Μοιάζουμε όλο και περισσότερο με Αφρικανούς

Όποιος περπατά με ανοιχτά μάτια μέσα σε μεγάλες πόλεις όπως η Φρανκφούρτη, δεν μπορεί να έχει καμία αμφιβολία, ότι αυτό που ορισμένοι αποκαλούν το δηλητήριο που περιέχει τον ορό „Μεταβολισμός του λαού/Umvolkung“ ή που άλλοι πιο συντηρητικά ονομάζουν ανταλλαγή πληθυσμών, βρίσκεται εδώ και καιρό σε εξέλιξη

 

 

 

Τίτλος του δημοσιεύματος: „Wir werden afrikanischer“
Μετάφραση: Δρ. Εμμανουήλ Σαρίδης

Όποιος περπατά με ανοιχτά μάτια μέσα σε μεγάλες πόλεις όπως η Φρανκφούρτη, δεν μπορεί να έχει καμία αμφιβολία, ότι αυτό που ορισμένοι αποκαλούν το δηλητήριο που περιέχει τον ορό „Μεταβολισμός του λαού/Umvolkung“ ή που άλλοι πιο συντηρητικά ονομάζουν ανταλλαγή πληθυσμών, βρίσκεται εδώ και καιρό σε εξέλιξη. Είναι επομένως υποκριτικό, να τους βάζουμε στην δεξιά γωνία ως δήθεν „συνωμοσιολόγους“, την στιγμή που χαρακτηρίζουν εννοιολογικά τις αισθησιακές πραγματικότητες που βιώνουν.

Απαντήσεις ενός δημοτικού συμβούλου της Φρανκφούρτης για την πολιτική οικονομία του „Μεταβολισμού του λαού/Umvolkung“

Μετά την δημοσίευση ενός άρθρου με τον αποκαλυπτικό τίτλο „Μοιάζουμε όλο και περισσότερο με Αφρικανούς“ στην εφημερίδα „Frankfurter Allgemeine Zeitung“ (FAZ) της 11ης Οκτωβρίου 2016, έχει γίνει για τους αρνητές της εξέλιξης των καιρών μας ακόμη πιο δύσκολο, σχεδόν μάταιο, να διαδίδουν τον μύθο για τους κακούς „συνωμοσιολόγους“.

Γιατί τι άλλο γράφει ο ανταποκριτής της FAZ στην Αφρική, Thomas Scheen, στο κύριο άρθρο του που δημοσιεύθηκε στην πλέον σημαίνουσα αυτή γερμανική εφημερίδα, αναφερόμενος στην περιοδεία της Καγκελαρίου Μέρκελ στην Αφρική ; Ξεκινά το άρθρο του με ένα απειλητικό νούμερο, με τα 50 εκατομμύρια των Αφρικανών, που σύντομα θέλουν να εισρεύσουν στην Ευρώπη. Κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα, ούτε ο δημοσιογράφος Scheen, αν θα είναι „μόνο“ 45 ή ίσως και 150 εκατομμύρια. Ένα όμως ξέρει ο ανταποκριτής: „Η Ευρώπη και ιδιαίτερα η Γερμανία, με την άφιξη περισσότερων από ένα εκατομμύριο προσφύγων κατά το παρελθόν έτος, γνώρισαν μόνο την αρχή ενός κινήματος, το οποίο θα έχει επαναστατικές δημογραφικές και οικονομικές συνέπειες.“

