Οι ιδιαιτερότητες του μεταναστευτικού φαινομένου στην Ελλάδα

του Γιώργου Ρακκά από το Άρδην (τ. 89)

Το φαινόμενο της μετανάστευσης στην Ελλάδα εμφανίζει διάφορες ιδιαιτερότητες σε σχέση με το παγκόσμιο φαινόμενο –απόρροια των γεωγραφικών, κοινωνικών και ιστορικών ιδιαιτεροτήτων που χαρακτηρίζουν τη χώρα μας. Για παράδειγμα, ακούμε συχνά πως η Ελλάδα εντάσσεται στην κατηγορία εκείνων των χωρών όπου, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70, υπήρξαν χώρες προέλευσης μεταναστών, για να εξελιχθούν σε χώρες υποδοχής μεταναστών, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 κι έπειτα. Ταυτόχρονα όμως και μέσα στις συνθήκες της κρίσης, καταγράφεται μια έντονη τάση «διαφυγής εγκεφάλων», δηλαδή μετανάστευσης μορφωμένου, υψηλά ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, προς τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και ιδιαίτερα τη Γερμανία. Και, βέβαια, στη μακρά ιστορική διάρκεια, η Ελλάδα, όντας ένας μεθοριακός ιστορικός χώρος, μεταξύ της Δύσης και της Ανατολής, του Βορρά και του Νότου, αντιμετωπίζει κατ’ εξοχήν μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών, ειρηνικές ή μη.

Έτσι, πλευρές του φαινομένου μπορούν να ιδωθούν ως τομές ή ως συνέχειες παλαιότερων τάσεων: Η Δύση υπέβαλε τον ελληνικό χώρο σε έντονη «απομύζηση εγκεφάλων» κατά τα υστεροβυζαντινά χρόνια, καθώς οι Έλληνες τεχνίτες, καλλιτέχνες και διανοούμενοι μετανάστευαν προς τη Δύση και συνέβαλλαν αποφασιστικά στην Αναγέννηση. Και, βέβαια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό που βιώνουμε σήμερα, με την υποδοχή των ογκούμενων μεταναστευτικών ρευμάτων, είναι συνέχεια αντίστοιχων σε πυκνότητα και ένταση ρευμάτων που διήλθαν από εδώ, κατά τα μεσοβυζαντινά χρόνια ή κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Αξίζει να επιμείνουμε στις πτυχές εκείνες που αφορούν στην ιδιαιτερότητα του ελληνικού φαινομένου, καθώς και στο γεγονός ότι παραπέμπει σε τάσεις που επιμένουν στη μακρά ιστορική διάρκεια, διότι αυτές οι πτυχές είναι που παραλείπονται από τη σχετική δημόσια συζήτηση του φαινομένου –και βέβαια είναι οι πιο κρίσιμες για να κατανοήσουμε τις πραγματικές του διαστάσεις.

Πόσοι είναι οι μετανάστες στην Ελλάδα;

