Εκτιμά το ΙΟΒΕ:
Η προηγούμενη τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ υπογράμμιζε την ανάγκη διάκρισης ανάμεσα σε βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής, τις οποίες και θα έπρεπε να δρομολογήσει η νέα πολυκομματική κυβέρνηση. Άλλωστε, το αποτέλεσμα της δεύτερης εκλογικής αναμέτρησης είχε βάλει τέλος σε μια μακρά περίοδο πολιτικής αβεβαιότητας και η νέα κυβέρνηση καλείτο να σχεδιάσει και να υλοποιήσει ταχύτατα μια πολιτική με σαφώς προσδιορισμένα στάδια και στόχους. Υπογράμμιζε δε το ΙΟΒΕ ότι η ανάκτηση της αξιοπιστίας της χώρας συνιστά τον πρώτο στόχο που πρέπει να επιδιωχθεί, καθώς, όπως τονίζαμε, η αντιστροφή του κλίματος της αναξιοπιστίας αποτελεί έναν στόχο του οποίου η συστηματική επιδίωξη και επίτευξη αποτελεί sine qua non προϋπόθεση για την προσέγγιση οποιουδήποτε άλλου επί μέρους θετικού αποτελέσματος.Παρ’ όλο ότι η προτεραιότητα ανάκτησης της αξιοπιστίας παραμένει, πρέπει να αναγνωριστεί ότι στο τρίμηνο που μεσολάβησε, η κυβέρνηση έθεσε πράγματι το ζήτημα της ανάκτησης της αξιοπιστίας της χώρας σε πρώτη προτεραιότητα. Σε κάθε ευκαιρία εξέφραζε με εμφατικό τόνο τη βούληση να υλοποιήσει το πρόγραμμα που έχει συναποφασιστεί από την Ελλάδα και τους ευρωπαίους εταίρους και δανειστές της, με συνέπεια και χωρίς καθυστερήσεις και αναβολές. Τα αποτελέσματα αυτής της τοποθέτησης άρχισαν ήδη να είναι αισθητά. Έτσι, τις τελευταίες εβδομάδες – και μάλιστα με επιταχυνόμενη συχνότητα – εμφανίζονται διεθνώς αναφορές στην οικονομική και κοινωνική προσπάθεια της Ελλάδας που την αντιμετωπίζουν σαφώς θετικότερα από ότι στο παρελθόν. Αυτή η μεταβολή του κλίματος αντανακλάται:
α) στο ύφος και το περιεχόμενο των δηλώσεων αλλά και επισκέψεων ηγετών ξένων κυβερνήσεων και διεθνών οργανισμών – με σημαντικότερη όλων βέβαια την επίσκεψη της καγκελαρίου της Γερμανίας -,
β) στο πλήθος και το περιεχόμενο ειδικών μελετών που δημοσιοποιούν μερικά από τα πιο έγκυρα κέντρα οικονομικών μελετών διεθνώς και τέλος
γ) στον αυξανόμενο αριθμό επισκέψεων και ενδιαφέροντος που εκδηλώνονται από ξένες επιχειρήσεις και επενδυτικά ταμεία, τόσο ως προς τις ευκαιρίες που ήδη διαβλέπουν να αναπτύσσονται στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, όσο και στην δραστηριότητα του ΤΑΙΠΕΔ.
Είναι προφανές, πάντως, ότι αυτή η θετική εικόνα θα ενισχύεται και θα παγιώνεται μόνο στο βαθμό που η χώρα μας αποδεικνύεται συνεπής με τα συμφωνηθέντα.
Για την επίτευξη όμως θετικών οικονομικών εξελίξεων, η αποκατάσταση σε κάποιο βαθμό της αξιοπιστίας της χώρας, αποτελεί συνθήκη αναγκαία αλλά όχι και ικανή. Ο επόμενος πρωταρχικός στόχος που πρέπει να επιδιώξει η κυβέρνηση, οι λοιποί πολιτικοί παράγοντες αλλά και όλοι οι Έλληνες, είναι η αντιστροφή του κλίματος απαισιοδοξίας που εξακολουθεί να κυριαρχεί στην ελληνική κοινωνία. Πρέπει να πεισθούμε και να πείσουμε ότι θα τα καταφέρουμε και θα μείνουμε εντός της Ευρωζώνης, στηριζόμενοι όχι μόνο στην βοήθεια των εταίρων μας, αλλά όλο και περισσότερο στις δικές μας δυνάμεις. Άλλωστε η επιλογή της παραμονής της χώρας στην Ευρωζώνη θεωρούμε ότι εξακολουθεί να αποτελεί πεποίθηση της συντριπτικής πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας.
