Η Τρόικα, η δραχμή και το ευρώ (ΙΙ)

«Ο όρος «καπιταλισμός» έχει το πλεονέκτημα ότι, περιγράφει επακριβώς, με πλήρη σαφήνεια δηλαδή, το σημερινό οικονομικό σύστημα: ο βασικός σκοπός του οποίου είναι η τοποθέτηση, η χρήση καλύτερα κεφαλαίων, με σκοπό την αύξηση τους – με την πραγματοποίηση κερδών. Πρόκειται λοιπόν για μία διαδικασία, η οποία παράγει «εκθετική» ανάπτυξη – ενώ διαφορετικά καταρρέει.

 

Ο καπιταλισμός δεν «ωθείται» από τους χαμηλούς μισθούς, όπως φαίνεται να υποστηρίζεται από τις σημερινές πολιτικές λιτότητας – αλλά, αντίθετα, από τους συνεχώς υψηλότερους. Η βασική αιτία είναι το ότι, μόνο όταν οι αμοιβές των εργαζομένων είναι «ακριβές», έχουν νόημα οι τεχνολογικοί νεωτερισμοί – οι οποίοι αυξάνουν γεωμετρικά την παραγωγικότητα και δημιουργούν ανάπτυξη.

Κατά τη διάρκεια όμως της διαδικασίας αυτής, προκαλείται μία επώδυνη «δημιουργική καταστροφή» – αφού «πεθαίνουν» οι παλαιότερες και φθηνότερες θέσεις εργασίας, τις οποίες καταστρέφουν οι τεχνολογικοί νεωτερισμοί, αντικαθιστάμενες με ακριβότερες, πιο εξειδικευμένες και λιγότερες.

Η φύση του καπιταλισμού λοιπόν, όσον αφορά τον τομέα εργασία, είναι οι υψηλότερες αμοιβές, με λιγότερες θέσεις εργασίας, μεγαλύτερης προστιθέμενης αξίας – οπότε με αυξημένο ρίσκο και με ανασφάλεια, για να «παράγονται» νεωτερισμοί και κέρδη. Αντίθετα, ο «αμιγής σοσιαλισμός» στηρίζεται στην εργασία για όλους, στην ασφάλεια και στην παραδοσιακή δομή μίας οικονομίας – χωρίς μεγάλο ρίσκο, αλλά με πολύ χαμηλές αμοιβές. Όλες οι ενδιάμεσες, «γκρίζες» αποχρώσεις, έχουν πάντοτε ημερομηνία λήξεως«.

 .

Ανάλυση

Στο πρώτο μέρος του κειμένου μας είχαμε αναφέρει ότι, η Ελλάδα δεν έχει μέλλον, όσο συνεχίζει να ακολουθεί αυτά που της επιβάλλονται – ενώ πολύ σύντομα θα καταρρεύσει, με ελάχιστες πιθανότητες να ανακτήσει κάποτε το προηγούμενο βιοτικό της επίπεδο. Θεωρήσαμε δε απόλυτα αναγκαία τη σύνταξη ενός ελληνικού επιχειρηματικού σχεδίου (Business plan), το οποίο να στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις δυνάμεις της Ελλάδας – στους πολίτες της, στα ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα, στα μέσα παραγωγής και στα χρήματα που διαθέτει η ίδια.

Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι, δεν πρέπει να αναζητήσει τη «συνδρομή» των εταίρων της στην επίλυση των προβλημάτων της οικονομίας της – με τη μορφή ενός «Marshall Plan», μίας επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής των οφειλών της με περίοδο χάριτος και ρήτρα εξαγωγών, της μείωσης του επιτοκίου δανεισμού της στο βασικό της ΕΚΤ (0,25%), της αύξησης των εξαγωγών της προς τις χώρες της ΕΕ κλπ., όπως έχουμε αναλύσει πολλές φορές στο παρελθόν. Εν τούτοις, οφείλει να είναι προετοιμασμένη για ενδεχόμενη άρνηση των εταίρων της να τη βοηθήσουν – για την περίπτωση δηλαδή που δεν θα «στεφθούν» με επιτυχία οι όποιες διαπραγματεύσεις, έχοντας ένα σχέδιο δικό της.

Το θέμα βέβαια δεν είναι μόνο η σύνταξη του συγκεκριμένου σχεδίου, βασικότερο στοιχείο του οποίου οφείλει να είναι η βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση της χώρας (απλούστερα, «τι θα κάναμε αύριο το πρωί, όταν θα διώχναμε την Τρόικα»), αλλά και ποια πολιτική παράταξη θα μπορούσε να το εφαρμόσει – κάτι που σίγουρα δεν συμπεραίνεται από τα προγράμματα των διαφόρων κομμάτων, τα οποία είναι μάλλον «ασκήσεις επί χάρτου», κενές υποσχέσεις και θεωρίες χωρίς αντίκρισμα.

Περαιτέρω ισχυρισθήκαμε ότι, η αριστερά δεν έχει εκ των πραγμάτων καμία απολύτως πιθανότητα να διασώσει την Ελλάδα εντός της Ευρωζώνης – διατηρώντας το ευρώ δηλαδή, ως νόμισμα της χώρας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το θεωρούμε αναγκαίο (αν και εμείς είμαστε υπέρ του ευρώ, με την έννοια της ενωμένης Ευρώπης).

Όσον αφορά την συγκυβέρνηση, αναφέραμε πως πιθανότατα θα αποτύχει, ότι και να κάνει – αφού έχει δυστυχώς εγκλωβιστεί, με κριτήριο τις μέχρι σήμερα εσφαλμένες επιλογές της, επιλέγοντας εκ των υστέρων να αλλάξει τις βασικές της θέσεις, καθώς επίσης να μην τηρήσει τις προεκλογικές δεσμεύσεις της.