Η ιδιαιτερότητα του φαινομένου αναδεικνύεται και στις πιο απλές εκφράσεις του – για παράδειγμα, στον προσδιορισμό του πληθυσμού των μεταναστών που αυτήν τη στιγμή ζουν στην Ελλάδα. Ακόμα και σ’ αυτό το τόσο απλό επίπεδο, τα στοιχεία που υπάρχουν είναι ισχνά και συγκεχυμένα, ενώ οι εκτιμήσεις που έχουν πραγματοποιήσει κατά καιρούς επίσημοι φορείς εμφανίζουν μεγάλη απόκλιση μεταξύ τους, σε σημείο να έχει δημιουργηθεί μεγάλη σύγχυση σχετικά με τον αριθμό των μεταναστών που αυτή τη στιγμή βρίσκονται στην Ελλάδα. Ασφαλώς, η κατάσταση αυτή αντικατοπτρίζει την εγκληματική αδιαφορία του κράτους και των αρχουσών τάξεων να διαμορφώσουν πολιτικές πάνω σ’ ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα.
Το πρόβλημα έχει να κάνει με την, έστω και κατά προσέγγιση, εκτίμηση των παράνομων μεταναστών που βρίσκονται αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα. Ο αριθμός των νόμιμων είναι γνωστός. Βάσει της Γενικής Γραμματείας Πληθυσμού και Κοινωνικής Συνοχής, ο αριθμός των νόμιμων μεταναστών ανερχόταν το 2011 σε 621.178 άτομα. Γενικά, η τάση των νόμιμων μεταναστών στην Ελλάδα, και ιδιαίτερα των Αλβανών που κυριαρχούσαν στην ελληνική αγορά εργασίας κατά τη δεκαετία του 1980, είναι να μειώνονται, λόγω της κρίσης, της ακρίβειας, της ανεργίας και της γενικότερης επιδείνωσης των όρων ζωής.
Για τους μη νόμιμους μετανάστες, τώρα, οι εκτιμήσεις ποικίλουν. Το 2011, το ΕΛΙΑΜΕΠ ανακοίνωσε ότι ανέρχονται στους 350.000-400.000, δηλαδή ότι, ως σύνολο, ο αριθμός των μεταναστών προσεγγίζει το 1.050.000-1.140.000. Πρόκειται για την πιο συγκρατημένη εκτίμηση, αν και ακόμα και αυτή καταγράφει μια αύξηση της τάξης του 120% σε σχέση με το 2008. Κατά καιρούς εμφανίζονται διάφορα σενάρια και αριθμοί στις εφημερίδες: Το 2009, ο πρώην διοικητής της ΕΥΠ και νυν στέλεχος του ΛΑΟΣ, Ι. Κοραντής, ανέφερε ότι οι μετανάστες στην Ελλάδα προσεγγίζουν τους 1.800.000, ενώ δημοσίευμα της Ελευθεροτυπίας, των αρχών του 2011, ανέφερε ότι πηγές από το αρχηγείο της ΕΛΑΣ ανεβάζουν τον αριθμό στις 2.300.000. Τέλος, πιο πρόσφατο δημοσίευμα του Βήματος ανέφερε ότι, βάσει των στοιχείων του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως, στην Ελλάδα ζουν 800.000 παράνομοι μετανάστες.
Η σύγχυση προκύπτει από το γεγονός ότι δεν μπορεί να υπάρξει καταγραφή του αριθμού των εισερχομένων στην Ελλάδα, αλλά και όσων καταφέρνουν να φύγουν από τη χώρα μας – γιατί είναι σαφές πλέον πως η μεγάλη πλειοψηφία των μεταναστών που καταφθάνουν στην Ελλάδα θέλουν να συνεχίσουν τον δρόμο τους προς την Κεντρική και τη Δυτική Ευρώπη. Ως προς τους εισερχόμενους, υπάρχει μόνον ο αριθμός αυτών που συλλαμβάνονται, αλλά η διεθνής βιβλιογραφία υποστηρίζει ότι η αναλογία αυτών που συλλαμβάνονται και αυτών που καταφέρουν να διέλθουν παράνομα τα σύνορα είναι 1 προς 2 με 1 προς 4.
