του Κώστα Χρήστου
Είναι γεγονός ότι από την αρχή του έτους, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες άντλησαν, μέσω ΑΜΚ, 8,31δις ευρώ. Συγκεκριμένα, η Eurobank χρειάστηκε 2,86δις, η Εθνική 2,5δις, ακολουθούμενες από την Πειραιώς με 1,75δις και την Alpha με 1,2 δις. Πλέον, οι συγκεκριμένες τράπεζες υπερκαλύπτουν τους όρους κεφαλαιακής επάρκειας που θέτει η Βασιλεία ΙΙΙ, με δείκτη Κύριων Βασικών Ίδιων Κεφαλαίων από 11-12,4% (Tier 1), ενώ θεωρητικά είναι καλυμμένες και στα δυσμενή σενάρια. Πράγματι, οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να παινευτούν ότι είναι από τις καλύτερα κεφαλαιοποιημένες τράπεζες τις Ευρώπης.
Πέραν της θωράκισης από τα επερχόμενα stress tests του Οκτωβρίου 2014, οι επιτυχημένες ΑΜΚ σήμαναν την πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στις αγορές με χαμηλότερο δανεισμό. Συγχρόνως, η διευρυμένη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στις τράπεζες επιτρέπει την σταδιακή επιστροφή των ποσών που έχει δανειστεί και συνεπώς, την σημαντική μείωση του δημοσίου χρέους. Σύμφωνα με την τωρινή κεφαλαιοποίηση (30δις) των τεσσάρων μεγάλων τραπεζών, αναμένεται συνολικά να επιστραφούν περίπου 18δις ευρώ. Επίσης, ο οίκος αξιολόγησης Moody’s αναβάθμισε το outlook των ελληνικών τραπεζών από αρνητικό σε σταθερό, προβλέποντας σταδιακή επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των μη «κόκκινων» δανείων.
Η επιτυχής ΑΜΚ των ελληνικών τραπεζών διέψευσε πανηγυρικά τις προβλέψεις πολλών αναλυτών που επέμεναν ότι θα χρειαστούν πολύ περισσότερα από τα 50δις της αρχικής συμφωνίας και ότι, στην πιο απίθανη περίπτωση, θα μπορούσαν να επανακτηθούν 16δις ευρώ. Ασφαλώς, το πραγματικό ποσό ανακεφαλαιοποίησης, που έδωσε το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), είναι 28δις, καθώς τα 14δις της εξυγίανσης των ελληνικών τραπεζών δεν λαμβάνονται ως ανακεφαλαιοποίηση. Μάλιστα, το ΔΝΤ είχε προεξοφλήσει ότι η ανακεφαλαιοποίηση της Eurobank δεν έπρεπε να γίνει, γιατί θα αποτύγχανε.
Σε πλήρη αντίθεση, η Eurobank έγινε η πρώτη και μοναδική τράπεζα που η συμμετοχή του ΤΧΣ περιορίστηκε στο μειοψηφικό ποσοστό του 35%. Το εντυπωσιακό είναι ότι οι προσφορές ανήλθαν στα 7 δισ. ευρώ, την στιγμή που ζητήθηκαν 2.83δις, ενώ συμμετείχαν 270 θεσμικοί επενδυτές. Παρόμοια υπερκάλυψη υπήρξε και για τις υπόλοιπες τράπεζες. Έτσι, μειώθηκε σημαντικά η συμμετοχή του ΤΧΣ και σ’ αυτές, αν και εξακολουθεί να κατέχει πλειοψηφικό πακέτο. Ασφαλώς, το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί σε 57% στην ΕΤΕ, σε 67% στην Πειραιώς και τέλος, στο 69% της Alpha.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η «ακτινογραφία» αυτών που επένδυσαν στις ελληνικές τράπεζες. Από την μία, έχουμε να κάνουμε με θρύλους της επενδυτικής όπως ο Paulson, ο οποίος χτίζει θέσεις στην ελληνική τραπεζική, αφού ήδη κατέχει ποσοστό 5,42% της Alpha και 6,62% της Πειραιώς μέσω της οποίας αγόρασε και το 9.99% της ΕΥΔΑΠ. Από την άλλη, μιλάμε για επενδυτικά σχήματα που διακρίνονται για τις μακροπρόθεσμες τοποθετήσεις τους, όπως τα αμοιβαία της Pimco και το ασφαλιστικό ταμείο των Αμερικάνων Εκπαιδευτικών (TIAA-CREF), τα οποία έχουν επενδύσει σημαντικά ποσά στις ελληνικές τράπεζες.
Φυσικά, κάθε τράπεζα έχει τα δικά της πλεονεκτήματα που μπορεί να εκμεταλλευτεί. Ενδεικτικά, η Εθνική διαθέτει το πλέον ποιοτικό χαρτοφυλάκιο χορηγήσεων, ενώ η θυγατρική της, Finansbank, αποτελεί σημαντικό ατού. Εφόσον πωληθεί, θα φέρει ικανοποιητικό τίμημα, ενώ αν παραμείνει, θα συνεισφέρει σταθερά την μερίδα του λέοντος στα κέρδη της ΕΤΕ. Αντίστοιχα, η Τράπεζα Πειραιώς έχει ως προίκα από την ΑΤΕ σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος της αγροτικής οικονομίας, καθώς και σημαντικά πάγια περιουσιακά στοιχεία. Επίσης, κατέχει προβάδισμα στην ηλεκτρονική τραπεζική, έναντι των ανταγωνιστών της.
Ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί η Attica, η οποία ανακεφαλαιοποιήθηκε χωρίς το ΤΧΣ. Ο μεγαλύτερος μέτοχος με ποσοστό 51% είναι το ταμείο των μηχανικών ΤΣΜΕΔΕ. Αυτό μπορεί να στήριξε την ΑΜΚ του 2013 με 400εκ ευρώ, αλλά τώρα, που χρειάζονται ακόμη 397εκ ευρώ, αναζητείται στρατηγικός επενδυτής. Κάτι τέτοιο μπορεί να φαντάζει δύσκολο, για μια τράπεζα με τρέχουσα αποτίμηση 137εκ. ευρώ, αλλά οι συγκυρίες είναι εξαιρετικά ευνοϊκές, ενώ διαθέτει και την στήριξη του μεγαλύτερου επιμελητήριου της χώρας με 120 χιλιάδες μέλη.
Όπως και να έχει, δεν κύλισαν όλα ρόδινα για τις ΑΜΚ. Έγκριτες εφημερίδες, όπως η Le Figaro, παρατηρούν ότι οι ελληνικές τράπεζες πλήρωσαν ακριβά την ανάθεση σε ξένους επενδυτικούς οίκους για να αναλάβουν τις ΑΜΚ. Στην περίπτωση της Eurobank, παρουσιάστηκε εκτεταμένη κερδοσκοπία, αφού ξένοι κερδοσκόποι πούλησαν μαζικά μετοχές που τυπικά δεν κατείχαν. Η εκκαθάριση, μετά από μία αύξηση κεφαλαίου, πραγματοποιείται ύστερα από τρείς ημέρες, ενώ δεν γίνεται άμεσα η εισαγωγή των νέων μετοχών που προκύπτουν. Η αριστοτεχνική εκμετάλλευση αυτής της αδυναμίας του συστήματος ή το «παράθυρο» αν θέλετε, οδήγησε σε σωρεία «ανοικτών» πωλήσεων και τελικά σε εύκολο και άφθονο χρήμα για τους κερδοσκόπους.
Παρά τις επιτυχημένες ΑΜΚ, οι κίνδυνοι ελλοχεύουν παντού. Καταρχάς, μια πολιτική κρίση μπορεί ανά πάσα στιγμή να δημιουργήσει bank run και να καταρρεύσει και την πλέον υγιή τράπεζα. Συνδυαστικά δε, η σχεδιαζόμενη μείωση των καταθετικών επιτοκίων, ο φόβος «κουρέματος» των αποταμιεύσεων και ο πολιτικός κίνδυνος μπορεί να οδηγήσουν σε απόσυρση κεφαλαίων από ένα εγχώριο σύστημα, που ήδη έχει απολέσει 75δις ευρώ καταθέσεων. Βέβαια σύμφωνα με την ΕΚΤ, τον Μάρτιο του 2014 καταγράφηκε μια αύξηση 1% στις καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα.
Αντιστοίχως, παραμένει ορατή η απειλή της διαχείρισης ενός υψηλού ποσοστού μη εξυπηρετούμενων δανείων σε συνθήκες πρωτοφανούς ύφεσης. Ακολούθως, η δραματική περικοπή των διαθέσιμων εισοδημάτων και οι υπέρμετρα αυξανόμενοι φόροι καταστρέφουν περισσότερο πλούτο από ό,τι παράγουν. Επιπλέον, ο ατέρμονος χορός των τραπεζικών συγχωνεύσεων μείωσε τις διαθέσιμες επιλογές του πελάτη. Σε συνδυασμό με το επαπειλούμενο «κούρεμα» καταθέσεων, οι περισσότεροι Έλληνες έγιναν αυτομάτως πελάτες των περισσοτέρων συστημικών τραπεζών, προλειαίνοντας το έδαφος για ανηλεή ανταγωνισμό.
Εύλογα κανείς μπορεί να ισχυριστεί ότι τα ξένα κεφάλαια, επενδύοντας μακροπρόθεσμα σε μια τράπεζα μέσω ΑΜΚ, επενδύουν, επίσης, στην ικανότητά της να υπερπηδήσει εμπόδια όπως η αύξηση των κόκκινων δανείων και η μείωση των καταθέσεων. Ταυτόχρονα, αυτού του είδους οι επενδύσεις αποτελούν και μια έμμεση ψήφο εμπιστοσύνης στην προοπτική ανάπτυξης της χώρας και στην έξοδό της από την κρίση. Βέβαια, αξίζει να τονίσουμε ότι οι ελληνικές τράπεζες άντλησαν σχεδόν τριπλάσιο ποσό από την πρόσφατη έκδοση ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, ύψους 3 δισ. ευρώ.
http://www.europeanbusiness.gr/page.asp?pid=1314