Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ*
Μετά την τελευταία συμφωνία με την τρόικα, την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου που νομιμοποίησε όσα συμφωνήθηκαν, την «επάνοδο» στις αγορές και την επίσκεψη Μέρκελ στην Αθήνα, η συγκυβέρνηση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ ισχυρίζεται ότι η χώρα βγαίνει σιγά-σιγά από την κρίση, ότι η ανάπτυξη αργά, μεν, αλλά σταθερά έρχεται, ότι άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για το τέλος των βασάνων του ελληνικού λαού. Στο επόμενο διάστημα αναμένονται δύο ακόμη γεγονότα για να επισφραγίσουν και να «δικαιώσουν» αυτή τη θριαμβολογία.
Το ένα είναι η τυπική επικύρωση, στις 23 Απριλίου, από την Eurostat του λεγόμενου πρωτογενούς πλεονάσματος και το άλλο είναι η έναρξη των διεργασιών για την διευθέτηση του ελληνικού χρέους που η αφετηρία τους προσδιορίζεται στη συνεδρίαση του Eurogroup της 5ης Μαΐου και η ολοκλήρωσή των σχετικών διαπραγματεύσεων, για το θέμα, μέσα στο φθινόπωρο.
Είναι,όμως αληθινοί οι κυβερνητικοί ισχυρισμοί; Πλησιάζει το τέλος των βασάνων του ελληνικού λαού; Ασφαλώς πρόκειται για μέγα ψέμα. Κι αυτό θα επιχειρήσουμε να αποδείξουμε στη συνέχεια.
ΤEΛΕΙΩΣΑΝ ΤΑ ΜΝΗΜΟΝΙΑ;
Ο πρώτος κυβερνητικός ισχυρισμός -που ενδεχομένως εξηγείται και λόγω της προεκλογικής περιόδου- είναι ότι τελείωσε για την Ελλάδα η εποχή των μνημονίων. Η αλήθεια, όμως, είναι εντελώς διαφορετική. Στις 18 Μαρτίου κυβέρνηση και τρόικα κατέληξαν σε συμφωνία. Η συμφωνία αυτή αποτελεί την τέταρτη επικαιροποίηση του δεύτερου μνημονίου, η οποία προβλέπει μια σειρά επαχθή δημοσιονομικά μέτρα και μεταρρυθμίσεις για το 2015 και το 2016. Αυτό σημαίνει ότι το ισχύον μνημόνιο ανανεώθηκε για τα επόμενα 2 χρόνια. Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι μεταξύ Ελλάδας και ΔΝΤ το ισχύον μνημόνιο λήγει το πρώτο τρίμηνο του 2016 αφού έως τότε έχουμε να λαμβάνουμε από το εν λόγω Ταμείο, δόσεις περίπου 16 δισ. ευρώ.
Η κυβέρνηση, βεβαίως, συνδυάζει τον ισχυρισμό ότι τελείωσε η εποχή τον μνημονίων με δηλώσεις σαν αυτές του πρωθυπουργού ότι δεν πρόκειται να υπογράψουμε τρίτο μνημόνιο. Το αν θα υπογράψουμε νέο μνημόνιο είναι μια άλλη υπόθεση που φυσικά δεν μπορεί να σκεπάσει το γεγονός ότι προσφάτως υπογράψαμε την ανανέωση του ισχύοντος για μια ακόμη διετία.
Ας δούμε όμως τι πραγματικά ισχύει με τις πρωθυπουργικές διαβεβαιώσεις ότι τρίτο μνημόνιο δεν θα υπάρξει. Για να μην υπογραφεί τρίτο μνημόνιο χρειάζονται ορισμένες προϋποθέσεις: α) Καταρχήν οι τράπεζες να μην χρειαστούν το «μαξιλάρι» των 11 δισ. ευρώ που υπάρχει στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας κι αυτά τα χρήματα να αξιοποιηθούν για την εξυπηρέτηση του χρέους. β) Η χώρα να επιτυγχάνει τα επόμενα χρόνια τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που προβλέπονται στο μνημόνιο (το 2014 ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα είναι 1,5% του ΑΕΠ, το 2015, 3% και από το 2016 και μετά 4,5% του ΑΕΠ). γ) Να πηγαίνουν καλά τα φορολογικά έσοδα και να εισπράττονται κάθε χρόνο τα προϋπολογισθέντα ποσά. δ) Οι ιδιωτικοποιήσεις να προχωρήσουν καλά και να φέρουν τα προσδοκόμενα έσοδα και ε) να μπορούμε να δανειζόμαστε τα ποσά που χρειαζόμαστε (βλέπε δημοσιονομικό κενό) από τις αγορές ώστε να μην χρειάζεται η προσφυγή στον μηχανισμό στήριξης, δηλαδή σε νέο μνημόνιο και στον έλεγχο της τρόικας.
