«Ευτυχώς που δεν υπήρχε ίντερνετ το 1992 και έχουν χαθεί οι βλακείες που γράφαμε για το Μάαστριχτ…». Η φράση αυτή αντικατοπτρίζει την αυτοκριτική διάθεση πολλών (του υπογράφοντος συμπεριλαμβανομένου) για τη στάση που τήρησαν επί χρόνια μπροστά στην προοπτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης: μια στάση άκριτα ευφορική, συναισθηματικά κατοχυρωμένη πίσω από το «αναπόφευκτο» των εξελίξεων και, σε ό,τι αφορά τους Έλληνες, ευρωλιγούρικη («επιτέλους, είμαστε ισότιμοι με τις ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες, έως και το ίδιο νόμισμα θα έχουμε, ενταφιάζουμε για πάντα την Ψωροκώσταινα»).
Μια στάση που απέρριπτε περιφρονητικά, αυτάρεσκα και αφ’ υψηλού, τα επιχειρήματα των ευρωσκεπτικιστών (στη Βρετανία, κυρίως), όχι μόνον των λαϊκιστών ανάμεσά τους, αλλά ακόμη και εκείνων που ήταν «σοβαροί άνθρωποι», π.χ. του Συνδέσμου Βρετανικών Βιομηχανιών, που παρέθετε ορθολογικά, επιστημονικά και πάντως σίγουρα άξια συζήτησης επιχειρήματα περί διαφορετικών οικονομικών παραγωγικών δομών και κύκλων σε διάφορες χώρες που δεν θα μπορούν να λειτουργήσουν με ένα κοινό νόμισμα.
Είναι κατανοητό γιατί, ύστερα από τη μείζονα κρίση που πυροδοτήθηκε το 2008 και που στην Ελλάδα εξακολουθεί να μαίνεται, εμείς (οι λίγοι) χαιρόμαστε που δεν διασώθηκαν οι χαζοχαρούμενοι πανηγυρισμοί μας για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, που θα έκανε την ανάπτυξη και την ευημερία μια αενάως ανατροφοδοτούμενη πραγματικότητα και τη φτώχεια μια μακρινή συλλογική ανάμνηση ή ένα αξιοπερίεργο ρεπορτάζ από τον Τρίτο Κόσμο.
Η ιστορική εξέλιξη της υπόθεσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης χαρακτηρίζεται από τη σύγκρουση δύο υποδειγμάτων, όπως τα περιγράφει ο Φίλιπ Μπάγκους:
• Του κλασικού φιλελεύθερου οράματος, που εδράζεται στην αρχή της ελευθερίας και στη διασφάλιση της ελεύθερης διακίνησης αγαθών, υπηρεσιών και ιδεών μέσα σε μια Ευρώπη με ανοιχτά τα εσωτερικά της σύνορα. Σύμφωνα με αυτό το υπόδειγμα, ο ανταγωνισμός ρυθμίζει την κίνηση κεφαλαίων, εργασίας και επιχειρηματικότητας, καθώς και τις εθνικές πολιτικές (φορολογίας, κινήτρων κ.λπ.), με αποτέλεσμα να προωθείται η ανάπτυξη και να γεννάται πλούτος.
• Του σοσιαλιστικού οράματος, ιστορικού απογόνου των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών, που θέλει την Ευρώπη συγκεντρωτική, προστατευτική προς τα έξω και παρεμβατική στο εσωτερικό της, με το, εκτός δημοκρατικού πολιτικού ελέγχου, κέντρο να επιβάλλεται όλο και περισσότερο πάνω στην περιφέρεια, την κεντρική γραφειοκρατία να υποτάσσει όλο και ουσιαστικότερα τα εθνικά κράτη.