Το κλίμα της απαισιοδοξίας και μεμψιμοιρίας δεν είναι βέβαια αδικαιολόγητο. Δεν είναι δυνατό να βελτιωθεί καθοριστικά η καταναλωτική εμπιστοσύνη όταν η ύφεση της ελληνικής οικονομίας είναι για δεύτερη συνεχή χρονιά πολύ βαθύτερη της εκτιμώμενης ακόμη και στις αρχές του τρέχοντος έτους, όταν η ανεργία διευρύνεται ταχύτατα και αγγίζει ήδη, έμμεσα ή άμεσα, σχεδόν κάθε ελληνική οικογένεια και όταν οι πολίτες δέχονται επί τρεις μήνες αλλεπάλληλα και πολλές φορές αντιφατικά μεταξύ τους μηνύματα για το περιεχόμενο των επερχόμενων δημοσιονομικών μέτρων.
Όμως, όσο κατανοητό και αν είναι το κλίμα της απαισιοδοξίας άλλο τόσο και περισσότερο αναγκαία είναι η αντιστροφή του. Διότι η αισιοδοξία δεν μπορεί να αναμένεται μόνο ως αποτέλεσμα της οικονομικής ανάκαμψης αλλά σε μεγάλο βαθμό αποτελεί προϋπόθεση για την επίτευξή της. Διαφορετικά, κανείς δεν θα αρχίσει να επενδύει σήμερα στην Ελλάδα εάν πιστεύει ότι το εισόδημα του, η εργασία του ή η επιχείρηση του θα συνεχίσει να επηρεάζεται από την ύφεση τα επόμενα χρόνια.
Η διαδρομή για την οικονομική ανάκαμψη είναι μαραθώνια, όπως έχει και αλλού λεχθεί, έχουμε όμως διανύσει ως τώρα αρκετά χιλιόμετρα και οι επιδόσεις που έχουμε ήδη πετύχει δεν είναι ευκαταφρόνητες. Υπάρχουν δηλαδή δεδομένα που αποδεικνύουν ότι οι θυσίες στις οποίες υποβλήθηκε και υποβάλλεται ο ελληνικός λαός δεν αποβαίνουν εις μάτην. Και τα δεδομένα αυτά πρέπει να προβάλλονται διότι δικαιολογούν κάποια ψήγματα αισιοδοξίας για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Έτσι:
- Ø Έχει επιτευχθεί μείωση του ελλείμματος από 36,1δισ. στο τέλος του 2009 σε 19,4 δισ. στο τέλος του 2011 και στόχο 13,7 δισ. στο τέλος του 2012. Σημειώνουμε ότι σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, αυτή είναι η μεγαλύτερη μείωση ελλείμματος που επιτεύχθηκε ποτέ σε χώρα της Ευρωζώνης.
- Ø Το έλλειμμα ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών από 34,8 δισ. το 2008 περιορίστηκε σε 21,1 δισ. το 2011.
- Ø Το πρωτογενές έλλειμμα από 10,4 % του ΑΕΠ το 2009 στο 1,4% φέτος. Υπογραμμίζουμε ότι, πάλι σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, ο ρυθμός δημοσιονομικής σταθεροποίησης κατά 4% περίπου ετησίως, είναι ο μεγαλύτερος που έχει επιτευχθεί σε οποιαδήποτε χώρα του αναπτυγμένου κόσμου τις τελευταίες δεκαετίες.
- Ø Γενικά, σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Δείκτη Προόδου στις Προσαρμογές (Euro Plus Monitor) η Ελλάδα είναι μετά την Εσθονία η δεύτερη σε πρόοδο προσαρμογών χώρα στην Ευρωζώνη, ενώ με βάση τον αντίστοιχο δείκτη του ΟΟΣΑ είναι πρώτη.
