολο ιδρυτικό του μετα-πολιτισμού αυτού, από τον «αφέντη» Σουλεϊμάν; Ανήκει στους διαπρεπέστερους σφαγείς του ελληνισμού και γενικότερα της Ρωμιοσύνης («αρίστευσε» στις σφαγές και στον εξανδραποδισμό χιλιάδων σε Κέρκυρα, Επτάνησα, Ρόδο και Βαλκάνια): Ένας τέτοιος επικυρίαρχος θα μπορεί, με τη νέα pax ottomanica, να εξαλείψει την ανασφάλεια και να μας απαλλάξει από το άχθος της ελευθερίας, βγάζοντας από τη μέση τους άτακτους ή ανυπότακτους. Επιπλέον, υπήρξε ο πρόδρομος της πολιτικής ορθότητας, της θεότητας που με τόσο ζήλο λάτρευσε η ψευδώνυμη Αριστερά μας: Ο άνθρωπος δεν είχε ταμπού στον έρωτα και όριζε ελεύθερα το κορμί του, ικανοποιώντας παντοιοτρόπως τις ηδονογόνες ζώνες του. Ο Οσμανλίδης όχι μόνο διατηρούσε και απολάμβανε το χαρέμι των σκλάβων γυναικών, που το σήριαλ του ΑΝΤΕΝΝΑ μας παρουσιάζει ωσάν να είναι το πορνείο της μαντάμ Ορτάνς (Καραμπελιάς ορθώς έφα). πολύ περισσότερο, ο άνθρωπος έτρεφε ένα φλογερό πάθος για τον γαμπρό του, τον Ιμπραήμ (ένα εξισλαμισμένο Ρωμιόπουλο από την Πάργα), τον οποίο όμως διόλου δεν δίστασε να πνίξει με ένα σκοινί, μετά από μια ακόμα ολονύκτια παραμονή στον σουλτανικό οντά, υποπτευόμενος ανάμιξή του σε προδοσία! Αλλά ο «Μεγαλοπρεπής» δυνάστης είχε και ένα ακόμα χούι, που τον αναδεικνύει σε υπ’ αριθμόν έναν σύμβολο του νέου μας παραδείγματος: ήταν και αδίστακτος παιδοκτόνος. Τους γιους του, Μουσταφά και Βαγιαζήτ, τους δολοφόνησε, γιατί έτσι του άρεσε και αυτό υπαγόρευε η άλλη μεγάλη του αγάπη (γυναίκα αυτή τη φορά, έτσι για να μην πλήττουμε), η Ρωξελάνα. Πλήρης αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή. Δεν ξέρω αν το σήριαλ θα θίξει και με ποιο τρόπο αυτές τις πτυχές του πατισάχ, και δεν με ενδιαφέρει. Εκείνο που με κόφτει και με καίει είναι η λήθη και η χαύνωση που εξαναγκάζει (ακόμα και αν αυτή είναι του παιδιού σου!) έναν λαό να υπομένει τον συλλογικό του ευνουχισμό από γκάνγκστερ. Ο τηλεοπτικός Σουλεϊμάν είναι μόνον ένα επιμέρους σύμπτωμα της διαδικασίας αποσύνθεσης της συλλογικής μας αξιοπρέπειας. Δεν θα άξιζε καν η ενασχόληση μαζί του αν δεν ήταν έκφανση ενός ευρύτερου εν εξελίξει σχεδίου υπαγωγής της Ελλάδας υπό ξένη κυριαρχία, «εἴδεσι μόνον διηλλαγμένην», όπως θα έλεγε ο Θουκυδίδης. και μόνον ανεγκέφαλοι και δωρεάν σιτιζόμενοι του πρυτανείου του Σόρος δεν βλέπουν πια ξεκάθαρα την πλεκτάνη. Και αν όλα τα ανωτέρω προκαλούν απαισιοδοξία, τούτο εξ άπαντος δεν ήταν στις προθέσεις μου: η γραφίδα προκαλεί πολλές φορές με ακραίο τρόπο, ιδίως όταν οι εποχές και οι προκλήσεις τους είναι ακραίες.