Νόμος περί εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες διατάξεις

 

Η ομιλία του κ. Μιχελάκη στο Σχέδιο Νόμου του  Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας

και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων :

«Νόμος περί εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες διατάξεις»

 

 

Ολομέλεια, 5-6 Μαρτίου 2013

 

          Είναι αλήθεια ότι η έμφαση που δίνεται το τελευταίο διάστημα  στα οικονομικά προβλήματα της χώρας συχνά αποσπά την προσοχή μας από σοβαρά κοινωνικά προβλήματα και ανθρώπινες τραγωδίες, όπως η εξάρτηση από τα ναρκωτικά.

          Όμως αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι οι καταστρεπτικές συνέπειες της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών, που ξεκινούν από τον κλονισμό της υγείας και τον κοινωνικό αποκλεισμό και φθάνουν στην ανάπτυξη εγκληματικών συμπεριφορών για την εξασφάλιση της δόσης, επιτάσσουν τη χάραξη μιας εθνικής στρατηγικής για τη μάστιγα των ναρκωτικών.

Το γεγονός ότι 4.235 από τους συνολικά 12.297 κρατούμενους στις ελληνικές φυλακές – δηλαδή ποσοστό 35% – σχετίζεται άμεσα με τα ναρκωτικά, καταδεικνύει με τον πιο σαφή τρόπο τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος.

Εάν μάλιστα συνυπολογίσουμε τον αριθμό των κρατουμένων, που έχουν καταδικαστεί για αδικήματα, τα οποία σχετίζονται εμμέσως με υποθέσεις  ναρκωτικών, (όπως κλοπές, ληστείες και πλαστογραφίες), το ποσοστό των κρατουμένων που συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με ναρκωτικά μπορεί να ξεπερνά το 50%.

 

Πάγια θέση μου αποτελεί η αυστηρότατη τιμωρία των οργανωμένων ομάδων διακίνησης ναρκωτικών και η ανάγκη ουσιαστικής διάκρισης του εμπόρου από τον άρρωστο. Του διακινητή ναρκωτικών που ενεργεί με σκοπό το κέρδος από τον εξαρτημένο χρήστη που ενεργεί σαν άρρωστος για να εξασφαλίσει την δόση του.

Δεν πρέπει όμως να μένουμε προσκολλημένοι στη στενή λογική της ποινικής αντιμετώπισης και της θεραπείας, αλλά να εστιάσουμε την προσοχή μας στον καθοριστικό ρόλο που είναι σε θέση να διαδραματίσουν τα προγράμματα πρόληψης, ιδιαίτερα στο χώρο της εκπαίδευσης. Είναι επιτακτική ανάγκη να δώσουμε ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στην εμπεριστατωμένη ενημέρωση της νεολαίας. Ιδίως, μάλιστα, στον περιορισμό της κοινωνικής αποδοχής των εξαρτησιογόνων ουσιών. Να μην παραβλέπουμε δηλαδή το γεγονός ότι τα ναρκωτικά, όπως άλλωστε και κάθε άλλη μορφή εξάρτησης, αποτελούν στα μάτια πολλών νέων τον εύκολο δρόμο για διέξοδο από τα προβλήματα, τα εμπόδια και τις απογοητεύσεις της ζωής. Είναι ένα λάθος συνώνυμο του εγκλήματος. Λάθος που οδηγεί στο θάνατο. Σημειώνω ότι πολλές φορές η χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις συνθήκες διαβίωσης και τον βαθμό κοινωνικής και προσωπικής ευπάθειας κάθε ανθρώπου. Και αυτό σημαίνει ότι τα νέα παιδιά στην Ελλάδα της κρίσης ανήκουν στην ομάδα υψηλής επικινδυνότητας. Ζουν άλλωστε σε ένα περιβάλλον έντονης ανασφάλειας και αβεβαιότητας, το οποίο  επιδεινώνει τις συνθήκες ζωής τους και επιβαρύνει δραματικά την καθημερινότητά τους. 