Ύστερα από μια σχετικά τεκμηριωμένη ανάλυση των προβλημάτων της μαύρης ηπείρου, ο Scheen βγάζει στο τέλος του κειμένου του το ακόλουθο συμπέρασμα: „Το ότι η Ευρώπη θα μπορέσει να σταματήσει τη ροή των προσφύγων από την Αφρική, είναι ωστόσο μια ψευδαίσθηση. Για κάτι τέτοιο τα προβλήματα στην ήπειρο είναι πάρα πολλά, η συνειδητοποίησή τους ελάχιστη και ο χρόνος μικρός. Θα πρέπει να ζήσουμε με το ότι ο κόσμος μας στο εγγύς μέλλον θα πάρει μια αφρικανική όψη. „Αυτό είναι, πώς να το ονομάσουμε διαφορετικά, μια προληπτική δήλωση ήττας. Διότι μια Ευρώπη, που χωρίς μάχη θα ήταν πρόθυμη να αναλάβει το τεράστιο πλεόνασμα του πληθυσμού της Αφρικής (καθώς και του ισλαμικού κόσμου), δεν θα είχε καμία σχέση πλέον με την Ευρώπη που γνωρίζουμε και αγαπούμε.

Τώρα θα πρέπει βέβαια να γνωρίζουμε, ότι ολόκληρη η αυτοαποκαλούμενη „ελίτ“ μας στην πολιτική και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης σκέφτεται πάντοτε τη Γερμανία όταν μιλάει για την Ευρώπη. Διότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν θα θυσιάζονταν εθελοντικά στο δημογραφικό πρόγραμμα, το οποίο βρίσκεται τουλάχιστον από το Σεπτέμβριο του 2015 σε εξέλιξη και το οποίο προωθούν οι πολιτικοί του Βερολίνου με την οικονομική υποστήριξη των από πίσω τους και την βοήθεια των μαζικών μέσων. Εν συντομία: η πρώην συντηρητική και ακόμη απτόητη νεοφιλελεύθερη FAZ, προσπαθεί να προετοιμάσει τον κόσμο, ότι μαζική είσοδος πολιτισμικά ξένων ανθρώπων δεν αποτελεί μια καταστροφική εισβολή, αλλά ένα μοιραίο γεγονός, στο έλεος του οποίου θα πρέπει να παραδοθούν ευγενικά οι υπόλοιποι Γερμανοί πολίτες.

Οι φίλοι του νεοφιλελεύθερου εμπορίου και ολόκληρη η Αριστερά του Πρασίνου φάσματος συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό σε ένα κρίσιμο ερώτημα: Όποιος αντιτίθεται σ‘ αυτή την εξέλιξη, διατρέχει τον κίνδυνο να θεωρηιεί ύποπτος για ρατσισμό, την πιο βιώσιμη δυνατότητα για έναν ελπιδοφόρο πολιτικό αποκλεισμό, συμπεριλαμβανομένου του κοινωνικού εξοστρακισμού. Πράγματι, η αποστροφή του κόσμου εναντίον της εν εξελίξει ευρισκομένης ανταλλαγής πληθυσμών εκδηλώνεται συχνά με μια ενστικτώδη συναισθηματική επιφύλαξη για τον αυξανόμενο αριθμό των μαύρων και σκουρόχρωμων ανθρώπων στη Γερμανία. Και αυτά τα ένστικτα και οι επιφυλάξεις μπορούν εύκολα να ψαρακτηρισθούν από αυτούς που προωθούν την ανταλλαγή ως „ρατσισμός“.

Είναι επομένως απαραίτητο να διευκρινιστεί, τι είναι αυτό που κάνει την „ελίτ“ τουλάχιστον σε ορισμένα μέρη της Δυτικής Ευρώπης, αλλά κυρίως στην γερμανική ενδοχώρα, όχι μόνο να δέχεται την μαζική μετανάστευση από την Αφρική και την Ανατολή, αλλά ακόμα και να την προωθεί και να την διαδίδει. Θα ήταν πάρα πολύ απλό και επιφανειακό, τα κίνητρα αυτής της „ελίτ“ να χαρακτηρισθούν ως προδοσία προς τον ίδιο τον λαό της ή ως συνέπεια μια εντελώς λανθασμένη αντίληψης περί φιλανθρωπίας (Gutmenschentum). Και τα δύο μπορεί να έχουν την σημασία τους, και σ‘ αυτήν προστίθεται η δυτικογερμανική νοοτροπία „μιας εξωτερικά παράξενης εθνική συναίνετικής κουλτούρας, που κάνει την κομφορμιστική αποδοχή ακόμη και κάποιων εκπληκτικών ισχυρισμών συλλογικά υποχρεωτική“ (Wolfgang Streeck).