Κατά την άποψη μας, είναι πολύ δύσκολο να οδηγήσει την Ελλάδα στην έξοδο από την κρίση, ενώ θα γίνεται όλο και πιο «δικτατορική», αλλά και συνεχώς περισσότερο δουλοπρεπής στους ξένους, στην προσπάθεια της να διατηρήσει «με νύχια και με δόντια» την εξουσία – μεταξύ άλλων, για να αποφύγουν την τιμωρία ορισμένα στελέχη της, αφού τα δύο κόμματα που τη συναποτελούν είναι αυτά που ευθύνονται κυρίως για τη χρεοκοπία της πατρίδας μας.

Συνεχίσαμε με το ότι, προοπτικές επιτυχίας εντός του ευρώ έχουν μόνο τα δεξιά (φιλελεύθερα) κόμματα, εκ των πραγμάτων και όχι λόγω της ιδιαίτερης πολιτικής τους, επειδή είναι σε θέση να εκμεταλλευθούν τα εργαλεία της ελεύθερης αγοράς – εάν βέβαια στελεχωθούν σωστά, με τα ικανότερα και σοβαρότερα άτομα της χώρας. Αυτό δεν σημαίνει πως το ευρώ είναι μονόδρομος, αλλά απλά και μόνο μία από τις υφιστάμενες επιλογές – ενδεχομένως η «μακράν» λιγότερο επώδυνη.

Απαραίτητη προϋπόθεση φυσικά, είτε για την αριστερή, είτε για τη δεξιά εναλλακτική επιλογή κομμάτων διακυβέρνησης της χώρας, θα ήταν η «συστράτευση» όλων των Ελλήνων στο πλευρό τους. Αυτό θα απαιτούσε  όμως μία εξαιρετικά προικισμένη ηγετική ομάδα, η οποία θα ήταν σε θέση να πείσει τεκμηριωμένα – τιμωρώντας παραδειγματικά την πολιτική διαφθορά (όλους τους διεφθαρμένους πολιτικούς δηλαδή, οι οποίοι οδήγησαν την πάμπλουτη  χώρα μας στη χρεοκοπία) και υιοθετώντας παράλληλα την άμεση δημοκρατία.

Ολοκληρώνοντας την εισαγωγή μας, η υιοθέτηση της άμεσης δημοκρατίας, κυρίως με την ψήφιση των βασικών νόμων ή των μελλοντικών αποφάσεων απ’ ευθείας από τους πολίτες (όπως, για παράδειγμα, την σύναψη της δανειακής σύμβασης το 2010, με τα μνημόνια που προϋπέθετε), είναι ο μοναδικός τρόπος για να υποστηριχθούν τόσο οι νόμοι, όσο και τα διάφορα μέτρα από το σύνολο του λαού – με την έννοια ότι ο λαός, εάν έχει λάβει ο ίδιος της αποφάσεις, είναι πολύ πιο εύκολο «να σταθεί πίσω τους» και να τις στηρίξει επιτυχημένα.

.

ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΑ

Επειδή για να εκδιώξουμε την Τρόικα θα πρέπει να βρούμε τι κάνουμε ακριβώς την επόμενη ημέρα, καθώς επίσης πως θα τοποθετήσουμε τις βάσεις της ανάπτυξης, χωρίς την οποία δεν υπάρχει καμία δυνατότητα διαφυγής μας από την παγίδα του χρέους, θεωρούμε σκόπιμη μία μικρή αναφορά στο θέμα των δανείων – από μακροοικονομικής πλευράς. Η αιτία είναι το ότι, η παροχή νέων δανείων δημιουργεί ρευστότητα, χωρίς την οποία δεν είναι δυνατή η αντιμετώπιση της ύφεσης – κατ’ επέκταση, του τέρατος της ανεργίας.

Φυσικά, η συγκεκριμένη διαδικασία αφορά την οικονομία της ελεύθερης αγοράς, την οποία δεν αποδέχεται η μη ερμαφρόδιτη αριστερά – αλλά και η οικονομία της αγοράς δεν αποδέχεται την αριστερά, γεγονός στο οποίο οφείλεται κυρίως ο ισχυρισμός μας, σχετικά με το ότι δεν μπορεί να διασώσει την Ελλάδα, παραμένοντας εντός της Ευρωζώνης.

Προκαταβολικά θεωρούμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε ότι, όπως έχουμε αναλύσει σε πολλά κείμενα μας οι καταθέσεις, από τεχνικής πλευράς, δεν έχουν απολύτως καμία σχέση με τις χορηγήσεις, με την παροχή δανείων δηλαδή – αφού τα δάνεια είναι συνώνυμα με τη δημιουργία «νέων χρημάτων από το πουθενά», όπου στην Ευρωζώνη, για κάθε 100 € που δανείζει μία τράπεζα, είναι υποχρεωμένη να έχει ως εγγύηση μόλις 1 € στην ΕΚΤ.

Συνεχίζοντας στο βασικό θέμα μας, εάν οι τράπεζες δάνειζαν τόσα χρήματα, όσες οι καταθέσεις των αποταμιευτών τους, δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί η οικονομία, από μακροοικονομική συνολική σκοπιά – γεγονός που συνέβαινε στην Ελλάδα, λίγο πριν ξεσπάσει η κρίση, όταν οι καταθέσεις των Ελλήνων ήταν της τάξης των 240 δις € και τα δάνεια των τραπεζών σε κάπως υψηλότερα επίπεδα (στο τέλος του 2010, οι καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες είχαν διαμορφωθεί στα 208,9 δις €, ενώ οι χορηγήσεις στα 257,7 δις € – πηγή).

