Ο Ερντογάν αποφάσισε να πραγματοποιήσει μια μεγάλη αγορά όπλων από την Κίνα, γεγονός που δυσαρεστεί τις ΗΠΑ
Του Πίτερ Λι από τη Ρήξη φ. 97
Την 26η Σεπτεμβρίου 2013 η Τουρκία αιφνιδίασε τους πάντες με την απόφασή της να ξοδέψει το μη ευκαταφρόνητο ποσό των τριών δισ. δολαρίων για να αγοράσει το κινέζικο αυτοκινούμενο αντιπυραυλικό σύστημα FD-2000.
Το FD-2000 βασίζεται στον παλαιότερο κινέζικο πύραυλο Χονγκ Κι (HQ), ο οποίος χρησιμοποιείται από τις κινέζικες ένοπλες δυνάμεις από τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Στην ουσία αποτελεί μια εξαγωγική έκδοση του HQ-9, ο οποίος παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2009 και διαφημίζεται ως μια βελτιωμένη έκδοση του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-300, αλλά με ένα ραντάρ ελέγχου πυρός που εμφανισιακά είναι πανομοιότυπο με αυτό του αμερικανικού αντιπυραυλικού συστήματος Πάτριοτ της Ρέυθεον (οι Αμερικανοί υποπτεύονται πως οι Κινέζοι έκλεψαν την τεχνολογία πιθανώς με μια «μικρή» βοήθεια από το Ισραήλ).
Ο αμυντικός αναλυτής Γουέντελ Μίνικ περιέγραψε το σύστημα FD-2000, όπως παρουσιάστηκε από τους Κινέζους, σε κάποια ασιατική έκθεση όπλων το 2010:
Το σύστημα μπορεί να στοχεύσει πυραύλους Κρουζ στα 7 με 14 χλμ, πυραύλους αέρος-εδάφους στα 7 με 50 χλμ, αεροσκάφη στα 7 με 125 χλμ. και βόμβες λέιζερ και τακτικούς βαλλιστικούς πυραύλους στα 7 με 25 χλμ. Σύμφωνα με το διαφημιστικό φυλλάδιο της Κινέζικης Εταιρείας Εισαγωγών Εξαγωγών Μηχανημάτων Ακριβείας (CPMIEC), η οποία κατασκευάζει το σύστημα: «Η αποστολή του FD-2000 είναι η αντιαεροπορική προστασία ζωτικών πολιτικών, στρατιωτικών και οικονομικών στόχων. Μπορεί επίσης να συνδυαστεί με άλλα αντιαεροπορικά συστήματα για τη δημιουργία ενός συστήματος αεράμυνας πολλαπλών επιπέδων για πλήρη αεράμυνα περιοχής».
Η Τουρκία προτίθεται να προμηθευτεί δώδεκα συστήματα FD-2000 (όταν προέκυψε η συριακή κρίση είχε ζητήσει από τους Αμερικανούς είκοσι συστήματα Πάτριοτ και της δόθηκαν έξι για ένα χρόνο, με δυνατότητα ανανέωσης της παραμονής των αρχικών έξι σε τουρκικό έδαφος για έναν ακόμη χρόνο).
Το FD-2000 φαίνεται πολύ καλό στα χαρτιά, αλλά δεν έχει δοκιμαστεί σε συνθήκες μάχης και, όταν είναι γνωστό ότι το σύστημα Πάτριοτ δεν είναι αποτελεσματικό εναντίον των πυραύλων Κρουζ, πόσο αποτελεσματικό μπορεί να είναι το κινέζικο αντίγραφό του; Βέβαια, φαίνεται πως εκτός από τους πολιτικούς παράγοντες, ο κύριος λόγος που η Τουρκία επέλεξε το συγκεκριμένο οπλοσύστημα ήταν η χαμηλή τιμή του και η κινέζικη προθυμία για συμπαραγωγή και μεταφορά τεχνολογίας.
Οι σχετικές αναφορές στον Τύπο, από τον Ιούνιο ακόμη, έδειχναν πως η Τουρκία προσανατολιζόταν στο κινέζικο σύστημα. Παρ’ όλα αυτά, η τουρκική ανακοίνωση για την επιλογή του FD-2000, εν μέσω των διαπραγματεύσεων για τα χημικά όπλα στη Συρία, φαίνεται σαν ευθεία αμφισβήτηση των ΗΠΑ, που κατασκευάζουν τους Πάτριοτ, αλλά και του ΝΑΤΟ, που παρέχει τα πληρώματα για τις έξι πυροβολαρχίες Πάτριοτ που βρίσκονται αναπτυγμένες στην Τουρκία.