 Είναι γνωστό ότι η ανεργία, η ψυχολογική πίεση και η κατάθλιψη είναι μερικές από τις βασικές αιτίες που ευνοούν την εξάρτηση και την παραβατική συμπεριφορά. Γι’ αυτό και η ανάγκη τόσο για ψυχοκοινωνική υποστήριξη όσο και για μια σοβαρή εκστρατεία πρόληψης από εξαρτητικές συμπεριφορές, είναι σήμερα πιο επιτακτική από κάθε άλλη φορά.

 

Περνώντας στις επί μέρους διατάξεις του σχεδίου νόμου, οφείλω να υπογραμμίσω ότι στα θετικά του σημεία συγκαταλέγεται το γεγονός ότι αναγνωρίζει έμπρακτα την ειδική κατάσταση εξάρτησης του χρήστη και επιφυλάσσει υπέρ αυτού ειδική ποινική μεταχείριση, εισάγοντας την εναλλακτική οδό της θεραπείας και της απεξάρτησης.

Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η ρύθμιση για τη λειτουργία προγραμμάτων απεξάρτησης και θεραπείας σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας, η χορήγηση υποκατάστατων ακόμη και μέσα στη φυλακή, αλλά και η απόλυση του κρατούμενου μετά την έκτιση του 1/5 της ποινής του, με την προϋπόθεση της ολοκλήρωσης παρακολούθησης του προγράμματος απεξάρτησης.

Εάν όμως για τους πραγματικά εξαρτημένους χρήστες η πρόωρη αποφυλάκιση λειτουργεί ευεργετικά συμβάλλοντας στην επιτυχία της θεραπείας τους, θα πρέπει με αφορμή το συζητούμενο σχέδιο νόμου να επανεξετάσουμε την τάση για «κούρεμα» των ποινών, η οποία έχει επικρατήσει τα τελευταία χρόνια στην ποινική νομοθεσία με σκοπό την αποσυμφόρηση των φυλακών.

Είναι αλήθεια ότι το σωφρονιστικό μας σύστημα έπασχε και πριν το ξέσπασμα της κρίσης, δεδομένου ότι ο συνωστισμός κρατουμένων, οι κακές συνθήκες διαβίωσης, οι ελλείψεις υλικοτεχνικής υποδομής, τα κτηριακά προβλήματα, η ανεπάρκεια προσωπικού, οι αδυναμίες της γενικής πρόληψης και η ανυπαρξία μεταϊδρυματικής μέριμνας, δεν εμφανίστηκαν από τη μια μέρα στην άλλη.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να παρασυρθούμε στη θέσπιση ευνοϊκών διατάξεων για τους παραβάτες, που όχι μόνο θα στείλουν λανθασμένο μήνυμα στην κοινωνία, αλλά και θα απαλλάξουν δράστες αδικημάτων ιδιαίτερης ηθικής απαξίας. Δράστες επικίνδυνους για την κοινωνία.

Κατά γενική ομολογία κάθε αλόγιστη μείωση των ποινών προσβάλλει την κοινή περί δικαίου αίσθηση και ενισχύει την κρατούσα στην ελληνική κοινωνία άποψη περί ατιμωρησίας.

Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε τη βασική αρχή του ποινικού  δικαίου περί του «παιδευτικού χαρακτήρα» της ποινής, σύμφωνα με την οποία οι ποινές επιβάλλονται και με σκοπό να λειτουργήσουν ως παράδειγμα προς αποφυγήν για τους επίδοξους μιμητές παρανόμων πράξεων.

Με το σκεπτικό αυτό για ποια αντεγκληματική πολιτική θα μπορούμε να μιλάμε, όταν οι ποινές είναι τόσο ήπιες ώστε να παύουν να  λειτουργούν αποτρεπτικά ;

Το ζητούμενο είναι όχι μόνο η αποσυμφόρηση των φυλακών, αλλά και η αποτελεσματικότερη πρόληψη, ο πραγματικός σωφρονισμός και η ομαλή κοινωνική επανένταξη.

