ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ- ΑΣΑΛΕΥΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ
Σήμερα νομίζεται καλὸς σὲὅλα, ὅποιος εἶναι ἀδιάφορος, ὅποιος δὲν νοιάζεται γιὰ τίποτα, ὅποιος δὲν νιώθει καμιὰ εὐθύνη. Ἀλλιῶς τὸν λένε σωβινιστή, τοπικιστή, μισαλλόδοξο, φανατικό. Ὅποιος ἀγαπᾶ
τὴν χώρα μας, τὰἤθη καὶἔθιμά μας, τὴν παράδοσή μας, τὴν γλώσσα μας, θεωρεῖται ὀπισθοδρομικός. Οἱ ἀδιάφοροι παιρνοῦν γιὰ φιλελεύθεροι ἄνθρωποι, γιὰ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦνε μὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ ἔχουν γιὰ πιστεύω τὴν καλοπέραση, τὸ εὔκολο κέρδος, τὶς εὐκολίες, τὶς ἀναπαύσεις, κι ἂς μὴν ἀπομείνῃ τίποτα ποὺ νὰ θυμίζῃ σὲ ποιὸ μέρος βρισκόμαστε, ἀπὸ ποὺ κρατᾶμε,
ποιοὶ ζήσανε πρὶν ἀπὸ μᾶς στὴν χώρα μας. Ἡ ξενομανία μᾶς ἔγινε τώρα σωστὴ ξενοδουλεία, σήμερα περνᾶ γιὰ ἀρετή, κι ὅποιος ἔχῃ τούτη τὴν ἀρρώστεια πιὸ βαρειὰ παρμένη, λογαριάζεται γιὰ σπουδαῖος ἄνθρωπος.
Ἡ Ἑλλάδα ἔγινε ἕνα παζάρι ποὺ πουλιοῦνται ὅλα, σὲ ὅποιον θέλῃ νὰ τὸ ἀγοράσῃ. Καταντήσαμε νὰ μὴν ἔχουμε ἀπάνω μας τίποτα ἑλληνικό, ἀπὸ τὸ σῶμα μας ἴσαμε τὸ πνεῦμα μας. Τὸ μασκάρεμα ἄρχισε πρῶτα ἀπὸ τὸ πνεῦμα, καὶὕστερα ἔφθασε καὶ στὸ σῶμα. Περισσότερο ἀντιστάθηκε σὲ αὐτὴ τὴν παραμόρφωση ὁ λαὸς καὶ βαστάξε καμπόσο, μὰ στὸ τέλος τὸν πῆρε τὸ ρεῦμα καὶ πάει καὶ αὐτός. Μάλιστα εἶναι χειρότερος ἀπὸ τοὺς γραμματισμένους. Τώρα μαϊμουδίζει τὰ φερσίματα καὶ τὶς κουβέντες ποὺ βλέπει στὸν κινηματογράφο, ἔγινε ἀφιλότιμος καὶἀδιάντροπος. Ἐνῷ πρῶτα ξεχώριζε ἀπὸἄλλες φυλές, γιατὶἦταν σεμνός, φιλότιμος, ντροπαλός, καλοδεκτικός, τώρα ἔγινε ἀγνώριστος. Τὰὄμορφα χαρακτηριστικά του σβήνουνε μέρα μὲ τὴν μέρα. Καὶ οἱ λιγοστοὶ ποὺ διατηροῦνε ἀκόμη λίγα σημάδια ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς, παρασέρνονται σὲ αὐτὴ τὴν παραμόρφωση ἀπὸ τοὺς πολλούς, ποὺ εἶναι οἱἔξυπνοι, οἱ συγχρονισμένοι, οἱ μοντέρνοι, ἀλλὰ ποὺ εἶναι στ᾿ἀληθινὰ οἱἀναίσθητοι καὶ οἱἀποκτηνωμένοι. Οἱ καλοὶ ντρέπονται γιατὶ εἶναι καλοί, συμμαζεμένοι καὶ μὲἀνατροφή. Οἱἄλλοι τοὺς λένε καθυστερημένους. Συμπαθητικὸς ἄνθρωπος δύσκολα βρίσκεται πιὰ σήμερα στὸν τόπο μας. Ἡ μόδα εἶναι νὰ εἶναι κανεὶς ἀντιπαθητικός, κρύος, ἄνοστος καὶ μάγκας. Μάλιστα ὅπως ὅλα φραγκέψανε, φράγκεψε καὶὁ μάγκας.