Η αιτία είναι το ότι, οι καταθέσεις αποτελούν ουσιαστικά ένα εισόδημα, το οποίοι δεν δαπανάται – δεν καταναλώνεται δηλαδή στην αγορά και δεν αυξάνει τη ζήτηση. Η απώλεια λοιπόν της ζήτησης, η οποία σε κάποιον τομέα της οικονομίας περιορίζει την χρησιμοποίηση της υφισταμένης παραγωγικής δυναμικότητας, θα πρέπει να αντισταθμισθεί με κάποιον άλλο τρόπο – γνωρίζοντας επί πλέον πως σε μία οικονομία, οι δαπάνες του ενός είναι τα έσοδα του άλλου.

Ας μην ξεχνάμε ότι, τα εισοδήματα, τα οποία αποταμιεύονται στις τράπεζες, προέρχονται από την παροχή εργασίας – από την παραγωγή δηλαδή προϊόντων, για τα οποία όμως μειώνεται η ζήτηση, κατά το ποσόν της αποταμίευσης. Εάν λοιπόν δεν αντισταθμισθεί η απώλεια, η μειωμένη εκ των αποταμιεύσεων ζήτηση περιορίζει το ρυθμό ανάπτυξης, αυξάνει την ανεργία κοκ.

Με ένα απλό παράδειγμα, δεν ράβονται 100 φουστάνια, επειδή δεν μπορούν να πουληθούν, αλλά 80 – οπότε μειώνεται ο τζίρος στην αγορά (άρα το ΑΕΠ), στο ύψος του ποσού που αποταμιεύθηκε (κόστος των 20 φουστανιών), ενώ απολύονται εκείνοι οι εργαζόμενοι, οι οποίοι έραβαν τα 20 φουστάνια. Η πορεία της ανεργίας στην Ελλάδα, παρά τη μείωση των αμοιβών των εργαζομένων ή, καλύτερα, λόγω της μείωσης των αμοιβών, καθώς επίσης του περιορισμού της ζήτησης που προκάλεσε, μεταξύ άλλων, η πιστωτική συρρίκνωση, είναι χαρακτηριστική:

Εάν τώρα αντικατασταθούν εξ ολοκλήρου οι αποταμιεύσεις με την παροχή δανείων, τότε η ζήτηση παραμένει ως έχει – οπότε παράγονται τα ίδια προϊόντα, γίνονται οι ίδιες επενδύσεις, ενώ απαιτούνται οι ίδιες θέσεις εργασίας.Αυτό σημαίνει όμως ότι δεν δημιουργείται ανάπτυξη, δεν γίνονται νέες επενδύσεις και η ανεργία κινείται στα ίδια επίπεδα  – αφού η ζήτηση παραμένει σταθερή, επειδή συμπληρώθηκε «επακριβώς» η απώλεια των χρημάτων που αποταμιεύονται, με δάνεια στο ίδιο ύψος.

Αυτό ισχύει βέβαια στην θεωρητική περίπτωση όπου, οι τράπεζες δανείζουν ποσά ανάλογα με τις καταθέσεις που έχουν – με επιτόκια υψηλότερα αυτών που προσφέρουν στους καταθέτες. Με τον τρόπο αυτό καλύπτουν τουλάχιστον τα έξοδα λειτουργίας τους, χωρίς να ζημιώνονται από τους τόκους που προσφέρουν – υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι, δεν χάνουν τα δάνεια που παρέχουν.

Όταν όμως αδυνατούν να εισπράξουν τα δάνεια που παρέχουν, επειδή κάποιοι πελάτες τους χρεοκοπούν,μειώνεται (καίγεται) ουσιαστικά το ποσόν των χρημάτων που κυκλοφορεί – με αποτέλεσμα να μειώνεται η κατανάλωση, η ζήτηση κοκ., οπότε περιορίζεται ο ρυθμός ανάπτυξης.

Συμπερασματικά λοιπόν, εάν οι τράπεζες δάνειζαν μόνο τις καταθέσεις των αποταμιευτών, στην καλύτερη περίπτωση (εάν δεν υπήρχαν κόκκινα δάνεια), ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας θα ήταν μηδενικός – στη χειρότερη θα γινόταν αρνητικός, κατά το ποσόν των χαμένων δανείων.

Στο σημείο αυτό, εάν κατανοήσουμε ότι, οι καταθέσεις των Ελλήνων παραμένουν σήμερα στα επίπεδα των 240 δις € από την πλευρά της απώλειας ζήτησης (άσχετα από το ότι τα 80 δις € έχουν κατατεθεί σε τράπεζες του εξωτερικού), ενώ οι χορηγήσεις δεν ξεπερνούν πλέον τα 220 δις € από περίπου 260 δις € το 2010, η διαφορά των 40 δις € έχει μειώσει ανάλογα τη ζήτηση – με αποτέλεσμα να εξηγείται, από την συγκεκριμένη οπτική γωνία, η πτώση του ΑΕΠ από 230 δις € προηγουμένως, στα 190 δις € σήμερα (αριθμοί κατά προσέγγιση).

Εάν αφαιρέσουμε δε τα χαμένα χρήματα από τα δάνεια που έχουν δώσει οι τράπεζες, τα οποία κάποια στιγμή θα πάψουν να θεωρούνται ως απλές επισφάλειες, θα συνειδητοποιήσουμε πως βρισκόμαστε ακόμη στα μέσα του δρόμου – πως η ύφεση δηλαδή δεν έχει ακόμη εμφανισθεί σε ολόκληρη την έκταση της. Αυτό παρατηρείται ήδη στην Ισπανία, οι τράπεζες της οποίας «συνελήφθηκαν» να παραποιούν τους ισολογισμούς τους, όσον αφορά τα επισφαλή δάνεια – με στόχο να εμφανίζουν πολύ μικρότερες ζημίες, από τις πραγματικές.

