Μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την Ελληνική οικονομία

 

Όπως τις εκτιμά το ΙΟΒΕ:

Ύστερα από την υλοποίηση του προγράμ­ματος PSI+ για την απομείωση της αξίας των ελληνικών ομολόγων, τον παρατετα­μένο εκλογικό κύκλο, τις πολύμηνες διαπραγμα­τεύσεις με τους δανειστές και κατόπιν την επαναγορά από το ελληνικό κράτος ομολόγων του, γεγονότα και δια­δικασίες που καθόρισαν ως επί το πλείστον τις πολιτικοοικονομικό περιβάλλον στην Ελλάδα το 2012, το 2013 οι εξελίξεις αναμένεται να περιστραφούν γύρω από την υλοποίηση των συμφωνηθέντων μέτρων και μεταρρυθμίσεων στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016. Άλλωστε, η πραγματοποίηση αρκετών εξ’ αυτών αποτελεί ορόσημο (milestone) για τη συνέχιση της ροής χρηματοδότησης στο πλαίσιο του δεύτε­ρου Μνημονίου από την ΕΕ και το ΔΝΤ. Κρίσιμο σημείο για την αποτίμηση των δημοσιονομικών και μεταρρυθμιστικών προσπαθειών, τον προσδιορισμό του πε­ριεχομένου και των κατευθύνσεών τους στα προσεχή χρόνια, θα αποτελέσει η αξιολόγησή τους στο τρίτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, οπότε και έχει προγραμ­ματιστεί η οριστικοποίηση των δημοσιο­νομικών παρεμβάσεων για τη διετία 2014 – 2015, προκειμένου να επιτευχθεί πρω­τογενές πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης το 2015, της τάξης του 3,0%. Τυχόν λήψη εκτεταμένων πρόσθετων μέτρων ευνόητα θα επενεργήσει ανασχετικά στην οικονομική δραστηριότητα, παρατείνοντας περαιτέρω την εγχώρια οικονομική ύφεση.

 

Όμως, νέα, πρόσθετη παράμετρο δια­μόρφωσης των οικονομικών εξελίξεων το 2013 αλλά και τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα και στην Ευρωζώνη, με επιδρά­σεις που ακόμα δεν είναι δυνατό να εκτι­μηθούν με ακρίβεια, αποτελεί η είσοδος της Κύπρου σε μηχανισμό στήριξης από την ΕΕ και το ΔΝΤ. Η εκ βάθρων αναδιάρ­θρωση των δύο μεγαλύτερων τραπεζών με έδρα στην Κύπρο, που πλήττει σημαν­τικά την αξιοπιστία και την ελκυστικότητα του τραπεζικού συστήματός της συνο­λικά, γύρω από το οποίο έχει δομηθεί με­γάλο τμήμα της οικονομικής δραστηριό­τητας της χώρας, καθώς και η υλοποίηση προγράμματος δημοσιονομικής προσαρ­μογής, αμφότεροι βασικοί όροι για την παροχή χρηματοδότησης από την ΕΕ και το ΔΝΤ, αναμένεται να έχουν ισχυρές υφεσιακές επιδράσεις στην κυπριακή οι­κονομία, τουλάχιστον κατά την επόμενη τριετία. Σε ότι αφορά τον αναμενόμενο οικονομικό αντίκτυπο της κυπριακής κρί­σης στην ελληνική οικονομία, άμεσα εκ­δηλώνεται με τις προκαλούμενες ανακα­τατάξεις στον εγχώριο τραπεζικό τομέα που διέρχεται ταυτόχρονα την κρίσιμη διαδικασία της ανακεφαλαίωσής του, προκειμένου να απορροφηθούν οι εγχώ­ριες δραστηριότητες των κυπριακών τρα­πεζών ούτως ώστε να μην επεκταθεί η σφοδρή αναταραχή στο κυπριακό τραπε­ζικό σύστημα στην Ελλάδα. Η συγχώ­νευση των δραστηριοτήτων των δύο κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα με αυτές ενός από τους μεγαλύτερους τραπεζικούς ομίλους εγχωρίως (Τράπεζα Πειραιώς) προστίθεται στην εν εξελίξει διαδικασία συγχώνευσης δύο μεγάλων ελληνικών τραπεζών (Εθνική Τράπεζα-Eurobank), τις ολοκληρωμένες εξαγορές της Εμπορικής Τράπεζας από την Alpha Bank και της Αγροτικής Τράπεζας από την Τράπεζα Πειραιώς, διεργασίες που αναμένεται να αλλάξουν άρδην τη διάρθρω­ση του τραπεζικού τομέα στην Ελλάδα. Απώλειες από το πρόγραμμα εξυγίανσης των δύο μεγαλύτερων κυπριακών τραπεζών θα υποστούν όσοι έλληνες ή ελληνικές επιχειρήσεις είχαν υψηλές καταθέσεις στις μεγαλύτερες κυπριακές τράπεζες στην Κύπρο (άνω των €100.000), ή είχαν πραγματοποιήσει μέσω αυτών σημαντικές επενδύσεις σε χρηματοοικονομικά προϊόντα.

Επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία προβλέπονται και από τη σημαντική εξασθένιση της εξαγωγικής ζήτησης από την Κύπρο. Επισημαίνεται σχετικά ότι η Κύπρος είναι ο τέταρτος σημαντικότερος εξαγωγικός προορισμός για την Ελλάδα, με τις εξαγωγές προϊόντων της προς αυτή να φθάνουν το 2012 τα €990,5 εκ., μέγε­θος που αντιστοιχεί στο 6,0% των ελλη­νικών εξαγωγών προϊόντων. Επίσης, οι θυγατρικές των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στη διενέργεια συναλλαγών που αφορούσαν στο διμερές εμπόριο μεταξύ των χωρών, μηχανισμός που μάλλον δεν είναι εφικτό να λειτουργήσει μετά τη διάσπαση των δραστηριοτήτων τους σε Ελλάδα και Κύπρο και πιθανότατα θα οδηγήσει σε μετακίνηση των σχετικών συναλλαγών σε άλλες τράπεζες με δρασ­τηριότητα και στις δύο χώρες.

Επιπρόσθετα, αρνητικές επιδράσεις στην ελληνική οικονομία μεσοπρόθεσμα ενδέ­χεται να προξενηθούν από την απώλεια εμπιστοσύνης απέναντι στα τραπεζικά συστήματα χωρών της Ευρωζώνης που προσπαθούν να τιθασεύσουν τις δημο­σιονομικές τους ανισορροπίες ή να αντι­μετωπίσουν τα προβλήματα στο χρημα­τοοικονομικό τους τομέα, επιβραδύνοντας ή και αναχαιτίζοντας την επιστροφή κα­ταθέσεων στις τράπεζες που λειτουργούν στην Ελλάδα η οποία σημειώνεται από το δεύτερο εξάμηνο του 2012. Η μεταφορά κεφαλαίων από κυπριακές τράπεζες στην Κύπρο προς την Ελλάδα αναμένεται ότι θα είναι μικρής έκτασης, λόγω των περιο­ρισμών που έχουν τεθεί στη διακίνηση κεφαλαίων από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Ωστόσο η πιθανότητα εκδήλω­σης των προαναφερθεισών και άλλων επιδράσεων, με θετικό ή αρνητικό πρό­σημο, όπως επίσης η έντασή τους, είναι πρώιμο να προβλεφθούν, καθώς εξαρ­τώνται από πλήθος προς το παρόν αστάθ­μητων παραμέτρων.

Εστιάζοντας στα τρέχοντα και προσεχή πολιτικοοικονομικά γεγονότα στην Ελλάδα, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων βάσει του χρονοδιαγράμματος που τέθηκε στην πρόσφατη επικαιροποίηση του δεύτερου μνημονίου, πρωτίστως των προαπαιτούμενων για τη συνέχιση εκταμίευσης των δόσεων του δεύτερου δανείου από την ΕΕ και το ΔΝΤ, αποτελεί το επίκεντρο των εξελίξεων. Μεταξύ αυτών, φαίνεται να παραμένει απροσδιόριστος ο τρόπος αναδιάρθρωσης της απασχόλησης στο δημόσιο τομέα με σκοπό τον περιο­ρισμό της στην περίοδο 2011-2016 κατά 150.000 άτομα, στόχος που αρχικά είχε τεθεί στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημο­σιονομικής Στρατηγικής 2012-2015. Αυτή και άλλες, μικρότερης σημασίας εκκρεμό­τητες θεωρείται ότι οδήγησαν στην ανα­βολή εκταμίευσης του τέταρτου και τε-λευταίου τμήματος της δόσης που εγκρίθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο.

Με σχετικά αργό ρυθμό προχωράει η πληρωμή των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του κράτους προς τους ιδιώτες, αξιοποιώντας το τμήμα της τελευταίας δόσης του δανείου που χορηγήθηκε για αυτό το σκοπό. Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση του Υπουργείου Οικονομικών, μέχρι και τον περασμένο Φεβρουάριο είχαν χρηματοδοτηθεί ληξιπρόθεσμες οφειλές ύψους περίπου €1,5 δισεκ. και εξ’ αυτών είχαν πληρωθεί €419 εκατ.[1]. Υπενθυμίζεται ότι στο Πρόγραμμα Οικονομικής Στήριξης έχει τεθεί στόχος για αποπληρωμές ληξιπρόθεσμων οφειλών ύψους €3,5 δισεκ. από τις δόσεις που εκταμιεύθηκαν εντός του 2012. Επίσης, στην Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού για το 2013 προβλέπεται η δαπάνη άλλων €3,5 δισεκ. φέτος για την τακτοποίηση υποχρεώσεων φορέων της Γενικής Κυβέρνησης. Στα τέλη του περασμένου Φεβρουαρίου οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του κράτους και οι εκκρεμείς επιστροφές φόρων προς τον ιδιωτικό τομέα έφθαναν τα €8,1 δισεκ.[2]. Πάρα ταύτα, οι ήδη ολοκληρωμένες πληρωμές αναμένεται να μετριάσουν τα οξέα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν πολλές επιχειρήσεις-προμηθευτές του δημοσίου. 