Με την καταστροφή που έχει δεχτεί η οικονομία της χώρας λόγω της πίεσης που δέχεται από την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, λόγω της δικής της κρίσης και της πολιτικής των μνημονίων, υπάρχει άραγε σοβαρός άνθρωπος που να πιστεύει ότι ξεφύγαμε από τα μνημόνια; Ποιες είναι οι οικονομικές προϋποθέσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε πρωτογενή πλεονάσματα του 4,5% από το 2016 και μετά; Τι είναι αυτό που μπορεί να επιβεβαιώσει ότι η φοροδοτική ικανότητα του ελληνικού λαού είναι τέτοια που μπορεί να εξασφαλίσει τους φορολογικούς στόχους που θέτουν οι κυβερνώντες την στιγμή που η ανεργία δεν υποχωρεί, τα μεσαία και χαμηλά μικροαστικά στρώματα καταστρέφονται και η αναδιάρθρωση της αστικής τάξης βρίσκεται σε εξέλιξη; Ειδικά στο ζήτημα της φοροδοτικής ικανότητας αξίζει να σημειωθεί ότι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το δημόσιο, στο τέλος Φεβρουαρίου, ανέρχονταν στα 64,5 δισ. ευρώ ενώ το πρώτο δίμηνο του έτους, όπως προκύπτει από στοιχεία της Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, δημιουργήθηκαν νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές ύψους 2,356 δισ. ευρώ.
Από πού προκύπτει ότι οι ιδιωτικοποιήσεις θα φέρουν το προσδοκόμενο χρήμα όταν κάθε χρόνο αυτός ο στόχος αναθεωρείται προς τα κάτω και η δυνατότητα πώλησης των «ασημικών» του κράτους διαρκώς μειώνεται γιατί οι αγοραστές προσδοκούν κι εκείνοι να αγοράσουν σε ακόμη πιο εξευτελιστικές τιμές από αυτές που πουλάμε; Ποια είναι η παραγωγική βάση πάνω στην οποία μπορεί να στηριχθεί η οικονομία για να έχει τα αποτελέσματα που θα οδηγήσουν την χώρα εκτός μνημονίων; Στα ερωτήματα αυτά η κυβέρνηση δεν δίνει καμία απάντηση.
Αλλά, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι όλα θα της πάνε «δεξιά», ότι οι στόχοι επιτυγχάνονται και δεν θα χρειαστεί ποτέ στο μέλλον να δανειστούμε από τον μηχανισμό στήριξης, αυτό θα συμβεί γιατί θα έχει εφαρμοστεί μια πολιτική ακόμη πιο αντιλαϊκή από την σημερινή. Τα λαϊκά εισοδήματα θα συμπιεστούν ακόμη περισσότερο, η φορολεηλασία θα γνωρίσει… νέες δόξες, το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, όσο-όσο, θα επεκταθεί πέρα από τα προβλεπόμενα και η εξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο, δηλαδή η διπλή εκμετάλλευση του εγχώριου πλούτου και της εργατικής δύναμης από την ντόπια αστική και το πολυεθνικό κεφάλαιο, θα πάρει απρόβλεπτες διαστάσεις.