.

Η ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΠΕΚΤΑΣΗ

Σύμφωνα τώρα με τους μονεταριστές, τα δάνεια που υπερβαίνουν τις καταθέσεις αυξάνουν την ονομαστική ζήτηση και όχι την πραγματική – με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι τιμές των προϊόντων και να προκαλείται μία «πληθωριστική ανάπτυξη», με την πραγματική να παραμένει ως έχει.

Κάτι τέτοιο θα μπορούσε βέβαια να συμβεί, εάν η παραγωγική δυναμικότητα μίας οικονομίας ήταν στα όρια της –οπότε οι παραγωγοί προϊόντων θα προτιμούσαν να αυξήσουν τις τιμές, παρά να προβούν σε νέες επενδύσεις, έως ότου τουλάχιστον βεβαιώνονταν πως η ζήτηση θα συνεχίσει να αυξάνεται.

Στις σημερινές συνθήκες όμως, καμία επιχείρηση σε καμία χώρα δεν έχει εξαντλήσει την παραγωγική της δυναμικότητα – αντίθετα, στους περισσότερους κλάδους επικρατεί ακριβώς το αντίθετο Επομένως, οι βιομηχανίες θα προτιμούσαν να αυξήσουν την προσφορά, παρά τις τιμές των προϊόντων τους.

Σαν αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, της αύξησης της προσφοράς δηλαδή, παράγονται περισσότερα προϊόντα – άρα αυξάνεται το ΑΕΠ, λόγω της ζήτησης που δημιουργείται από εκείνο το μέρος των δανείων, το οποίο υπερβαίνει τις καταθέσεις. Η μέσω των δανείων αυξημένη ζήτηση λοιπόν λειτουργεί θετικά, όσον αφορά το ρυθμό ανάπτυξης, οπότε δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας κοκ.

Ακόμη όμως και αν δεχόταν κανείς ότι, η ζήτηση που προκαλεί ο δανεισμός θα είχε σαν αποτέλεσμα να αυξήσουν οι παραγωγοί τις τιμές και όχι την προσφορά προϊόντων, το τελικό αποτέλεσμα δεν θα ήταν αρνητικό – επειδή οι αυξημένες τιμές σημαίνουν συνήθως αδυναμία κάλυψης της μεγαλύτερης ζήτησης, οπότε γίνονται νέες επενδύσεις, με ευεργετικά επακόλουθα για μία οικονομία.

Στο σημείο αυτό κατανοεί κανείς την τεράστια σημασία του χρηματοπιστωτικού τομέα, όσον αφορά την πραγματική οικονομία – με την έννοια ότι, η βασική «αρμοδιότητα» των τραπεζών είναι ο έλεγχος των σχεδιαζόμενων μελλοντικών επενδύσεων εκ μέρους των ιδιωτών. Φυσικά όσον αφορά τη δυνατότητα κερδοφορίας και τα ρίσκα τους, έτσι ώστε να αποφασίζουν πότε είναι σωστός ο δανεισμός – ελαχιστοποιώντας την απώλεια των δανείων και των τόκων τους. Η πορεία των επενδύσεων πάντως στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, όπως φαίνεται από τον Πίνακα Ι,  είναι χαρακτηριστική του που οδηγήθηκε:

 .

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Εξέλιξη των επενδύσεων στην Ελλάδα

Έτη

2007

2008

2009

2010

2011

2012

             

Επενδύσεις

26,72

24,01

18,57

17,54

16,11

13,59

Πηγή: Παγκόσμια Τράπεζα

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

 .

Σε σχέση τώρα με τους καταναλωτές, αν και είμαστε της άποψης ότι, ποτέ δεν πρέπει να δανείζεται κανείς για καταναλωτικούς, αλλά μόνο για επενδυτικούς σκοπούς, οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να ελέγχουν εάν ο οφειλέτης έχει τη δυνατότητα επιστροφής των ποσών που ζητάει να του δανείσουν. Προφανώς σε εποχές ύφεσης και αποπληθωρισμού, όπως η σημερινή στην Ελλάδα, οι τράπεζες αξιολογούν αρνητικά τους δανειολήπτες – περιορίζοντας συνεχώς τα δάνεια τους και επιδεινώνοντας τις προοπτικές της χώρας.

Ολοκληρώνοντας, όταν οι τράπεζες κάνουν σωστά τη δουλειά τους, τότε δεν χάνονται δυσανάλογα ποσά,γίνονται σωστές επενδύσεις, αυξάνεται η ζήτηση, περιορίζεται η ανεργία και εξασφαλίζεται η ανάπτυξη – οπότε, τα χρήματα που δημιουργούνται από το πουθενά, υπερβαίνοντας τις καταθέσεις, εκπληρώνουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το ρόλο τους: την αύξηση του βιοτικού επιπέδου ολόκληρης της χώρας.

Προφανώς αυτό δεν συμβαίνει με τα χρήματα που δημιουργούνται από το πουθενά και πηγαίνουν στο πουθενά – όπως διαπιστώνεται από τις ανεύθυνες κερδοσκοπικές επενδύσεις των τραπεζών, στις χρηματιστηριακές φούσκες.

ΤΟ ΔΕΞΙΟ ΣΕΝΑΡΙΟ

Είναι φανερό το ότι, μία κυβέρνηση που πιστεύει στις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς, έχει αρκετές δυνατότητες στη διάθεση της, για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της οικονομίας της – αρκεί προηγουμένως να αποκτήσει την εμπιστοσύνη των αγορών οι οποίες, όπως και στο παραπάνω παράδειγμα των τραπεζών, θα την ενισχύσουν, εάν πεισθούν ότι μπορούν να πάρουν τα χρήματα τους πίσω.