Σε ότι αφορά στην υλοποίηση των δημοσιονομικών μέτρων για το 2013, οι περικοπές στις συντάξεις, στα ειδικά μισθολόγια του δημόσιου τομέα και στα επιδόματα, σε συνδυασμό με την αύξηση της άμεσης φορολογίας λόγω της κατάργησης του αφορολόγητου ποσού, που περιλαμβάνονταν στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016, εφαρμόζονται ήδη. Έπεται η κατάργηση των επιδομάτων καλοκαιρινών διακοπών, Χριστουγέννων και Πάσχα στο δημόσιο τομέα και για τους συνταξιούχους στη διάρκεια του τρέχοντος έτους. Η περιοριστική επίδρασή τους στο διαθέσιμο εισόδημα και στην καταναλωτική ζήτηση αναμένεται να είναι σημαντική. Η μεγαλύ­τερη υποχώρηση τον Ιανουάριο του όγκου στο Λιανικό Εμπόριο (εξαιρουμένων των καυσίμων) από ότι στα τέλη του 2012 και τον ίδιο μήνα πέρυσι ( -15,8% έναντι -13,7% και -10,6% αντίστοιχα), καθώς και η σημαντική επιβράδυνση του πληθωρισμού στο πρώτο δίμηνο του 2013, σε επίπεδα που υποδηλώνουν «πά­γωμα» τιμών (0,1%), αποτελούν τις πρώ­τες ενδείξεις της εκτεταμένης περαιτέρω κάμψης της καταναλωτικής ζήτησης.

Από την άλλη πλευρά, μικρή αναθέρ­μανση παρατηρείται στις αρχές του τρέ­χοντος έτους στο πεδίο των ξένων άμε­σων επενδύσεων, με πλέον σημαντικές σχετικές εξελίξεις την επιλογή του terminal της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά από τη Hewlett Packard ως διαμετα­κομιστικού κέντρου της για την Ανατο­λική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, την εγκατάσταση νέας γραμμής παραγωγής της Philip Morris στο εργοστάσιό της στον Ασπρόπυργο, παράλληλα με την αγορά πάνω από το 50% της παραγωγής καπ­νού στην Ελλάδα για τα επόμενα τρία χρόνια και τη μεταφορά των κεντρικών γραφείων Νοτίου Ευρώπης της γερμανι­κής εταιρίας εφαρμογών λογισμικού SAP στην Ελλάδα.

Περνώντας στα πρώτα διαθέσιμα στοιχεία για βασικά τμήματα της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα το 2013, αποτυπώνεται η επικράτηση μικτών τά­σεων, με την επιδείνωση σε ορισμένα με­γέθη να εξασθενεί σε σύγκριση με το 2012 και σε άλλα να οξύνεται. Αναλυτικό­τερα, η βιομηχανική παραγωγή ήταν φέ­τος τον Ιανουάριο 4,8% χαμηλότερη σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του 2012, όταν η υποχώρησή της ήταν ελαφρά με­γαλύτερη, της τάξης του 6,8%. Επισημαί­νεται όμως ότι κατά το τελευταίο περυ­σινό τρίμηνο ο βιομηχανικός τομέας στο σύνολό του είχε καταφέρει ουσιαστικά να σταθεροποιήσει την παραγωγή του στα επίπεδα του 2011 (-0,1%). Εξετάζοντας τις πρόσφατες εξελίξεις στη βιομηχανία σε επίπεδο βασικών τομέων της, προ­κύπτει ότι η κάμψη της παραγωγής της οφείλεται κυρίως στη συρρίκνωσή της στα Ορυχεία-Λατομεία κατά 13,9%, έναντι ανόδου 6,5% που σημειώθηκε πέ­ρυσι σε αυτό το μήνα, ενώ η μείωση στη Μεταποίηση είναι σαφώς ηπιότερη εκείνης πριν ένα χρόνο, της τάξης του 2,4% (από 9,1%). Η ηπιότερη πτώση αναμένεται να συνεχιστεί τους αμέσως επόμενους μήνες, καθώς η πτώση των νέων παραγγελιών ήταν τον Ιανουάριο λίγο μικρότερη από ότι πέρυσι.

Στην πλευρά των στοιχείων που αντα­νακλούν περισσότερο τις τάσεις στην πλευρά της ζήτησης της οικονομίας, ο δείκτης όγκου στο λιανικό εμπόριο (εκτός καυσίμων-λιπαντικών), κλάδος η πορεία του οποίου αντανακλά τις διακυμάνσεις της καταναλωτικής ζήτησης, παρέμεινε, όπως καταγράφηκε προηγουμένως, σε πτωτική τροχιά φέτος τον Ιανουάριο για τρίτο συνεχόμενο έτος, με ταχύτερο ρυθμό από ότι το τον ίδιο μήνα του 2012, -15,8%, έναντι -10,6%. Η νέα, εκτετα­μένη κάμψη του θεωρείται σαφής ένδειξη της φθίνουσας αγοραστικής δύναμης και στο τρέχον έτος, λόγω της εφαρμογής των νέων δημοσιονομικών μέτρων και της καλπάζουσας ανεργίας. Και οι εξαγω­γές αγαθών και υπηρεσιών, εξαιρουμένων των καυσίμων, υποχώρησαν οριακά τον Ιανουάριο (-0,8%), όμως πριν ένα χρόνο αυξάνονταν κατά 8,3%[3]. Η αλλαγή της τάσης από ανοδική σε πτωτική μάλλον αντικατοπτρίζει την –αναμενόμενη- εξασθένιση της ζήτησης από την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση γενικότερα. Καθοδική παραμένει και η εγχώρια ζήτηση για εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (εκτός καυσίμων), σε ελαφρώς μικρότερο βαθμό από ότι τον πρώτο μήνα του 2012 (-9,5% έναντι -12,9%), για τους ίδιους λόγους που πλήττουν τη δραστηριότητα στο λιανικό εμπόριο.

