Το καρφί, ή αλλιώς «The whistleblower», Έντουαρντ Σνόουντεν δικαίωσε τόσο τις κραυγές των απανταχού συνωμοσιολόγων όσο και τις συντεταγμένες καταγγελίες αριστερών ακτιβιστών, τελείως διαφορετικού πολιτικού μεγέθους φυσικά. Άναψε τη συζήτηση για τα κεκτημένα της δημοκρατίας, τους προστατευτικούς θεσμούς του κοινωνικού κράτους, τη συνθήκη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη βαλλόμενη ιδιωτικότητα, τους μηχανισμούς εθνικής ασφαλείας. Κι όλα αυτά από έναν νεαρό άνδρα, χωρίς πτυχίο Λυκείου καν. Ένας πραγματικά αόρατος άνθρωπος στην παγκόσμια κλίμακα των πολυπτυχιούχων μεσαζόντων. Έβγαλε στη δημοσιότητα εκατομμύρια απόρρητα data, που αποκάλυπταν επτασφράγιστα μυστικά του Πενταγώνου, της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας (N.S.A.), καθώς και της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (C.I.A.). Κατηγορείται για υποκλοπή κυβερνητικής περιουσίας, διαρροή εθνικού αμυντικού υλικού και ηθελημένη παράδοση μυστικών πληροφοριών σε μη εξουσιοδοτημένα άτομα. Κατηγορίες που επιφέρουν βαρύτατες ποινές.
Για τον Σνόουντεν, τις πράξεις του και τις επιπτώσεις τους, έχουν γραφτεί δύο σημαντικά βιβλία: No place to hide: Edward Snowden, the NSA, and the US Surveillance State (από τον δημοσιογράφο του Guardian Γκλεν Γκρήνγουωλντ), Φάκελος Σνόουντεν: Η ιστορία του Νο 1 καταζητούμενου ανθρώπου στον κόσμο (από τον πρώην ξένο ανταποκριτή του Guardian Λουκ Χάρντινγκ που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη). Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, ξετυλίγοντας το κουβάρι ενός σύγχρονου «Σμάιλυ», του κυρίου Έντουαρντ «Εντ» Σνόουντεν.
Ιδεαλιστής ή κατευθυνόμενος;
Πέρσι τέτοια εποχή το πρόσωπο ενός διοπτροφόρου συνεσταλμένου νέου, με κενό βλέμμα και λεπτεπίλεπτα χαρακτηριστικά, γέμισε τις οθόνες των μεγάλων τηλεοπτικών συγκροτημάτων, του διαδικτύου και τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Μια εικόνα στον αντίποδα του πρωτογονισμού όπως αποδιδόταν στον Οσάμα Μπιν Λάντεν ή στο φοιτητικό επαναστατικό προφίλ των Παλαιστίνιων τρομοκρατών. Ένα ατάραχο πρόσωπο που γειτνιάζει περισσότερο στο αφοριστικό πρότυπο του «λούζερ», κολεγιόπαιδου της διπλανής πόρτας. Οι αντιδράσεις ήταν άμεσες και εκτείνονταν από τη λατρεία έως τη χλεύη. Αμέσως δημιουργήθηκαν διαδικτυακές ομάδες υποστήριξης. Σε αυτή την πρώτη εντύπωση βοήθησαν και οι δημοσιογράφοι του Guardian, της εφημερίδας που δημοσιοποίησε αποκλειστικά το σκάνδαλο Σνόουντεν. «Δεν μπορώ να ζω πια σ’ έναν κόσμο που ό,τι κάνω κι ό,τι λέω, καταγράφεται», ήταν η πρώτη φράση-σύνθημα που βγήκε από τα χείλη του. Οι ανταποκρίσεις περιέγραφαν ένα παιδί που προσπαθεί απεγνωσμένα να ενηλικιωθεί: έξυπνο, ντροπαλό, επικοινωνιακό, πολυταυτοτικό. Μια ιδιοφυΐα στους υπολογιστές. Στο τελευταίο έπεσαν σίγουρα μέσα. Τα υπόλοιπα αφορούν άλλες επιστήμες. Στη μεθοριακή γραμμή αλήθειας και ψέματος, ο Σνόουντεν σκιαγραφήθηκε ως ένα θύμα του αδυσώπητου συστήματος ασφαλείας των Η.Π.Α. Οι σκελετοί του Γουώτεργκεητ βγήκαν από τη ντουλάπα. Το κατά πόσον αυτοί οι σκελετοί μπορούν να διατηρηθούν επαρκώς σε ένα περιβάλλον πολυεστιακής σχεδόν διακίνησης της πληροφορίας, άγνωστον.
Μάρτυρας ή απατεώνας; Κατευθυνόμενος ή ιδεαλιστής; Δύο βασικά διλήμματα, χωρίς καθαρή απάντηση μέχρι στιγμής. Διότι, σε μια εποχή τεκτονικών καπιταλιστικών κραδασμών, ο 29χρονος κατάφερε να γίνει σημείο συμπεριφορικής αναφοράς και πολιτικών συνθέσεων. Για πολλούς μελετητές, ο Σνόουντεν αποτελεί το μεταδημοκρατικό μοντέλο ανθρώπου. Ένα συντηρητικό, ασκητικό, αποϊδεολογικοποιημένο ον (όπως εννοείται σύμφωνα με τις μαρξιστικές αρχές), που αγαπά την εξιδανικευμένη ατομίκευση και την αποχαλίνωση των επιστημονικών εφαρμογών. Ένας homo technicus.