Αλλά και για τα χιλιόμετρα της μαραθώνιας διαδρομής που απομένουν να διανυθούν, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι, παρ’ όλο το βραχυπρόθεσμα υφεσιακό τους αποτέλεσμα, τα δημοσιονομικά μέτρα μπορούν να συμβάλουν στην δημιουργία αναπτυξιακών προοπτικών, αφού με αυτά εξομαλύνεται η μελλοντική χρηματοδότηση της χώρας, βελτιώνονται οι δυνατότητες περαιτέρω πολιτικών διαπραγματεύσεων για μελλοντικές εξελίξεις, αλλά κυρίως διασφαλίζεται το βασικό ζητούμενο της σταθεροποιητικής πολιτικής που είναι η ταχύτερη επίτευξη δηλαδή πρωτογενούς πλεονάσματος. Σε μεγάλο βαθμό τέλος, εκλείπει η στρατηγική αβεβαιότητα για τη θέση της χώρας στο διεθνές περιβάλλον, η διασφάλιση δηλαδή της παραμονής της στο Ευρώ.
Επίσης, οι εκτιμήσεις (σενάρια) για την μελλοντική πορεία της ελληνικής οικονομίας δεν είναι αποκαρδιωτικές. Το ΙΟΒΕ δεν υιοθετεί καμία συγκεκριμένη εκτίμηση για την πιθανότερη μελλοντική πορεία του ελληνικού δημόσιου χρέους και αυτό επειδή η εκτίμηση αυτή περιβάλλεται από σημαντικές αβεβαιότητες που συνδέονται με τις γενικότερες μακροοικονομικές εξελίξεις. Η προσέγγιση που ακολουθήσαμε είναι αυτή των εναλλακτικών προσομοιώσεων που διενεργήθηκαν με τη βοήθεια ενός δυναμικού μακροοικονομικού υποδείγματος που διατηρούμε στο ΙΟΒΕ. Το πλεονέκτημα αυτής της προσέγγισης είναι ότι λαμβάνεται πλήρως υπόψη η αλληλεπίδραση δημοσιονομικής πολιτικής και οικονομικής δραστηριότητας. Κατά συνέπεια τυχόν καλύτερες αναπτυξιακές επιδόσεις αντανακλώνται άμεσα στο έλλειμμα και έχουν ενδογενώς ευνοϊκές επιπτώσεις στη διαδρομή του χρέους.
Το εξαιρετικά ενδιαφέρον εύρημα εδώ είναι ότι ακόμα και μια μέτρια αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων από το 2013 οδηγεί σε σημαντικούς ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Ειδικότερα, μια σταδιακή ενίσχυση των επιχειρηματικών επενδύσεων, ώστε ο μέσος όρος στην περίοδο 2013-2020 ως ποσοστό του ΑΕΠ να διαμορφωθεί στο 13%, (οριακά υψηλότερος του αντίστοιχου μέσου όρου την περίοδο 2002-2008 που ήταν 12,7%), οδηγεί σε μια άνοδο του ρυθμού ανόδου του πραγματικού ΑΕΠ που υπερβαίνει το ρυθμό ανόδου στην προσομοίωση αναφοράς κατά 0,5 της ποσοστιαίας μονάδας για όλα τα χρόνια της περιόδου 2013-2020 (αν για παράδειγμα ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ πριν την άνοδο των επενδύσεων για μια χρονιά ήταν 3% τώρα γίνεται 3,5%), άνοδος που μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2020 μπορεί να έχει αναπληρώσει σχεδόν ολοκληρωτικά της απώλειες της περιόδου της ύφεσης. Αλλά πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι σε όλα τα σενάρια η πορεία του δημοσίου χρέους είναι πτωτική μετά το 2013. Είναι δε προφανές ότι, όσον αφορά τη «βιωσιμότητα» του χρέους, η πτωτική του πορεία ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι πιο καθοριστική παρά το κατά πόσον το οποιοδήποτε αυθαίρετα προσδιοριζόμενο ποσοστό του ΑΕΠ (π.χ. το 120%) επιτυγχάνεται το έτος 2020, ή λίγο πριν (αισιόδοξα σενάρια), ή λίγο μετά (απαισιόδοξα σενάρια), λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι τα ποσά του χρέους που λήγουν μετά το 2020 περιορίζονται στο ελάχιστο. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα μπορεί να είναι σε θέση να εξυπηρετήσει το χρέος της γύρω στο τέλος της δεκαετίας, και μάλιστα χωρίς περαιτέρω βοήθεια από τους πιστωτές της πέρα ίσως από κάποιες συνήθεις σε παρόμοιες καταστάσεις διευκολύνσεις.