Όμως, όπως ήδη προαναφέρθηκε, ο περι­ορισμός της αγοραστικής δύναμης  αντα­νακλάται κατά κύριο λόγο στη συνεχή επιβράδυνση του πληθωρισμού. Η αύ­ξηση του ΕΦΚ στο πετρέλαιο θέρμανσης για οικιακή χρήση τον περασμένο Οκτώβριο διέκοψε μόνο σε αυτό το μήνα την υποχώρησή του, αυξάνοντάς τον από το 0,9% στο 1,6%. Η αποκλιμάκωσή του συνεχίστηκε ήπια έως το τέλος του 2012, με αποτέλεσμα τον Δεκέμβριο να δια­μορφωθεί στο 0,8%. Ωστόσο από τον Ιανουάριο ο πληθωρισμός επιβραδύνθηκε έντονα, σε επίπεδα που υποδηλώνουν σταθερότητα τιμών: στο δίμηνο Ιανουα­ρίου-Φεβρουαρίου διαμορφώθηκε στο 0,1%, ενώ στην αντίστοιχη περυσινή πε­ρίοδο βρισκόταν στο 2,2%.  

Οι καταναλωτικές δυνατότητες του ιδιω­τικού τομέα της οικονομίας δέχονται πιέ­σεις, όπως έχει επισημανθεί επανειλημ­μένα, και από τη συνεχή, ταχεία συρρίκ­νωση της απασχόλησης, που πυροδοτεί την άνοδο της ανεργίας. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία του ΟΑΕΔ, οι εγγεγραμμένοι άνεργοι στο μητρώο του αυξήθηκαν κατά 10% στο πρώτο δίμηνο του 2013, αύξηση παραπλήσια με εκείνη στις αρχές του 2012 (+10,9%).

Η μείωση των εισοδημάτων, μέσω των δημοσιονομικών μέτρων που προαναφέρ­θηκαν και της διεύρυνσης της εφαρμογής των αλλαγών στην αγορά εργασίας που περιλαμβάνονταν στο δεύτερο Μνημόνιο, σε συνδυασμό με τη συνέχιση της ανό­δου της ανεργίας, μάλλον με ηπιότερο ρυθμό από ότι πέρυσι, εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να περιορίζουν τις κατανα­λωτικές δαπάνες των νοικοκυριών καθ’ όλο το 2013. Προσεχώς, πέρα από την επίδραση που θα ασκήσει η κατάρ­γηση των επιδομάτων αδείας, Χριστου­γέννων και Πάσχα στο δημόσιο τομέα και στους συνταξιούχους, αναμένεται και αυτή από την παρέλευση της τρίμηνης μετενέργειας ισχύος της ΕΓΣΣΕ που έληξε στα μέσα Φεβρουαρίου, γεγονός που θα έχει μεταξύ άλλων ως συνέπεια τη μη υποχρέωση καταβολής του επιδόματος γάμου από την 15η Μαΐου σε όσους αμεί­βονταν βάσει αυτής. Οι παραπάνω πα­ράγοντες αναμένεται να επιφέρουν συρρίκνωση της ιδιωτικής κατανά­λωσης το 2013 παρόμοιας έκτασης με αυτή το 2012 (~-9,0%).

Σε ότι αφορά το έτερο σκέλος της εγχώ­ριας καταναλωτικής δαπάνης, τη δημό­σια κατανάλωση, όπως τονίστηκε στην προηγούμενη τριμηνιαία έκθεση, η έμ­φαση στην επίτευξη της δημοσιονομικής προσαρμογής κατά τα δύο προσεχή χρό­νια μέσω κυρίως του περιορισμού των δημοσίων δαπανών, θα επενεργήσει συ-σταλτικά στα καταναλωτικά έξοδα. Η συγ­κεκριμένη προσέγγιση αποτυπώνεται και στο επικαιροποιημένο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016, σύμφωνα με το οποίο περί­που τα ¾ των δημοσιονομικών παρεμβά­σεων που έχουν προγραμματιστεί για αυτή τη χρονική περίοδο, συνολικού ύψους €13,4 δισεκ., θα πραγματοποιηθούν στην πλευρά των δαπανών. Ακολούθως, η μείωση της δημόσιας κατανάλωσης το 2013 αναμένεται να είναι μάλλον μεγαλύτερη από ότι το 2012, καθώς μάλιστα οι περικοπές σε αυτή ήταν σχετικά μικρής έκτασης πέρυσι.