Όταν όμως οι διεθνείς αγορές, οι ιδιοκτήτες κεφαλαίων και αποταμιεύσεων καλύτερα, είναι πεπεισμένες/νοι ότι, η κυβέρνηση δεν έχει καμία απολύτως πρόθεση να εξοφλήσει εκούσια τις υποχρεώσεις της, νέες ή παλαιότερες, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας σήμερα, δεν υπάρχει καμία ελπίδα να την ενισχύσουν. Πόσο μάλλον όταν διαπιστώνουν ότι, υιοθετεί καταναγκαστικά προγράμματα – η «ανόρεκτη», η «ακούσια» κατά κάποιον τρόπο, καθώς επίσης η αποσπασματική εφαρμογή των οποίων δεν αφήνει καμία αμφιβολία, σχετικά με τις προθέσεις και τις δυνατότητες της.

Εάν όμως οι αγορές δεν ενισχύσουν την Ελλάδα, τότε είναι αδύνατον να ξεφύγει ποτέ από τα νύχια της Τρόικας – ενώ θα πληρώσει πολλαπλά τις οφειλές της σε είδος, αφού δεν θέλει να τις πληρώσει με χρήματα. Απλούστερα, η Τρόικα θα λεηλατήσει στην κυριολεξία τόσο τη δημόσια, όσο και την ιδιωτική περιουσία των Ελλήνων, ενώ η Ελλάδα θα παραμένει χρεωμένη με ποσά, τα οποία θα έχει ουσιαστικά ξεπληρώσει προ πολλού.

Για παράδειγμα, το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας περιουσίας θα «εκποιηθεί», αποφέροντας ένα ελάχιστο ποσόν σε σχέση με την πραγματική της αξία – οπότε η χώρα θα παραμείνει «πιστωμένη». Το ίδιο θα συμβεί και με την ιδιωτική περιουσία, η οποία ουσιαστικά θα κατασχεθεί μέσω υπερβολικών φόρων και χαρατσιών – οδηγούμενη είτε στο δημόσιο και από εκεί στους πιστωτές, είτε απ’ ευθείας στους πιστωτές, μέσω των τραπεζών και των «τιτλοποιήσεων» των κατασχεμένων περιουσιακών στοιχείων (ακινήτων).

Η μοναδική λύση τώρα, η οποία είναι στη διάθεση μίας φιλελεύθερης κυβέρνησης (η έννοια «φιλελεύθερη» δεν έχει καμία σχέση με το νεοφιλελευθερισμό), είναι να εξυπηρετεί τα χρέη της, με τις δικές της δυνάμεις και με το δικό της σχέδιο – ενώ μπορεί να διώξει την Τρόικα αμέσως, αρκεί να σταματήσει να δανείζεται από αυτήν, τεκμηριώνοντας ότι θα μπορεί να εξοφλεί τις υφιστάμενες υποχρεώσεις της, όταν θα γίνονται ληξιπρόθεσμες.

Η Ελλάδα προφανώς και μπορεί να τα καταφέρει, εάν αποκτήσει μία ικανή κυβέρνηση, η οποία να είναι σε θέση να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη των αγορών – με πρώτη υποχρέωση της να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό, παύοντας να δημιουργεί ελλείμματα (ζημίες). Ειδικότερα,

(α)  Μία τέτοια κυβέρνηση, για να εξασφαλίσει το βραχυπρόθεσμο δανεισμό της, έτσι ώστε να μην έχει ανάγκη την Τρόικα, θα μπορούσε, για παράδειγμα, να εκδώσει «εθνικά ομόλογα», εγγυημένα με κρατικά περιουσιακά στοιχεία – «πουλώντας» τα στις τράπεζες της οι οποίες, αφού τα ομόλογα θα είναι εγγυημένα, θα μπορούν να τα χρηματοδοτήσουν «φθηνά» μέσω της ΕΚΤ.

Εθνικά ομόλογα με ρήτρα πληθωρισμού, κατά το παράδειγμα της Ιταλίας, θα μπορούσαν να αγοραστούν και από τους Έλληνες καταθέτες – επίσης από αυτούς που έχουν μεταφέρει τις καταθέσεις τους στο εξωτερικό,εάν πεισθούν με τη σειρά τους ότι η Ελλάδα θα επιβιώσει. Πόσο μάλλον εάν δεν απαιτηθεί φόρος για την εισαγωγή χρημάτων από το εξωτερικό και δεν επιβληθούν «ποινές», υπό την προϋπόθεση της τοποθέτησης τους σε «πατριωτικά ομόλογα».

(β)  Περαιτέρω, η μεσοπρόθεσμη κεφαλαιακή ενίσχυση του κράτους δεν είναι απαραίτητο να επιτευχθεί με την πώληση των περιουσιακών του στοιχείων, όπως για παράδειγμα αυτών που έχει μεταβιβάσει στο ΤΑΙΠΕΔ – επειδή η εισαγωγή του οργανισμού αυτού στο χρηματιστήριο, αφού προηγουμένως γίνουν όλα όσα πρέπει για να αποκτήσει την τιμή που αξίζει, θα μπορούσε να έχει πολύ καλύτερα αποτελέσματα.

Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση θα έπρεπε να εκμεταλλευθεί όλα τα πλεονεκτήματα που της προσφέρει η δημιουργία χρημάτων από το πουθενά, εκ μέρους των εμπορικών τραπεζών της – όπως την αναλύσαμε προηγουμένως και με στόχο την αύξηση της ρευστότητας στην αγορά, για την οποία δεν χρειάζεται τη συγκατάθεση και τη συμφωνία κανενός. Πόσο μάλλον όταν η πατρίδα μας έχει βυθιστεί στον αποπληθωρισμό (-2%), για την καταπολέμηση του οποίου απαιτούνται «πληθωριστικά μέτρα» – όπως η αύξηση της ταχύτητας κυκλοφορίας του χρήματος (ανάλυση) και η απασχόληση των ανέργων από το κράτος, σύμφωνα με την «τακτική» του Keynes.

Για να μπορέσει δε η κυβέρνηση να υποβοηθήσει τη συγκεκριμένη διεργασία, θα όφειλε να ιδρύσει μία κρατική τράπεζα επενδύσεων, προικίζοντας την με περιουσιακά στοιχεία του δημοσίου – έτσι ώστε να δοθούν πιστώσεις προς την πραγματική οικονομία, μέσω της δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά (προφανώς δεν χρειάζεται παράλληλο νόμισμα, αφού μπορούν να δημιουργηθούν νέα χρήματα από τις τράπεζες), για την «αναθέρμανση» των επενδύσεων και της ζήτησης. Ο πίνακας ΙΙ που ακολουθεί δίνει μία εικόνα της χώρας μας:

 .

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Εξέλιξη των πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα, των επισφαλειών και της ποσότητας χρήματος

Έτος

Πιστώσεις

Επισφάλειες

Ποσότητα χρήματος (Μ2)

       

2002

56,47

5,5

-1,45

2003

59,21

7,0

2,04

2004

64,56

7,0

9,78

2005

73,19

6,3

15,00

2006

79,08

5,4

9,82

2007

86,25

4,5

12,87

2008

94,14

5,0

15,66

2009

95,85

7,7

5,09

2010

105,92

10,4

-10,01

2011

120,07

14,4

-14,93

2012

 

17,2

-4,96

Πηγή: Παγκόσμια Τράπεζα

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Σημείωση: Οι πιστώσεις αυξήθηκαν, κυρίως λόγω του ότι δεν εξοφλήθηκαν οι παλαιότερες.

 .

Η ραγδαία μείωση της ποσότητας χρήματος στην Ελλάδα από το 2010, σε συνδυασμό με την κατάρρευση της ταχύτητας κυκλοφορίας (ενδεχομένως η Μ2 να ευρίσκεται σε μία τάξη μεγέθους του 2), φαίνεται ολοκάθαρα στον Πίνακα ΙΙ.

Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, σε μία νομισματική ένωση μπορούν θεωρητικά να εκτυπώνουν «βασικά χρήματα» μόνο οι πλεονασματικές οικονομίες, με την έννοια ότι τα νέα χρήματα πρέπει να αντιπροσωπεύουν ένα νέο (μεγαλύτερο) ΑΕΠ. Αντίθετα, οι ελλειμματικές οικονομίες, όπως η Ελλάδα, είναι υποχρεωμένες να «καίνε» τα υφιστάμενα χρήματα στο ύψος που μειώνεται (καίγεται) το ΑΕΠ τους – γεγονός που πολλαπλασιάζει τα προβλήματα τους.

Συνεχίζοντας στο θέμα μας, η επενδυτική κρατική τράπεζα (ανάλογης μορφής με τη γερμανική Kfw), θα μπορούσε να εισαχθεί στο χρηματιστήριο για να αυξήσει τις χρηματοδοτικές δυνατότητες της, καθώς επίσης να προβεί η ίδια στην αγορά των «τιτλοποιημένων ακινήτων» – τα οποία θα θελήσουν πιθανότατα να πουλήσουν φθηνά οι εμπορικές τράπεζες στο εξωτερικό, αφού κατασχέσουν μαζικά τα σπίτια των Ελλήνων.

(γ)  Τέλος, για τη μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση της πατρίδας μας υπάρχουν πολλές δυνατότητες – όπως, για παράδειγμα, η «τιτλοποίηση» του ενδεχομένου υπογείου πλούτου της, η είσπραξη των πολεμικών επανορθώσεων από τη Γερμανία και διάφορα άλλα.

Χωρίς να επεκταθούμε σε περισσότερες λεπτομέρειες, εάν μία κυβέρνηση καταφέρει να πείσει τους Έλληνες για τις έντιμες προθέσεις και τις ικανότητες της, διευκολύνοντας τους να καταλάβουν ότι, είναι προτιμότερο να δανείσουν οι ίδιοι το κράτος τους, έστω και με κάποιο ρίσκο να χάσουν μέρος των δανεικών, παρά να τους πάρει τα ίδια χρήματα με τους φόρους και τα χαράτσια, τότε θα καταφέρει να οδηγήσει την Ελλάδα στην έξοδο από την κρίση.

Για παράδειγμα, εάν οι Έλληνες αγόραζαν ομόλογα αξίας 3 δις €, όσα υπολογίζεται ότι θα αποφέρουν οι νέοι φόροι ακίνητης περιουσίας, τότε δεν θα υπήρχε λόγος να επιβαρυνθούν με φόρους – ενώ θα είχαν κάποια ελπίδα να πάρουν πίσω ένα μέρος των χρημάτων τους στο μέλλον.

Ολοκληρώνοντας, μία ικανή φιλελεύθερη κυβέρνηση μίας πάμπλουτης χώρας με προβλήματα ρευστότητας, όπως η Ελλάδα, υπό τη  προϋπόθεση ότι γνωρίζει τους κανόνες της αγοράς και έχει την ικανότητα να τους εκμεταλλεύεται, μπορεί να πετύχει πάρα πολλά – αρκεί να έχει σχέδιο και την ικανότητα να πείσει τεκμηριωμένα.

