Καλά τα λέει ο Κρούγκμαν, αλλά ποιός τον ακούει;

Κώστας Λαπαβίτσας.

Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του Κρούγκμαν στους Νιου Υορκ Τάιμς – το οποίο αναπαράγει ανερυθρίαστα το Βήμα (31/8/2013) – συγκρίνει την κρίση της Ελλάδας με την κρίση της Ινδονησίας το 1997-98.
 
Γράφει ο Κρούγκμαν:
 
“Η περίοδος πριν από την ασιατική κρίση είχε πολλές ομοιότητες με την κρίση που πλήττει σήμερα την Ελλάδα, την Ισπανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.  Και στις δύο περιπτώσεις, αφετηρία ήταν η υπερβολική αισιοδοξία του ιδιωτικού τομέα, με τεράστιες ροές δανεισμού από το εξωτερικό να πηγαίνει κυρίως στον ιδιωτικό τομέα. Και στις δυο περιπτώσεις, η αισιοδοξία μετατράπηκε σε απαισιοδοξία με εκπληκτική ταχύτητα, επισπεύδοντας την κρίση”.
 
Θα εκπλαγούν πολλοί με την παρατήρηση για τις ροές δανεισμού γιατί σπάνια αναφέρεται ότι στην Ελλάδα η μεγάλη διόγκωση του συνολικού δανεισμού το 2001-9 όντως συνέβη στον ιδιωτικό και όχι στο δημόσιο τομέα. Οι ροές κεφαλαίων από το εξωτερικό και η άφθονη δημιουργία πιστώσεων στο εσωτερικό αντιστοιχήθηκαν κυρίως με δανεισμό των νοικοκυριών και των τραπεζών. Δεν υπάρχει βέβαια αμφιβολία ότι και το δημόσιο αύξησε το δανεισμό του, αλλά σαφώς λιγότερο από τον ιδιωτικό τομέα.
 
Το πρόβλημα με το δανεισμό του δημοσίου την περίοδο αυτή δεν ήταν τόσο ο όγκος του, όσο η αλλαγή στη σύνθεσή του. Το ευρώ επέτρεψε στο ελληνικό κράτος να αποζητήσει πηγές δανεισμού ελεύθερα στο εξωτερικό. Οι Έλληνες πολιτικοί, μέσα στο αμέριμνο κλίμα ‘εκσυγχρονισμού’ εκείνης της περιόδου, εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και η Ελλάδα βρέθηκε να χρωστάει κυρίως σε Ευρωπαίους αντί για Έλληνες δανειστές. Τα αποτελέσματα τα ζούμε εδώ και τρία χρόνια.
 
Θα εκπλαγούν επίσης πολλοί διαβάζοντας ότι ουσιαστική αιτία της κρίσης είναι η υπεραισιοδοξία του ιδιωτικού τομέα. Έχει κυριαρχήσει, βλέπετε, η φιλολογία περί ‘κακού και σπάταλου’ δημόσιου, ‘τεμπέληδων’ δημοσίων υπαλλήλων, και ούτω καθεξής. Και ποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι το ελληνικό δημόσιο έχει βαθιά δομικά προβλήματα που απαιτούν ριζική αλλαγή; Αλλά η μακροοικονομική ανάλυση δεν έχει σχέση με καφενειακές κουβέντες του τύπου ‘δεν είμαστε κράτος σωστό’ και ‘δεν είμαστε φυσιολογική ‘ευρωπαϊκή’ χώρα’. 
 
Το κύριο μακροοικονομικό αίτιο της κρίσης της ευρωζώνης είναι παρόμοιο με αυτό της Άπω Ανατολής του ’90, δηλαδή η απώλεια ανταγωνιστικότητας από την περιφέρεια που καλύφθηκε για ένα διάστημα από ροές κεφαλαίων (δηλαδή δανεισμό) από το κέντρο ακριβώς γιατί δανειστές και δανειζόμενοι επέδειξαν υπεραισιοδοξία χωρίς βάση. Οι πηγές της κρίσης πρέπει να αναζητηθούν στον ιδιωτικό και όχι στο δημόσιο τομέα, κάτι που η Γερμανία αποφεύγει επιμελώς να κάνει γιατί τότε θα φανεί ότι το κύριο χαρακτηριστικό της κρίσης είναι τα τεράστια εξωτερικά γερμανικά πλεονάσματα που αντικαθρεφτίζονται στα εξωτερικά ελλείμματα της περιφέρειας.
 
Η πραγματική φύση του προβλήματος φάνηκε το 2009-10, όταν επιτέλους οι παγκόσμιες αγορές κατάλαβαν τι γινόταν στην περιφέρεια και αντέστρεψαν βίαια τις ροές κεφαλαίου. Στέρεψαν ξαφνικά οι χρηματοπιστωτικές αγορές για τις χώρες της περιφέρειας, όπως είχε συμβεί και στην Ασία το 1997-8, και κυριάρχησε απόλυτη απαισιοδοξία. Αν οι συνθήκες ήταν οι συνηθισμένες, για παράδειγμα, αυτές της Ασίας το 1997-8, το αποτέλεσμα θα ήταν οξύτατη συναλλαγματική κρίση με συντριβή της ισοτιμίας. Δεδομένου όμως ότι οι χώρες της περιφέρειας ανήκαν στην ΟΝΕ, δεν υπήρχε ισοτιμία για να συντριβεί. Κι έτσι το αμετακίνητο ευρώ συνέτριψε την κοινωνία και την οικονομία τους.
 