Στο πεδίο των επενδύσεων θα ασκη­θούν το τρέχον έτος ποικίλες επιδράσεις, ορισμένες εκ των οποίων θα είναι μεταξύ τους αντίθετες. Όπως ήδη καταγράφηκε, υπάρχουν στις αρχές του 2013 σημάδια ανάκαμψης του διεθνούς ενδιαφέροντος για άμεσες επενδύσεις στην Ελλάδα. Αυτή η εξέλιξη αποτελεί αποτέλεσμα και ανα-γνώριση των ολοκληρωμένων ή ευρισκό­μενων στη φάση της υλοποίησης μεταρ­ρυθμίσεων για τη διευκόλυνση των επενδύσεων και της λειτουργίας των επι­χειρήσεων (πχ. ταχύτερη – ευκολότερη ίδρυση επιχείρησης και αδειοδότηση, μεί­ωση απαιτούμενων συναλλαγών με δη­μόσιους φορείς – επέκταση ηλεκτρονικών συναλλαγών, ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων, άρση περιορισμών σε ορισμένες αγορές και επαγγέλματα), παρότι πολλά μπορούν να γίνουν για την περαιτέρω βελτίωση του επενδυτικού – επιχειρημα­τικού περιβάλλοντος (πχ. ολοκλήρωση περιφερειακών χωροταξικών σχεδίων, απλοποίηση φορολογικού συστήματος για τις επιχειρήσεις, «άνοιγμα» αγορών που παραμένουν κλειστές, διευκόλυνση εμπο­ρικών συναλλαγών, επιτάχυνση λειτουρ­γίας δικαστικού συστήματος). Επενδυτικά εγχειρήματα διεθνούς προέλευσης και παρόμοιου βεληνεκούς εκτιμάται ότι θα συνεχιστούν και ενδεχομένως θα αυξη­θούν στους επόμενους μήνες.

Άλλωστε, η ολοκλήρωση των πολύμηνων διαπραγματεύσεων με την τρόικα στα τέλη του προηγούμενου έτους επέτρεψε τη σταδιακή άρση της επιφυλακτικότητας που είχε συσσωρευτεί για ακόμα μια φορά και σε διεθνές επίπεδο στο δεύτερο εξάμηνο του 2012 ως προς τη δυνατό­τητα της Ελλάδας να συνεχίσει τη διαδι­κασία δημοσιονομικής προσαρμογής της, ακόμα και σχετικά με την παραμονή της στην Ευρωζώνη. Έτσι, η ελληνική κυβέρ­νηση έχει πλέον τη δυνατότητα να δρασ­τηριοποιηθεί περισσότερο στην υλοποί­ηση των απαιτούμενων διαρθρωτικών αλ­λαγών για την τόνωση των επενδύσεων και της επιχειρηματικότητας. Τα μέτρα που λήφθηκαν κατόπιν από την ΕΕ και το ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους και η συνέχιση χρημα­τοδότησης του ελληνικού κράτους, διασ­φαλίζουν εκτός από την ομαλή εξυπηρέ­τηση του χρέους την ανακεφαλαίωση των ελληνικών τραπεζών, διαδικασία η ολοκ­λήρωση της οποίας αποτελεί βασική προ­ϋπόθεση για τη δυνατότητα συμβολής τους κατόπιν στην αναθέρμανση της επενδυτικής δραστηριότητας, εφόσον οι συνθήκες γενικότερα στην Ελλάδα βαί­νουν βελτιούμενες. Βεβαίως, όπως ήδη αναφέρθηκε, η απρόσμενη αναδιάρθρωση του κυπριακού τραπεζικού συστήματος και οι ανακατατάξεις που πυροδότησε στο τραπεζικό σύστημα στην Ελλάδα, αλλά και η όχι αμελητέα δραστηριοποίηση του τελευταίου στην Κύπρο, επαναφέρουν, τουλάχιστον πρόσκαιρα, την αβεβαιότητα για τη γρήγορη αποκατάσταση της δυνατότητας των ελληνικών τραπεζών να συμβάλουν στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.

Στον αντίποδα, την επενδυτική ροπή του ιδιωτικού τομέα θα επηρεάσουν αρνητικά το 2013 η καθοδική για ακόμα ένα χρόνο εγχώρια ζήτηση, καθώς και η πτώση της στην Ευρωζώνη, οικονομική περιφέρεια με το μεγαλύτερο μερίδιο στη διεθνή ζήτηση ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών. Οι παλινωδίες σχετικά με τον τρόπο φορολόγησης των ακινήτων κρα­τούν σε στάση αναμονής τη σχετική αγορά, πλήττοντας την οικοδομική δρασ­τηριότητα στο περασμένο τρίμηνο Ιανου­αρίου-Μαρτίου. Μια απόφαση για ελαφρά χαμηλότερη φορολόγηση, όπως φημολο­γείται, θα άρει τη σχετική αβεβαιότητα και θα επιδράσει θετικά στις «παγωμένες» αγοραπωλησίες και κατασκευαστικές ερ­γασίες, δεν θα αποτρέψει όμως την υπο­χώρησή τους και το τρέχον έτος, σε μικ­ρότερο βαθμό από ότι πέρυσι. 