Μία από τις προτεραιότητες της θα ήταν αναμφίβολα η εξόφληση των υποχρεώσεων του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, η οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί άμεσα είτε με την πληρωμή μέσω ομολόγων, είτε με «πιστωτικά φόρου» – όπου οι επιχειρήσεις θα είχαν τη δυνατότητα να εξοφλούν τις υφιστάμενες ή τις μελλοντικές φορολογικές τους υποχρεώσεις, με τα συγκεκριμένα πιστωτικά.

ΤΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΣΕΝΑΡΙΟ

Είναι προφανές ότι, τη στιγμή ακριβώς που θα ψηφιζόταν στην Ελλάδα μία αμιγώς αριστερή κυβέρνηση, θα ακολουθούσε μία μαζική εκροή κεφαλαίων – τόσο από τους ίδιους τους Έλληνες, όσο και από τους ξένους. Η έξοδος αυτή, θα συνοδευόταν από τραπεζικές επιθέσεις (bank run), οι οποίες θα δημιουργούσαν τεράστια προβλήματα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας – με τις χρεοκοπίες, καθώς επίσης με το χάος που τις συνοδεύει, να μην μπορούν να αποκλεισθούν.   

Οι επενδυτές θα αποχωρούσαν αφενός μεν προληπτικά, πιθανολογώντας εύλογα ότι, θα επιβαλλόταν περιορισμοί στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, αφετέρου επειδή θα φοβόντουσαν πως θα έχαναν τα χρήματα τους. Η αιτία είναι μεταξύ άλλων το ότι, η οικονομική πολιτική μίας τέτοιας κυβέρνησης στον τομέα της εργασίας, των κοινωνικών παροχών κλπ. δεν παράγει πλεονάσματα, από τα οποία να μπορούν να πληρωθούν οι τόκοι και οι δόσεις των δανειακών κεφαλαίων – ενώ, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, μειώνει τα κέρδη των επιχειρήσεων, οπότε προκαλείται η κατάρρευση του χρηματιστηρίου.

Περαιτέρω, είναι πολύ πιθανόν ότι, η Ευρωζώνη θα σταματούσε να ενισχύει τις τράπεζες – οπότε η χώρα θα έπρεπε να υιοθετήσει το δικό της νόμισμα, παραβαίνοντας τη συνθήκη της ζώνης του ευρώ και παύοντας να αποτελεί μέλος της. Επομένως, είναι ουτοπικό το να θεωρεί μία αμιγώς αριστερή κυβέρνηση πως μπορεί να κυβερνήσει, παραμένοντας εντός της Ευρωζώνης.

Ακόμη όμως και να μην συνέβαιναν όλα αυτά, η μονομερής αθέτηση της δανειακής σύμβασης και των μνημονίων, όπως υπόσχεται η «αριστερά» (η ακύρωση μόνο των μνημονίων είναι προφανώς αδύνατη), θα οδηγούσε την Ευρώπη και την ΕΚΤ στο σταμάτημα της τροφοδοσίας των τραπεζών με ρευστότητα. Επίσης, στην «αναστολή» των δόσεων των εγκεκριμένων δανείων – οπότε η Ελλάδα θα αναγκαζόταν εκ των πραγμάτων (de facto) να δηλώσει αδυναμία πληρωμών, να χρεοκοπήσει, να υιοθετήσει το εθνικό της νόμισμα και να οδηγηθεί εκτός Ευρωζώνης.

Στην περίπτωση αυτή τα πρωτογενή πλεονάσματα του προϋπολογισμού, ακόμη και αν ήταν πραγματικά, θα μετατρεπόταν σε χρόνο μηδέν σε συνεχώς αυξανόμενα ελλείμματα – αφού, μαζί με τις τράπεζες, θα κατέρρεε και η οικονομία, οπότε το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων του δημοσίου θα αποτελούσε παρελθόν.

Θα ήταν δε τυχερή η Ελλάδα, εάν δεν επικρατούσε το απόλυτο χάος, με όλα όσα κάτι τέτοιο το συνοδεύουν (πλήρης παράλυση της οικονομικής ζωής, κατακόρυφη αύξηση της εγκληματικότητας, επιθέσεις σε καταστήματα κοκ.).

Ο μοναδικός τρόπος λοιπόν για να κυβερνήσει η αριστερά, είναι η ελεγχόμενη υιοθέτηση του εθνικού νομίσματος, με τη βοήθεια και τη συμφωνία της Ευρωζώνης – μετά από μία διαπραγμάτευση, έτσι ώστε:

(α)  είτε να διαγραφεί ένα σημαντικό μέρος του δημοσίου χρέους – της τάξης των 220 δις €, έτσι ώστε το χρέος ως προς το ΑΕΠ να είναι της τάξης του 50%,

(β)  είτε να μετατραπεί το συνολικό εξωτερικό χρέος της Ελλάδας (δημόσιο και ιδιωτικό) στις νέες δραχμές, με τη σωστή ισοτιμία – παράλληλα με την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του, με μηδενικά επιτόκια, με «ρήτρα εξαγωγών» κλπ. Εάν εξασφαλιζόταν παράλληλα και η ενίσχυση του «δραχμικού» τραπεζικού συστήματος για ένα έτος από την ΕΚΤ, έτσι ώστε να απορροφηθούν οι αρχικές «δονήσεις», θα ήταν εξαιρετικά θετικό.

