Απαντώντας σε επίκαιρη ερώτηση στη Βουλή στις 27.3, ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κ. Τσαυτάρης ανέφερε μεταξύ άλλων «…Όμως, σας θυμίζω ότι με μονιμότερο τρόπο θα λύσουμε τα προβλήματα των κτηνοτρόφων μας, αν αρχίσουμε να παράγουμε δικές μας φθηνές ζωοτροφές και ιδιαίτερα πρωτεϊνούχες ζωοτροφές, όπως είναι η σόγια. Γιατί όσο πηγαίνουν κατακόρυφα σχεδόν προς τα πάνω οι τιμές της σόγιας διεθνώς, τότε δεν θα βρίσκει ποτέ ο κτηνοτρόφος λύση.».
Η απάντηση που δίνεται λοιπόν, δια στόματος υπουργού ΑΑΤ, ως προς τα κρίσιμα προβλήματα των ελλήνων κτηνοτρόφων που είναι το υψηλό κόστος των ζωοτροφών, η χαμηλή εγχώρια παραγωγή τους και οι αθρόες εισαγωγές, είναι η καλλιέργεια σόγιας. Μια καλλιέργεια που δίνει πραγματικά εξαιρετική πρωτεΐνη για τα ζώα, αλλά έχει υψηλές απαιτήσεις σε νερό και αυξημένο κόστος παραγωγής.
Το υψηλό κόστος των ζωοτροφών οφείλεται κυρίως στους μεσάζοντες και ο περιορισμός του απαιτεί μέτρα για την απευθείας συναλλαγή των αγροτών – παραγωγών με τους κτηνοτρόφους, όπως για παράδειγμα ενίσχυση των συνεταιρισμών για την αγορά και αποθήκευση τους, ή διευκόλυνση των κτηνοτρόφων για την αγορά των τροφών μέσω άτοκων ή χαμηλότοκων βραχυπρόθεσμων δανείων.
Όμως το σοβαρότερο πρόβλημα είναι ότι οι σπόροι της είναι κυρίως εισαγόμενοι και κατά κύριο λόγο γενετικά τροποποιημένοι, καθώς η πλειονότητα των παγκοσμίως καλλιεργούμενων εκτάσεων και η παγκόσμια σποροπαραγωγή σόγιας είναι από γενετικά τροποποιημένο σπόρο. Είναι γνωστό σε όλους, και ιδίως στον κύριο καθηγητή- Υπουργό, ότι δεν υπάρχει πειστική απάντηση για την ασφάλεια των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών, ούτε για τον άνθρωπο ούτε για το περιβάλλον.
Ταυτόχρονα, η παγκόσμια εμπειρία έχει αποδείξει ότι οι γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες φυτών και οι πατέντες στο γενετικό υλικό, υπηρετούν μόνο τα συμφέροντα των πολυεθνικών κολοσσών φυτοφαρμάκων, λιπασμάτων και πολλαπλασιαστικού υλικού, οδηγούν σε ολοκληρωτική εξάρτηση τους αγρότες, αυξάνουν το κόστος παραγωγής και καταστρέφουν την εγχώρια αγροτική οικονομία και καταλύουν το δικαίωμα των λαών σε υγιεινή και προσιτή τροφή.
Η πρόταση αυτή αγνοεί επιπλέον τα εξαιρετικά ελληνικά κτηνοτροφικά φυτά, όπως το κτηνοτροφικό κουκί, το ρεβίθι, το λούπινο κ.ά, τα οποία μάλιστα δεν είναι γενετικά τροποποιημένα, είναι λιγότερο απαιτητικά σε νερό, λιπάσματα και φυτοφάρμακα και θα ενίσχυαν την ντόπια παραγωγή και την ντόπια κατανάλωση, με σαφή οικολογικά, οικονομικά και κοινωνικά αποτελέσματα.
Κάθε προσπάθεια να μπουν από την πίσω πόρτα οι γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί θα βρει απέναντι τη συντριπτική πλειοψηφία του αγροτικού κόσμου και των καταναλωτών, τους κοινωνικούς, επιστημονικούς και θεσμικούς φορείς, που έχουν διακηρύξει από χρόνια την Ελλάδα «χώρα ελεύθερη από μεταλλαγμένα».
Σε μια από τις πιο κρίσιμες στιγμές για την ελληνική οικονομία, ο γεωργικός τομέας μπορεί να συμβάλλει ουσιαστικά στη διέξοδο από την κρίση, με ένα ολοκληρωμένο ριζοσπαστικό σχέδιο αγροδιατροφικής πολιτικής, που θα αναδεικνύει τις παραγωγικές δυνατότητες της ελληνικής γεωργίας και των ντόπιων ποικιλιών και φυλών, σε όφελος των κοινωνικών αναγκών και της αειφόρου ανάπτυξης της χώρας, σε ρήξη με τα συμφέροντα των πολυεθνικών της βιοτεχνολογίας και των γεωργικών εφοδίων που θέλει να υπηρετήσει η μνημονιακή συγκυβέρνηση.