Η απορία μένει
O Έντουαρντ Τζόζεφ Σνόουντεν γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1983 στη Βόρεια Καρολίνα. Γόνος οικογένειας λιμενικών και δικαστικών υπαλλήλων. Ο έφηβος Έντουαρντ Σνόουντεν εμφάνιζε παραβατική συμπεριφορά με ροπή προς τον «διανοουμενισμό» και τον απομονωτισμό σύμφωνα με μαρτυρίες συνομηλίκων του. Μετά τη διαπαντός αποβολή του από το Λύκειο, ο Σνόουντεν ανέπτυξε έντονο ενδιαφέρον για την τεχνολογία των υπολογιστών και εισήλθε σε μια κλειστή ομάδα τεχνοφρικιών. Όπως λέγεται, γοητεύτηκε από την κουλτούρα των anime (γιαπωνέζικα καρτούν για ενήλικες), τα διαδραστικά βίντεο γκέιμ («Tekken») και άρχισε να μαθαίνει την ιαπωνική γλώσσα. Κατατάχτηκε στους Καταδρομείς, στο τμήμα τεχνολογικής υποστήριξης, κι έφτασε μέχρι το Ιράκ. «Ένιωθα την υποχρέωση να βοηθήσω στην απελευθέρωση ανθρώπων από την καταπίεση. Δυστυχώς ο στόχος ήταν να σκοτώνουμε απλώς Άραβες», σημείωνε στο ημερολόγιό του. Εκτιμάται ότι εκεί στρατολογήθηκε από την N.S.A. και η πρώτη του τοποθέτηση ήταν σεκιουριτάς σε μια αφανή εγκατάσταση της υπηρεσίας στο Πανεπιστήμιο του Μαίρυλαντ, πολύ κοντά στο δικαστήριο όπου δούλευε η μητέρα του. Μετά από λίγο πιάνει δουλειά ως πληροφορικάριος στην C.I.A. Μετά τη φυγή του από το σχολείο, η ακρίβεια στο βιογραφικό χάνεται. Υπάρχουν πάμπολλα διαθέσιμα στοιχεία της ζωής του όπως τα σταχυολογεί ο Λουκ Χάρντινγκ, αλλά η τεθλασμένη του διαδρομή από κλιμάκιο σε κλιμάκιο κι από τομέα σε τομέα των υπηρεσιών ασφαλείας δεν δείχνει όλη την εικόνα. Κάποια κομμάτια του παζλ λείπουν. Η πορεία διακλαδίζεται και η κύρια απορία μένει: με ποια κριτήρια στρατολογήθηκε ένας νεαρός, στη μετεφηβική του ηλικία σχεδόν, χωρίς τις στοιχειώδεις περγαμηνές σπουδών, ένας αυτοδίδακτος με μπόλικη φαντασία, που κατέληξε να κατέχει έναν ικανότατο όγκο κυβερνητικών πληροφοριών με διαστάσεις παγκόσμιας κλίμακας;
Άλλοι ισχυρίζονται πως ήταν απλώς ένας συμβασιούχος, άλλοι ένας κατώτατος υπάλληλος που του «πάσαραν» στοιχεία προς δημοσίευση και άλλοι βέβαια ότι είναι ένας καθαρός πράκτορας. Μια λέξη με ιδιαίτερα βεβαρημένο παρελθόν στις Η.Π.Α., μια έννοια σχεδόν ταμπού όπως αποδείχτηκε. Μια τηλεοπτική συνέντευξη στο NBC και στον δημοσιογράφο Μπράιαν Γουίλλιαμς έμελλε να συγκλονίσει την κοινή γνώμη. Ο Σνόουντεν ξεκαθάρισε on camera ότι η ιδιότητά του είναι κατάσκοπος. Εκπαιδεύτηκε, όπως είπε, με τον παραδοσιακό τρόπο, με πειθαρχία και άκρα μυστικότητα. Ζούσε και αναλάμβανε δουλειές ανά την υφήλιο, όπου η N.S.A. θεωρούσε ότι τον χρειάζεται. Χρησιμοποιούσε δε εκατοντάδες διαφορετικές ταυτότητες και προσωπεία, ανάλογα με την περίσταση. Περιέγραψε τον εαυτό του σαν ένα άτομο που είναι εξπέρ στα τεχνικά ζητήματα. Μοναδικός στο είδος του, είπε. Στη συνέχεια τόνισε χαρακτηριστικά ότι δεν δουλεύει για λογαριασμό άλλων (δεν νοικιάζει τις ικανότητές του σε ιδιώτες) και δεν στρατολογεί άλλους πράκτορες. Δούλεψε, όπως είπε, σε κατώτατο και μεσαίο επίπεδο τόσο για την N.S.A. όσο και για τη C.I.A. Σκοπός του ήταν, όπως υποστήριξε, η ανάπτυξη πηγών και μεθόδων κάτω από τις οποίες οι πληροφορίες θα παρέμεναν ασφαλείς και στις πλέον εχθρικές συνθήκες για τα συμφέροντα του αμερικανικού έθνους.