Επιπλέον πρέπει να έχουμε καθαρό ότι από την ουσία της πολιτικής των μνημονίων δεν πρόκειται να βγούμε ακόμη κι αν εκλείψουν τα μνημόνια με την μορφή που τα γνωρίζουμε. Δύο παραδείγματα είναι αρκετά για να πιστοποιήσουν του λόγου το αληθές:
Πρώτο, η Ελλάδα έχει υπογράψει τη «Συνθήκη για τη Σταθερότητα, το Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση», η οποία ισχύει από την 1η Ιανουαρίου του 2013. Σύμφωνα με το άρθρο 4 της συνθήκης τα κράτη- μέλη της Ευρωζώνης με χρέος μεγαλύτερο του 60% του ΑΕΠ, όπως η Ελλάδα, οφείλουν να μειώνουν το χρέος τους, κάθε χρόνο κατά 1/20. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα υποχρεούται να έχει υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα για πολλές ακόμη δεκαετίες, ώστε να χρησιμοποιεί μέρος του, για τη μείωση του χρέους. Διαφορετικά, οποιοδήποτε κράτος- μέλος της Ευρωζώνης και η Κομισιόν, μπορούν να προσφύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο θα επιβάλλει κυρώσεις στην Ελλάδα, ίσες με το 0,1% του ΑΕΠ της.
Δεύτερο, ο ευρωπαϊκός κανονισμός 472/2013 ορίζει ότι τα κράτη που έχουν δανειστεί από τους μηχανισμούς στήριξης θα βρίσκονται σε ενισχυμένη εποπτεία, μέχρι να αποπληρώσουν το 75% των δανείων τους. Αυτό σημαίνει ότι θα έρχονται στην Ελλάδα «τακτικές αποστολές επιθεώρησης» από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Κομισιόν, που θα αξιολογούν την οικονομική, δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση της χώρας. Έχει άραγε καμία σημασία αν η τρόικα αλλάξει όνομα;
ΟΙ ΔΑΝΕΙΑΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΕΟΣ
Η κυβέρνηση έχει μπροστά της δύο επείγοντα και μεγάλα προβλήματα. Το ένα είναι οι δανειακές της ανάγκες για τον 2015 και το 2016 και το άλλο είναι η ρύθμιση του χρέους ώστε να καταστεί τρόπον τινά βιώσιμο ή καλύτερα να μην πιέζει άμεσα και ασφυκτικά την λειτουργία της οικονομίας.
Σήμερα το χρέος της Ελλάδας κατά 85% βρίσκεται στα χέρια άλλων κρατών, κυρίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και μηχανισμών όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ. Δηλαδή δεν είναι στα χέρια των ιδιωτών και συνεπώς θα μπορούσε να διευθετηθεί χωρίς την πίεση των αγορών μέσα από μία διακρατική, διεθνή, συμφωνία. Η πραγματικότητα αυτή εξηγεί και το γεγονός της αποκλιμάκωσης των Spreads αλλά και το ότι η ελληνική κυβέρνηση κατάφερε την προηγούμενη εβδομάδα να βγει ξανά στις αγορές για το μικρό ποσό των 3 δισ. συγκεντρώνοντας προσφορές που ξεπερνούσαν, κατά πως λέχθηκε, τα 20 δισ. Δεν δικαιολογεί, όμως, τις κυβερνητικές θριαμβολογίες ότι η οικονομία πάει καλά και ανακάμπτει.
Η οικονομία είναι διαλυμένη και η χώρα απείρως πιο εξαρτημένη απ’ ότι ήταν το 2010. Έτσι η έξοδος στις αγορές έγινε κατορθωτή μόνο κάτω από τον έλεγχο -και την στήριξη- των δανειστών, δηλαδή της ΕΕ, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ. Χωρίς αυτή την προϋπόθεση δεν θα ήταν κατορθωτή ούτε για ένα ευρώ.