Στο πλαίσιο της ανάλυσης αυτής, που επιβεβαιώνεται και από τις εξελίξεις των τελευταίων ετών, η δημιουργία του ενιαίου νομίσματος ήταν ένα τέχνασμα των ηγετών του σοσιαλιστικού οράματος, προκειμένου να ωθήσουν εκβιαστικά την Ευρώπη σε δομές βαθύτερης ενοποίησης, παρά την καταγεγραμμένη επιφυλακτικότητα των εκλογικών σωμάτων (δημοψηφίσματα σε Γαλλία, Ολλανδία το 2005), παρά την προφανή απροθυμία των Ευρωπαίων να εγκαταλείψουν τις εθνικές τους ταυτότητες για μία κοινή ευρωπαϊκή. Το ενιαίο νόμισμα εισήχθη πρωθύστερα, χωρίς να συνοδευθεί από δομές ενιαίας οικονομικής πολιτικής, ώστε να μπορούν αυτές αργότερα να τεθούν εκβιαστικά ως ιστορική απαίτηση: «Αφού πλέον έχουμε κοινό νόμισμα, για να μπορέσει να λειτουργήσει και να βγούμε από την κρίση, χρειαζόμασθε ενιαία οικονομική, τραπεζική, φορολογική πολιτική κοκ».
Μέσα από αυτήν την ιστορική εξέλιξη και ενώ η ευρωζώνη προχωρεί αγκομαχώντας προς την έξοδο από την ύφεση, διατυπώνεται το αίτημα για «περισσότερη Ευρώπη», που -υποτίθεται- θα μας βγάλει πιο γρήγορα από την παρούσα οικονομική κρίση και θα μας προστατεύσει από νέες κρίσεις στο μέλλον.
Πρόκειται για μια ενστικτώδη αντίδραση της σοσιαλδημοκρατίας (και κάποιων χωρών, όπως η Ελλάδα, που δικαιολογημένα αισθάνονται ανήμπορες ενώπιον του μέγεθους των κινδύνων) μπροστά στην κρίση και την ιδεολογική της αμηχανία.
Έγραψαν στα Νέα οι Φίλιππος Σαχινίδης και Γιώργος Σιακαντάρης:
«Τα προβλήματα με τη σοσιαλδημοκρατική πρόταση άρχισαν όταν κάποιοι ανακάλυψαν τη μαγεία του κρατισμού αδιαφορώντας για την παραγωγή και την αποτελεσματικότητα και κάποιοι άλλοι θεώρησαν ότι η λεγόμενη «ρυθμισμένη απορρύθμιση» δημιουργεί καλύτερες συνθήκες για την ανάπτυξη και την αναδιανομή».
Σε αυτήν την πρόταση περιγράφεται η αδυναμία της σοσιαλδημοκρατίας, η ιστορική της παρακμή και η αδυναμία της να βρει απαντήσεις στα αιτήματα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας:
• Η μαγεία του κρατισμού δεν είναι εκφυλισμός της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά σύμφυτό της φαινόμενο. Στην Ελλάδα δε, όπου οι πελατειακές σχέσεις επιτελούν εδώ και αιώνες μια κρίσιμη διαμεσολαβητική λειτουργία μεταξύ κεντρικού κράτους και υπηκόων-πολιτών, ο κρατισμός έγινε η βασική τροχοπέδη σε οποιαδήποτε προσπάθεια προσαρμογής των κοινωνικών και οικονομικών δομών στις απαιτήσεις του 21ου αιώνα.
• Η δε γοητεία που ασκεί η «ρυθμισμένη απορρύθμιση» σε κάποιους σοσιαλδημοκράτες (Μπλερ, Σρέντερ) δεν είναι παρά μια συνθηκολόγηση με το ιδεολογικό οπλοστάσιο του αντιπάλου, που υπαγορεύεται από τις πραγματιστικές ανάγκες της διακυβέρνησης.
Αλλά και οι συντηρητικές δυνάμεις της Ευρώπης, που μοιάζουν να έχουν ξεκάθαρες απαντήσεις σε επίπεδο πολιτικής, αδυνατούν να προσφέρουν όραμα. Η δημοσιονομική πειθαρχία και σταθερότητα ίσως να είναι μέρος μιας συνεκτικής πολιτικής, αλλά σε καμμία περίπτωση δεν αποτελούν όραμα.