Τα στοιχεία αυτά είναι σημαντικό να τονίζονται, και μάλιστα, όχι μόνο ως επιχειρήματα έναντι των δανειστών μας, αλλά και ως δεδομένα που μπορούν να πείσουν τον ελληνικό λαό ότι οι θυσίες του δεν έχουν πάει χαμένες. Σημαίνουν ότι ο στόχος της δημοσιονομικής σταθεροποίησης και η εμφάνιση πρωτογενών πλεονασμάτων είναι πολύ κοντύτερα από όσο συνειδητοποιεί ο μέσος πολίτης και ότι η δέσμευση της πολιτικής ηγεσίας πως το πρόσφατο πακέτο μέτρων είναι όντως το τελευταίο μπορεί να αποδειχθεί πραγματική.
Τα παραπάνω δεν δικαιολογούν βέβαια τον οποιοδήποτε εφησυχασμό, αλλά αντίθετα υπογραμμίζουν την ανάγκη για συστηματική και επίμονη εργασία ώστε να γίνουν τα επόμενα απτά βήματα για την ενίσχυση κλίματος ανάκαμψης. Ποια είναι όμως τα πρώτα βήματα που μπορούν και πρέπει να επιδιωχθούν για την τόνωση της αισιοδοξίας για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, και ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την επίτευξή τους; Σε αυτά τα ερωτήματα εστιάζουμε την προσοχή μας στη συνέχεια της έκθεσής μας.
Η γρήγορη ολοκλήρωση ορισμένων αποκρατικοποιήσεων θα αποτελούσε ένα από τα πιο άμεσα και πειστικά βήματα προς το κλίμα αισιοδοξίας, καθώς γενικότερα η επιτάχυνση της διαδικασίας αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας αποτελεί σύμφωνα με όλους τους αναλυτές, κύριο όχημα προς την κατεύθυνση της ανάκαμψης και επαλήθευσης των «καλών σεναρίων» για την ελληνική οικονομία. Η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας είναι ένα εργαλείο που πρέπει να χρησιμοποιηθεί όχι τόσο για το πρόσκαιρο ταμειακό του αποτέλεσμα, αλλά για το επενδυτικό και τελικά πολλαπλασιαστικό όφελος που έχει στην οικονομία. Έχει ήδη πραγματοποιηθεί προεργασία ώστε να επιλεχθούν οι περιπτώσεις που μπορούν να προχωρήσουν ταχύτερα, ενώ τυχόν επιφυλάξεις που διατυπώνονται κατά περίπτωση, μπορούν να τύχουν κατάλληλης διαχείρισης σε επίπεδο υπογραφής σύμβασης. Άλλωστε, υπάρχουν σύγχρονα εργαλεία μίσθωσης που εξυπηρετούν τους στόχους της χώρας για αποδοτικότερη χρήση των πόρων της. Ήδη παραχωρήθηκε το IBC σε μακροχρόνια μίσθωση, ξεκίνησε η διαδικασία παραχώρησης του 33% των μετοχών του ΟΠΑΠ, καθώς και οι διαδικασίες αξιοποίησης της περιοχής Κασσιόπης και Ελληνικού, ενώ στις αρχές του 2013 αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία για ΔΕΠΑ/ΔΕΣΦΑ.
Η βελτίωση της ρευστότητας αποτελεί μακράν πρωταρχικό ζήτημα για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και η επιτάχυνση της επιστροφής των καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα θα έχουν ως άμεσο αποτέλεσμα την επανεκκίνηση των τραπεζικών χορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις. Όμως, για τη ρευστότητα αυτά αποτελούν άλλο ένα αναγκαίο αλλά όχι αρκετό στοιχείο. Πρέπει να συνοδευτούν από την απορρόφηση πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία της Κοινότητας, την επαναδραστηριοποίηση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων στην Ελλάδα, για την χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων και μεγάλων επενδύσεων υποδομής. Στη δημιουργία ρευστότητας θα συμβάλει καθοριστικά και η εκταμίευση των ποσών που έχουν συμφωνηθεί για την πληρωμή των ληξιπροθέσμων οφειλών του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα και την εξόφληση των εντόκων γραμματίων που κατέχουν οι τράπεζες, ώστε να διοχετευθεί η συγκεκριμένη ρευστότητα προς τις επιχειρήσεις. Είναι δε θετική η αναφορά στο σχέδιο προϋπολογισμού στην πληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών ύψους 3,5 δισ..