Πόσο όμως μας στηρίζουν οι δανειστές μας;
Με δεδομένο ότι το συντριπτικό μέρος του χρέους βρίσκεται στα χέρια τους, αν πραγματικά ήθελαν να μας στηρίξουν θα προχωρούσαν σε ένα γενναίο κούρεμά του, σε μια διαγραφή του που αν δεν ήταν ολική θα ήταν τουλάχιστον σε ‘κείνο το βαθμό που να μπορεί η ελληνική οικονομία να αντέξει το βάρος της εξυπηρέτησής του. Τέτοιο πράγμα έχει αποκλειστεί κατηγορηματικά από τους ευρωπαίους εταίρους με πρώτους και καλύτερους τους Γερμανούς. Μιλώντας στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (Κυριακή 6-4-2014) ο Β. Σόιμπλε είχε πει χαρακτηριστικά: «Το ‘‘κούρεμα’’ στον ιδιωτικό τομέα ύψους 53% ήταν σωστό την εποχή που αποφασίστηκε και ασχολήθηκα πολύ με το ζήτημα… Απεχθάνομαι τον όρο ‘‘κούρεμα’’. Και επαναλαμβάνω: Ήταν μια μοναδική περίπτωση». Αποκλείοντας ένα νέο κούρεμα ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο για ένα τρίτο πακέτο στήριξης προς την χώρα μας, δηλαδή για ένα τρίτο μνημόνιο. Εντούτοις, από τις αρχές Μαΐου θα ξεκινήσει ένας κύκλος διαπραγματεύσεων για μια διευθέτηση του ελληνικού χρέους. Ποια θα είναι αυτή η διευθέτηση; Διεθνή και εγχώρια μέσα ενημέρωσης κάνουν λόγο για μια λύση που θα προβλέπει επιμήκυνση του ελληνικού χρέους έως και τα 50 χρόνια με μείωση των επιτοκίων ώστε να μειωθεί η ετήσια επιβάρυνση εξυπηρέτησης του. Με αυτή την διευθέτηση, την επιμήκυνση δηλαδή του χρόνου αποπληρωμής των ελληνικών ομολόγων, οι δανειστές και… εταίροι μας ασφαλώς δεν χάνουν αλλά κερδίζουν πολύ περισσότερα. Όποιος έχει επιχειρήσει ποτέ να διευθετήσει δάνειό του σε τράπεζα επιμηκύνοντας τον χρόνο αποπληρωμής το γνωρίζει πολύ καλά. Επιπλέον θα πρέπει να έχουμε κατά νου πως οποιαδήποτε διευθέτηση του χρέους δεν θα γίνει χωρίς όρους για την Ελλάδα. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που λένε πως θα συνοδεύεται από έναν νέο τύπο μνημονίων, από έναν έλεγχο δηλαδή των δανειστών πάνω στην ελληνική οικονομία ώστε να εξασφαλιστεί ότι και τα λεφτά τους θα πάρουν και δυνατότητες για επικερδέστερες μπίζνες θα έχουν στην ελληνική επικράτεια.
Αλληλένδετο με το ζήτημα του χρέους -στην πραγματικότητα αναπόσπαστο μέρος του- και πιο άμεσης σημασίας, είναι το θέμα της κάλυψης των δανειακών αναγκών της χώρας την επόμενη διετία. Σύμφωνα με την ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ (Δευτέρα 14-4-2014) οι δανεικές ανάγκες του 2015 και του 2016, υπερβαίνουν τα 28 δισ. ευρώ. Τα έσοδα που έχει εξασφαλίσει η Ελλάδα, γι’ αυτές τις ανάγκες είναι 9 δισ. ευρώ από το ΔΝΤ, ενώ από την Ευρωζώνη δεν προβλέπεται -με το υφιστάμενο πρόγραμμα- παροχή νέων δανείων από το γ’ τρίμηνο του 2014. Από που επομένως θα βρεθούν τα 19 με 20 δισ. ευρώ που λείπουν; Οι λύσεις είναι δύο: Ή θα αναζητηθούν μέσω των αγορών με έκδοση νέων ομολόγων ή θα πρέπει να ζητηθεί νέο δάνειο από την τρόικα το οποίο θα επιφέρει και νέο -το τρίτο κατά σειρά– μνημόνιο. Με άλλα λόγια η χώρα δεν βρίσκεται μπροστά στην έξοδο από την κρίση αλλά ανάμεσα στη Σκύλα και στην Χάρυβδη: Στον φαύλο κύκλο του χρέους και των μνημονίων.
Έτσι, αν για την κάλυψη των δανειακών της αναγκών, η Ελλάδα καταφύγει στην τρόικα και σε νέο μνημόνιο, είναι απολύτως σαφές ότι νέα περιοριστικά μέτρα λιτότητας και αφαίμαξης του πενιχρού λαϊκού εισοδήματος είναι προ των πυλών – πέραν αυτών που έχουν ληφθεί με το πολυνομοσχέδιο το οποίο μετέτρεψε σε νόμο του κράτους την πρόσφατη συμφωνία της κυβέρνησης με τους δανειστές.
Στην περίπτωση που επιλεγεί ο δανεισμός από τις αγορές υπάρχει ένα δεδομένο κι ένα ενδεχόμενο που δεν πρέπει να αγνοούνται.