Οἱ πιὸἀγράμματοι ἀνακατώνουνε στὴν κουβέντα τους κάποια ἐγγλέζικα καὶἐκεῖ ποὺ δὲν χρειάζονται. Ὅσο γιὰ τοὺς γραμματισμένους, ὅλη ἡ γραμματοσύνη τους εἶναι νὰ μιλᾶνε ἐγγλέζικα καὶ σὲ λίγο καιρὸ δὲν θὰὑπάρχει Ἕλληνας νὰ μιλᾶἑλληνικά. Ἂς καταργηθῇ λοιπὸν ἡἑλληνικὴ γλώσσα ὁλότελα, νὰ μὴν κουράζονται τὰ παιδιά μας στὴν ἄσκοπη ἐκμάθευσή της. Κοιτάχτε τὰ παιδιά μας. Παρατηρεῖστε τὶς φυσιογνωμίες τους, τὸ βλέμμα τους, τὶς κουβέντες τους, τὰἀστεῖα τους, τὰ παιχνίδια τους. Ὅλα μυρίζουνε … Ἑλλάδα, νὰ μὴν ἀβασκαθοῦμε! Τὸ μόνο ποὺἀπόμεινε ἑλληνικὸ εἶναι τὸ «ρέ». Τὸ μασκάρεμα γίνεται γοργὰ καὶ στὸ κορμὶ καὶ στὴν ψυχή. Οἱ λιγοστοὶ ποὺἀντιστέκονται ἀκόμη σὲ αὐτὸν τὸν κατακλυσμό, πῶς νὰ μπορέσουνε νὰ βαστάξουνε; Γύρω τους βογγᾶἡ μεθυσμένη ἀνθρωποθάλασσα. Ἔρχεται καινούργιος κόσμος! Τὸ κολοσσαῖο μὲ τὰ οὐρλιάσματά του σκεπάζει τὶς ψαλμῳδίες ποὺ λένε οἱ μάρτυρες, περιμένοντας τὰ θηρία νὰ τοὺς φᾶνε.
Ἀλλὰἂν θὰ λείψουν οἱἝλληνες ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς, μήπως θὰἀπομείνουν τὰ βουνά, οἱἀκροθαλασσιές, οἱ θάλασσες, τὰ νησιὰ καὶ τὰ βράχια μὲ τὸν ἑλληνικὸ χαρακτήρα τους; Καθόλου! Τὰ περισσότερα τὰἔχουνε ἀγοράσει ἄνθρωποι ποὺἤρθανε ἀπὸ τὸν βόρειο Ὠκεανό, ἀπόγονοι τῶν Βικίγκων. Ἐκεῖνα τὰ κακόμοιρα νησιὰ τί συμφορὰἔχουνε πάθει! Ἡ φτώχεια τους στάθηκε ἡ καταστροφή τους. Σήμερα τὰ ρημάξανε ἄλλοι κουρσάροι, πιὸἐπικίνδυνοι ποὺ σφάζουνε μὲ τὸ μπαμπάκι. Σκλαβώσανε τὰ νησιὰ μὲ εὐγενικὸ τρόπο, μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη. Τὰἄσπρα σπιτάκια τῶν νησιωτῶν, ποὺ ζούσανε σὲ αὐτὰἁπλοϊκοὶ καὶ συμμαζεμένοι ἄνθρωποι, θαρρεῖς πὼς γίνανε δημόσια. Κυκλοφοροῦν χιλιάδες φωτογραφίες τῆς Μυκόνου, τῆς Πάρου, τῆς Αἴγινας, τῆς Ὕδρας, καὶἀντὶ νὰ βλέπῃ κανεὶς στοὺς στενοὺς δρόμους τοὺς κάποιους ἀραιοὺς νησιῶτες ψαράδες, ψημένους στὴν θάλασσα καὶ νησιώτισσες μὲ τὰ σεμνά τους ροῦχα, βλέπει νὰ γυρίζουν κάποια πλάσματα μισόγυμνα ἢὁλόγυμνα, ξενόφερτα, ἀγκαλιασμένοι θεατρινίστικα καὶ νὰ κάνουνε κάποιες ἄνοστες ἐπιδείξεις «ταμπλῶ βιβᾶν», σὰ νὰ παίζουν στὸν κινηματογράφο. Καὶ ρωτᾶς, κουνώντας τὸ κεφάλι σου: τί σχέση μπορεῖ νὰἔχουν αὐτὰ τὰ δίποδα, μὲἐκεῖνα τὰ σπίτια καὶ μὲ τὰ στενοσόκκακα τῶν νησιῶν; Ταιριάζουνε μὲ αὐτά, ὅσο ταιριάζουνε οἱ τουρίστες μὲ τὰ σὸρτς μὲ τὸν Παρθενώνα ποὺ μπροστά του φωτογραφίζονται. Ὅμως ἐκεῖ στέκονται ὅσο νὰ φωτογραφηθοῦνε, καὶ δὲν ἔχουνε γιὰ σπίτι τοὺς τὸν ἀρχαῖο ναό, ἐνῷ τοῦτοι στὰ νησιά, κατοικοῦνε μέσα σὲἐκεῖνα τὰἀταίριαστα σπίτια. Ὅλα ὑπηρετοῦνε τὰ γοῦστα αὐτῶν τῶν ἀφεντάδων. Μάλιστα τόσο πολὺἀγαποῦν αὐτοὶ τὴν Ἑλλάδα, ποὺ εἶναι ἐνθουσιασμένοι πὼς δὲν θὰἀφήσουνε τίποτα ἑλληνικὸὅπου πατήσουνε.