Η απομάκρυνση των Ευρωπαίων συντηρητικών από τις φιλελεύθερες αρχές, που μπορούσαν να συνεγείρουν τους Ευρωπαίους πριν από μία 30ετία (την ελευθερία δράσης, το δικαίωμα ατομικής επιλογής, την ατομική ευθύνη), τους εμφανίζει ως καλβινιστές τιμωρούς, ανίκανους να εμπνεύσουν, χωρίς προοπτική, χωρίς ουσιαστική απάντηση στο κρίσιμο αίτημα για ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης.
Από την άλλη πλευρά της Μάγχης, οι Συντηρητικοί υπό τον Κάμερον, που εδώ και δεκαετίες έχουν απομακρυνθεί από τον one nation toryism αφού η σημερινή γενιά πολιτικών τους έχει γαλουχηθεί στο θατσερισμό και τον οικονομικό φιλελευθερισμό, δείχνουν έναν εναλλακτικό και πιο αισιόδοξο δρόμο. Αντί της υπερφορολόγησης και του τιμωρητικού περιορισμού της ζήτησης, υλοποιούν πολιτικές που συνδυάζουν την ανάγκη για περιορισμό των δημοσίων δαπανών με την απαίτηση για ανάπτυξη και οδηγούν τη χώρα τους σε ταχύτερη έξοδο από τη βαθιά κρίση και σε αναπτυξιακούς ρυθμούς που η ευρωζώνη θα κάνει πολλά χρόνια να δει, όπως καταδεικνύουν οι προβλέψεις όλων των μεγάλων διεθνών οργανισμών.
Μπορεί οι πολιτικές Κάμερον και το φιλελεύθερο ιδεολογικό υπόβαθρό τους να μην απέτρεψαν το θρίαμβο του UKIP στις πρόσφατες ευρωεκλογές (για μια σειρά από λόγους, μεταξύ των οποίων και ορισμένοι καθαρά βρετανικοί), αλλά τέτοιες πολιτικές με αυτό το υπόβαθρο, που εντάσσονται στο φιλελεύθερο ευρωπαϊκό υπόδειγμα, θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στα αιτήματα των καιρών: τη διατήρηση και αναβάθμιση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης μέσα σε ένα όλο και πιο αδυσώπητο διεθνές περιβάλλον και τη δημιουργία ενός ισχυρού ευρωπαϊκού οράματος. Ακόμη και με το ενιαίο νόμισμα (άλλωστε, το εργαλείο της συναλλαγματικής ισοτιμίας δεν είναι κεντρικό στην αναπτυξιακή πολιτική της βρετανικής κυβέρνησης).
Είναι προφανές ότι το ζήτημα του μέλλοντος της ευρωζώνης καθίσταται πιεστικότερο ύστερα από τις ευρωεκλογές του Μαΐου. Ο ευρωσκεπτικισμός μοιάζει να αντικαθίσταται από έναν όλο και ενισχυόμενο αντιευρωπαϊσμό, που βρίσκει έκφραση σε διάφορα προϊόντα του ζωολογικού κήπου της άκρας δεξιάς ανά την Ευρώπη, αλλά και σε ανερχόμενες δυνάμεις της μαρξιστικής αριστεράς, και στην Ελλάδα. Ο Γιάννης Τόλιος, μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ και υποψήφιος ευρωβουλευτής (!) του κόμματος, θεωρεί πως ο δρόμος προς τα εμπρός είναι «μια συντεταγμένη επιστροφή στα εθνικά νομίσματα, είτε όλων των χωρών του Νότου, είτε κάθε μιας χωριστά και ο καθορισμός ελεγχόμενης ισοτιμίας του κάθε νομίσματος προς τις άλλες χώρες της Ένωσης».
Βρισκόμαστε, λοιπόν, ανάμεσα στις μυλόπετρες από τη μια πλευρά του φεντεραλισμού, που απαιτεί άμεσα περισσότερη Ευρώπη για να λυθούν τα προβλήματα της τωρινής «λιγότερης» Ευρώπης, και από την άλλη του αντιευρωπαϊσμού, που ζητά να διαλυθεί συνολικά το οικοδόμημα και να δοθεί τέλος στο ευρωπαϊκό εγχείρημα.