Το δεδομένο είναι τούτο: Μετά το μνημόνιο και την δανειακή σύμβαση του 2010 αλλά και μετά το περιβόητο PSI του 2012 -δηλαδή το κούρεμα του χρέους που είχαν στα χέρια τους οι ιδιώτες- οι όροι δανεισμού της Ελλάδας άλλαξαν και γίνονται μόνο με το αγγλικό δίκαιο. Δηλαδή με αποικιοκρατικού χαρακτήρα όρους που ευνοούν τον δανειστή και όχι τον οφειλέτη. Αυτό έγινε και με την πρόσφατη έξοδο στις αγορές η οποία συνοδεύτηκε και από το γεγονός ότι αντλήθηκαν χρήματα με υψηλό επιτόκιο που αγγίζει το 5%.
Το ενδεχόμενο είναι κάποια στιγμή, λόγω μιας γενικότερης επιδείνωσης της διεθνούς κρίσης ή άλλων αιτιών, η χώρα μας να μην μπορεί -έστω και πρόσκαιρα- να δανειστεί από τις αγορές οπότε θα καταφύγει αναγκαστικά στην τρόικα. Το χειρότερο σενάριο -που δεν είναι καθόλου απίθανο- είναι ένας συνδυασμός και των δύο αυτών στοιχείων. Να δανειζόμαστε μέχρι ενός σημείου με επαχθείς όρους από τις αγορές και να εξαναγκαστούμε από ένα σημείο και μετά να πάμε στην τρόικα και στα μνημόνια. Σε κάθε περίπτωση τίποτα απ’ όλα αυτά δεν σηματοδοτεί έξοδο από την κρίση, ανάκαμψη της οικονομίας ή την αμυδρή ελπίδα ότι κάτι αρχίσει να αχνοφέγγει στο βάθος του τούνελ. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να εξαπατήσει με τις θριαμβολογίες της για αντιστροφή τα κατάστασης παρά μόνο όσους θέλουν να εξαπατηθούν.
Υ.Γ.: Πολλοί ήταν αυτοί που τοποθετήθηκαν αναφορικά με τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης ότι άρχισε η αντίστροφη μέτρηση προς την ανάκαμψη. Θα σταθούμε αποκλειστικά στην τοποθέτηση της ηγεσίας του ΚΚΕ καθότι για μας έχει ειδικό ενδιαφέρον, αφού αφορά σε ένα κόμμα που δηλώνει ότι εξυπηρετεί τα συμφέροντα των εργαζομένων. Στην συνέντευξή του στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (Κυριακή 13-4-2014), ο ΓΓ της ΚΕ του κόμματος, Δ. Κουτσούμπας, κάθε άλλο παρά διέψευσε τις θριαμβολογίες της κυβέρνησης. Είπε συγκεκριμένα: «Δεν αποκλείουμε να υπάρχει κάποια ανάκαμψη, πράγμα φυσιολογικό μετά από χρόνια κρίσης. Άλλωστε ο οικονομικός κύκλος του καπιταλισμού έτσι λειτουργεί. Όμως ο λαός δε θα βγει ωφελημένος από αυτήν την ανάκαμψη». Αλήθεια ποιον εξυπηρετεί αυτή η τοποθέτηση που και λανθασμένη είναι και δεν λέει τίποτα με την γενικότητα που είναι διατυπωμένη για τα λαϊκά συμφέροντα; Την κυβέρνηση ή τον εργαζόμενο λαό; Την αστική ή την εργατική τάξη; «Ο μαρξιστής- έγραφε προ εκατονταετίας ο Λένιν- πρέπει να παίρνει υπόψη του τη ζωντανή πραγματικότητα, τα ακριβή γεγονότα της πραγματικότητας και όχι να εξακολουθεί να αγκιστρώνεται από τη θεωρία του χθες, που, όπως και κάθε θεωρία, στην καλύτερη περίπτωση προδιαγράφει απλώς το βασικό, το γενικό, πλησιάζει απλώς στη σύλληψη της πολυπλοκότητας της ζωής». Αυτό δεν φαίνεται να το λαμβάνει καθόλου υπόψη της, στις πολιτικές της τοποθετήσεις, η σημερινή κομματική ηγεσία.
*Πηγή: ergatikosagwnas.gr