Το πρόβλημα της ιδιωτικότητας
Ο νεαρός κατάσκοπος έγινε η αφορμή για ένα ξεσκαρτάρισμα παλιών αλλά όχι ξεχασμένων υποθέσεων υποκλοπών. Πολλοί θυμήθηκαν τον Ντάνιελ Έλσμπεργκ και τον κομβικό του ρόλο στην κυβέρνηση Νίξον. Τον γερουσιαστή Φρανκ Τσερτς που από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 είχε προειδοποιήσει πως η N.S.A. είχε τη δύναμη «να καταστήσει απόλυτη την τυραννία στην Αμερική». Το σκάνδαλο «Minaret» που προώθησε η κυβέρνηση των ρεπουμπλικάνων για την παγίδευση των τηλεφωνικών γραμμών των ανθρώπων που αντιτίθεντο στον πόλεμο του Βιετνάμ όπως o Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ο Μοχάμεντ Άλι, η Τζέην Φόντα, ο συγγραφέας Μπέντζαμιν Σποκ, ο μαύρος ακτιβιστής Γουίτνεϋ Γιανγκ και δεκάδες γερουσιαστές. Ο πολιτικός βίος της Αμερικής συναντά τον καθρέφτη του σε χιλιάδες διακλαδιζόμενα στοιχεία διαρροών. Ένα εργαλείο εκβιασμών που από την εποχή του ΜακΚάρθυ έγινε το αγαπημένο παίγνιο των μηχανισμών στα άδυτα του Πενταγώνου. Σήμερα βρισκόμαστε στην εποχή της «Matrix» πληροφορίας, του «σύννεφου» των προσωπικών δεδομένων που αυτομάτως γίνονται δημόσια. Η ψευδαισθητική αλήθεια, μια παραλλαγή της συνειδησιακής μετάστασης αλά Τίμοθυ Λήρυ, όπως μας λέει ο Άγγλος τεχνοφιλόσοφος Ντέηβιντ Ήγκλεμαν. Στον κόσμο των παραγώγων απ’ όπου διέρρευσε η πρόσφατη κρίση, πρωταρχικός κανόνας στο ποντάρισμα των κερδών είναι η «αιχμαλωσία» των φαινομενικά ασήμαντων δεδομένων. Όλα έχουν τη χρησιμότητά τους, καθότι η διαχειριστική αξία δεν εξαρτάται από πολιτικές, ηθικές και συναισθηματικές τοποθετήσεις. Ο Όργουελ σίγουρα θα πάθαινε απανωτά εγκεφαλικά. Ο Έντουαρντ Σνόουντεν σε μια κρίσιμη συνέντευξή του στο Channel 4, την οποία αναδημοσίευσε η εφημερίδα Independent, βάζει όρια σε αυτόν τον μεταιχμιακό-κενό χώρο λέγοντας: «Τα παιδιά που γεννιούνται σήμερα, μεγαλώνοντας δεν θα είναι ικανά να συλλάβουν την έννοια της ιδιωτικότητας. Την έννοια του μη καταγεγραμμένου γεγονότος. Αυτό αποτελεί μείζον πρόβλημα, γιατί η ιδιωτικότητα αποσαφηνίζει το ποιοι είμαστε και ποιοι θέλουμε να είμαστε. Η συζήτηση που προκύπτει θα επιτρέψει να αποσαφηνιστεί η εμπιστοσύνη που θα πρέπει να έχουμε τόσο στην τεχνολογία καθαυτήν όσο και στις κυβερνητικές ρυθμίσεις».
Γκρήνγουωλντ και Χάρντινγκ: δύο συγγραφείς, ένα αίνιγμα
Η έκδοση του βιβλίου του διάσημου δημοσιογράφου του Guardian Γκλεν Γκρήνγουωλντ No Place to Hide: Edward Snowden, the NSA, and the US Surveillance State αποκάλυψε σημαντικά στοιχεία για τον εξωθεσμικό τρόπο λειτουργίας των μυστικών υπηρεσιών και κυρίως των κυβερνητικών Μ.Κ.Ο, που σκοπό τους έχουν την αναγωγή του πολίτη σε ένα ηλεκτρονικό πειραματόζωο. Ο Γκρήνγουωλντ επανέφερε στο προσκήνιο, όπως υπογραμμίζεται και στον υπότιτλο του βιβλίου, τη διάσταση της παρακολούθησης. Ως προέκταση της περιόδου Νίξον-Κέννεντυ, όπου το κράτος από τους άπειρους κοριούς κατάντησε να παρακολουθεί τον εαυτό του, με αποτέλεσμα να σχηματιστεί ένας εφιαλτικός λαβύρινθος με άγνωστους αποδέκτες, τώρα ο κάθε πολίτης βρίσκεται στο στόχαστρο. Για λόγους που το κράτος «ξέρει». Ο πατερούλης είναι πλέον η N.S.A.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του δημοσιογράφου, ο Σνόουντεν άρχισε να επικοινωνεί με τον δημοσιογράφο μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από τον χειμώνα του 2012. Ο δημοσιογράφος τον αγνοεί, νομίζοντας ότι είναι άλλος ένας τρελαμένος χάκερ που φαντασιώνεται διαδικτυακό αντάρτικο. Η επικοινωνία ξανάρχισε λίγους μήνες αργότερα. Αυτή τη φορά ο Σνόουντεν ήταν ο «Cincinnatus», ο Ρωμαίος στρατηλάτης Κιγκινάτος του 5ου αιώνα, που κατατρόπωσε τους εχθρούς της Ρώμης και γύρισε στη φάρμα του δίχως να ζητήσει οφίτσια. Λίγο πριν αποκαλύψει στον Γκρήνγουωλντ την πραγματική του ταυτότητα, ο δημοσιογράφος, όπως γράφει, κατάλαβε ότι είχε να κάνει με ένα νεαρής ηλικίας άτομο, που φαινόταν να κινείται στον χώρο της συντηρητικής Δεξιάς, με γνώσεις μοναδικές.