Ο στόχος μας δεν θα πρέπει να περιορίζεται στο να αποφυλακιστούν κάποιοι άνθρωποι ως υπεράριθμοι, αλλά να αποφυλακιστούν έτοιμοι να επανενταχθούν ομαλά στην κοινωνία. Δεν μπορεί σε μια εποχή βαθιάς κρίσης και δραματικής έξαρσης της εγκληματικότητας να προτάσσεται οτιδήποτε άλλο πέρα από την προστασία και την ασφάλεια των πολιτών. Δεν μπορεί να αφήνονται και να κυκλοφορούν ελεύθεροι επικίνδυνοι κακοποιοί, μόνο και μόνο γιατί δεν χωρούν στις φυλακές.

Με το πνεύμα αυτό θα πρέπει να επανεξεταστεί και το ζήτημα των αδειών, ούτως ώστε να χορηγούνται αποκλειστικά και μόνο σε κρατούμενους, που δεν είναι επικίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια.

Άλλωστε στην κατεύθυνση της αποσυμφόρησης των φυλακών θα μπορούσαν να συμβάλουν και άλλα μέτρα, όπως η ενίσχυση του θεσμού της κοινωνικής εργασίας για μη επικίνδυνους κρατούμενους και η μεταφορά μεγαλύτερου αριθμού κρατουμένων στις αγροτικές φυλακές, καθώς εκεί κάθε ημέρα εργασίας που εκτίεται προσμετράται για 2 ημέρες ποινής.

 

Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι,

Πιστεύω πως η βαρύτητα του προβλήματος των ναρκωτικών είναι τέτοια που θα επέβαλλε την ψήφιση ενός αμιγούς και αυτοτελούς νόμου περί εξαρτησιογόνων ουσιών, ενώ οι ιδιαίτερα σημαντικές «λοιπές διατάξεις» θα μπορούσαν συμπεριληφθούν σε μεταγενέστερη νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Το λέω αυτό γιατί στο δεύτερο μέρος του σχεδίου νόμου περιλαμβάνονται ρυθμίσεις ιδιαίτερου δικαιϊκού ενδιαφέροντος, όπως για παράδειγμα οι τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και των Κωδίκων Ποινικής και Διοικητικής Δικονομίας.

Όμως σε ό, τι αφορά στην τροποποίηση Κωδίκων αποτελεί πάγιο αίτημα σύσσωμου του νομικού κόσμου της χώρας αυτή να διεξάγεται αυτοτελώς και με την προβλεπόμενη διαδικασία, προκειμένου να αποφεύγονται δυσλειτουργίες κατά την εφαρμογή του νόμου, να διευκολύνεται η ενημέρωση δικαστών και δικηγόρων και πάνω απ’ όλα να μην τίθεται εν αμφιβόλω η ασφάλεια δικαίου για τους πολίτες.

Περαιτέρω στο δεύτερο μέρος του σχεδίου νόμου συναντούμε σημαντικές ρυθμίσεις για θέματα φοροδιαφυγής, διαφθοράς και επίσπευσης διαδικασιών, όπως για παράδειγμα η κατά προτεραιότητα εκδίκαση υποθέσεων κακουργηματικού χαρακτήρα επίορκων υπαλλήλων, η επιβολή χρηματικού προστίμου στο πεντηκονταπλάσιο του ποσού που αξίωσαν ως «φακελάκι» επίορκοι δημόσιοι λειτουργοί, η επιβολή ποινής ισόβιας κάθειρξης για δράστες ληστειών που φέρουν μαζί τους βαρύ οπλισμό κ.λπ.

Πιστεύω, λοιπόν, ότι από την άποψη τόσο της νομοτεχνικής προσέγγισης όσο και της κοινοβουλευτικής πρακτικής, ρυθμίσεις τόσο σημαντικές, όπως αυτές που δειγματοληπτικά προανέφερα, αδικούνται όταν συγκαταλέγονται στις «λοιπές διατάξεις» του παρόντος νομοσχεδίου. Και αδικούνται ακόμα πιο πολύ όταν αφορούν στην κομβικής σημασίας μάχη της κυβέρνησης για την καταπολέμηση της διαφθοράς.