Γράφει η Ιωάννα Κοντούλη
Με ιδιαίτερα οδυνηρό τρόπο και ενώ η οικονομική κρίση μαίνεται, η συρρίκνωση του μισθού μας είναι αβάσταχτη όχι μόνο εξ’ αιτίας της μείωσής του αλλά και γιατί αυτό που ονομάζουμε δημόσια συλλογικά αγαθά υποβαθμίζονται συνεχώς.
Η εξαφάνιση μέρα την μέρα του κοινωνικού κράτους αφήνει τους πολίτες φτωχότερους και απροστάτευτους. Ολοένα περισσότεροι αδυνατούν να εξασφαλίσουν αυτό που λέμε στοιχειώδες επίπεδο διαβίωσης.
Η απώλεια της εργασίας είναι καθημερινή απειλή. Ο πόνος της ανεργίας όμως δεν είναι μόνο οικονομικός, ο κίνδυνος της περιθωριοποίησης, του αποκλεισμού ακόμα και της «ρατσιστικής» αντιμετώπισης είναι εξίσου οδυνηρά για τον άνεργο.
Η ανεργία εκτινάσσεται δημιουργώντας μέγιστο κοινωνικό πρόβλημα. Όμως ακόμα και όσοι έχουν την τύχη να εργάζονται δεν διασφαλίζουν παρά μόνο το στοιχειώδες επίπεδο διαβίωσης , η φτώχεια και η ανέχεια εκτινάσσονται καθώς οι θιασώτες του μικρότερου Κράτους και της ελεύθερης αγοράς –άρα και της αγοράς εργασίας- επιβάλλουν τον κατώτερο μισθό δια νόμου!
Από την 1/4/2013 η κυβέρνηση θα έχει το θεσμικό εργαλείο για να διαμορφώσει σε όποιο επίπεδο θέλει τον κατώτατο μισθό. Η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα θα αυξηθούν, λένε, αν οι μισθοί κατρακυλήσουν. Λένε ακόμη, ότι με αυτό τον τρόπο θα αντιμετωπιστεί η ανεργία των νέων….
Έτσι λένε … αν και γνωρίζουν πως η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα μόνο σε ένα κάποιο βαθμό επηρεάζονται θετικά από τους πολύ χαμηλούς μισθούς, όπως επίσης γνωρίζουν ότι οι πολύ χαμηλοί μισθοί επηρεάζουν αρνητικά την παραγωγή, τα δημόσια έσοδα και τον δυναμισμό της οικονομίας.
Πώς μπορούν άλλωστε οι χώρες του ευρωπαϊκού βορρά, με διπλάσιους ή πολλαπλάσιους σήμερα από εμάς μισθούς, να συνεχίζουν να παράγουν και να εξάγουν, έστω και σε χαμηλότερους ρυθμούς από πριν, την ώρα που εμείς βυθιζόμαστε στην ύφεση;
Όμως, παρά το γεγονός ότι για την οικονομική κρίση δεν ευθύνονται οι εκάστοτε κατώτεροι μισθοί αλλά παράγοντες που συναρτώνται με την επί δεκαετίες χάραξη και υλοποίηση μιας καταδικασμένης να χρεοκοπήσει κάποτε οικονομικής πολιτικής καθώς και παράγοντες που σχετίζονται με τους μηχανισμούς παραγωγής και διανομής του πλούτου και τον «αεριτζιδισμό», καμιά τεκμηριωμένη και ουσιαστική συζήτηση στα θέματα αυτά, όσο και στα θέματα που αφορούν το μοντέλο παραγωγής και τα πρότυπα κατανάλωσης, δεν γίνεται.
Υπάρχει ωστόσο και μια άλλη πλευρά αυτού του ζητήματος, που επίσης οι περισσότερες πολιτικές δυνάμεις της χώρας –και θα ήθελα εδώ να αναφερθώ ιδιαίτερα στις αντιπολιτευόμενες- δεν συζητούν. Αφορά στην σχετική ευημερία ενός μέρους της κοινωνίας μας, πραγματική ή πλασματική, η οποία είχε βασιστεί σε μια οικονομία με πήλινα πόδια, μια οικονομία που βαθμιαία εκθεμελίωσε τον παραγωγικό κορμό της χώρας, ευάλωτη στα παιχνίδια των αγορών και των οίκων αξιολόγησης.
Χρόνια τώρα εδραιώθηκε στη συνείδησή μας η εντύπωση ότι ευημερία είναι η διαρκώς μεγαλύτερη κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών. Τα κοινωνικά στερεότυπα ήταν κομμένα και ραμμένα σε αυτό το καταναλωτικό πρότυπο.
Όταν ο πραγματικός μισθός δεν έφτανε, τότε η λύση του δανεισμού ήταν αυτή που το συντηρούσε και έτσι τα κέρδη που συσσωρεύονταν ανέβαζαν εκτός από την χρηματιστηριακή φούσκα και την φούσκα αυτής της ευημερίας.
Παρότι και πριν την κρίση δεν ήμασταν όλοι στην ίδια οικονομική κατάσταση, ούτε καταναλώναμε όλοι με τον ίδιο τρόπο, η επικράτηση του υπερκαταναλωτισμού ήταν η αναγκαιότητα για να στηριχτεί η πλασματική οικονομική μεγέθυνση.
Μια οικονομική μεγέθυνση που φέρνει στα όρια τους και ξεπερνά τις αντοχές των ανθρώπων αλλά και του πλανήτη. Σήμερα επιβάλλονται με αντιδημοκρατικό τρόπο θυσίες ακριβώς με την ελπίδα – κρυφή ή φανερή – ότι μετά από χρόνια θα … γυρίσουμε στα παλιά!
Όσο συνεχίζουμε να πιστεύουμε σε αυτό το ίδιο μοντέλο και ότι «ευημερούμε» κατά μόναςκαταναλώνοντας συνεχώς όλο και περισσότερα υλικά αγαθά , ελεύθερο χρόνο, ελεύθερο χώρο θα συνεχίζουμε να δεσμεύουμε την ζωή μας και το μέλλον μας με όλο και μεγαλύτερη κοινωνική ανισότητα, δυστυχία, φτώχεια, περιβαλλοντική καταστροφή , ακόμα και αν για κάποιους θα υπάρχουν διαλείμματα επίπλαστης ευημερίας.
Παραφράζοντας Τσέχο συγγραφέα που διάβαζε η γενιά μου, «η πραγματική ευημερία είναι αλλού»… Να μη χάσουμε συνεπώς την ελπίδα, πως κάθε μέρα, όλο και περισσότερο θα συνειδητοποιούμε ότι πρέπει να τα αλλάξουμε όλα αν θέλουμε να σωθούν οι άνθρωποι και ο τόπος μας.