Αλλά αυτή η „εθνική συναίνετική κουλτούρα“ έχει έναν φαινομενικά ορθολογικό πυρήνα, η πολιτική οικονομία του οποίου αξίζει να ειδωθεί από πιό κοντά. Επειδή είναι μια σιωπηλή, αλλά άκρως αποτελεσματική συναίνεση εντός της γερμανικής „ελίτ“, η οποία θέτει πάνω από όλα τα συμφέροντα της χώρας, που είναι η εξαγωγή των γιγαντιαίων αποθεμάτων της εξαιρετικά αποτελεσματικής εγχώριας βιομηχανίας. Για την κατανόηση του θέματος δεν θα δημοσιεύσω εδώ επίσημα στατιστικά στοιχεία, που αποδεικνύουν τις παρατηρήσεις μου. Μερικά στοιχεία είναι όμως σπουδαία για να μείνουν απαρατήρητα. Έτσι η Γερμανία σημείωσε κατά το πρώτο εξάμηνο του 2016 ένα πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της τάξεως των 164 δισεκατομμυρίων δολλαρίων – όχι πολύ λιγότερα από τις εξαγωγές των δύο κορυφαίων εθνών Κίνας και Ιαπωνίας μαζί!

Μεταξύ 1999 και 2014 η αναλογία των εξαγωγών στη Γερμανία αυξήθηκε από τα 26 στα 45 τοις εκατό του εθνικού προϊόντος, σε συνδυασμό με μια τεράστια αύξηση των καθαρά συναλλαγματικών διαθεσίμων εξωτερικού από εταιρείες και και ιδιώτες. Το γιατί αυτοί οι αριθμοί επιτυχίας δεν αντικατοπτρίζονται στους μισθούς και λογαριασμούς της μάζας των Γερμανών, το εξήγησε πρόσφατα ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Deutsche Bank, Thomas Mayer: „Η Bundesbank δανείζει στο σύστημα Ευρώ περίπου 660 δισεκατομμύρια ευρώ χωρίς τόκους στο πλαίσιο του διατραπεζικού συστήματος 2 για τη χρηματοδότηση των εξωτερικών ελλειμμάτων άλλων χωρών-μελών του ευρώ. Και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση συμβάλει σ‘ αυτό το πρόγραμμα με 113 δισεκατομμύρια ευρώ για τη χρηματοδότηση επιχορηγήσεων σε προνομιακές τιμές για χώρες που βρίσκονται σε κρίση.“

Ο νεαρός δημοσιογράφος Δημήτριος Κισούδης περιγράφει την γερμανική κατάσταση εύστοχα ως εξής: „Ελεύθερη οικονομία της αγοράς σημαίνει στην Ευρώπη, ότι οι Γερμανοί φορολογούμενοι δίνουν χρήματα σε άλλες χώρες για να αγοράζουν γερμανικά προϊόντα“. Για να παραμείνει η Γερμανία έτσι εξαγγωγικά διεθνώς ανταγωνιστική, πρέπει ολόκληρη η κοινωνία της να αποδεχθεί την πολιτική αυτή. Και γι‘ αυτό η Γερμανία έχει γίνει η γη των υπερωριών, των χαμηλών μισθών, των μαζικών burnouts και του συστήματος Hartz IV της κοινωνικής λιτότητας, που το Βερολίνο συνιστα να εφαρμόσουν, η κάθε μία με τον δικό της τρόπο, οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης. Η εντυπωσιακά διογκωμένη παρουσίαση του „Brexit“ στα μέσα ενημέρωσης της Γερμανίας προέρχεται από την οργή της, ότι ένα μεγάλο ευρωπαϊκό κράτος με μακρά δημοκρατική παράδοση και παγκόσμια εμβέλεια μεταξύ άλλων δεν είναι πρόθυμο να υποταχθεί de facto στην γερμανική κυριαρχία.