Τούτο σημαίνει, για να δώσουμε ένα παράδειγμα, το 2010 συνελήφθησαν για παράνομη είσοδο ή διαμονή στη χώρα περίπου 132.500 αλλοδαποί, και από αυτούς απελάθηκαν οι 52.469. Προκειμένου να αποκτήσουμε μια εικόνα για το πόσοι μπορεί να εισήλθαν από τα σύνορα, θα πρέπει να πολλαπλασιάσουμε τους 80.262 που απομένουν επί 2 ή επί 4. Και πάλι δεν θα έχουμε ακριβή εικόνα, καθώς δεν γνωρίζουμε πόσοι κατάφεραν να φύγουν από τη χώρα. Βεβαίως, υπάρχουν μέθοδοι για να γίνουν ασφαλέστερες εκτιμήσεις, με αναγωγή και κατάρτιση ακριβέστερων πολλαπλασιαστών, βάσει ορισμένων παραγόντων που μπορούν να δώσουν ορισμένες ενδείξεις (όπως λόγου χάρη την παρουσία των παιδιών στα σχολεία ή τα νοσοκομεία, μέσω της απασχόλησης κ.ο.κ.), εντούτοις εδώ υπεισέρχεται η εγκληματική αδιαφορία του κράτους, που αδυνατεί να καταγράψει έστω το πρόβλημα.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, όμως, είναι σαφές ότι το ποσοστό των μεταναστών που βρίσκονται σήμερα στη χώρα μας είναι πολύ μεγάλο, αναλογικά ένα από τα μεγαλύτερα της Δυτικής Ευρώπης. Υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις ως προς αυτό, με κυριότερη τη σαφώς καταγεγραμμένη τάση αύξησης των μεταναστευτικών ρευμάτων που καταφθάνουν στη χώρα μας, ιδιαίτερα μέσω του χερσαίου διαδρόμου του Έβρου. Το γεγονός αυτό το έχει ομολογήσει και η Φρόντεξ, που δηλώνει σχεδόν αδυναμία να ελέγξει το φαινόμενο, το οποίο λόγω και των γεγονότων στις αφρικανικές όχθες της Μεσογείου, με το μπλοκάρισμα των μεταναστευτικών διαδρόμων που κατέληγαν στην Ισπανία και την Ιταλία, αναμένεται να επιταθεί ακόμα περισσότερο. Υπό αυτή την έννοια, η εκτίμηση του ΕΛΙΑΜΕΠ φαίνεται υπερβολικά συγκρατημένη, και αυτό το 1.1 εκ. που δίνει μπορούμε μόνο να το θεωρήσουμε ως αφετηρία των εκτιμήσεών μας. Βεβαίως, από την άλλη, είναι σαφές ότι η ελληνική κοινωνία θα παρουσίαζε διαφορετικής φύσεως, έκτασης και εμβέλειας φαινόμενα, αν ζούσαν στους κόλπους της 20% μετανάστες όπως ισχυρίζονται οι ανώνυμες πηγές. Η αλήθεια, επομένως, πρέπει να βρίσκεται κάπου στη μέση: Αν δηλαδή οι παράνομοι μετανάστες είναι κάπου 800.000-900.000, τότε ο συνολικός αριθμός των μεταναστών που ζουν στην ελληνική κοινωνία είναι περί τα 1.500.000 – 1.700.000 εκατομμύρια, που ήδη αντιπροσωπεύουν ένα τεράστιο ποσοστό επί του συνόλου του πληθυσμού. Μιλάμε, δηλαδή, περίπου το 13,5%-15% του συνόλου, ποσοστό ανάλογο με εκείνο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής!
Και πάλι όμως, τα μεγέθη αυτά δεν είναι ικανά να εκφράσουν τον πραγματικό δυναμισμό του φαινομένου, καθώς τα ποσοστά των μεταναστών επί του συνόλου, στις παραγωγικές ηλικίες και τους εργαζόμενους, είναι πολύ μεγαλύτερα: Σύμφωνα με τον Κ. Γεώρμα, ο παραγωγικός πληθυσμός των αλλοδαπών πλησιάζει το 80% του πληθυσμού τους, ενώ για τους Έλληνες το αντίστοιχο ποσοστό είναι 66.2%. Αντίστοιχες αποκλίσεις εμφανίζονται στη δημογραφική δυναμική των δύο συνόλων, η οποία καταγράφεται και στη σχέση Ελλήνων και αλλοδαπών μαθητών που φοιτούν στα ελληνικά σχολεία (1 προς 10, με τους Έλληνες να μειώνονται λόγω δημογραφικής κρίσης και τους αλλοδαπούς να αυξάνονται). Η απόκλιση της δυναμικής μεταξύ των δύο πληθυσμιακών συνόλων είναι γνωστό ότι θα μεταβάλει  τον δημογραφικό και εν τέλει τον εθνολογικό και πολιτιστικό χάρτη της χώρας κατά τις επόμενες δεκαετίες. Εξάλλου, είναι γνωστές οι εκτιμήσεις του ειδικού τμήματος του αρμόδιου επί του πληθυσμού του ΟΗΕ, που υποστηρίζουν ότι, διαδοχικά, κατά τις επόμενες δεκαετίες το ποσοστό των μεταναστών στην Ελλάδα θα ανέλθει στην τάξη του 20%-25% μέχρι τα τέλη του 2020.