Ο Τούρκος πρωθυπουργός Ερντογάν αισθάνεται σίγουρα προσβεβλημένος από την αλλαγή πλεύσης των ΗΠΑ στο θέμα της Συρίας, οι οποίες αρκούνται, πλέον, στην καταστροφή των χημικών όπλων του Άσαντ, αντί να υποστηρίξουν το επικίνδυνο και πρόωρο τουρκικό σχέδιο για αστραπιαία αλλαγή ηγεσίας στη χώρα.
Στρατιωτικοί αναλυτές έχουν ήδη προειδοποιήσει ότι το επιθετικό σχέδιο του Ερντογάν για αλλαγή καθεστώτος στη Συρία ενέχει το ρίσκο της συριακής απάντησης με χημικά. Ταυτόχρονα, υπάρχει ένας έρπων σκεπτικισμός σχετικά με την αποτελεσματικότητα των Πάτριοτ στην Τουρκία. Ο αναλυτής Σάιτ Γιλμάζ σχολίασε στην εφημερίδα Ζαμάν ότι οι Πάτριοτ δεν θα καταφέρουν να αποτρέψουν ένα χτύπημα με συριακούς πυραύλους μικρού βεληνεκούς. Όντως, η πλειοψηφία των Τούρκων πολιτών βλέπει τις έξι πυροβολαρχίες Πάτριοτ ως μια αποκλειστικά συμβολική ένδειξη υποστήριξης του ΝΑΤΟ. Πιθανώς, ούτε η αντιπυραυλική ασπίδα των FD-2000 θα είναι 100% αδιαπέραστη, αν και όλα δείχνουν ότι το συριακό είναι δευτερεύον μέτωπο για την Τουρκία στο ευρύτερο πυραυλικό παιχνίδι που θέλει να παίξει.
Η απόφαση της Τουρκίας να αγοράσει ένα υπερσύγχρονο αντιπυραυλικό σύστημα χρονολογείται από το 2011 και αποτέλεσε μέρος της αμφίσημης πολιτικής της σε σχέση με τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, το Ιράν και την απειλή των ιρανικών πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς.
Το 2011, η κυβέρνηση Ομπάμα ανακοίνωσε ότι η συμμετοχή της Τουρκίας στο ενιαίο αμυντικό πυραυλικό σύστημα των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ θα περιοριζόταν στην εγκατάσταση ενός σταθμού ραντάρ στη Μαλάτεια, χωρίς την παροχή πυραυλικής άμυνας από το ΝΑΤΟ. Όπως ήταν αναμενόμενο, το Ιράν ανακοίνωσε ότι ο σταθμός ραντάρ του ΝΑΤΟ στην Τουρκία θα είχε έναν τεράστιο στόχο ζωγραφισμένο πάνω του και το ΝΑΤΟ άφησε την Τουρκία να αντιμετωπίσει την ιρανική απειλή με ίδια μέσα. Τότε ήταν που η Τουρκία ξεκίνησε την αναζήτηση για κάποιο αντιπυραυλικό σύστημα που κατέληξε με την ανακοίνωση της αγοράς των FD-2000.
Μπορεί να υποτεθεί πως η Τουρκία, στην προσπάθειά της να διατηρήσει την περιφερειακή της ισχύ ως ανεξάρτητος παίκτης, πήρε τη συνειδητή απόφαση να προκαλέσει το Ιράν, συμπράττοντας με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ στο θέμα του ραντάρ, (ενώ ταυτόχρονα, δήθεν, έθεσε τον όρο ότι το Ιράν δεν πρέπει να αναγνωριστεί ως ο στόχος του ραντάρ) και να κατευνάσει την έντονη δυσαρέσκεια του Ιράν με την επιλογή ενός μη νατοϊκού αντιπυραυλικού συστήματος.
