Στη σημερινή Ελλάδα, μεγάλη μερίδα της κοινωνικής ύλης που δυσφορεί απέναντι στον εκσυγχρονισμό δυσφορεί με όρους είτε υποκριτικούς είτε, απλά, αφασίας. Η μερίδα αυτή συγκροτείται από ένα κατακερματισμένο σύμπαν κοινωνικών υποκειμένων που αναζητούν το καθένα τη δική του ανάγνωση – πράγμα θεμιτό και δυνάμει δημιουργικό – αλλά την αναζητά αποκομμένο από την ασφάλεια του γνώριμου και χωρίς τον κριτικό οπλισμό που θα του παρείχαν οι βάσεις μιας θεσμικής και εκπαιδευτικής συνέχειας. Την ίδια στιγμή, οι κυρίαρχες θεωρίες για τον (ανύπαρκτο) δυϊσμό στην πολιτική κουλτούρα αποσπούν την προσοχή μας μακριά από το βασικό πρόβλημα, που είναι τα κενά, οι παλινωδίες, ο κατακερματισμός και οι ασυνέχειες στην πολιτική παιδεία και την πολιτική κοινωνικοποίηση. Ας δούμε γιατί και πως.
Οι φλώροι – τα ωδικά πτηνά – έχουν χαρίσει στην κοινωνική ψυχολογία ευκαιρίες για συναρπαστικές παρατηρήσεις. Ήδη στις αρχές του 20ου αιώνα, σε σειρά άρθρων του στο Science, ο W. E. D. Scott υποστήριξε ότι φλώροι που έχουν απομονωθεί από τους γεννήτορες τους, θα επινοήσουν μια νέα μουσικότητα, που διαφέρει από αυτή των προηγουμένων φλώρων αλλά και από εκείνη των άλλων ωδικών πτηνών. Αν οι δικοί τους απόγονοι αφεθούν να μεγαλώσουν μαζί τους, θα ακολουθήσουν τη νέα, ξεχωριστή και διαφοροποιημένη μουσική σχολή. Αργότερα, επιχειρώντας να ελέγξει μια διαφορετική σειρά υποθέσεων, ο E. Conradi έδειξε ότι σπουργίτια μεγαλωμένα με καναρίνια προσπαθούν να τα μιμηθούν.
Τα χαρακτηριστικά εκείνα που δεν μεταβιβάζονται μόνο γενετικά αλλά διαμορφώνονται μέσα από την κοινωνικοποίηση, την εκπαίδευση και την μίμηση είναι, βέβαια, χαρακτηριστικά της κουλτούρας. Το ενδιαφέρον με τους φλώρους είναι ότι το κενό που προέκυψε από την απομόνωση οδήγησε στην επινόηση μιας νέας ωδής, μέσα στο πλαίσιο βέβαια της γενετικά προσδιορισμένης κατασκευής των φωνητικών χορδών τους, αλλά διαφοροποιημένης σε σχέση με την μουσικότητα των γεννητόρων τους.
Έτσι και με την ανθρώπινη κουλτούρα και – εν προκειμένω – την πολιτική κουλτούρα. Η πολιτική κουλτούρα αναφέρεται στα πρότυπα και τους τρόπους προσανατολισμού απέναντι στην πολιτική και την εξουσία, πρότυπα και τρόπους που δεν μεταβιβάζονται γενετικά, αλλά αποκτώνται μέσα από μηχανισμούς κοινωνικοποίησης, εκπαίδευσης και μίμησης. Παρότι οι κοινωνιοβιολογικές προσεγγίσεις στην πολιτική κουλτούρα παραμένουν taboo στην Ελλάδα, οι μελέτες που βρίσκονται στο interface κοινωνικών επιστημών, εξελικτικής νευροψυχολογίας και νευροεπιστήμης έχουν προσφέρει κρίσιμες υποθέσεις για την κοινωνική συμπεριφορά, τις κοινωνικές νόρμες, τα συναισθήματα και τα στάδια της ηθικής ανάπτυξης των κοινωνικών υποκειμένων. Οι νόρμες – που ρυθμίζουν την συμπεριφορά – διαμορφώνονται εξελικτικά, αλλά η καθημερινή επίδραση τους εξαρτάται από διαδικασίες κοινωνικοποίησης και κοινωνικών αλληλεπιδράσεων.