Μεγάλος μετασχηματισμός

Τυπικά, και σε ό,τι αφορά στη μετανάστευση, η Ελλάδα βίωσε παρόμοιους μετασχηματισμούς με όλες τις δυτικές μεταβιομηχανικές κοινωνίες. Σ’ αυτές, η μετανάστευση αποτέλεσε έναν από τους κεντρικούς πυλώνες της αποβιομηχάνισης, της τριτογενοποίησης των οικονομιών και της μεταστροφής στη χρηματιστηριοποίηση. Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970, το κεφάλαιο στη Δύση είχε φτάσει σε μια κρίσιμη καμπή. Οι εργατικοί αγώνες στο εσωτερικό των δυτικών χωρών είχαν αυξήσει σε δυσθεώρητα ύψη τις κοινωνικές δαπάνες και συμπίεζαν ραγδαία τα ποσοστά κέρδους.
Σε απάντηση αυτής της τάσης υπήρξε μια κολοσσιαία αντεπανάσταση από τη σκοπιά του κεφαλαίου. Οι βιομηχανίες και ο δευτερογενής τομέας μεταφέρθηκαν σε χώρες-εργαστήρια, όπως ήταν η Κίνα και άλλες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας. Η Δύση στράφηκε προς τις υπηρεσίες, επικεντρώθηκε στις διευθυντικές και οργανωτικές λειτουργίες της παγκόσμιας –πλέον– παραγωγής, αλλά και στην κατανάλωση.
Ταυτόχρονα, μέσω της μετανάστευσης, αναδύθηκε μια δυαδική αγορά εργασίας, στην οποία οι ξένοι εργάτες αναλαμβάνουν τις χειρωνακτικές, αλλά και κοινωνικά απαξιωμένες θέσεις εργασίας, ενώ οι ντόπιοι εργαζόμενοι μετακινούνται σε δουλειές γραφείου, διευθυντικά πόστα ή στην αυτοαπασχόληση. Η διαίρεση μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, που άλλοτε εκφραζόταν μέσω της αντίθεσης των «μπλε» με τα «λευκά κολάρα», αποκτάει εθνικές και πολιτισμικές διαστάσεις, καθώς οι εργασίες χαμηλότερου κοινωνικού κύρους αναλαμβάνονται πλέον από τους ξένους. Στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών, γεννήθηκε μια τάση βαθύτατης κοινωνικής διαίρεσης, που έγινε γνωστή με την έννοια της «κοινωνίας των 2/3», ενώ ταυτόχρονα δόθηκε η δυνατότητα στα πλατιά μεσαία κοινωνικά στρώματα να αναπαραχθούν και να διευρύνουν την αγοραστική τους δύναμη. Λόγω της μετανάστευσης, έγινε εφικτό το πέρασμα σε μια κατάσταση που ταυτόχρονα χαρακτηριζόταν από επίταση των κοινωνικών ανισοτήτων και διεύρυνση της κατανάλωσης – τον μετασχηματισμό που τυπικά οι κοινωνιολόγοι αποκαλούν «πέρασμα από τις κοινωνίες της εργασίας στις κοινωνίες της καταναλωτικής απόλαυσης». Οι αλλαγές αυτές καταγράφονται σαφώς, ακόμα και στις νεοκλασικές οικονομικές μελέτες κόστους-οφέλους, σχετικά με τη μετανάστευση: Τα αποτελέσματα δείχνουν μείωση των μισθών στους χειρώνακτες, ταυτόχρονα διεύρυνση των διευθυντικών θέσεων εργασίας και μείωση των τιμών των καταναλωτικών προϊόντων.
Μπορεί να ακούγεται παράδοξο, εντούτοις, στην Ελλάδα, οι μεταβολές αυτές συντελέσθηκαν σε μεγαλύτερη κλίμακα απ’ ό,τι στη Δύση! Αιτία είναι η ιδιαίτερη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας. Πρώτον, και κυριότερο, έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο ελληνικός εκσυγχρονισμός της δεκαετίας του 1990 και του 2000 στηρίχτηκε αποφασιστικά στις κατασκευές και στον τουρισμό, δύο κλάδους που απορροφούν κατ’ εξοχήν φτηνή και συχνά μαύρη ξένη εργατική δύναμη και στηρίζουν την ανταγωνιστικότητα στην εκμετάλλευσή της.
Ωστόσο, δεν ήταν μόνο οι κύριοι κλάδοι που ανταποκρίθηκαν άμεσα και άψογα στην ξαφνική παρουσία φτηνής και ελαστικής δύναμης στο εσωτερικό της χώρας, αλλά το σύνολο της ελληνικής οικονομίας. Η ελληνική εκδοχή της τριτογενοποίησης χαρακτηρίζεται από μεγάλη ανάπτυξη των προσωπικών και καταναλωτικών υπηρεσιών, σε μια αγορά εργασίας όπου κυριαρχούν οι μικρές και οι μεσαίες επιχειρήσεις. Αυτή η μορφή τριτογενοποίησης χαρακτηρίζεται, σε αντίθεση με το μοντέλο της «τρίτης Ιταλίας», από χαμηλή τεχνολογική σύνθεση του κεφαλαίου και στηρίζεται αποφασιστικά στη συμπίεση του εργατικού κόστους. Έτσι, η χρησιμοποίηση της φτηνής εργατικής δύναμης των μεταναστών εξελίχθηκε στην Ελλάδα –μαζί με τις παροχές του κράτους και τα ευρωπαϊκά προγράμματα– σε αποφασιστικό παράγοντα που διέσωζε την κερδοφορία όλων των ελληνικών επιχειρήσεων, σε εποχές μάλιστα όπου ο σκληρός ανταγωνισμός θα τις είχε οδηγήσει σε μαρασμό. Το ίδιο μοτίβο θα καθορίσει τον χαρακτήρα και της ελληνικής γεωργίας, κατά τις δύο προηγούμενες δεκαετίες.
Τα στατιστικά στοιχεία επαληθεύουν αυτήν την ανάλυση: Οι μετανάστες απασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά σε τέσσερις κλάδους (κατασκευές, υπηρεσίες [κυρίως οικιακές], γεωργία, εμπόριο-ξενοδοχεία-εστιατόρια): Σύμφωνα με στοιχεία του 2007, το 25% των μεταναστών απασχολείται στις κατασκευές, ένα 20,5% στις υπηρεσίες, ένα 17,5% στη γεωργία και ένα 15,7% στην εστίαση, το εμπόριο και τον τουρισμό. Η μισθολογική διαφορά μεταξύ ξένων και ντόπιων εργαζομένων κυμαίνεται γύρω στο 40%, ενώ πάνω από το 50% από αυτούς απασχολούνται με μισθούς κατώτερους των 600 ευρώ. Και βέβαια, απόδειξη ότι η άτυπη, φθηνή εργασία κυριαρχεί μεταξύ των μεταναστών, είναι ότι οι μετανάστες απασχολούνται κατά 40% στην ανασφάλιστη εργασία. Γι’ αυτό, εξάλλου, στην Ελλάδα, η παράνομη μετανάστευση κυριαρχεί έναντι της νόμιμης, και οι παράνομοι μετανάστες βρίσκουν πιο εύκολα δουλειά και έχουν μικρότερα ποσοστά ανεργίας από τους νόμιμους.