Για να ασκήσει και να ενισχύσει τη δεσπόζουσα θέση της, η εξαγωγική πρωταθλήτρια Γερμανία χρειάζεται για τους διάφορους τομείς της οικονομίας της εργατικό δυναμικό με υψηλά προσόντα, που να μην έχει κατα το δυνατόν υψηλό κόστος. Και από την άλλη πλευρά χρειάζεται για απλές υπηρεσίες και δραστηριότητες φθηνό εργατικό δυναμικό. Διότι, κατά τον Καρλ Μαρξ, που για μια φορά έχει δίκαιο, είναι η τιμή της εργατικής δύναμης, από την οποία εξαρτάται το ποια τιμή έχει ένα προϊόν και ποιό κέρδος μπορεί με αυτήν να πραγματοποιηθεί. Η διεθνής αγορά για υψηλά ειδικευμένους εργαζόμενους, που θα μπορούσαν στη Γερμανία να πιάσουν δουλειά χωρίς μεγάλη προετοιμασία (λόγω γλώσσα!), είναι όμως πολύ περιορισμένη.

Και η εγχώρια „παραγωγή“ μηχανικών, ειδικών πληροφορικής, εξειδικευμένων εργατών και ειδικευμένων τεχνιτών επιδεινώνεται από την  μάζα μαθητών στα Γυμνάσια, τα οποία προσελκύουν νέους σε προγράμματα, που πολλοί από αυτούς δεν τελειώνουν ή τελειώνουν, αποκτούν πτυχία, τα οποία δεν κάνουν ως επάγγελμα. Η ιδεολογικά βεβαρυμένη γερμανική εκπαιδευτική πολιτική δεν έχει βρεί σ‘ αυτό το πρόβλημα μέχρι στιγμής καμία λύση εκτός από την επανενεργοποίηση των συνταξιούχων. Και σε κάθε περίπτωση οι „φυγάδες“ που εισέρευσαν το 2015 στη χώρα, και αυτό το επιβεβαίωσαν και οι μερκελικοί αντιπρόσωποι των επιχειρηματικών ενώσεων, είναι κατά κανόνα εντελώς ακατάλληλοι να ικανοποιήσουν τις ανάγκες για εργατικό δυναμικό υψηλής ειδίκευσης, οι οποίες ούτως ή άλλως λέγονται μάλλον προς το θεαθείναι. Αυτές θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν, αν η εγχώρια νεολαία θα υποστηρίζονταν και θα πληρώνονταν στις εργασίες τους καλύτερα.

Πολύ πιο ευχάριστη από τη σκοπιά της οικονομίας είναι η κατάσταση στην αγορά του φθηνού εργατικού δυναμικού για απλές υπηρεσίες και ελάχιστη ή ανειδίκευτη εργασία. Είναι το προσωπικό αυτής της αγοράς εργασίας που κάνει την Γερμανία να φαίνεται όλο και πιο „πολύχρωμη“. Στο χώρο της εστίασης, ξενοδοχείων, αποκομιδής απορριμμάτων, καθαριότητας δρόμων και κτιρίων, οικοδομής, υπηρεσιών ασφαλείας και άλλων πολλών – χωρίς φθηνά και πρόθυμα χέρια για εργασία από την ανατολική και την νότια Ευρώπη και τον άλλο κόσμο, η γερμανική μηχανή των εξαγωγών δεν θα λειτουργούσε. Και με τους φυγάδες τώρα υπάρχει μια ανεξάντλητη δεξαμενή εν δυνάμει ή ήδη εκμεταλλεύσιμων φθηνών εργατικών χεριών. Το ότι αυτοί προέρχονται από γνωστές ή ξένες περιοχές κουλτούρας, έχει μια μεγάλη σημασία, που ακόμη είναι άγνωστη και πιθανώς να έχει δραματικές συνέπειες για τη γερμανική κοινωνία, όμως τελείως αδιάφορο για τους χρήστες αυτού του φθηνού εργατικού δυναμικού. Για τους λεγόμενους „ιθύνοντες“ της οικονομίας είναι επίσης αδιάφορο το γεγονός, ότι πολλοί από τους νέους μετανάστες δεν κάνουν ούτε και για να χρησιμοποιηθούν στον τομέα των χαμηλών μισθών και ως εκ τούτου πρέπει να ζούν από τους μικρούς και μεσαίους φορολογουμένους. Καθότι αυτοί απλά ψαρεύουν σ‘ αυτή την δεξαμενή ότι τους χρησιμεύει και τους συμφέρει. Για τα αποδιαλόγια να φροντίσει το κράτος.