Επιπλέον, το συριακό ζήτημα έχει ενισχύσει την επιθυμία της Τουρκίας για ένα σύστημα πυραυλικής άμυνας εκτός ΝΑΤΟ. Μια πρόσφατη ανάλυση στον ιστότοπο του Ινστιτούτου Κάρνεγκι επισημαίνει πως το αίσθημα ότι η Τουρκία έχει αδικηθεί από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ στο θέμα της Συρίας είναι πολύ ισχυρό και μεταφράζεται άμεσα σε μια ανεξάρτητη αμυντική πολιτική.
Σε ένα άγνωστο επεισόδιο της ιστορίας του ΝΑΤΟ, η μόνη άσκηση διαχείρισης κρίσης την οποία έχει διεξαγάγει η συμμαχία, και στην οποία χρειάστηκε να γίνει χρήση του άρθρου 5 (συλλογικής αυτοάμυνας), κατέληξε σε διαφωνία. Συμπτωματικά, το σενάριο της άσκησης, που έλαβε χώρα το 2002, προσομοίωσε μια αντίδραση των χωρών του ΝΑΤΟ με χρήση του άρθρου 5 σε μια επίθεση με χημικά όπλα από την Άμπερλαντ, μια υποθετική γείτονα χώρα στα νότια της Τουρκίας.
Η Άμπερλαντ διέθετε αρκετούς πυραύλους Σκουντ με βιολογικές και χημικές κεφαλές που στόχευαν την Τουρκία. Κατά τη διάρκεια της 7ήμερης άσκησης, οι ΗΠΑ και η Τουρκία κράτησαν σκληρή στάση, υποστηρίζοντας τη διενέργεια προληπτικού χτυπήματος, ενώ η Γερμανία, η Γαλλία και η Ισπανία προτίμησαν να αποφορτίσουν την κρίση με πολιτικά μέσα.
Η άσκηση έληξε τελικά με τα μέλη του ΝΑΤΟ να διαφωνούν σχετικά με την ιδανικότερη αντίδραση της συμμαχίας πριν καν πραγματοποιηθεί η επίθεση ή γίνει επίκληση του άρθρου 5.
Για την Τουρκία, ο κίνδυνος σε σχέση με το Ιράν ελλοχεύει σε κάποια υπερβολική αντίδραση του ΝΑΤΟ, η οποία θα εμπλέξει την Τουρκία σε μια περιφερειακή σύγκρουση την οποία δεν θα επιθυμεί τη δεδομένη στιγμή. Στη Συρία, αυτή τη στιγμή, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Το ΝΑΤΟ δεν δεσμεύεται αρκετά και αφήνει την Τουρκία ευάλωτη στα συριακά αντίποινα, μετά το στρατηγικό λάθος του Ερντογάν με τη δέσμευση για αλλαγή καθεστώτος στη Συρία.
Αν και οι FD-2000 δεν ενδείκνυνται για αντιμετώπιση των συριακών πυραύλων μικρού βεληνεκούς, θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην εφαρμογή μια ζώνης απαγόρευσης πτήσεων στην τουρκοσυριακή μεθόριο –ένα ενδεχόμενο που το ΝΑΤΟ έχει αποκλείσει για τους Πάτριοτ που έχει παρατάξει απέναντι στη Συρία (οι οποίοι, ας σημειωθεί, βρίσκονται σε ασφαλή απόσταση από τα συριακά σύνορα και αποκλειστικός τους σκοπός φαίνεται να είναι η προστασία των στρατιωτικών εγκαταστάσεων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ), χωρίς την ανάγκη να υπάρξει απόφαση του ΟΗΕ.
Ο Ερντογάν είναι, επίσης, δυσαρεστημένος και με την υποστήριξη που προσφέρει η Ρωσία στο καθεστώς Άσαντ τόσο σε διπλωματικό, όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο, ειδικά αν συγκριθεί με την κινέζικη διακριτικότητα στο θέμα. Η κινέζικη στάση αποτέλεσε μάλλον και το βασικό λόγο μη επιλογής των S-300. Επίσης, με την επιλογή του κινέζικου οπλοσυστήματος, ο Ερντογάν μπορεί να στείλει το μήνυμα στο Ιράν ότι, κλείνοντας την πόρτα στις δυτικές εταιρείες κατασκευής όπλων, εμποδίζει την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στο ενιαίο αντιπυραυλικό σύστημα των ΗΠΑ.
Μετάφραση: Dean M.
http://ardin-rixi.gr/archives/14557