Το τίμημα

Ταυτόχρονα, όμως, οι ιδιαίτεροι γεωπολιτικοί όροι που επηρεάζουν την ελληνική πραγματικότητα κατέστησαν το τεράστιο τίμημα της μεταβολής μας σε τριτογενοποιημένη, οιονεί δουλοκτητική κοινωνία, τεράστιο.  Παράλληλα με την επίταση της κατανάλωσης και τη συντήρηση της μεσοστρωματικής υφής της ελληνικής κοινωνίας, τέθηκαν οι βάσεις –όπως είδαμε και παραπάνω– για τον πολυπολιτισμικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας, τάση η οποία θα αποκαλύπτεται όσο περνούν τα χρόνια και αναφύονται οι συνέπειες των αλλαγών που μόλις έχουν συντελεσθεί.
Εντούτοις, και αναπόφευκτα, λόγω της παρουσίας μας σε μια πολύ κρίσιμη περιοχή, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονες ανισορροπίες ισχύος, που προκαλούνται από την ανάδυση νέων, ισχυρών περιφερειακών παικτών, ο πολυπολιτισμικός μετασχηματισμός της ελληνικής κοινωνίας εμπλέκεται σε ευρύτερα σχέδια γεωπολιτικής περιφερειακής ηγεμονίας.
Σε πρώτο στάδιο, και κατά τη δεκαετία του 1990, ο πολυπολιτισμικός μετασχηματισμός της ελληνικής κοινωνίας ενθαρρύνθηκε συστηματικά από τον ευρωπαϊκό και τον αμερικανικό πόλο ισχύος, σαν αναπόσπαστο κομμάτι ενός σχεδίου αυτοκρατορικής αναδιοργάνωσης των Βαλκανίων. Στα πλαίσια αυτού του σχεδίου, η κοσμοπολίτικη αναδιοργάνωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, η απάλειψη κάθε ισχυρής εθνοκεντρικής αναφοράς, καθώς και η ευρύτερη ιδεολογική επίθεση μέσα από τα ΜΜΕ, τα πανεπιστήμια και τις εφημερίδες, αποτέλεσε στρατηγική επιλογή των μεγάλων διεθνών πόλων ισχύος.
Σε δεύτερο στάδιο, η διαδικασία συμπληρώθηκε από την ανάδυση του νεοθωμανικού ηγεμονικού σχεδίου για τη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Γι’ αυτό, ό,τι αρχικά προωθούνταν ως απλή προσαρμογή της ελληνικής κοινωνίας στα πρότυπα της δυτικής, ανοιχτής πολυπολιτισμικής κοινωνίας, σταδιακά, μέσα στη δεκαετία του 2000, άλλαξε πρόσωπο. Τώρα πλέον οι αναφορές έχουν να κάνουν με τον εκσυγχρονισμό και τον εκδημοκρατισμό μιας υποτιθέμενης νεοθωμανικής πολυπολιτισμικής παράδοσης.
Ωστόσο, η προσπάθεια για τη γεωπολιτική και πολιτική ολοκλήρωση του μεγάλου μετασχηματισμού, στον οποίο υποβλήθηκε η ελληνική κοινωνία, δεν εξελίσσεται μόνο στο πνευματικό και το ιδεολογικό επίπεδο. Είναι γνωστό πλέον ότι η Τουρκία συστηματικά διευκολύνει τα μεταναστευτικά ρεύματα από την Αφρική και την Κεντρική Ασία προς τον χερσαίο διάδρομο του Έβρου. Το γεγονός αυτό έχει επισημανθεί πολλές φορές σε δημοσιεύματα και ρεπορτάζ, καθώς και από μαρτυρίες των ίδιων των μεταναστών, που περιγράφουν πώς οι τουρκικές πρεσβείες στις αφρικανικές χώρες διευκολύνουν τη μετακίνηση των μεταναστών προς την Τουρκία, για να αναλάβουν έπειτα τα δουλεμπορικά κυκλώματα την προώθησή τους στον Έβρο.
Σύμφωνα με τον καθηγητή διεθνών σχέσεων και ερευνητή των δικτύων της παράνομης μετανάστευσης στην Τουρκία, Αχμέτ Ιτζντούιγου, το δουλεμπορικό σύστημα προώθησης των μεταναστών από την Τουρκία προσιδιάζει σε μια φορντιστική γραμμή παραγωγής. Οι μετανάστες έρχονται από τη Βόρειο Αφρική και την Κεντρική Ασία, καθώς η Τουρκία έχει σχεδόν καταργήσει τις ταξιδιωτικές βίζες από τις χώρες των περιοχών αυτών. Προωθούνται από πόλη σε πόλη, ώσπου να φτάσουν στα παράλια της Μικράς Ασίας ή της Κωνσταντινούπολης. Εκεί, εργάζονται για μερικούς μήνες παράνομα, προκειμένου να συγκεντρώσουν τα ποσά που απαιτούν οι λαθρέμποροι για να τους περάσουν απέναντι (περίπου 15.000-20.000 $). Σ’ όλη αυτήν τη διαδικασία, οι τουρκικές αρχές κάνουν τα στραβά μάτια, ενώ επιμένουν ν’ αρνούνται την εφαρμογή όλων των συμφωνιών επανεισδοχής των μεταναστών στα εδάφη της Τουρκίας. Το γεγονός αυτό ομολογείται πλέον ακόμα και από στελέχη οργανισμών και φορέων που έχουν πρωταγωνιστήσει τις τελευταίες δεκαετίες στην πολιτική της ελληνοτουρκικής φιλίας και συνεργασίας, όπως είναι το ΕΛΙΑΜΕΠ.
Βεβαίως, αν υπολογίσουμε την πάγια εμπλοκή των μυστικών υπηρεσιών στον τουρκικό υπόκοσμο, ίσως η εμπλοκή του τουρκικού κράτους να είναι μεγαλύτερη από το «να κάνει τα στραβά μάτια». Εξάλλου, είναι γνωστή η έμφαση που δίνουν οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες στην υιοθέτηση ασύμμετρων πρακτικών εναντίον της Ελλάδας.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, όμως, και ανεξάρτητα από τον βαθμό εμπλοκής του τουρκικού κράτους, η νεοθωμανική πολιτική που ασκεί, σε συνδυασμό με τις δημογραφικές πραγματικότητες που ισχύουν σε χώρες της Αφρικής όπως είναι η Νιγηρία, ή ακόμα και στην Αίγυπτο, στρέφουν εκ των πραγμάτων τα μεταναστευτικά ρεύματα προς την Ελλάδα, δημιουργώντας ένα μεταναστευτικό προηγούμενο το οποίο θα ενταθεί και θα επιταθεί στα χρόνια που έρχονται.
Για παράδειγμα, είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της Αιγύπτου. Η Αίγυπτος βρίσκεται στην αρχή μιας δημογραφικής κρίσης, καθώς οι δείκτες της γεννητικότητας συνεχίζουν να αυξάνονται και ήδη στη χώρα επικρατούν, λόγω των ερήμων που περιστοιχίζουν τις μικρές λωρίδες της κατοικήσιμης γης, συνθήκες συνωστισμού: Υπολογίζεται ότι, κατά τα επόμενα 30 χρόνια, ο πληθυσμός της Αιγύπτου θα αυξηθεί κατά 32%, ενώ ήδη τα 80 εκατομμύρια των κατοίκων της ζουν σε μια κατοικήσιμη έκταση που είναι σχεδόν όσο η Ελλάδα, σε μια ασφυκτική πυκνότητα των 2000 κατοίκων ανά τετ. χλμ. Αντιλαμβανόμαστε, επομένως, το τι πιέσεις θα ασκηθούν τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα και τις υπόλοιπες βαλκανικές κοινωνίες, όπως η Βουλγαρία, οι οποίες είναι σχετικά αραιοκατοικημένες και αντιμετωπίζουν προβλήματα υπογεννητικότητας. Και, βεβαίως, οι προθέσεις των Τούρκων να δημιουργήσουν έναν αντίστοιχο της ΕΕ χώρο ελεύθερης μετακίνησης, που να περιλαμβάνει τη Β. Αφρική και την Κεντρική Ασία, μόνο την επίταση τέτοιων πιέσεων για τις δικές μας χώρες μπορεί να σημάνει. Πόσο μάλλον όταν το συνεκτικό στοιχείο αυτών των μετακινούμενων πληθυσμών είναι το Ισλάμ και η Τουρκία αναδύεται τα τελευταία χρόνια ως παράγοντας σταθεροποίησης, συνοχής, ανάπτυξης και ευημερίας του.