Τέλος η επανεκκίνηση των μεγάλων κατασκευαστικών έργων που έχουν σταματήσει και ιδιαίτερα οι μεγάλοι οδικοί άξονες, θα δημιουργήσουν ευκαιρίες για άμεση απασχόληση με τα πολλαπλασιαστικά φαινόμενα στη ρευστότητα και την οικονομία γενικότερα. Ο στόχος αυτός δεν είναι δύσκολο να επιτευχθεί, ήδη δε προς την κατεύθυνσή του καταβάλλονται συντονισμένες προσπάθειες από το αρμόδιο Υπουργείο και τους έμπειρους συμβούλους που έχουν στρατευθεί ειδικά για αυτό το σκοπό. Πρέπει δε να υπενθυμιστεί ότι, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2011, το μέρος του ΠΔΕ που δεν έχει ακόμα εκτελεστεί είναι 5 δισ..
Καθοριστική τόσο μακροπρόθεσμα όσο και βραχυπρόθεσμα είναι και η προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη το παραγωγικό μας σύστημα για να λειτουργήσει αποδοτικότερα και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας. Υπάρχουν τομείς και κλάδοι στη χώρα που μπορούν να δημιουργήσουν βιώσιμη ανάπτυξη και κυρίως να βοηθήσουν στην ποιοτική αναβάθμιση της θέσης μας στον εξελισσόμενο διεθνή καταμερισμό παραγωγής και εργασίας. Θεσμικές παρεμβάσεις άρσης εμποδίων λειτουργίας μπορούν να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τη μείωση του εργατικού κόστους η οποία δεν επιλύει επαρκώς το ζήτημα της συνολικής ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας. Ακόμα, πρέπει να προωθηθούν μεταρρυθμίσεις που επηρεάζουν το κόστος της οικονομίας με έμμεσο τρόπο, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το χώρο της δικαιοσύνης.
Πέρα όμως από τα παραπάνω «πρώτα βήματα» επείγει πλέον η κατάρτιση μιας «Αναπτυξιακής δέσμης», ενός συνεκτικού σχεδίου για την ανάπτυξη, χτίζοντας πάνω σε μία πρώτη φάση σταθεροποίησης της Οικονομίας. Ο αυξημένος αντίκτυπος της παρατεταμένης, έντονης πτώσης του ΑΕΠ στην κοινωνικοοικονομική κατάσταση στην Ελλάδα, καθιστά αναγκαία τη συμπερίληψη της επίδρασης στο ΑΕΠ μεταξύ των κυριότερων κριτηρίων που θα ληφθούν υπόψη στο σχεδιασμό των δημοσιονομικών μέτρων και του συνόλου της οικονομικής πολιτικής για τα επόμενα έτη. Είναι ενδιαφέρον ότι το Δ.Ν.Τ. σε πρόσφατη έκθεσή του, χαρακτηρίζει ως απολύτως αναγκαία προϋπόθεση για την εξυγίανση οικονομιών που είναι βεβαρημένες με υψηλά χρέη, το συνδυασμό μέτρων δημοσιονομικής σταθεροποίησης με πολιτικές που ενισχύουν την ανάπτυξη.
Τα βήματα που περιγράφηκαν παραπάνω δεν εξαντλούν βεβαίως τις ενέργειες που πρέπει και μπορούν να γίνουν για την τόνωση της αισιοδοξίας των πολιτών για τις οικονομικές προοπτικές. Περιλαμβάνουν όμως τις σημαντικότερες και μάλιστα εκείνες που βρίσκονται στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης ούτως ή άλλως, και που η ανάγκη υλοποίησής τους αναγνωρίζεται από το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Τα στοιχεία που διαθέτει το ΙΟΒΕ από εμπειρίες άλλων χωρών, αλλά και από τη χώρα μας σε προηγούμενες καταστάσεις, μαρτυρούν ότι τα δύσκολα βήματα στην πορεία για τη δημιουργία κλίματος αισιοδοξίας είναι τα πρώτα. Από τη στιγμή που αυτά πραγματοποιηθούν, τα επόμενα βήματα συνήθως ακολουθούν με ταχείς και μάλιστα επιταχυνόμενους ρυθμούς. Είμαστε σίγουροι ότι αυτό το μέλλον για την πατρίδα μας δεν είναι πια μακριά.