Ο Σνόουντεν, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο, είχε στην κατοχή του επεξεργασμένα στοιχεία για την εμπλοκή της βρετανικής κυβέρνησης με την N.S.A. στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Η σύνδεση των κυβερνητικών δικτύων των ισχυρότερων χωρών της Ευρώπης με την N.S.A. και τη C.I.A. δεν περιοριζόταν στις πολεμικές επιχειρήσεις, αλλά και στην παρακολούθηση δισεκατομμυρίων ιμέιλ, τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και διαδικτυακών υποκλοπών. Η κλίμακα των υποκλοπών είναι εξωφρενική. Μαθαίνουμε, για παράδειγμα, ότι η N.S.A. συνέλεξε για το 2013 αρχεία όλων των ξεχωριστών τηλεφωνικών κλήσεων που έκανε κάθε Αμερικανός πολίτης! Τα αρχεία περιλαμβάνουν το ποιος, το πού και το πότε των κλήσεων, γνωστών και ως «metadata», αλλά όχι το περιεχόμενο. Στο βιβλίο του Γκρήνγουωλντ γίνεται εκτενής αναφορά στους κοριούς του πρωθυπουργικού γραφείου της Άνγκελα Μέρκελ στην καγκελαρία. Όσον αφορά τα υπόλοιπα υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη, η N.S.A. επιφύλασσε ειδική μεταχείριση, διαβάζοντας με προσοχή τις συνδιαλέξεις. Ο Γκρήνγουωλντ επιχειρηματολογεί πως το σχέδιο «παγκόσμια παρακολούθηση» ουδόλως περιορίζεται στους τρομοκράτες, εχθρούς των Η.Π.Α. Είναι μια οργανωμένη προσπάθεια ατομικού ελέγχου. Στόχος: με αυτό τον τρόπο το κοινό θα είναι ευάλωτο και υποχωρητικό σε ό,τι του ζητείται. Υπό την παρούσα συνθήκη, η σχέση πολίτη και κράτους διαταράσσεται. Ο ιδιωτικός χώρος έχει προσβληθεί ανεπανόρθωτα.
Αν και το βιβλίο βοήθησε τον Guardian να μοιραστεί το Πούλιτζερ με την Washington Post, ο δεσμός Γκρήνγουωλντ και Σνόουντεν δεν έχει αποσαφηνιστεί. Τα στοιχεία φαίνονται εντυπωσιακά, αλλά οι ειδικοί λένε ότι είναι σκόρπια και δεν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς. Στο βιβλίο του Γκρήνγουωλντ υπάρχει η εξής απορία: «Πού σταματά η φαντασία του Σνόουντεν και πού αρχίζει η πραγματικότητα». Ο βραβευμένος πια Γκλεν Γκρήνγουωλντ –ο άνθρωπος που εμφανίζει τον Σνόουντεν σαν τον μοναχικό εκδικητή ενός διεφθαρμένου συστήματος– απαντά πως δεν υπάρχει διαχωρισμός. Όλα τα ειπωθέντα από τον αγέλαστο κατάσκοπο είναι αληθινά. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που στηλίτευσαν το βιβλίο για λογικά άλματα που στερούνται επιχειρημάτων. Πολλοί είπαν ότι όπως προχωρεί το βιβλίο, «εξαφανίζεται» ο Σνόουντεν και εμφανίζονται οι χρόνιες αντικυβερνητικές εμμονές και αγκυλώσεις του Γκλεν Γκρήνγουωλντ. Η Ιστορία, όπως πάντα, θα αποφανθεί σοφά στο μέλλον.