Αντί επιλόγου: η λιβανοποίηση της Ελλάδας

Με λίγα λόγια, το γεωπολιτικό τίμημα του πολυπολιτισμικού μετασχηματισμού που κυοφορείται αυτή τη στιγμή στην ελληνική κοινωνία, βάσει των μεταναστευτικών ρευμάτων που εγκαθίστανται εντός της, είναι τεράστιο. Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε σε όλη του την έκταση το διακύβευμα το οποίο αντιμετωπίζουμε σήμερα, θα πρέπει να συγκρατούμε στον νου μας τόσο τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς, όσο και τους πολιτιστικούς και τους γεωπολιτικούς.
Βάσει της δυναμικής των νέων τάσεων που καταγράφονται στα στατιστικά και τις εκτιμήσεις, και αν δεν υπάρξει μια διαφορετική διαχείριση των ζητημάτων από την παρούσα, η Ελλάδα, σε μερικές δεκαετίες, θα θυμίζει τον Λίβανο. Και εκεί, πριν από δεκαετίες, το χριστιανικό στοιχείο ήταν κυρίαρχο και πλειοψηφικό, ενώ, όπως και οι Έλληνες, επιδείκνυε ιδιαίτερη προτίμηση στις μεταπρατικές δραστηριότητες και το εμπόριο. Ήταν οι γνωστοί σε όλους μας Λεβαντίνοι, που με αφετηρία τον Λίβανο έπαιξαν καθοριστικό ρόλο ως πράκτορες του δυτικού κεφαλαίου σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Η απόλυτη ταύτιση όμως με τη Δύση, σε μια περιοχή μεθοριακή, που υπήρξε στο παρελθόν σύνορο μεταξύ των δύο κόσμων, εντέλει αποεδαφικοποίησε τους Λεβαντίνους, μεταβάλλοντάς τους σε μια οιονεί παγκόσμια εμπορική κάστα.
Τη δεκαετία του 1920, που αποσπάστηκε από τους συμμάχους της Αντάντ, ο Λίβανος τελούσε ακόμα υπό χριστιανική πλειοψηφία, με τους καθολικούς μαρωνίτες να κυριαρχούν στο εσωτερικό της χριστιανικής κοινότητας. Το 1932, οι Γάλλοι διενήργησαν δημοψήφισμα, το οποίο κατέγραψε μια ελαφρά χριστιανική πλειοψηφία, λίγο πιο πάνω από το 50%, η οποία αποτυπώθηκε και στο Σύνταγμα του 1932, το οποίο μοίραζε τις κυβερνητικές θέσεις στις θρησκευτικές κοινότητες με αναλογία 5:6 (5 μουσουλμάνοι – 6 χριστιανοί).
Το 1986, μια ανεπίσημη έρευνα της CIA, στον σπαρασσόμενο από εμφύλιο πόλεμο Λίβανο, κατέδειξε μια μεγάλη δημογραφική ανατροπή, η οποία εξάλλου στάθηκε ένα από τα κύρια αίτια του εμφυλίου, καθώς το Σύνταγμα του 1932 δεν μπορούσε πλέον να εκφράσει τους νέους συσχετισμούς: 27% Σουνίτες, 41% Σιίτες, 7% Δρούζοι, 16% Μαρωνίτες, 5% Έλληνες ορθόδοξοι και 3% Έλληνες kαθολικοί. Τα αποτελέσματα, μολονότι δεν θεωρήθηκαν έγκυρα, καθώς η έρευνα διεξήχθη στο ταραγμένο τοπίο του εμφυλίου, ωστόσο αποτύπωσαν αδιαμφισβήτητα την κυρίαρχη τάση, η οποία επιβεβαιώνεται και σήμερα: Πλέον, οι χριστιανοί είναι σταθερά μειοψηφία (γύρω στο 30%) με ρυθμούς γεννητικότητας κάτω από το όριο της αναπαραγωγής του πληθυσμού, και αντιπροσωπεύουν κάτι λιγότερο από το 21% των νέων κάτω από τα 21 χρόνια.
Ταυτόχρονα, οι Λεβαντίνοι διαθέτουν μια διασπορά  από τις ισχυρότερες και πιο εξαπλωμένες στον κόσμο. Υπολογίζεται ότι μόνον στη Βραζιλία κατοικούν πάνω από 10 εκατομμύρια πολίτες λιβανέζικης καταγωγής, ενώ ακολουθούν οι ΗΠΑ (3,3 εκ.), η Αργεντινή (900 χιλ.), η Αυστραλία (500 χιλ.), ο Καναδάς (449 χιλ.) και η Γαλλία (250 χιλ.).
