Η οικονομία καζίνο

Την έκφραση «οικονομία-καζίνο» είχε χρησιμοποιήσει για πρώτη φορά πολλά χρόνια πριν τον Γάλλο υπουργό Οικονομικών κ.Πιερ Μοσκοβισί, στις αρχές του 1992 με αφορμή την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ, ο επίσης Γάλλος σοσιαλιστής πρόεδρος τότε της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Ζακ Ντελόρ.

Από: EBR – Δημοσίευση: Δημοσίευση: Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2013 του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Με την έκφραση αυτή ο εμπνευστής της ήθελε –ενόψει της ισχύος στην Ευρωπαϊκή Ένωση των κανόνων της ενιαίας αγοράς– να επισημάνει, αλλά και να επικρίνει, τον ρόλο που έπαιζαν στην παγκόσμια οικονομία οι απίστευτες ροές κεφαλαίων και τα κερδοσκοπικά παιχνίδια που τις συνόδευαν.

Την ίδια χρονιά ο πολύς κ. Τζωρτζ Σόρος, μέσω της επενδυτικής του εταιρείας Κουάντουμ, επετίθετο στην βρεταννική στερλίνα, την υποτιμούσε και αποκόμιζε ο ίδιος μέσα σε ένα δεκαήμερο περίπου 1,6 δισεκατ. δολλάρια καθαρά κέρδη. Με τον τρόπο αυτόν, ο παραδίδων σήμερα μαθήματα νομισματικής πολιτικής, επιβεβαίωνε τις δηλώσεις του κ. Ζακ Ντελόρ –ο οποίος, πρέπει να πούμε, ήταν και από τους πρωτεργάτες της δημιουργίας του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος. Βασική δε επιχειρηματολογία του τότε προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ήταν ότι δεν μπορεί να υπάρξει και να λειτουργήσει ομαλά μία ενιαία αγορά χωρίς την ύπαρξη ενός ενιαίου νομίσματος, που θα απέτρεπε τις νομισματικές διακυμάνσεις μέσω των νομισματικών υποτιμήσεων-ανατιμήσεων.

Μετά τις δηλώσεις του κ. Ζακ Ντελόρ και τα κερδοσκοπικά επιτεύγματα του κ. Τζωρτζ Σόρος, οι γνωστότεροι οικονομολόγοι της ευρωπαϊκής σοσιαλιστικής και τροτσκίζουσας αριστεράς ξεσπάθωναν κατά της «οικονομίας-καζίνο», απέδιδαν την δημιουργία και λειτουργία της στον Αμερικανό πρόεδρο Ρόναλντ Ρήγκαν και την πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου Μάργκαρετ Θάτσερ, ενώ βάπτιζαν «νεοφιλελευθερισμό» την χρηματοοικονομική πραγματικότητα που όντως είχε προκύψει μετά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση του 1973. Κατ’ επέκτασιν, περί τα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι απανταχού της γης «προοδευτικές» δυνάμεις ξεσπάθωσαν κατά της παγκοσμιοποιήσεως, κατακεραύνωναν το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα, ξόρκιζαν τους φορολογικούς παραδείσους και, για να δείξουν την αποφασιστικότητά τους, τα έκαναν γης μαδιάμ στις διεθνείς συναντήσεις των ηγετών των πλουσιότερων χωρών του κόσμου –στο Σηάτλ των ΗΠΑ, στην Γένοβα της Ιταλίας, στην Βραζιλία, και πάει λέγοντας.

Την ίδια περίοδο, μία αποκαλυπτική έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας προειδοποιούσε ότι, μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη και την Σοβιετική Ένωση, στις διεθνείς αγορές χρήματος θα εισέρρεαν μεγάλες ποσότητες κεφαλαίων που θα προήρχοντο από το οικονομικό έγκλημα και θα αποτελούσαν έναν πρόσθετο αποσταθεροποιητικό παράγοντα για τις διεθνείς νομισματικές ισορροπίες. Ο επικεφαλής της ομάδας οικονομολόγων-ερευνητών που είχαν εκπονήσει την έκθεση αυτή ήταν ο καθηγητής κ.Τζότζεφ Στίγκλιτς, ο οποίος κατείχε τότε ανώτατη διευθυντική θέση στην Παγκόσμια Τράπεζα και λίγο καιρό αργότερα ελάμβανε και το βραβείο Νόμπελ Οικονομίας.