Ως προς την άμεση συμβολή του δημόσιου τομέα στην επενδυτική δραστηριότητα το τρέχον έτος, αυτή θεωρείται ότι θα είναι υψηλότερη από ότι το 2012, που όμως ήταν αρκετά χαμηλή. Το προγραμματισμένο εύρος δραστηριοτήτων του ΤΑΙΠΕΔ είναι σαφώς μεγαλύτερο από το περυσινό. Από την άλλη πλευρά, η υλοποίησή τους κλιμακώνεται στο καταληκτικό τρίμηνο του 2013, σύμφωνα με το φετινό προϋπολογισμό, ενώ ήδη σημειώνονται ορισμένες καθυστερήσεις στις ενέργειες που είχαν προγραμματιστεί για το πρώτο φετινό τρίμηνο (παράταση διαγωνισμού για ΔΕΠΑ-ΔΕΣΦΑ). Ελαφρά μεγαλύτερη ώθηση αναμένεται από την υλοποίηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (Π.Δ.Ε.). Το προγραμματισμένο ύψος των χρηματοδοτήσεών του για το 2013 (€6,85 δισεκ.), είναι μεγαλύτερο από τις  χρηματοδοτήσεις του 2012 (€6,1 δισεκ.). Λαμβάνοντας υπόψη την ύπο-εκτέλεση του Π.Δ.Ε. στην τριετία 2010-2012 προκειμένου να καλυφθούν αποκλίσεις στα υπόλοιπα σκέλη του Κρατικού Προϋπολογισμού[4], εκτιμάται ότι οι δαπάνες το 2013 θα διαμορφωθούν κοντά στο επίπεδο το 2012. Θα είναι όμως περισσότερο εμπροσθοβαρείς, καθώς φέτος δεν θα εκδηλωθεί, όπως πέρυσι, η αδράνεια στον κρατικό μηχανισμό που επιφέρει ο εκλογικός κύκλος, ενώ και τα δεδομένα στο τραπεζικό σύστημα είναι καλύτερα, διευκολύνοντας την κάλυψη της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα.

Σημαντική τονωτική παρέμβαση του κράτους στην επενδυτική δραστηριότητα και στην απασχόληση τους επόμενους μήνες μπορεί να επέλθει από την επανεκκίνηση των έργων στους πέντε μεγάλους οδικούς άξονες. Συνισταμένη των παραπάνω επιδράσεων που μόλις παρουσιάστηκαν εκτιμάται ότι θα είναι η ηπιότερη πτώση των επενδύσεων το 2013 σε σχέση με το 2012 (-17,6%), που θα διαμορφωθεί στην περιοχή του 10%.

Στην πλευρά του εξωτερικού τομέα της οικονομίας, η υποχώρηση της ζήτησης για εισαγωγές, που αποτέλεσε την αιτία καλυτέρευσης του ισοζυγίου του το 2012, αναμένεται να συνεχιστεί και φέτος, με παραπλήσια ταχύτητα. Από την άλλη πλευρά, η αναμενόμενη στις πλέον πρόσφατες εκθέσεις διεθνών οργανισμών οριακά μεγαλύτερη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, η παραμονή της Ευρωζώνης σε ύφεση και η απότομη δημοσιονομική προσαρμογή-αναδιάρθρωση της Κυπριακής οικονομίας προμηνύουν εκ νέου εξασθένιση της ζήτησης εξαγωγών, σε εθνικολογιστικούς όρους.

Πιο συγκεκριμένα, η αποδυνάμωση της καταναλωτικής ζήτησης, για τους λόγους που αναλύθηκαν παραπάνω θα έχει αντίκτυπο και στη ζήτηση εισαγωγών, κυρίως αγαθών. Πρόσθετες περιοριστικές πιέσεις ασκούνται από τα τέλη του 2012 και τους πρώτους μήνες του 2013 στη ζήτηση πετρελαίου, λόγω της αύξησης του ΕΦΚ στο πετρέλαιο οικιακής θέρμανσης, όπως είχε προβλεφθεί πριν την επιβολή της σε τριμηνιαίες εκθέσεις του ΙΟΒΕ. Η αναμενόμενη μικρότερη συρρίκνωση των επενδύσεων ευνόητα θα μειώσει αντίστοιχα για ακόμα μια χρονιά τις εισαγωγές μηχανημάτων και εξοπλισμού. Ακολούθως, οι εισαγωγές εκτιμάται ότι θα είναι χαμηλότερες φέτος σε σχέση με το 2012 κατά οριακά διψήφιο ποσοστό.

Σε ότι αφορά τις εξαγωγές, η φθίνουσα ζήτηση από την ΕΕ, η ηπιότερη ανάπτυξη αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων οικονομιών εκτός ΕΕ με αυξανόμενο μερίδιο στις ελληνικές εξαγωγές αγαθών (πχ. ΗΠΑ, Ρωσία), η ραγδαία αποκλιμάκωση της ζήτησης από την Κύπρο, θα διαμορφώσουν σε χαμηλότερα επίπεδα τις εξαγωγές προϊόντων. Στον αντίποδα, είναι πιθανή η μικρή ενίσχυση των εξαγωγών υπηρεσιών από την τουριστική κίνηση, που οι πρώτες ενδείξεις δείχνουν ότι θα είναι μεγαλύτερη φέτος από ότι το 2012 (πλεονασματικό ισοζύγιο ταξιδιωτικών πληρωμών τον Ιανουάριο, έναντι ελλειμματικού πέρυσι[5]) και η οποία θα μετριάσει την πτώση των συνολικών εγχώριων εξαγωγών. Η έκταση της πτώσης τους θα εξαρτηθεί και από την εξέλιξη των εξαγωγών προς την Κύπρο, καθώς όπως υπογραμμίστηκε είναι ο τέταρτος σε σημασία εξαγωγικός προορισμός για τα ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες, η οποία δεν μπορεί προς το παρόν να προσδιοριστεί. Ωστόσο η ευρύτερη υποχώρηση των εισαγωγών θα οδηγήσει σε νέα συρρίκνωση του ελλείμματος του ισοζυγίου εξωτερικού τομέα το 2013, σε εθνικολογιστικούς όρους, που δεν αποκλείεται να είναι πλεονασματικό. 