Προφανώς, η αναλογία με τους Λεβαντίνους δεν είναι απόλυτη: Εμείς δεν υπήρξαμε ποτέ τόσο ταυτισμένοι με τη Δύση και το δυτικό κεφάλαιο – αντίθετα, συχνά η Ελλάδα υπήρξε έρμαιο των επεκτατικών βουλιμικών διαθέσεών τους, είτε μιλάμε για την Αγγλία, είτε για τις ΗΠΑ, είτε για τη Γερμανία. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, το γεγονός αυτό ίσως επιταχύνει την κρίση της Ελλάδας, όπως διαφαίνεται ότι συμβαίνει μέσα από το μνημόνιο και τον πολιτικο-οικονομικό στραγγαλισμό της χώρας μας. Από την άλλη, βέβαια, με τους Λεβαντίνους διαθέτουμε κοινό ιστορικό παρελθόν, στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μοιάζουμε στην έφεση και τη ροπή προς τον μεταπρατισμό και αντιμετωπίζουμε ειδικές γεωπολιτικές προκλήσεις, όντας σ’ έναν μεθοριακό ιστορικό χώρο που βρίσκεται μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Πέρα απ’ όλα αυτά, όμως, υφίστανται πολλές ενδείξεις ότι η αδράνεια των πραγμάτων θα μας οδηγήσει προς τα εκεί, αν τα αφήσουμε βέβαια να εξελιχθούν. Ήδη στην Κύπρο, το «ακραίο εργαστήριο» που αποκαλύπτει το μέλλον του ελληνισμού, η Λάρνακα ή η Λεμεσός, πόλεις μεταπρατικές, που εμφανίζουν σε παροξυστικό βαθμό όλες τις τάσεις που περιγράψαμε και που χαρακτηρίζουν τον ελληνισμό, θυμίζουν σε κάθε τους πτυχή κατά πολύ τη Βηρυτό. Υπό αυτήν την έννοια, επίσης, το σχέδιο Ανάν μπορεί να μην υπήρξε μόνο μια πρόσκαιρη απειλή, προϊόν των συσχετισμών της περιόδου, που ενταφιάστηκε οριστικά με το «Όχι» των Ελλήνων της Κύπρου. Μπορεί να είναι μια εικόνα από το μέλλον, που εκφράζει τα νέα μοντέλα διακυβέρνησης σ’ έναν πολυπολιτισμικό πια γεωγραφικό χώρο.
Δίχως καμία αμφιβολία, η συνδυασμένη αποδόμηση του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας, που συντελείται σήμερα μέσω του μνημονίου και της οικονομικής και πολιτικής ασφυξίας μας, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια προς αυτή την κατεύθυνση. Αν, δηλαδή, επιμείνουμε στην τροχιά την οποία μας έχουν εγκλωβίσει οι ξένοι δανειστές και οι ελληνικές άρχουσες τάξεις, αργά ή γρήγορα, θα καταντήσουμε ένα «αποτυχημένο κράτος» –failed state, βάσει της διεθνούς βιβλιογραφίας– ένα κράτος που αδυνατεί να παρέχει τα βασικά στους πολίτες του για να επιβιώσουν. Αν αυτό συντελεσθεί, τότε θα ενεργοποιηθούν όλοι οι παράγοντες υπονόμευσης της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητάς μας και εκεί το μεταναστευτικό, ο πολυπολιτισμικός μετασχηματισμός της ελληνικής κοινωνίας, καθώς και η ανάδυση ενός ρωμαλέου νεοθωμανικού ηγεμονικού σχεδίου θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του μέλλοντος του ελληνισμού κατά τον 21ο αιώνα.

[1] Γιάννης Κολοβός, «Γιατί δεν θα επιλυθεί το μεταναστευτικό πρόβλημα της Ελλάδας», πηγή: www.rieas.gr

[1] «Heading home again, Worried Albanians in northern Greece prepare to go home», The Economist, 14.01.2012.

[1] Άννα Τριανταφυλλίδου, Θάνος Μαρούκης, Αντιγόνη Λυμπεράκη, «Mη νόμιμη μετανάστευση στην Ελλάδα: ρεαλισμός, σεβασμός και ‘έξυπνες’ απελάσεις»,  ΕΛΙΑΜΕΠ blog, Ηλεκτρονική διεύθυνση: goo.gl/77aBT

[1] Άννα Τριανταφυλλίδου, Θάνος Μαρούκης, Αντιγόνη Λυμπεράκη, ό. π.

[1] Athens News, 28/9/2009. http://www.athensnews.gr/issue/13357/20077

[1] Ελευθεροτυπία, 22/9/2011.

[1] Το Βήμα, 01/04/12, «Κωδικός “Αθηνά” για 800.000 παράνομους μετανάστες” .