Καημένη Ἑλλάδα! Τί τέλος σὲ περίμενε! Μὰ δὲν ἔχεις μήτε κάποιον νὰ σὲ κλάψει, γιατὶ τὴν κηδεία σου τὴ γιορτάζουνε σὰν γάμο, μὲ χαρὲς καὶ μὲ τραγούδια, ποὺ αὐτὰ εὐτυχῶς δὲν εἶναι ἑλληνικά. Ἀκοῦστε τὴν ἑξῆς ἱστορία: ἡ χταπόδα βοσκᾶ στὸν πάτο τῆς θάλασσας, μαζὶ μὲ τὸ χταποδάκι. Ἄξαφνα τὸ καμακίζουνε. Τὸ χταποδάκι φωνάζει: μὲ πιάσανε μάνα! Ἡ μάνα του τοῦ λέγει: μὴν φοβᾶσαι παιδί μου! Ξαναφωνάζει τὸ μικρό: μὲ βγάζουν ἀπὸ τὴν θάλασσα! Πάλι λέγει ἡ μάνα: μὴν φοβᾶσαι παιδί μου. Καὶ πάλι: μὲ σγουρίζουνε μάνα! Μὴν φοβᾶσαι παιδί μου! Μὲ κόβουνε μὲ τὸ μαχαίρι! Μὴν φοβᾶσαι παιδί μου! Μὲ βράζουνε μάνα! Μὴν φοβᾶσαι παιδί μου! Μὲ μασᾶνε μάνα! Μὴν φοβᾶσαι παιδί μου! Πίνουνε κρασὶ μάνα! Τότε ἐκείνη ἀναστέναξε καὶ φώναξε: Ἄχ, σὲἔχασα παιδί μου! Γιατὶ τὸ κρασὶ εἶναι ὁἀντίμαχος τοῦ χταποδιοῦ, ἐπειδὴ τὸ λιώνει στὸ στομάχι. Δηλαδὴἡ μάνα δὲν φοβήθηκε μήτε τὸ μαχαίρι, μήτε τὴν φωτιά, μήτε τὰ δόντια, ἀλλὰ τὸ κρασί, ποὺ εἶναι πιὸἤρεμο καὶἀθῷο μπροστὰ στὰ μαχαίρια καὶ τὰ δόντια. ἩἙλλάδα σὰν τὸ χταποδάκι πέρασε ἀπὸ φωτιές, δόντια, μαχαίρια, ἀλλὰ πνεῦμα ΔΕΝ παρέδινε. Ὁ Φράγκος δὲν ἔρχεται μὲ μαχαίρια, πιστόλια καὶ φωτιές. Ἦρθε μὲ χάδια καὶ γλυκόλογα. Ἦρθε μὲ δῶρα, μὲ λεφτά, νὰἀνακουφίσῃ τὴν φτώχεια μας, νὰ διασκεδάσῃ μαζί μας, νὰ χορέψῃ μαζί μας, νὰ μᾶς εὐκολύνῃ τὴν ζωὴ μὲ τὰ μηχανήματά του. Ὅπως τὸ χταποδάκι ἔλιωσε στὸ κρασί, ἔτσι καὶἡἙλλάδα κοντεύει νὰ χαθῇἀπὸ τὸ γλυκὸ κρασὶ ποὺ τὴν μέθυσε καὶ δὲν ξέρει τί κάνει καὶ ξεγυμνώθηκε καὶ στρήνιασε καὶἐκ τοῦ στρήνους αὐτῆς ἐπλούτισεν.