Συνοψίζοντας τις προβλέψεις για τις τάσεις στις βασικές συνιστώσες του ΑΕΠ το 2013, η κατανάλωση του ιδιωτικού τομέα θα παραμείνει σε πτωτική τροχιά, με ταχύτητα παραπλήσια με την –υψηλή- περυσινή, λόγω του περιορισμού των εισοδημάτων και της αγοραστικής δύναμης από τα νέα δημοσιονομικά μέτρα, της ευρείας εφαρμογής των διαρθρωτικών αλλαγών στην αγορά εργασίας και της περαιτέρω ανόδου της ανεργίας. Η εστίαση κυρίως στον περιορισμό των δημόσιων δαπανών για την επίτευξη της δημοσιoνομικής προσαρμογής, θα επιφέρει πρόσθετες περικοπές στις καταναλωτικές δαπάνες του δημόσιου τομέα, μάλλον μεγαλύτερης έκτασης από ότι το 2012.

Στο πεδίο των επενδύσεων, η ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων με την τρόικα, οι ενέργειες σε επίπεδο Ευρωζώνης για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και η επανεκκίνηση της χρηματοδότησης του ελληνικού κράτους στα τέλη του 2012, αποτελούν βάσεις για τη σταδιακή βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος και της ελκυστικότητας της ελληνικής οικονομίας το τρέχον έτος. Αυτές οι τάσεις ήδη αποτυπώνονται στην αναγγελία ορισμένων σημαντικών νέων ξένων άμεσων επενδύσεων στην Ελλάδα κατά το πρώτο τρίμηνο του 2013. Από την άλλη πλευρά, η σημαντική εξασθένιση της εγχώριας ζήτησης για ακόμα μια χρονιά και η φθίνουσα διεθνής ζήτηση από γεωγραφικές ζώνες και από χώρες με υψηλά μερίδια στις ελληνικές εξαγωγές αποδυναμώνουν τα επενδυτικά κίνητρα. Επιπρόσθετα, οι διαδικασίες ανακεφαλαίωσης του εγχώριου τραπεζικού συστήματος, αλλά και αναδιάρθρωσής του που βρίσκονται σε εξέλιξη και έλαβαν νέα τροπή μετά την κυπριακή κρίση, σε συνδυασμό με τις ανησυχίες που προέκυψαν από αυτή για ενδεχόμενη μελλοντική αξιοποίηση του τραπεζικού συστήματος σε χώρες της Ευρωζώνης με χρηματοδοτικά κενά, αναμένεται να κρατήσουν τη ροή τραπεζικών χρηματοδοτήσεων εγχωρίως σε επενδυτικά σχέδια σε χαμηλά επίπεδα και το 2013. Ακολούθως, οι επενδύσεις θα περιοριστούν για έκτο συνεχές έτος, αλλά λιγότερο από ότι το 2012. Σε ότι αφορά τον εξωτερικό τομέα της οικονομίας, αναμένεται περαιτέρω βελτίωση του ισοζυγίου του, ενδεχομένως και μετα-στροφή του σε θετικό. Αυτή θα προέλθει από τη νέα αποδυνάμωση των εισαγωγών, καθώς και οι εξαγωγές θα περιορι-στούν, παρά την ενίσχυση της τουριστικής κίνησης, λόγω της πτωτικής διεθνούς ζήτησης. Συνεκτιμώντας τις προβλεπόμενες τάσεις στις συνιστώσες του ΑΕΠ, είναι αρκετά πιθανό η ύφεση να επιδεινωθεί το 2013 σε σχέση με την προηγούμενη πρόβλεψη του ΙΟΒΕ (4,6%), αν και θα είναι σε κάθε περίπτωση ηπιότερη του 2012. Ωστόσο, όπως ήδη επισημάνθηκε, οι πρόσφατες εξελίξεις γύρω από την Κύπρο γεννούν νέα δεδομένα, διαδικασία που ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί. Επομένως, η επίδρασή τους στην ελληνική οικονομία δεν είναι δυνατό προς το παρόν να αποτιμηθεί με σχετική βεβαιότητα. Συνεπώς, είναι αρκετά πιθανή η μεταβολή της εκτίμησης για την πορεία του ΑΕΠ το τρέχον έτος στις προσεχείς τριμηνιαίες εκθέσεις του ΙΟΒΕ.

Η συνέχιση της ισχυρής υποχώρησης της ζήτησης το 2013, τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα, ευνόητα δεν θα επιτρέψει τη βελτίωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας. Τους πρώτους μήνες του τρέχοντος έτους είναι πιθανή η αύξηση των απολύσεων σε σχέση με τα τέλη του 2012 και την αντίστοιχη περυσινή περίοδο, εξαιτίας των αλλαγών στο ύψος της αποζημίωσης και στο χρονικό διάστημα προειδοποίησης ανάλογα με τη διάρκεια προϋπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη για την πραγματοποίηση απόλυσης, που περιλήφθηκαν στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 (ν.4093/2012). Από την άλλη πλευρά, η ευρύτερη υιοθέτηση των διαρθρωτικών αλλαγών του δεύτερου Μνημόνιου στην αγορά εργασίας και η μικρότερη ύφεση αναμένεται να επιβραδύνουν την άνοδο της ανεργίας. Τονωτικά στην απασχόληση τους αμέσως επόμενους μήνες μπορεί να επενεργήσει η επίτευξη της επανεκκίνησης των έργων στους πέντε μεγάλους οδικούς άξονες.Υπό τις παραπάνω επιδράσεις, η ανεργία προβλέπεται να διαμορφωθεί το 2013 στο 27,6%.