Πράγμα που γνωρίζει καλά ο Κρούγκμαν ως ένας από τους κυριότερους σύγχρονους θεωρητικούς των διεθνών κρίσεων της εποχής μας:
 
“Αντίθετα προς την Ελλάδα όμως, οι χώρες της κρίσης του 1997 διέθεταν το δικό τους νόμισμα το οποίο υποτιμήθηκε κατακόρυφα έναντι του δολαρίου. Αρχικά η υποτίμηση του νομίσματος προκάλεσε οξεία οικονομική αντιξοότητα … Το αποτέλεσμα ήταν σοβαρή οικονομική συρρίκνωση, σε κλίμακα ανήκουστη από την Μεγάλη Υφεση. Ευτυχώς οι άσχημες εποχές δεν διήρκεσαν και τόσο πολύ. Η ίδια η αδυναμία των νομισμάτων των χωρών αυτών έκανε τις εξαγωγές τους ιδιαιτέρως ανταγωνιστικές και σύντομα όλες τους _ ακόμη και η Ινδονησία που είχε πληγεί χειρότερα _ ανάκαμψε με αιχμή τις εξαγωγές … Το 2003, η ινδονησιακή οικονομία ξεπέρασε την προ κρίσης κορύφωση ενώ πέρσι ήταν κατά 72% μεγαλύτερη απ’ όσο το 1997.”
 
Ενώ στην Ελλάδα: 
 
” … η παραγωγή έχει μειωθεί κατά περισσότερο από 20% από το 2007 και συνεχίζει να μειώνεται δραματικά. Κανείς δε γνωρίζει πότε θα αρχίσει η ανάκαμψη και υποθέτω ότι ελάχιστοι περιμένουν ότι η ελληνική οικονομία θα ανακάμψει στα προ κρίσης επίπεδα αυτή την δεκαετία.”
 
Τυχερή η Ινδονησία. Είχε εθνικό νόμισμα, το υποτίμησε και άρα έδωσε ανάσα στην εγχώρια οικονομία. Τυχερή ακόμη γιατί δεν είχε εταίρους να επιμένουν σε δολοφονική λιτότητα όταν η οικονομία της βρισκόταν σε ύφεση χωρίς προηγούμενο. Άτυχη η Ελλάδα. Η ΟΝΕ, το απάνεμο λιμάνι, το αποκορύφωμα της εθνικής καταξίωσης, το κλαμπ που της έδωσε ταυτότητα στον κόσμο, την κατέστρεψε. 
 
Λέει ξεκάθαρα ο Κρούγκμαν ότι η πολιτική της ‘εσωτερικής υποτίμησης’ και της αυστηρής λιτότητας που φέρνει η συνεχιζόμενη συμμετοχή στην ΟΝΕ είναι αυτοκτονική. Δεν είναι φυσικά ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος στο διεθνές στερέωμα που το διαπίστωσε. Αλλά ακόμη και τώρα αυτή η στοιχειώδης μακροοικονομική του διαπίστωση φαντάζει αιρετική στην Ευρωζώνη, όπου πλημμυρίσαμε από ‘αναλύσεις’ του τύπου ‘διεφθαρμένοι Έλληνες’, ‘οκνηροί Νότιοι’, ‘υπερδιογκωμένο δημόσιο’, ‘σάπιο πολιτικό σύστημα’ και τα παρόμοια. Πράγματα κατάλληλα για χαλαρή κουβέντα στην ταβέρνα, αλλά μη ανεκτά σε δοκίμιο πρωτοετούς των οικονομικών.   
 
Φαντάζει δε ακόμη πιο αιρετική στην Ελλάδα, όπου πρόσφατα περίσσεψαν οι ανάλαφρες διαβεβαιώσεις ότι η χώρα είναι έτοιμη να ανακάμψει δυναμικά. Πρωτοστατεί ο Υπουργός Οικονομικών ο οποίος, αν θυμάστε, μας διαβεβαίωνε προ μηνών ότι είναι ‘εκατό τοις εκατό βέβαιος’ ότι το Σεπτέμβριο θα έχουμε ήδη επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Προφανώς πιστεύει σε αυτό που ο Κρούγκμαν, σε άλλο κείμενό του, είχε εύστοχα ονομάσει ‘η νεράιδα της εμπιστοσύνης’. Όταν η μακροοικονομική ανάλυση δεν καταλήγει στα συμπεράσματα που θέλουμε, τότε επικαλούμαστε τη νεράιδα που αμέσως ανεβάζει τις επενδύσεις, τονώνει τις πιστώσεις, βελτιώνει την κατανάλωση και φέρνει ανάκαμψη.
 
Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι ο κυριότερος μηχανισμός ανάκαμψης χωρών που αντιμετώπισαν κρίση παρόμοια με της Ελλάδας ήταν η υποτίμηση του νομίσματος. Δεν πρόκειται να υπάρξει δυναμική ανάκαμψη με το τρέχον πλαίσιο οικονομικής πολιτικής. Η Ελλάδα θα κάνει πολλά χρόνια για να καλύψει της απώλειες του εθνικού προϊόντος της, όπως σωστά λέει ο Κρούγκμαν. Αν θέλει άλλη πορεία, χρειάζεται άλλη οικονομική πολιτική, άλλη κυβέρνηση και, άνευ αμφιβολίας, άλλον Υπουργό Οικονομικών.

http://costaslapavitsas.blogspot.gr/2013/08/blog-post_31.html