Ο Λουκ Χάρντιγκ είναι ένας από τους πιο έμπειρους ξένους ανταποκριτές στον κόσμο. Διακεκριμένο μέλος της δημοσιογραφικής οικογένειας του Guardian, έχει καλύψει τους πολέμους στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στη Συρία, στη Λιβύη, ενώ έχει υπηρετήσει στα κυριότερα νευραλγικά πόστα παγκοσμίως (Δελχί, Βερολίνο, Τόκιο, Καράκας, Μόσχα). Μάλιστα υπήρξε και διευθυντής του γραφείου του Guardian στη Μόσχα απ’ όπου απελάθηκε με απόφαση εξπρές το 2011, την περίοδο όπου άρχιζε η αναβίωση της ψυχροπολεμικής συνθήκης. Ο Χάρντινγκ χαρτογραφεί με τη μεγαλύτερη δυνατή ευκρίνεια το οδοιπορικό του Σνόουντεν που φτάνει μέχρι και τις διαρροές. Παράλληλα, συμπεριλαμβάνει και τις δραματικές πολιτικές εξελίξεις που διεξάγονταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα μετά την επέμβαση στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Τόσο στα κυβερνητικά γραφεία του άξονα Ουάσινγκτον-Βερολίνο-Λονδίνο-Μόσχα όσο και μεταξύ των οργανωτικών βραχιόνων των υπηρεσιών ασφαλείας. Νέοι αναπτυξιακοί πόροι, ενέργεια, τραπεζικές επενδύσεις, αναδιάταξη των σφαιρών επιρροής, εταιρική κατασκοπεία, ήταν και παραμένουν ανοιχτά ζητήματα που επηρεάζουν την παγκόσμια σκακιέρα.
Ο Φάκελος Σνόουντεν ξεκινά με τη μυστική συνάντηση στο ξενοδοχείο «Mira» του Χονγκ Κονγκ τη Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013. Εκεί, εκτός από τον Σνόουντεν, παρευρίσκονται ο Γκρήνγουωλντ, η συνεργάτιδά του Λώρα Πόιτρας –η σκηνοθέτις ενός ντοκιμαντέρ εφιάλτη του αμερικανικού στρατού με θέμα τα βασανιστήρια– και ο ανταποκριτής του Guardian στην Ουάσινγκτον Έγιεν ΜακΆσκιλ. Είναι η πρώτη επαφή, με τους δημοσιογράφους να ισορροπούν μεταξύ δέους και παρατήρησης. Ο 29χρονος καθόταν χαλαρός, με ρούχα βρόμικα, ψιθυρίζοντας πως «η κατασκοπεία έχει καταλάβει το διαδίκτυο. Με την N.S.A. εμπλέκεται σχεδόν όλη η Σίλικον Βάλλεϋ: Google, Microsoft, Facebook, Apple» του Στιβ Τζομπς που φαίνεται να τον θαύμαζε απεριόριστα. Ο κατάσκοπος συχνά πυκνά παραθέτει χωρία από γραπτά του Τζορτζ Όργουελ και του Άλντους Χάξλεϋ. Ο Σνόουντεν συνέλεγε δεδομένα για τους πάντες, όπου κι αν βρισκόταν, αποθηκεύοντάς τα επ’ αόριστον. Για τον εαυτό του χρησιμοποιεί συχνά τη λέξη πανοπτικόν. Ένας σημαντικός νεολογισμός του 18ου αιώνα που προέρχεται από τον φιλόσοφο και κωδικογράφο Τζέρεμυ Μπένθαμ. Περιέγραφε μια ευφυή κυκλική φυλακή όπου οι δεσμοφύλακες μπορούσαν να παρακολουθούν τους κρατούμενους ανά πάσα στιγμή, χωρίς οι τελευταίοι να γνωρίζουν ότι τους βλέπουν. Ο Χάρντινγκ παραμένει στο συναισθηματικό μεταίχμιο, προσπαθώντας να εξετάσει όχι μόνο το πρόσωπο που έχει απέναντί του, αλλά και τη διάσταση του φαινομένου. Μιας μυστηριώδους μέχρι πρότινος πηγής, που κανείς από τους δημοσιογράφους δεν πίστευε ότι υπήρχε. Αφού στο παρελθόν δεν υπήρχε η παραμικρή διαρροή στην N.S.A., και όλοι γνώριζαν ότι ο βασικός συλλέκτης πληροφοριών με έδρα το Φορντ Μηντ, ήταν τουλάχιστον απόρθητος. «Μα αυτός δεν είναι καν σε ηλικία που ξυρίζεται», αναφώνησε σαστισμένος ο Γκρήνγουωλντ όταν εμφανίστηκε μπροστά τους ο κάτωχρος Σνόουντεν, κρατώντας έναν κύβο του Ρούμπικ.
Εν συνεχεία, το βιβλίο του Χάρντινγκ ιχνηλατεί ενδελεχώς τη διαδρομή των διαδικτυακών αποτυπωμάτων του Σνόουντεν, ερευνώντας τον άνθρωπο πίσω από τον –κακά τα ψέματα– μύθο. Από την εποχή που ένας 18χρονος με το ψευδώνυμο «he trueHOOHA», φανατικός με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, με εντυπωσιακές γνώσεις ηλεκτρονικών υπολογιστών, έκανε αίσθηση με τα ποσταρίσματά του στον εξειδικευμένο ιστότοπο Ars Technica. Στο κατώφλι των 20 χρόνων ο Έντουαρντ Σνόουντεν είναι ήδη ένας γυρολόγος-μαθητευόμενος των υπηρεσιών ασφαλείας. Ένας χρυσός «ρούκι».