Σε ότι αφορά τον πληθωρισμό, τα σχετικά στοιχεία για το πρώτο διμήνο φέτος, στα οποία αποτυπώνεται σταθερότητα τιμών, επιβεβαιώνουν τον αντίκτυπο της φθίνουσας ζήτησης στη διαμόρφωσή του. Η ανασχετική επίδρασή της στην άνοδο των τιμών γίνεται περισσότερο αισθητή λαμβάνοντας υπόψη ότι ούτε η αύξηση του ΕΦΚ στο πετρέλαιο οικιακής θέρμανσης από τον Οκτώβριο, ούτε η πρώτη από τις τρεις προγραμματισμένες μέχρι τον Ιούλιο αυξήσεις των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος δεν απέτρεψαν τη σημαντική επιβράδυνσή του. Τούτων δεδομένων, δεν αναμένεται η εκδήλωση πληθωριστικών πιέσεων το τρέχον έτος. Αντιθέτως, καθώς η εφαρμογή των δημοσιονομικών μέτρων δεν έχει ολοκληρωθεί (πχ. κατάργηση επιδομάτων καλοκαιρινών διακοπών, Χριστουγέννων και Πάσχα, που επηρέαζαν εποχικά τις τιμές) και η εφαρμογή των διαρθρωτικών αλλαγών στην αγορά εργασίας κλιμακώνεται, συμπιέζοντας τα εισοδήματα και την αγοραστική δύναμη, αναμένεται ο πληθωρισμός στο σύνολο του 2013 να διακυμανθεί κοντά στα επίπεδα του πρώτου διμήνου. Αυξητικές επιδράσεις μικρής έκτασης αναμένεται να ασκηθούν σε αυτόν μόνο από τις προγραμματισμένες αυξήσεις τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος στις αρχές Μαίου και Ιουλίου. Ακολούθως, ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί το τρέχον έτος στην περιοχή του το τρέχον έτος στην περιοχή του 0%, δηλαδή για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες θα έχουμε σταθερότητα τιμών.

Ανακεφαλαιώνοντας, δεδομένων, πρώτον, των υφεσιακών πιέσεων που πρόκειται να δεχθεί για ακόμα ένα έτος η ελληνική οικονομία από την εφαρμογή μέτρων για την επίτευξη της δημοσιονομικής προσαρμογής και δεύτερον, των αρνητικών παρεπόμενων από την απότομη ένταξη της Κύπρου σε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, με ταυτόχρονη ολοσχερή αναδιάρθρωση των δύο βασικών πυλώνων του τραπεζικού της συστήματος, χρησιμοποιώντας μη συμβατικά με βάση τις έως τώρα διεθνείς και ευρωπαϊκές πρακτικές μέσα («κούρεμα» καταθέσεων, ακούσια πλήρης συμμετοχή μετόχων-ομολογιούχων), καθίσταται ακόμα περισσότερο επιτακτική η προτεραιότητα που πρέπει να δώσει η ελληνική κυβέρνηση σε μέτρα και πρωτοβουλίες για την αναθέρμανση της επενδυτικής δραστηριότητας. Ο σχεδιασμός και η εκκίνηση πραγματοποίησης μεγάλων επενδύσεων θα αποτελέσουν το αποτελεσματικότερο ανάχωμα στις δυσμενείς επιδράσεις που μόλις αναφέρθηκαν, δημιουργώντας παράλληλα τις προϋποθέσεις ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.

Προς τούτο, πρέπει να δοθεί έμφαση πρωτίστως στην εφαρμογή των συμφωνημένων διαρθρωτικών αλλαγών στην τελευταία επικαιροποίηση του δεύτερου Μνημονίου, ιδίως όσων αφορούν στη δομή και τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας, αλλά και του ελληνικού κράτους. Πρέπει να αποφευχθεί ένας νέος κύκλος αναβολών και κωλυσιεργιών, που σημειώθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, με αρνητικές συνέπειες για την ελληνική οικονομία, πέραν των άμεσων από τα δημοσιονομικά μέτρα. Επιπλέον, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων θα μπορεί να αποτελέσει διαπραγματευτικό επιχείρημα απέναντι σε αιτιάσεις για μη υλοποίηση του προγράμματος οικονομικής στήριξης από τους δανειστές, ενδεχομένως αποτρέποντας ή αναβάλλοντας, πλήρως ή εν μέρει, την επιβολή νέων δημοσιονομικών μέτρων σε περίπτωση απόκλισης της υλοποίησης του προϋπολογισμού από τους στόχους του



[1] Χρηματοδοτήσεις-Πληρωμές Ληξιπρόθεσμων Υποχρεώσεων, Φεβρουάριος 2013, Υπουργείο Οικονομικών

[2] Στοιχεία Γενικής Κυβέρνησης, Φεβρουάριος 2013, Υπουργείο Οικονομικών

[3]Ισοζύγιο Πληρωμών, Ιανουάριος 2013, Τράπεζα της Ελλάδος

[4] Ενδεικτικά, ο στόχος δαπανών του ΠΔΕ για το 2012 στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού του έτους ήταν €7,7 δισεκ.

[5] Ταξιδιωτικό Ισοζύγιο Πληρωμών, Τράπεζα της Ελλάδος, Ιανουάριος 2013