Είναι, λοιπόν, θέμα κουλτούρας. Στην Ελλάδα, οι περιπέτειες του εξευρωπαϊσμού και η αντίσταση που προβάλουν οι σχέσεις πατρωνείας σε πολλές και διάφορες εκδοχές τους οδήγησαν κάποιους στην υιοθέτηση ενός γοητευτικά απλουστευτικού ερμηνευτικού σχήματος. Ενός σχήματος που ανάγειστον δυϊσμό της πολιτικής κουλτούρας τις έκδηλα διαφορετικές προσεγγίσεις στην πολιτική και κοινωνική ζωή. Εκσυγχρονιστές – παραδοσιακοί, φορείς της εξωστρέφειας – οπαδοί του κατεστημένου, και ούτω καθεξής. Ελκυστικό στην απλότητα του και άμεσα αξιοποιήσιμο πολιτικά, το σχήμα του δυϊσμού στην πολιτική κουλτούρα έφτασε να γίνει το κυρίαρχο σχήμα.
Αλλά η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Η πραγματικότητα είναι πολύ περισσότερο σύνθετη και γι αυτό ταυτόχρονα πιο ανησυχητική αλλά και με πολύ περισσότερες δυνατότητες και ευρύτερες προοπτικές. Στην Ελλάδα, μεγάλη μερίδα της κοινωνικής ύλης που δυσφορεί απέναντι στον εκσυγχρονισμό συγκροτείται από ένα κατακερματισμένο σύμπαν κοινωνικών υποκειμένων που – σαν τους φλώρους του παραδείγματος – σκαρφίζονται δικές τους ωδές αποκομμένα καθώς είναι τόσο από την ασφάλεια του γνώριμου όσο και από την σταθερότητα μιας θεσμικής και εκπαιδευτικής συνέχειας. Παράλληλα, οι θεωρίες για τον (ανύπαρκτο) δυϊσμό αποσπούν την προσοχή μας μακριά από τα κενά, τις παλινωδίες και τις ασυνέχειες στην πολιτική παιδεία και την πολιτική κοινωνικοποίηση.
Οι σχηματικές αναγνώσεις φαλκίδευσαν την καθαρότητα της ματιάς μας. Και όμως, η αμεσότητα και η joie de vivre που ουκ ολίγοι ξένοι παρατηρητές ανακαλύπτουν στην ελληνική καθημερινότητα αντανακλούν μια διάσταση της πραγματικότητας, όπως μια διαφορετική και εξίσου υπαρκτή διάσταση αντανακλούν η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς και η έλλειψη μιας βιωμένης σταθερότητας.
Παγιδευμένοι ανάμεσα στα αδιέξοδα της ψυχανάλυσης – που αδυνατεί να κατανοήσει τον εαυτό της ως πολιτισμικό διαμόρφωμα μιας ιστορικής στιγμής – και την απλοϊκότητα μιας μαρξίζουσας κοινωνιολογίας – που αδυνατεί να κατανοήσει τα όρια της εφαρμογής της – οι διανοούμενοι στη σημερινή Ελλάδα απέτυχαν να συγκροτήσουν έναν κριτικό αναστοχασμό που θα αναδείκνυε το θεμελιώδες έλλειμμα. Το έλλειμμα ενός νεοελληνικού πραγματισμού που πατάει σε θεσμικές και κανονιστικές συνέχειες ενώ πειραματίζεται για νέες λύσεις. Όσοι – όπως ο οξυδερκής ανθρωπολόγος J. D. Faubion – επιχείρησαν να διεισδύσουν στον πυρήνα της νεοελληνικής αστικής αμφιθυμίας απομονώθηκαν και λοιδορήθηκαν από την ersatz διανόηση του τριγώνου Κολωνάκι – Πλάκα – Εξάρχεια. Η πορεία του Τιτανικού συνεχίστηκε ανενόχλητη, με νέες ωδές να αναδεικνύουν την επινοητικότητα του γένους και πομπώδεις στην απλοϊκότητα τους αναλύσεις να συγκαλύπτουν τα κενά που ευθύνονται για το θεμελιώδες έλλειμμα ενός νεοελληνικού πραγματισμού. Αυτό είναι το έλλειμμα που – όπως έχω προσπαθήσει να δείξω σε κείμενα μου της τελευταίας δεκαετίας – αποτελεί τροχοπέδη σε κάθε ορθολογική απόπειρα ανασύνταξης της ελληνικής πολιτείας.
Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι καθηγητής ευρωπαϊκής πολιτικής και πρόεδρος του τμήματος πολιτικής επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1964 και σπούδασε πολιτική επιστήμη, διοικητική επιστήμη και διεθνείς σχέσεις στην Ελλάδα, τη Βρετανία και τις ΗΠΑ. Βιβλία και άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στα αγγλικά, τα γερμανικά και τα ελληνικά. Έχει ζήσει και έχει εργαστεί στη Βοστώνη, την Ουάσιγκτον, το Κέμπριτζ, το Λονδίνο, το Μάντσεστερ, το Μπρίστολ και το Βερολίνο.