Για το κοινωνικό κράτος Γερμανία αυτό θα έχει σίγουρα αρνητικές επιπτώσεις. Διότι το αργότερο όταν εξασθενίσει η τρέχουσα οικονομική άνθηση, που βασίζεται στα χρέη και επέλθει μια ύφεση ή ακόμα και μια κρίση, τότε θα πρέπει το γιγαντιο και συνεχώς αυξανόμενο κοινωνικό κόστος να πιάσει ταβάνι και να ελαττωθεί και οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης για τη μάζα των εργαζομένων να αυξηθούν. Και είναι απίθανο, εναλλακτικά να κληθούν στο ταμείο και να πληρώσουν οι γερμανοί δισεκατομμυριούχοι και πολυεκατομμυριούχοι. Η πολιτική „ελίτ“ υποψιάζεται ή γνωρίζει ήδη, τι προβλήματα θα προκύψουν στη Γερμανία στο εγγύς μέλλον. Και επειδή δεν μπορεί να υπάρξει κράτος προνοίας χωρίς κράτος-έθνος καμία ευρωπαϊκή „ελίτ“ δεν ενδιαφέρεται τόσο έντονα να προδώσει το εθνικό της κράτος και να „εξαφανιστεί“ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο η „ελίτ“ της πολιτικής και της οικονομίας.

Η σημερινή γερμανική πολιτική καθορίζεται λοιπόν από τα συμφέροντα του εξαγωγικού τομέα του εμπορίου και της βιομηχανίας και της οικονομικής και κοινωνικής βιομηχανίας προνοίας, η τελευταία να είναι πράγματι ένας από τους σημαντικά κερδισμένους της μαζικής μετανάστευσης. Όποιος όμως έχει ελπίζει σ‘ αυτά τα οικονομικά, πολιτικά ή κοινωνικά πλεονεκτήματα, βλέπει κοντόφθαλμη και επιζήμια για το μέλλον της Γερμανίας. Αυτό το ανέλυσε μια μόνο ημέρα πριν από το αναφερθέν άρθρο για την Αφρική, που δημοσιεύθηκε επίσης στην FAZ, ο κοινωνιολόγος από το Tübingen, δρ Hannes Weber, στο άξιο αναγνώσεως ολοσέλιδο και πειστικό άρθρο του „Η Δημογραφία ως πρόβλημα – και ως λύση“.

Ο Weber αναφέρει το δημοφιλές σύνθημα: „Μέσω της μετανάστευσης μπορεί να αντιμετωπιστεί η δημογραφική αλλαγή“ και γράφει: „Όμως ακόμη και χωρίς να ληφθούν υπόψη τα γλωσσικά και επαγγελματικά εμπόδια, τα οποία θα οδηγήσουν σε μια χαμηλότερη πραγματική απασχόληση και σε ένα υψηλό κόστος για την ενσωμάτωση, σε μια τέτοια εξέταση παραβλέπεται συχνά , ότι το δημογραφικό αποτέλεσμα της μετανάστευσης σχετικά με την αναλογία των ατόμων σε ηλικία εργασίας θα είναι στην κοινωνία ως σύνολο μάλλον χαμηλό. Αυτό οφείλεται στο γεγονός, ότι μεταναστεύουν ακόμη άτομα σε ακατάλληλη προς εργασίαν ηλικία. Αλλά και οι κατάλληλοι για εργασία θα είναι λίγο αργότερα συνταξιούχοι, οπότε θα χρειαζόταν στο μέλλον περισσότεροι μετανάστες για να αντισταθμίσουν αυτή την αύξηση.“