Στα καλύτερα κεφάλαια του βιβλίου, ο αναγνώστης εντοπίζει, όσο είναι δυνατόν, τις σκέψεις και τις ιδέες του κατασκόπου, ρίχνοντας φως στην ενηλικίωσή του μέσα στις μυστικές υπηρεσίες. Πολλά από τα γιατί παραμένουν αναπάντητα. Οι Ειδικές Δυνάμεις τον υιοθέτησαν, η C.I.A. τον ανέθρεψε, η N.S.A. τον άνδρωσε στέλνοντας τον ανά τον κόσμο, με τη διαβεβαίωση ότι λόγω των μεγάλων ικανοτήτων του μπορεί να προκριθεί στην ελίτ του στρατεύματος και ακολούθως σε νευραλγικές πολιτικές θέσεις ανά τον κόσμο. Μια οπωσδήποτε μη αμελητέα στον άνθρωπο που έχει στην κατοχή του 1,7 εκατομμύρια μυστικά έγγραφα της N.S.A. και 58.000 της βρετανικής υπηρεσίας αντικατασκοπίας G.C.H.Q.
Η ιστορία που ξετυλίγει ο Χάρντινγκ διαθέτει ενέργεια, κινηματογραφικό ρυθμό με τα απανωτά «κοψίματα», της λείπει όμως το πολιτικό βάθος και ο πεζογραφικός οίστρος. Ένα πληροφοριακό βιβλίο, εισαγωγής θα λέγαμε στο φαινόμενο της παγκόσμιας υποκλοπής. Ο Λουκ Χάρντιγκ ισχυρίζεται με αποστασιοποιημένο θαυμασμό ότι, εκτός από έξυπνος, ο Σνόουντεν είναι κι ένας άνθρωπος που λειτουργεί με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού. Άγνωστο πώς απέκτησε τέτοια σιδηρά αυτοπειθαρχία. Το βιογραφικό του και ο βετεράνος χρονογράφος της N.S.A. Τζέημς Μπάμφορντ δεν υποδηλώνουν κάτι αντίστοιχο. Φαίνεται πως ο Σνόουντεν μπορεί να χειραγωγήσει συναισθηματικά τους πάντες, υποκρινόμενος συνεχώς. Κατά τον Χάρτινγκ, ο φιλόδοξος και αλλόκοτος Σνόουντεν οδηγήθηκε στη διαρροή επειδή δεν άντεξε να σηκώνει επ’ αόριστον το βάρος της γνώσης του εύρους των παρακολουθήσεων. Όπως σημειώνεται, το κίνητρο του κατασκόπου για την πράξη του αυτή είναι να ενημερώσει το κοινό για τις ανομίες που έχουν διαπραχθεί στ’ όνομά του. Το κίνητρο κατά τον Σνόουντεν είναι πολιτικό, αν και ξέρει πως τα Μ.Μ.Ε. έχουν τάση να βάζουν στην άκρη την πολιτική και να προσωποποιούν τα θέματα. «Είμαι πρόθυμος να θυσιάσω τις ανέσεις και τη μυστική μου ταυτότητα, γιατί λόγω συνειδήσεως δεν μπορώ να αφήσω πλέον την αμερικανική κυβέρνηση να καταπατά την ελευθερία των πολιτών», λέει χαρακτηριστικά ο Σνόουντεν.
Ο Χάρντινγκ συνθέτει με υπερβολική λεπτομέρεια το χρονολόγιο της σχέσης του Σνόουντεν με τον Guardian από τα πρώτα κρυπτογραφικά ιμέιλ στον υπολογιστή του Γκρήνγουωλντ. Ουσιαστικά προσπαθεί να αναπαραστήσει τη δουλειά των συναδέλφων του ρεπόρτερ της εφημερίδας και να υπερασπιστεί το βραβείο της.
Ο Χάρντινγκ είχε δουλέψει σε παράλληλα θέματα με την υπόθεση Σνόουντεν: την υπόθεση, για παράδειγμα, των κοριών της βρετανικής αντικατασκοπείας και κύριου βραχίονα της N.S.A. στην Ευρώπη, όπως και για το περίφημο «Snowden effect» που επηρεάζει την οικονομία. Ο Χάρντινγκ ήταν περί του Σνόουντεν και όχι μέσα στον σκληρό πυρήνα της ομάδας που λάμβανε τα U.S.B. του κατασκόπου. Αυτό έχει μια διττή συνέπεια στο βιβλίο. Άλλοι θα το θεωρήσουν συνετό, λόγω της απόστασης του δημοσιογράφου από τον πυρετό των γεγονότων και άλλοι θα το βρουν διεκπεραιωτικό για τους ίδιους λόγους. Πάντως το βιβλίο φέρνει στην επιφάνεια ανατριχιαστικά στοιχεία για τον κρυφό τομέα της N.S.A., όπου παρακολουθεί και την παραμικρή κίνηση στο διαδίκτυο, μέσω τηλεφώνων. Επαναφέρει στην επικαιρότητα τη μεγάλη έρευνα κορυφαίων εφημερίδων το 2005 για την ύπαρξη παράνομων παρακολουθήσεων μέσω εταιρειών κολοσσών της κινητής τηλεφωνίας. Τον ίδιο χρόνο αργότερα, το Κογκρέσο προστάτεψε τελικά όσες εταιρείες συνεργάζονταν με την N.S.A., δίνοντας ουσιαστικά το πράσινο φως για περαιτέρω δραστηριότητα.