Η διαπραγμάτευση θεωρείται εφικτή, επειδή δεν συμφέρουν την Ευρωζώνη οι ανεξέλεγκτες καταστάσεις – ενώ μάλλον δεν θα επέμενε στο να παραμείνει η Ελλάδα μέλος της. Το πρόβλημα βέβαια επικεντρώνεται στο ότι, η διαπραγμάτευση θα έπρεπε να προηγηθεί την ανόδου της αριστεράς στην εξουσία – αφού διαφορετικά οι ζημίες που θα προκαλούνταν τις πρώτες ημέρες θα ήταν πολύ σοβαρές, πόσο μάλλον όταν είναι αδύνατον να ακολουθήσει αμέσως μετά τις εκλογές το απαιτούμενο κλείσιμο των τραπεζών (Bank holidays), ο περιορισμός των αναλήψεων κλπ.

Περαιτέρω, η υιοθέτηση του εθνικού νομίσματος θα έπρεπε να συνοδευθεί από πολλές άλλες ενέργειες –μεταξύ των οποίων η εθνικοποίηση των τραπεζών, συμπεριλαμβανομένης της Τράπεζας της Ελλάδος, ο περιορισμός στις αναλήψεις, καθώς επίσης στην ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων, η δημιουργία συναλλαγματικών αποθεμάτων, η αναζήτηση νέων συμμάχων και εξαγωγικών αγορών, οι προσπάθειες αυτάρκειας της ελληνικής οικονομίας, η επιβολή δασμών για την «επιδότηση» της εγχώριας βιομηχανίας (αν και κάτι τέτοιο δεν είναι συμβατό με την ΕΕ), η έκδοση ομολόγων, με αποδέκτες τους Έλληνες καταθέτες κοκ.

Όλα αυτά, αν και εφικτά στην επίτευξη τους, απαιτούν προφανώς την ύπαρξη εξαιρετικά ικανών στελεχών τόσο στην κυβέρνηση, όσο και σε νευραλγικές θέσεις της οικονομίας. Πολύ περισσότερο στην κεντρική τράπεζα, αφού η εισαγωγή της δραχμής, καθώς επίσης η επανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας, δεν είναι καθόλου εύκολο να δρομολογηθεί χωρίς μεγάλους «κλυδωνισμούς» – μεταξύ των οποίων τη ραγδαία υποτίμηση του νομίσματος, την έλλειψη βασικών αγαθών (φάρμακα, ενέργεια) και τις μεγάλες  πληθωριστικές πιέσεις.

Σε κάθε περίπτωση όμως, μετά από ένα πολύ επώδυνο πρώτο διάστημα, εάν η υιοθέτηση του εθνικού νομίσματος δρομολογούταν σωστά και ελεγχόμενα, η Ελλάδα θα μπορούσε να αντικρίσει ξανά με ελπίδα το μέλλον – γεγονός που είναι αδύνατον να συμβεί ποτέ, όσο η Τρόικα παραμένει στην πατρίδα μας, εφαρμόζοντας την εγκληματική πολιτική της.

 .

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί στην Ελλάδα δεν είναι η χρεοκοπία της, η στάση πληρωμών ή η έξοδος από το ευρώ, αλλά η παραμονή της Τρόικας ακόμη περισσότερο – με την εφαρμογή της εγκληματικής για την οικονομία μας πολιτικής λιτότητας, σε συνδυασμό με την αύξηση των κεφαλικών φόρων: «μέτρα» τα οποία έτσι ή αλλιώς θα μας οδηγήσουν στην έξοδο από το ευρώ και στη χρεοκοπία.

Δυστυχώς για όλους μας, η σημερινή κυβέρνηση έχει «διαρρήξει» το κοινωνικό συμβόλαιο με το λαό, έχοντας κάνει κατάχρηση της εξουσίας της – αφού δεν τήρησε ούτε στο ελάχιστο τις προεκλογικές της δεσμεύσεις, οι κυριότερες των οποίων ήταν η τιμωρία των διεφθαρμένων πολιτικών, καθώς επίσης η ορθολογική επαναδιαπραγμάτευση με τους δανειστές, έτσι ώστε να υπογραφεί ένα βιώσιμο μνημόνιο.

Το πλέον οδυνηρό αποτέλεσμα της διάρρηξης ενός «κοινωνικού συμβολαίου», είναι συνήθως η «απώλεια του σεβασμού» προς τη εξουσία και τους νόμους – γεγονός που οδηγεί, αργά ή γρήγορα, στην απορρύθμιση του συστήματος, στην κατάρρευση, στο χάος και στην αναρχία.

Είναι επείγουσα λοιπόν η ανάγκη, είτε να αλλάξει άμεσα και ριζικά την οικονομική πολιτική της η κυβέρνηση, εκδιώκοντας την Τρόικα από την πατρίδα μας, είτε να αποχωρήσει – επιτρέποντας σε μία άλλη κυβέρνηση, αδιάφορο εάν είναι φιλελεύθερη ή σοσιαλιστική, να προσπαθήσει να συνάψει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο με το λαό, πριν βυθιστεί η χώρα στο χάος και στη αναρχία.

Έχοντας την άποψη δε ότι η εναλλακτική του χάους, η υποταγή δηλαδή στην Τρόικα, η οποία πλέον καθοδηγείται από την πρωσική Γερμανία και όχι από τις Η.Π.Α., δεν είναι από κανέναν Έλληνα επιθυμητή, θεωρούμε πως η κάθε στιγμή που περνάει ανεκμετάλλευτη είναι πολύτιμη – αφού το ηφαίστειο «βράζει», απειλώντας να εκραγεί ξαφνικά και ανεξέλεγκτα.

 

 Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι ένας σύγχρονος οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου – όπου και δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά για αρκετά χρόνια, με ιδιόκτητες επιχειρήσεις.

 

http://sofokleous10.gr/2012-07-24-09-27-56/243547-2013-11-26-14-12-24