Η έκθεση αυτή της Παγκόσμιας Τράπεζας πυροδότησε έντονες συζητήσεις στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον ρόλο των φορολογικών παραδείσων και η Γαλλία έριχνε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων την πρόταση για την δημιουργία μια ενιαίας ευρωπαϊκής τραπεζικής αγοράς. Η πρόταση αυτή σε πρώτη φάση συνάντησε ισχυρές επιφυλάξεις, για διαφορετικούς λόγους, από χώρες όπως το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία, η Ιρλανδία, η Γερμανία και η Ιταλία, γι αυτό και μπήκε στο συρτάρι.

Περισσότερο από την ενιαία ευρωπαϊκή τραπεζική αγορά, η Γαλλία ήθελε τότε να κάμψει τις αντιδράσεις της Γερμανίας για την δημιουργία του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος. Τελικά δε αυτό επετεύχθη όταν ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Μιττεράν, με αντάλλαγμα την γερμανική είσοδο στην ευρωζώνη, άναβε το πράσινο φως στον Γερμανό καγκελάριο Χέλμουτ Κολ για να προχωρήσει στην επανένωση των δύο Γερμανιών.

Το γεγονός αυτό προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις στην Ουάσινγκτον, η οποία τότε δεν ήθελε σε καμμία περίπτωση να δει στην παγκόσμια αγορά ένα νέο διεθνές αποταμιευτικό νόμισμα, όπως θα ήταν το ευρώ. Το τελευταίο, πάντως, έγινε πραγματικότητα το έτος 2000, με τον Γάλλο υπουργό Οικονομικών τότε να δηλώνει ότι «…η Ευρώπη, με το κοινό νόμισμά της πραγματοποιεί ένα πολύ σημαντικό βήμα και για την πολιτική της ένωση…».

Στην βάση αυτής της λογικής, οι Θεοδ.Πάγκαλος και Γιάννος Κρανιδιώτης –τότε υπουργός Εξωτερικών και υφυπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, αντίστοιχα– έδωσαν μεγάλες μάχες για να ενταχθεί η Κυπριακή Δημοκρατία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία ήταν πολλαπλώς καχύποπτη απέναντι στην υποψηφιότητα αυτή. Διότι, από την μία πλευρά υπήρχε το θέμα του ψευδοκράτους και, από την άλλη, η εδραιωμένη πεποίθηση ότι το νησί της Αφροδίτης ήταν πλυντήριο βρώμικου χρήματος. Οι κυπριακές διαβεβαιώσεις ότι αυτά τα δύο θέματα θα επιλυθούν, δεν τηρήθηκαν ποτέ. Ειδικότερα δε στο θέμα του βρώμικου χρήματος, η προεδρία Χριστόφια υπήρξε προσβλητική ακόμα και για το επίπεδο νοημοσύνης του πλέον ηλίθιου Ευρωπαίου.

Αυτές οι «λεπτομέρειες», όμως, ως φαίνεται δεν έχουν μεγάλη σημασία στην κυπριακή αντίληψη για την διεθνή διπλωματία και τις συναφείς σχέσεις. Παράλληλα, για την ελληνική αριστερά η Κύπρος δεν αποτελεί ούτε φορολογικό παράδεισο, ούτε «νεοφιλελεύθερο» προϊόν. Δικαίως, λοιπόν, δεχόταν ρωσικό μαφιόζικο χρήμα με επιτόκιο 10%, αν όχι και παραπάνω, έχοντας παραβιάσει κάθε ευρωπαϊκό τραπεζικό κανόνα. Κατά τα λοιπά, η κυρία Μέρκελ ευθύνεται για την οικονομία-καζίνο και την χρεοκοπία της.

 

http://www.europeanbusiness.gr/page.asp?pid=903