Αν η συζήτηση αυτή, με τα σημερινά δεδομένα, μπορούσε να γίνει πριν από την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος, οι συσχετισμοί θα ήταν πολύ διαφορετικοί. Και σίγουρα πολλοί Ευρωπαίοι θα επέλεγαν να μην εμπλακούν στην περιπέτεια της ευρωζώνης (π.χ. τρεις στους τέσσερις Γάλλους).
Ωστόσο, το μόνο βέβαιο είναι πως ό,τι γίνεται δεν ξεγίνεται: το ευρώ δημιουργήθηκε, υπάρχει και λειτουργεί και η διάλυση της ευρωζώνης θα προκαλούσε επιπτώσεις στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα που είναι αδύνατον να εκτιμηθούν. Κανείς δεν αντέχει τέτοια αβεβαιότητα και φόβο.
Από την άλλη πλευρά, η ιδέα της περισσότερης Ευρώπης στην παρούσα συγκυρία μοιάζει με συμβουλή να αυξήσουμε τη δόση του δηλητηρίου προκειμένου να αποτρέψουμε τη δηλητηρίαση. Δεν είναι καν ομοιοπαθητική.
Μια μέση επιλογή προτείνει ο Ζαν Πιζανί-Φερί (πρωτότυπο – στα ελληνικά):
«Σήμερα δεν είναι η ώρα για περισσότερη Ευρώπη· είναι η φάση που η Ευρώπη θα πρέπει να εκπληρώσει την αποστολή της. Αυτό μπορεί να σημαίνει κατάργηση των μη αναγκαίων αρμοδιοτήτων για τις οποίες η Ε.Ε. δεν διαθέτει ούτε τη νομιμότητα ούτε είναι καλά εξοπλισμένη. Επίσης, αυτό μπορεί να σημαίνει ότι δίνεται στην Ε.Ε. η δύναμη που της χρειάζεται για να πετύχει αυτό που έχει ήδη αναλάβει να κάνει.
Αυτή η ρεαλιστική ατζέντα μπορεί να φαίνεται αδιάφορη. Ενδεχομένως, μπορεί και να είναι. Αλλά, ενδεχομένως, μπορεί να είναι αυτή που θα προσφέρει μια καλύτερη ευκαιρία η οποία θα συμφιλιώσει τους λαούς της Ευρώπης με την Ευρωπαϊκή Ένωση».
Είναι εμφανές ότι δεν πρόκειται για οριστική λύση, αλλά για μέτρο αναστολής: Ας εστιάσει η Ε.Ε. στο να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει έναντι των πολιτών της (κάτι που δεν έχει πετύχει ως τώρα), χωρίς να σκέφτεται νέα επέκταση. Ας καταργήσει και κάποιες προηγούμενες διακηρύξεις στις οποίες είναι ορατό πως δεν μπορεί να ανταποκριθεί.
Η τακτική αυτή κίνηση μπορεί να δώσει παράταση ζωής στο ευρωπαϊκό εγχείρημα, διασφαλίζοντας τα κεκτημένα αλλά και τον απαιτούμενο χρόνο μέχρις ότου οι συντηρητικές δυνάμεις της Ευρώπης μπορέσουν, αντί αρχών λογιστικής, να αρθρώσουν όραμα ή/και μέχρις ότου η σοσιαλδημοκρατία διαμορφώσει ένα νέο «ιδιόκτητο» ιδεολογικό και προγραμματικό υπόδειγμα.
Ας κλείσουμε τα αυτιά στις σειρήνες των άκρων, του αντιευρωπαϊσμού και του φεντεραλισμού, και ας ακολουθήσουμε τη μετριοπαθή και με μικρότερη απροσδιοριστία ιδέα του Πιζανί-Φερί. Έστω, κρατώντας την αναπνοή μας.
ΥΓ.: Το 2014 υπάρχει ίντερνετ. Άρα, σε 20 χρόνια ίσως να μην με γλυτώνει τίποτε…
Ο Πάνος Πολυζωΐδης είναι δημοσιογράφος.
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.kosmos&id=34890