Ο κοινωνιολόγος Weber εφιστά την προσοχή μας και σε μια οικολογική άποψη, την οποία οι Πράσινοι Φίλοι της μαζικής μετανάστευσης παραβλέπουν ή επιμελώς αποκρύπτου: „Ακόμη και στο λιγότερο πιθανό σενάριο, κατά το οποίο η μετανάστευση θα κατέβει στο επίπεδο της δεκαετίας του 2000 και ο πληθυσμός κατά τα μέσα του αιώνα συρρικνώθεί πραγματικά κατά μερικά εκατομμύρια, η Γερμανία θα εξακολουθούσε να είναι μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες χώρες της ΕΕ. Και ακόμα και τότε η κυκλοφορία φορτηγών και αυτοκινήτων ή η ανάγκη για στέγαση, για παράδειγμα, θα συνέχιζε να αυξάνεται. Αν θα έπρεπε να διατηρηθεί ο τρέχον όγκος της κυκλοφορίας ή η τρέχουσα ανάγκη για στέγαση,  ο πληθυσμός θα έπρεπε να μειωθεί. Εκτός αυτού οι προσπάθειες για μείωση της κατανάλωσης ενέργειας ή των εκπομπών των αυτοκινήτων εξουδετερώνονται με την αύξηση του πληθυσμού. Το οικολογικό αποτύπωμα της Γερμανίας, δηλαδή η έκταση που θα χρειάζονταν για την παραγωγή των καταναλωτικών αναγκών των Γερμανών όπως τρόφιμα ή ενέργεια, υπερβαίνει κατά πολύ την επικράτεια της χώρας. Επίσης για την επίτευξη ενός βιώσιμου τρόπου ζωής που δεν είναι εις βάρος της φύσεως σε άλλα μέρη του κόσμου, η μείωση της πυκνότητας του πληθυσμού θα είχε ευνοϊκές επιδράσεις.“

Όποιος ισχυρίζεται ή θέλει άλλα πράγματα, έχει ασφαλώς τους λόγους του, τους όχι καλούς λόγους του. Η Γερμανία δεν χρειάζεται μια μαζική μετανάστευση, ούτε από τον μουσουλμανικό κόσμο ούτε από την Αφρική. Όποιος ισχυρίζεται, ότι η μετανάστευση δεν μπορεί να σταματήσει, είναι είτε ένας δειλός, ένας παραιτηθείς, που θέτει εν κινδύνω το λαμπρό μέλλον της χώρας μας ή ένας, που επιδιώκει τα δικά του συμφέροντα, τα οποία αντίκεινται στο μακροπρόθεσμο συμφέρον του γερμανικού λαού και του μέλλοντος του. Γι‘ αυτό χρειάζεται στο μέλλον ένας πιο έντονος και πιο θεμελιώδης αγώνας με πειστικές αναλύσεις και επιχειρήματα εναντίον όλων εκείνων, που ανεύθυνα θέλουν να κάνουν την Γερμανία πιο μουσουλμανική και πιο Αφρικανική ή που επιπόλαια όλα αυτά τα επιτρέπουν. Αυτό δεν είναι ένας αγώνας μεταξύ των άλλων, αλλά ο αγώνας για την εθνική επιβίωση μια δυτικού τρόπου Ευρώπη των ειρηνικά συνεργαζομένων πατρίδων.

http://krisenfrei.de/wir-werden-afrikanischer/