[1] Ινστιτούτο Μεταναστευτικής Πολιτικής, Εκτίμηση του όγκου των αλλοδαπών που ζουν παράνομα στην Ελλάδα, Απρίλιος 2008, Αθήνα

[1] Πρώτο Θέμα, «Αυξημένη κατά 30% η είσοδος παράνομων μεταναστών», 04.05.2012.

[1] «Απειλεί να φύγει από τον Έβρο η Frontex», Πρώτο Θέμα, 18.11.2011.

[1] «Greece Measures Arab Spring Immigration Impact» , Euractiv, 22.11.2011

[1] Κώστας Γεώρμας, «Μετανάστευση και αγορά εργασίας», Άρδην, τ. 77, Μάιος 2011.

[1] Απόστολος Λακασάς, «Σχολεία με μειονότητα τους Έλληνες», Καθημερινή 20.3.12.

[1] Νίκος Ράπτης, «Q&A: το ελληνικό δημογραφικό πρόβλημα», ppol.gr, 8 Σεπτεμβρίου 2008.

[1] Αθανάσιος Παπανδρόπουλος, «Όταν στην Ελλάδα θα κατοικούν 3 εκατομμύρια μετανάστες», εφημερίδαΝαυτεμπορική, 30 Ιουλίου 2008.

[1] Γ. Καραμπελιάς, Ισλάμ και Παγκοσμιοποίηση: Η θανάσιμη διελκυστίνδα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2001.

[1] Saskia Sassen, Economic Globalization and World Migration as factors in the mapping of today’s advanced urban economy, Globalization Research Network, Ιανουάριος 2004. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση:

globalgrn.wordpress.com

[1] Michael J. Piore, Birds of Passage: Migrant Labor and Industrial Societies. Cambridge, UK: Cambridge University Press, 1979.

[1] Roger Waldinger & Michael Richter, How the other half works: Immigration and the social organization of labour, University of California Press, Berkeley, 1992.

[1] George J. Borjas, The impact of immigration on the labor market, ηλεκ. διεύθυνση: http://www.jvi.org/fileadmin/jvi_files/Warsaw_Conference/Papers_and_Presentations/Borjas_paper.pdf

[1] Stella Zambarloukou, Is there a South European pattern of post industrial employment?, South European Society and Politics, 12-4, 425-442.

[1] Χ. Κασίμης-Δ. Σερεμέτης, «Το μεταναστευτικό φαινόμενο στην Ελλάδα, ηλ. Διεύθυνση: http://www.huredepis.eu/assets/mymedia/1182323069_upfile.pdf

[1] Κ. Γεώρμας, ό.π.

[1] «Μισθοί πείνας για τους μετανάστες», ιστοσελίδα του Σκάι, 21.02.2009

[1] Στέφανος Κοτζαμάνης, «Αγορά εργασίας: Έλληνες στη θέση μεταναστών», Euro2day, 15/02/12.

[1] Οι Χ. Κασίμης και Δ. Σερεμέτης αναφέρονται σ’ ένα ‘νοτιοευρωπαϊκό μοντέλο’ μετανάστευσης, που αφορά στις Μεσογειακές χώρες και χαρακτηρίζεται από την μεγαλύτερη βαρύτητα της παράνομης μετανάστευσης έναντι της νόμιμης βλ. Χ. Κασίμης-Δ. Σερεμέτης, ό.π.

[1] Καραμανλή Θεοδώρα, Η επίδραση της μετανάστευσης στην εκπαίδευση και την αγορά εργασίας στην Ελλάδα, διδακτορική διατριβή στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα 2008, σελ. 312-313.

[1] Ioannis Michaletos, «Greece, Heroin Trade and Illegal Immigration in Southeastern Europe», 17.01. 2012, http://worldpress.org/Europe/3869.cfm.

[1] Ioannis Michaletos, «Greece, Turkey and Illegal Immigration», 28.4. 2011, http://worldpress.org/Europe/3735.cfm.

[1] Θάνος Ντόκος, «Τουρκία: Οι επίσημες αρχές της «κάνουν τα στραβά μάτια» στο θέμα της λαθρομετανάστευσης»,Ελληνοαμερικανικό πρακτορείο ειδήσεων, 09.05.2012, ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.greekamericannewsagency.com

[1] Βλ. π.χ.: «Οι προσπάθειές μας να διαμορφώσουμε καθεστώτα ελεύθερης μετακίνησης, αποσκοπούν στο να καταστήσουν το ‘στρατηγικό βάθος’ [της Τουρκίας, σημ. δική μου] ένα επιχειρησιακό σχέδιο στο οποίο όλοι οι λαοί και τα κράτη της περιοχής θα κερδίζουν από την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ τους».  Αχμέτ Νταβούτογλου, συνέντευξη στοAUC Cairo Review, 12 Μαρτίου 2012. Διαθέσιμη στη διεύθυνση: http://goo.gl/7t4mQ

[1] Πηγή: Βιβλιοθήκη του αμερικανικού Κογκρέσου, ηλεκτρονική διεύθυνση: http://countrystudies.us/lebanon/34.htm

[1] Spengler, «The closing of the Christian Womb», Asia Times, 11.08.2009.

[1] Wikipedia: Lebanese diaspora. Ηλεκτρονική διεύθυνση: http://en.wikipedia.org/wiki/Lebanese_diaspora

 

http://ardin-rixi.gr/archives/6786