… και ένας στρατηγός
Κομβικό πρόσωπο στην ιστορία εμπλοκής της N.S.A. με την κεντρική πολιτική σκηνή φαίνεται να έπαιξε ο στρατηγός Κηθ Αλεξάντερ, ο οποίος ήταν επικεφαλής της υπηρεσίας μέχρι τον περασμένο Μάρτιο. Ο Κηθ Αλεξάντερ είχε το γενικό πρόσταγμα των υπηρεσιών ασφαλείας στο κατεχόμενο Ιράκ. Το μότο του ήταν «Σαρώστε τα όλα». Ο Γκρήνγουωλντ αποκαλύπτει πως υπό τις διαταγές του η N.S.A. επεκτάθηκε σε όλο τον κόσμο. Μάλιστα έφτασε και σε άλλους τομείς πέρα από την εθνική κατασκοπεία. Στήνοντας αυτί σε αξιωματούχους της Ε.Ε. και του Eurogroup, ακόμη και σε πρωθυπουργούς. Τα τελευταία χρόνια δε, αντιπρόσωποι της N.S.A. λαμβάνουν μέρος ως ομιλητές σε σημαντικά παγκόσμια φόρουμ που αφορούν την ενέργεια. Ο διάλογος για το διαχωριστικό σημείο των ατομικών ελευθεριών και της εθνικής ασφάλειας, της δημοκρατίας και των αντισυνταγματικών επεμβάσεων, πυροδοτεί έντονους διαπληκτισμούς στις Η.Π.Α και κατ’ επέκταση στον δυτικό κόσμο.
Οι επικριτές φωτογραφίζουν τον Γκλεν Γκρήνγουωλντ και τον Λουκ Χάρντινγκ ως θιασώτες μιας αλήθειας που αποκαλύπτεται ως θεία επιφοίτηση. Υποστηρίζουν ότι η άκριτη συμπόρευση με τα «καρφιά» των μυστικών υπηρεσιών είναι ευθέως ανάλογη με την υποχώρηση της κινηματικής δυνατότητας στις τάξεις των ακτιβιστών, όσο και με τη φυλλορροούσα αίσθηση της έρευνας μεταξύ των δημοσιογράφων. Η κριτική εστιάζεται όχι τόσο στην αφήγηση των αποκαλύψεων Σνόουντεν αυτών καθαυτές αλλά στην ηθική υποστήριξη των καταδοτών («whistleblower’s ethics») μέσα στις τάξεις του κοινωνικού ριζοσπαστισμού. Μια στάση που παραδέχεται την εσκεμμένη αμάθεια των μαζών, τοποθετώντας τα «καρφιά» στους κόλπους μιας φαντασιακής επαναστατικής ελίτ. Ο θεωρητικός της πολιτικής επιστήμης Ραούλ Σάγκαρ στο βιβλίο του Secrets and Leaks: The Dilemma of State secrecy εστιάζει σε αυτή την ηθική πρόσληψη ενός «καρφιού» γενικότερα και του Σνόουντεν ειδικότερα: «Είναι τουλάχιστον αφελές να δεχτεί κανείς την πρακτική της διαρροής σαν μια μορφή πολιτικής ανυπακοής, μια ηθικά δικαιωμένη πράξη αντίστασης. Οι διαρροές θα εξακολουθήσουν να γίνονται και ώς κάποιον βαθμό μπορεί να αποδειχτούν ευεργετικές. Θα πρέπει όμως να αποφύγουμε την εξιδανίκευση».
Ποινικοποίηση των πολιτών
Μετά την απογείωση των αποκαλυπτικών γεγονότων, προσγειώθηκε το περίφημο «Snowden effect» που αναφέραμε παραπάνω. Ο όρος αναφέρεται στον κίνδυνο που διατρέχει η τεχνολογική βιομηχανία και το διαδίκτυο εν γένει. Έγκυροι αναλυτές ισχυρίζονται ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το διαδίκτυο δεν είναι τα ίδια πλέον. Η παγκόσμια έκταση της αμερικανικής κυβερνητικής κατασκοπείας έχει φέρει πτώση κερδών σε μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας, αφού οι εταίροι τους, κυρίως από την Ευρώπη και την Ασία, αποσύρονται. Ειδικοί λένε πως οι διαρροές Σνόουντεν αναδεικνύουν τα λάθη της αρχιτεκτονικής δομής του διαδικτύου. Το «σύννεφο» των ογκωδέστατων servers που επιτρέπει σε εκατομμύρια κόσμου να επικοινωνεί, επιτηρείται τελικά από εταιρείες υψηλής τεχνολογίας και μυστικές υπηρεσίες, όπου έχουν πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα του καθενός.
Πρόσφατη μεγάλη δημοσκόπηση στα αμερικανικά μέσα έδειξε ότι το 24% των πολιτών της χώρας του τον στηρίζει. Το 34% διαφωνεί με τις πράξεις του και το 40% δεν έχει σχηματίσει άποψη. Ανάμεσα στη νεολαία το 32% δηλώνει υπέρ και το 20% κατά, ενώ και εδώ το 47% δεν έχει σχηματίσει άποψη.
Τελευταία ο Σνόουντεν απέκτησε έναν ένθερμο υποστηρικτή στο πρόσωπο του πρώην Αμερικανού αντιπροέδρου Αλ Γκορ. Ο οποίος χαρακτήρισε τη διαρροή απόρρητων εγγράφων σημαντική υπηρεσία προς τον λαό. Το σίγουρο είναι ότι, παρά τις σημαντικές αποκαλύψεις του, ο Έντουαρντ Σνόουντεν έχει διχάσει τον κόσμο. Η θηριώδης έκταση των αποκαλύψεων δεν έχει ξεκαθαρίσει γιατί επελέγη το συγκεκριμένο πρόσωπο σε θέσεις-κλειδί της N.S.A. και κυρίως τι τον ώθησε να καρφώσει. Ιδεολογική αφύπνιση; Τρόμος από τη βουλιμία της υπηρεσίας για υποκλοπές; Άνευ όρων υπεράσπιση του ιδιωτικού βίου; Ηθική αποκατάσταση; Δημοσιότητα; Κάτι άλλο; Πάντως η υπόθεση θέτει ολιστικά το ζήτημα της καθολικής παρακολούθησης ως κύριας μορφής ποινικοποίησης των πολιτών. Της προληπτικής ομηρίας τους. Η ιδιωτικότητα καταστρατηγείται και τη θέση της καταλαμβάνει ο φακός μιας αόρατης κάμερας. Κάτι αντίστοιχο με αυτό που είχε δείξει και ο Φράνσις Φορντ Κόππολα με την ταινία του Η συνομιλία το 1974. Αν προσγειωθούμε στο πεδίο της πολιτικής κι αφήσουμε για λίγο το πρόσωπο στην άκρη, ο καθένας αναρωτιέται όχι για τη χρησιμότητα αυτή καθαυτήν της εκτεταμένης υποκλοπής, αλλά το κατά πόσο οι υπηρεσίες ασφαλείας επηρεάζουν σε μέγιστο βαθμό κυβερνητικές αποφάσεις που έχουν άμεση επίπτωση στη ζωή μας.
Ο Έντουαρντ Σνόουντεν καταλαμβάνει την πρώτη θέση ανάμεσα σε αυτούς που έσπασαν τα δεσμά της σιωπής. Από δω και πέρα δεν μπορούμε να κάνουμε τα στραβά μάτια στην πορνογραφική αφισοκόλληση των ατομικών ελευθεριών στον «τοίχο» των Μυστικών Υπηρεσιών. Η σαδιστική συσσώρευση της πληροφορίας δεν είναι τίποτε άλλο από την καταναλωτική μανία του αυταρχισμού που ζει και βασιλεύει ερήμην της βούλησης των πολιτών. Κι αυτή η πραγματικότητα μοιάζει με τους χειρότερους εφιάλτες της ανθρωπότητας. Όλοι δικτυωμένοι, όλοι διωκόμενοι.
πηγή: ΧΡΟΝΟΣ 15 (07.2014)
Πηγές
BBC
Guardian
New York Times
Channel 4
NBC
The Huffington Post
Al Jazeera
Boston Review
Spiked
The Nation
Independent
Ελευθεροτυπία
Χάρντινγκ, Λουκ, Φάκελος Σνόουντεν: Η ιστορία του Νο 1 καταζητούμενου ανθρώπου στον κόσμο, μτφρ. Α. Καλοκύρης, Καστανιώτης, Αθήνα 2014.
Greenwald, Glenn, No Place to Hide: Edward Snowden, the NSA and the US Surveillance State.
Sagar, Rahul, Secrets and Leaks: The Dilemma of State secrecy.
*Ο Νίκος Κουρμουλής γεννήθηκε στον Πειραιά τον Μάρτιο του 1972. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ, με ειδίκευση στην παραβατικότητα ανηλίκων. Όταν γύρισε στην Ελλάδα, σπούδασε κινηματογράφο και σενάριο στη σχολή Σταυράκου. Κατόπιν δούλεψε για μια δεκαετία γεμάτη στην εφημερίδα Ο Κόσμος του Επενδυτή ως πολιτιστικός συντάκτης. Διετέλεσε σύμβουλος προγράμματος στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Εν συνεχεία συνεργάστηκε με την εφημερίδα Αυγή ως κριτικός βιβλίου, ενώ εδώ και έξι χρόνια συνεργάζεται με τον ραδιοφωνικό σταθμό «Στο Κόκκινο 105,5» σε θέματα πολιτισμού και βιβλίου. Μαζί με τη Θάλεια Καραμολέγκου παρουσιάζει τη βιβλιοφιλική εκπομπή «Ορίζοντας το Κενό». Επίσης, είναι συντάκτης στον ιστότοπο «Βοοkpress».
http://aristeroblog.gr/node/2667